Τζενη Κατσαρη- Βαφειαδη*: « “Η πεζογραφος και το πιθαρι της”[1] η Δυο επισημανσεις για το συγγραφικο εργο της Ελενης Σκαβδη»
Ι)Η πολιτική ταυτότητα της γραφής της
Η Ελένη Σκάβδη γεννήθηκε στην Αλεξανδρούπολη από γονείς Ικαριώτες. Από τη φυγή της στα δεκαοκτώ της για σπουδές στην Αθήνα η Ελένη αρχίζει να διαμορφώνει το δικό της πιθάρι του Διογένη, συστρατευόμενη και υπηρετώντας τη γραφή σε εμβληματικά περιοδικά του προοδευτικού χώρου ήτοι τον «Θούριο», το «Κάπα», και εφημερίδες όπως η « Ίριδα», που εκδιδόταν στην Αγία Παρασκευή Αττικής, η «Εντελέχεια» στη Θήβα και μέχρι σήμερα η εφημερίδα «Εποχή». Περιοδικά και εφημερίδες για τις οποίες στο διήγημα της συλλογής «Μπριτς» (σ.73) γράφει:
Ζούσε Αθήνα, ανακατεύτηκε με κόμματα και με πολιτικά, ακολούθησε τις κουβανέζικες ιδέες, πήγε και μια εκδρομή με ταξιδιωτικό γραφείο στην Αβάνα. Αλήθεια ήταν. Καθώς περνούσανε τα χρόνια, ψήλωνε ο νους του κοριτσιού-γυναίκα, που κανακεύονταν με ολομέλειες και συνελεύσεις, κάποτε κάποτε σαν ερωτευόταν μες στα αχανή σεντόνια της αριστεροσύνης, έγραφε και ποιήματα και εισηγήσεις, άλλοτε έβγαζε λόγους για επανάσταση, για εργάτες, για μετανάστευση, για λούμπεν, για ρεφορμισμό.
Με αγαπημένους τον Τσε Γκεβάρα και τον Φιντέλ Κάστρο από κοινού με τον Ζαφείρη, το αγόρι που πρωταγωνιστεί στο ίδιο διήγημα και είχε συνομιλητή τον αντάρτη Νικόλα από τα χωριά του Εβρου που τον έλεγαν συμμορίτη, η Ελένη Σκάβδη μαθαίνει για την απόβαση του αμερικανικού στόλου στην Κούβα το 1962, διαβάζει Κούντερα «Το βιβλίο του γέλιου και της Λήθης», «Το Αστείο» «και άλλα παρόμοια» (σ.74), μελετώντας τα «Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους» του Φ. Ένγκελς και «Η πρωτόγονη κοινωνία» του J. Morgan που ουδόλως δύναται να κατανοήσει ο γκρίζος ήρωας του ομότιτλου διηγήματος «που κοίταζε τη δουλειά του και την καριέρα του» («Ο γκρίζος», σ.92). Και δίπλα στον Μάνο, που πρωταγωνιστεί στα «Κούτσουρα»(σ.35) και στην «Παντιέρα ρόσα»(σ.116) διαβάζει, όπως αφηγείται στο τελευταίο εν μέσω Χούντας, Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ και «Κυρά των Αμπελιών» του Γιάννη Ρίτσου. Έχοντας πάντοτε στραμμένο το συγγραφικό της βλέμμα στη φτώχεια και τους φτωχούληδες του Θεού, στη μετανάστευση και στην εγκατάλειψη του τόπου από τους νέους της, όπως ο Ζαφείρης του «Μπριτς» που σαλπάρει και εγκαθίσταται τελικά στη Γερμανία κι όπως και ο Μάνος της «Παντιέρας ρόσα» που επίσης μπάρκαρε. Το ίδιο βλέμμα που εστιάζει στους πολιτικά ανήκοντες στην ΕΔΑ όπως ο Μάνος, «χαρακτηρισμένος με φάκελο», που κάνει το φανταρικό του στον Έβρο, κι είχε ήδη υπηρετήσει με τις φυλακές τριάντα ήδη μήνες(σ.116)۰ παρακολουθείται ο ίδιος αλλά και μέλη της οικογένειάς του από την ασφάλεια, και εξαναγκάζεται να ντύνει τα βιβλία του με κόλλες και χειρόγραφους ψευδότιτλους, παρενδύοντάς τα. Τότε εξάλλου το μακρινό 1969 ήταν που μπήκε κι ο Στόλος στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης, έδεσε όμως αρόδο, στ’ ανοικτά(σ.116), προλαμβάνοντας το τοπίο του σήμερα.
Η Ελένη Σκάβδη, συνοδοιπόρος και συνομιλήτρια του Μανόλη Αναγνωστάκη, του Άγγελου Ελεφάντη και του Αλέκου Αργυρίου, με τον πρώτο στον «Θούριο», τον δεύτερο στο περιοδικό «Ο Πολίτης» και τον τρίτο στην επαγγελματική της πορεία, δεν θα μπορούσε να γράφει αλλιώς. Μεγάλωσε εξάλλου σ’ ένα σπίτι που δίδασκε ορθόδοξο ανθρωπισμό, μύριζε λιβάνι, διάβαζε Ιωακείμ Καβύρη αφού γονείς της ήταν ο Παντελής Σκάβδης, ο ιερέας «του Αϊ- Λευτέρη που ήταν σαν το σπίτι της»(σ. 12) και η Καλλιώ, η μοδίστρα που συνομιλεί με τον θρακιώτη συντοπίτη της Βιζυηνό και «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον» στο διήγημα «Κι η ψυχή με βάτες ωσάν άγγελου φτερά»(σ.113). Εξάλλου
«Είμαστε όλοι παιδιά της εποχής,
η εποχή είναι πολιτική.
[…] Θες δεν θες,
τα γονίδιά σου έχουν πολιτικό παρελθόν,
το δέρμα σου πολιτική χροιά,
τα μάτια σου πολιτική αντίληψη.
Ό,τι πεις έχει απόηχο, ό,τι αποσιωπάς έχει έκφραση
ούτως ή άλλως πολιτική.
Τα απολιτικά ποιήματα είναι κι αυτά πολιτικά».
Βισουάβα Σιμπόρσκα, «Παιδιά της εποχής»[1]
ΙΙ) Ο γενέθλιος τόπος και οι πατρίδες της
Η Αλεξανδρούπολη κατά την άποψή μου είχε την τύχη να έχει το λογοτεχνικό της πορτραίτο με το «Εκείνη η Πόλη», το πρώτο πεζογραφικό κείμενο της συγγραφέα, αφού, μέσα από τις περιγραφές του τοπίου, Εκείνη η Πόλη, μια πόλη με σιδηρόδρομο, αινίτες πρόσφυγες, σιδηροδρομικούς, γειτονιές που μυρίζουν πάστρα και βουϊζουν από το κουβεντολόι των θηλυκών, αναδύεται η Αλεξανδρούπολη των Σκαβδαίων, αλλά και η Αλεξανδρούπολη του Θανάση Αποστολίδη, του Άγγελου Ποιμενίδη και του Θανάση Τζούλη με τους οποίους η Ελένη συνεργάστηκε ή επιμελήθηκε το έργο τους, όπως των δυο πρώτων, για να «μασήσει», να νιώσει, να εννοήσει την πίκρα και την ιδιοτυπία της προσφυγιάς, να ενθυλακώσει εντός της μέσω της γραφής του Θανάση Αποστολίδη που γεννήθηκε στην Τυρολόη της Ανατολικής Θράκης και του Γεωργίου Βιζυηνού, στη Βιζύη, την κατακερματισμένη μνήμη της Ανατολικής Θράκης. Για την Αίνο δεν χρειαζόταν… Την έβλεπε φωτισμένη απέναντι και μιλούσε μαζί της, για τους αγίους της και τους καραβοκύρηδές της.
«Εκείνη η Πόλη» είναι η Αλεξανδρούπολη όλων μας, η Αλεξανδρούπολη μετά την προσφυγιά και η «ανάστασή» της, τη δεκαετία του ’60 και μετά, η μετάταξή της δηλαδή από τη ζωή της φτώχειας και των προσφυγικών σπιτιών με τους κήπους στην «αίγλη» του μπετόν και της αντιπαροχής, στη φυγή των παιδιών για σπουδές στην Αθήνα ή όπου αλλού περνούσαν.
Η εύφορη γαστέρα της γραφής της δεν θα γεράσει ποτέ. Γιατί η γήινη Ελένη ό,τι πρώτα έμαθε να κάνει είναι να διαβάζει τους τόπους που ζει, που περπατά με τα παντοφλάκια της. Κι αυτό το χούι, αυτή η συνήθεια, να κουβεντιάζει με ζωντανούς και ζωντανά, να αφουγκράζεται σιωπές, με το ανθρωπολογικό της αισθητήριο να ψάχνει […] φέρνοντας ξανά στο φως και αναδεικνύοντας τα «απολεσμένα άυλα»
Τα δέκα διηγήματα της συλλογής που παρουσιάζεται απόψε έχουν την εξής χρονικότητα. Ανοίγουν με την Καλλιώ, τη μητέρα της και το ταξίδι της επιστροφής με το τραίνο, παραδίδουν σκυτάλη στον παπα-Παντελή, κι αμέσως μετά στην ενηλικιούμενη αλλά και την έφηβη Ελένη που οικειώνεται τα υγρά του κορμιού της, γίνεται Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων στα «Κόκκινα παππούτσια», νιώθει τον έρωτα και το κορμί, γίνεται κορίτσι που χορεύει φούρλες στις σιδηροδρομικές γραμμές περιμένοντας τον Μάνο, ή τον Ζαφείρη στον στάβλο με τη φοραδίτσα του κυρ Αλέκου, μοιράζεται τα δάκρυα των άτυχων ερώτων των κοριτσιών στο «Dior», με τους περαστικούς από τον Έβρο αξιωματικούς, και χρόνια μετά και η ίδια με την αλγεινή της υπερμνησία να τροφοδοτεί τη γραφή της, η Ελένη Σκάβδη αποχαιρετά την πόλη της, όπως και τον Μάνο στο «Παντιέρα ρόσα» (σ.125), ως εξής:
«Τα γράμματα του Μάνου τα πέταξε. Είχαν αρχίσει να ξεθωριάζουν κι ας μην ήταν γραμμένα με την κάφτρα του σπίρτου. Το νούμερο τηλεφώνου όμως το αθηναϊκό δεν το ξέχασε ποτέ. Το θυμάται ακόμα και το χρησιμοποιεί υβριδικά. Το βάζει user name στις συναλλαγές της με εφαρμογές και σελίδες στο διαδίκτυο. Είναι που οι εποχές αλλάζουν, οι άνθρωποι επίσης αλλάζουν και χάνονται, οι αριθμοί μένουν μονάχα σκαρφαλωμένοι στη μνήμη, αγκιστρωμένοι λες για να υπομνηματίζουν ολόκληρες ζωές. Δικαιωμένες ή αδικαίωτες».
Δικαιωμένες ζωές, όπως το έργο της παρουσιαζόμενης απόψε κυρίας των γραμμάτων, που η εύφορη γαστέρα της γραφής της δεν θα γεράσει ποτέ. Γιατί η γήινη Ελένη ό,τι πρώτα έμαθε να κάνει είναι να διαβάζει τους τόπους που ζει, που περπατά με τα παντοφλάκια της. Κι αυτό το χούι, αυτή η συνήθεια, να κουβεντιάζει με ζωντανούς και ζωντανά, να αφουγκράζεται σιωπές, με το ανθρωπολογικό της αισθητήριο να ψάχνει –παραφράζοντας κατά τι, για να κυριολεκτήσουμε στον τρόπο που η Σκάβδη ανασταίνει τους τόπους και τα πρόσωπα-μορφές που εργάστηκαν γι’ αυτούς και τους «φτιάξανε» αφαιρώντας επιστρωματώσεις, στίχους της αγαπημένης μας ποιήτριας Ελένης Ανδρέου, από το ποίημά της «Παλίμψηστον»–, με το ανθρωπολογικό της αισθητήριο να ψάχνει λοιπόν, για να επανέλθουμε,
στον πάτο να βρει
άπορους ταξιδευτές
στους ισημερινούς των εκλείψεων
στα αεί πενθούντα άυλα απολεσμένα
κι όταν τους βρίσκει
–γιατί άδυτα δεν υπάρχουν–
προσεκτικά να τους πλησιάζει
κάτω από τις χυδαίες επιστρωματώσεις[2]
φέρνοντας ξανά στο φως και αναδεικνύοντας τα «απολεσμένα άυλα». Τα άυλα μορφών που φτιάξαν τη χώρα, την ιστορία και τα γράμματά της, όπως οι Αμαλιαδίτες, οι Ηλείοι, σπουδαίοι Νίκος Μπελογιάννης και Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, αλλά και συζητώντας με συγκαιρινούς όπως ο Χρήστος Ντάντος, ο Γιώργος Γώτης, ο Διονύσης Κράγκαρης, ο Τάκης Λαϊνάς, ο Ανδρέας Φουσκαρίνης, η Ελένη Ψυχογιού, ο Δημήτρης Ψυχογιός και ο Άγγελος Αγγελόπουλος για Τάκη Σινόπουλο, Γιώργο Παυλόπουλο, Ηλία Παπαδημητρακόπουλο, γι’ αυτή τελικά τη μεγάλη γη της Ηλείας, τη γη των «Ημεροσκόπων» της, που της «δώρισε» ο Ηλείος σύντροφός της Τάκης Χριστόπουλος.
Η Ελένη, η μεγάλη κυρία των γραμμάτων, η ερευνήτρια, η επιμελήτρια, η λογοτέχνης. Και δική μας θρακιώτισσα, αλλά κυρίως το σημαντικότερο η Ελένη των γραμμάτων της χώρας, για να μην παραμένουν τα γράμματα της ελληνικής περιφέρειας ένα ΚΕΝΟ, με τ’ αρχαία μόνο μνημεία και τη σύγχρονη θλίψη, όπως θα έλεγε και ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης
Η Ελένη, η μεγάλη κυρία των γραμμάτων, η ερευνήτρια, η επιμελήτρια, η λογοτέχνης. Και δική μας θρακιώτισσα, αλλά κυρίως το σημαντικότερο η Ελένη των γραμμάτων της χώρας, για να μην παραμένουν τα γράμματα της ελληνικής περιφέρειας ένα ΚΕΝΟ, με τ’ αρχαία μόνο μνημεία και τη σύγχρονη θλίψη, όπως θα έλεγε και ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης. Και για να παραλληλίσω, η δική μας μεγάλη κυρία της λογοτεχνίας, που περπάτησε στα ίδια μονοπάτια ζωής και γραφής –στα πεδία εννοούμε της πολιτικής, της ιστορικής έρευνας, της θεωρητικής κατάρτισης στην τέχνη του λόγου και των συναφών αναγνώσεων– με τις αγαπημένες όλων μας συγγραφείς Μάρω Δούκα και Ρέα Γαλανάκη.
Ελένη, να’ σαι καλά, να μας πλουτίζεις.
*Η Τζένη Κατσαρή-Βαφειάδη είναι Φιλόλογος και Επιμελήτρια εκδόσεων. Το παρόν κείμενο είναι η ομιλία της στην εκδήλωση παρουσίασης της συλλογής διηγημάτων της Ελένης Σκάβδη «Ροζ και γκρίζο», που επίσης επιμελήθηκε, και διοργανώθηκε από τον Σύλλογο Κυριών και Δεσποινίδων Αλεξανδρούπολης και τις εκδόσεις Πρόκνη, την Τετάρτη 13 Μαρτίου 2024, στον χώρο του Εντευκτηρίου του Συλλόγου.
Δείτε το ρεπορτάζ της εκδήλωσης εδώ.
[1] Ο τίτλος οφείλεται στο βιβλίο της Μάρως Δούκα, «Ο πεζογράφος και το πιθάρι του», Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1992, σειρά: Σκέψη, Χρόνος, Δημιουργοί, διεύθυνση: Θανάσης Θ. Νιάρχος.
[2] Βισουάβα Σιμπόρσκα, «Η ζωή εδώ και τώρα», μτφρ: Μπέλτα Ζούλκιεβιτς, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2021.
[3]Ελένη Ανδρέου, « ΠΑΡΕΜΦΑΤΑ (Π[οι]ήματα)», ΣΗΜΑΕκδοτική, Αθήνα 2022, σ. 90. Οι στίχοι που παραπάνω χρησιμοποιήθηκαν έχουν ως εξής: […] γι’ αυτό αν με ψάχνεις ακόμα/ανεπιτυχώς στα μητρώα των επιμηθέων/ βαθιά σκάψε/ στον πάτο θα με βρεις/ άπορο ταξιδευτή/ στους ισημερινούς των εκλείψεων/ αεί πενθούντα τα άυλα απολεσμένα/ κι αν με βρεις/ –άδυτα δεν υπάρχουν– / προσεκτικά πλησίασέ με/ κάτω από τις χυδαίες επιστρωματώσεις[…].
Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.