Δημητρα Καρουζου*: «Οι εικονες που ζωγραφιζει και στα δυο του βιβλια ο Αγγελος κουβαλουν εντονη συγκινησιακη φορτιση»

Άγγελος Ευθ. Αγγελόπουλος, «Ο δρόµος και το ρολόι – 31 αφηγήματα», εκδόσεις Παρατηρητής της Θράκης, Κομοτηνή 2023

Αυτή η βραδιά  ως σκοπό έχει να γνωρίσουμε τον Άγγελο Αγγελόπουλο μέσα από τα δύο πρώτα του πονήματα, την πρώτη συλλογή αφηγημάτων με τίτλο «Η Κλειώ φοβόταν τις γάτες», που από όσο ξέρω έχει ήδη εξαντληθεί, και τη συλλογή 31 αφηγημάτων με τίτλο «Ο Δρόμος και το ρολόϊ», που είναι σήμερα το κυρίως παρουσιαζόμενο και τιμώμενο έργο του.

Στις δύο αυτές συλλογές ο Άγγελος μας συστήνει τον βασικότερο ήρωα των παιδικών του αναμνήσεων, τον «παιδικό του εαυτό», στις σκέψεις, στα συναισθήματα, στα φιλοσοφήματα του οποίου αφιερώνει αρκετά κείμενα, νοηματοδοτώντας, πιστεύω, εκ νέου τη σχέση του με το πιο ζωντανό και ατόφιο κομμάτι της προσωπικότητάς του. Το ερώτημα που αναδύεται έντονα είναι τι απέμεινε από εκείνο τον «αρχικό – μαγικό εαυτό μας», πόσο η ματιά του επηρέασε τον τρόπο που κατανοήσαμε την πραγματικότητα και δράσαμε στη ζωή μας, πότε τον προδώσαμε και τον εγκαταλείψαμε μόνο του στον βωμό της λογικότητας, της επιστημονικότητας, της κατάκτησης αξιωμάτων και της κοινωνικής μας «κανονικοποίησης».

Από το πρώτο του βιβλίο «Η Κλειώ φοβόταν τις γάτες» στάθηκα ιδιαίτερα σε τέσσερα κείμενα: «Οι ιεράρχες», «Προσχολική αγωγή», «Πρώιμες αναζητήσεις» και «Σπρωγμένος από νοσταλγία». Τόπος της δραματουργίας του μικρού Αγγελή είναι το «Μικρό και το Οικείο»: το σπίτι του, όπως ήταν τότε, το παιδικό δωμάτιο, ο κήπος με τα δέντρα, ο περίβολος που το συνέδεε άμεσα με την αυλή του σχολείου, ο κεντρικός δρόμος της αγοράς με τις αποθήκες, τα μαγαζιά, τα εμπορικά και τα εστιατόρια, η κεντρική πλατεία με το Δημαρχείο, εκεί όπου δούλευε ο πατέρας του, η παραλία της κωμόπολής του είναι το σκηνικό όπου σχεδόν δραματουργικά αναπαριστώνται οι πρώιμες αναμνήσεις του. Η έξοδος γίνεται σταδιακά: αρχικά, μέσα στο ασφαλές περιβάλλον του σπιτιού τοποθετεί για να τιμήσει τη φιγούρα του αγαπημένου του παππού, του «ιεράρχη», της ιερής δηλαδή αρχής και της δικής του ύπαρξης, που τον μυεί στις πρώτες συναισθηματικές εμπειρίες και στις πρώτες συσχετίσεις  με τους σημαντικούς άλλους της πόλης του. Μετά τα παιχνίδια με τους φίλους στη γειτονιά, στον κήπο και τον περίβολο του σχολείου που ήταν ακριβώς δίπλα, η παρακολούθηση των δρώμενων της τάξης από το σχολικό παράθυρο και η πρόσκληση από τον ίδιο τον δάσκαλο να μπει μέσα επεκτείνουν την εμπειρία του αλλά και την ανυπομονησία του να κατακτήσει το άγνωστο και το ακατανόητο. Αργότερα τα βήματά του γίνονται πιο τολμηρά, περιλαμβάνοντας την επίσκεψη στον οδοντίατρο, στο Δημαρχείο, το κέντρο του γνωστού τότε κόσμου του, στον πολυσύχναστο δρόμο της γειτονιάς μέχρι το τοπικό μπακάλικο, όπου έχει ως αποστολή να μην ξεχάσει να αγοράσει τρία πράγματα βερεσέ… Έτσι ο μικρός παρατηρητής «βλέπει» τους άλλους και μαθαίνει από αυτούς: το σωστό, το αστείο, το αγαπητό, το αντρίκιο, το ηρωικό, το σοφό. Από την αθωότητα της άγνοιας περνά στην ευθύνη της γνώσης, κατανοώντας τον κόσμο μέσα από τις αισθήσεις του, όπως κάνει ένα παιδί που πρέπει να πιάσει, να δει, να μυρίσει, να γευτεί κάτι για να το κατανοήσει, να το γνωρίσει, να το κατακτήσει.

Στις δύο αυτές συλλογές ο Άγγελος μας συστήνει τον βασικότερο ήρωα των παιδικών του αναμνήσεων, τον «παιδικό του εαυτό», στις σκέψεις, στα συναισθήματα, στα φιλοσοφήματα του οποίου αφιερώνει αρκετά κείμενα, νοηματοδοτώντας, πιστεύω, εκ νέου τη σχέση του με το πιο ζωντανό και ατόφιο κομμάτι της προσωπικότητάς του

Από το δεύτερο βιβλίο του «Ο Δρόμος και το ρολόι», οι πολύτιμες αναμνήσεις της παιδικής ματιάς εστιάζονται στα αφηγήματα: «Το παλιό βιβλιοπωλείο που κάηκε», «Η κυρα-Μάρω και τα ξωτικά», «Περιμένοντας την άνοιξη» και το  «Παραθαλάσσια αίσθηση».

Ο ενήλικας Άγγελος αποδέχεται ακόμα και τώρα την ύπαρξη και λειτουργία των ίδιων εσωτερικών και μυστικών, με την έννοια των άδηλων και μυστικιστικών, δυνάμεων που συνέχουν τα πράγματα και τη ροή των γεγονότων. Κατανοεί «ευχερέστερα» και αποδέχεται ως αληθινές τις αφηγήσεις για τα ξωτικά του Υμηττού, προσωποποιεί και «εμψυχώνει» τα ζώα του δάσους, αποδίδει «συνείδηση» στις αλεπούδες που συναντά εκεί, μας τις συστήνει ξεχωριστά: τον Κλεάνθη, σύζυγο της Κλειούς, τον Πελοπίδα, τον Ηρακλή και την Πανδώρα, τις αλεπούδες-πρωταγωνιστές στο αφήγημα «Η κυρα-Μάρω και τα ξωτικά».

Στα χρόνια της ωριμότητάς του ο Άγγελος επισκέφτηκε πολλές θάλασσες και παραλίες: αλλά η παραλία της μικρής του κωμόπολης είναι η «παραλία της ζωής του», όπως καταγράφεται στο αφήγημα «Παραθαλάσσια αίσθηση». Οι ήχοι από τους αγρούς, οι μυρωδιές των χωραφιών, η ζεστή άσφαλτος του δρόμου είναι ο τόπος των πρώτων εφηβικών σκιρτημάτων του, των πρώτων ξενυχτιών έξω από το σπίτι, με τους φίλους στην ξύλινη παράγκα της παραλίας, των αναγνώσεων αποσπασμάτων του Μπέκετ, των συναθροίσεων με τους άλλους νεαρούς της γενιάς του υπό τους ήχους και τους στίχους του Σαββόπουλου και του Κώστα Χατζή, των αργόσχολων σουλάτσων στην ακτή. Μας αποκαλύπτει έτσι τον «τόπο» και τον «τρόπο» της ενηλικίωσής του, τις εικόνες μέσα από τις οποίες «ανδρώθηκε», αλλά και την αβάστακτη νοσταλγία του για την απώλεια του προσωπικού και οικείου κόσμου του, όπως τον έζησε και τον ήξερε: πετυχαίνει με την τόσο οικεία περιγραφή του να κάνει το δικό του δικό μας, γιατί πολλά από αυτά που περιγράφει είναι κοινές εμπειρίες της «συλλογικής μας συνείδησης», καταφέρνει κατά μία έννοια, λοιπόν, να γίνει η φωνή μας και η νοσταλγία μας.

Οι εικόνες που ζωγραφίζει και στα δύο του βιβλία ο Άγγελος είναι αχνές, θολές, λίγο ξεθωριασμένες, σίγουρα ρομαντικές και εξωραϊσμένες, με έντονη συγκινησιακή φόρτιση. Τα πάντα φιλτράρονται μέσα από τα μάτια του παιδιού, οι διαστάσεις των πραγμάτων αλλοιώνονται, η αποτύπωση των ηρώων, των εικόνων, των σκηνών δεν είναι κατ΄  ανάγκη ρεαλιστική και λογική, δεν υπακούει σε μία νοητική επεξεργασία και καταγραφή της πραγματικότητας αλλά είναι ονειρική, όπως ταιριάζει σε ένα παιδί

Στο αφήγημα «Το παλιό βιβλιοπωλείο που κάηκε» περιγράφει τη φωτιά που κατέστρεψε το παλιό βιβλιοπωλείο της πόλης του, το οποίο αποτέλεσε τον τόπο της προσωπικής του μύησης στη γνώση και στον κόσμο, της διαμόρφωσης της αισθητικής του ματιάς για τα πράγματα γύρω του. Με γλαφυρότητα και υψηλή δραματουργία περιγράφει την προσπάθεια των αγαπημένων του ηρώων, του Πουαρώ και της Μαρπλ, του επιθεωρητή Μαιγκρέ, των «Δαιμονισμένων» του Ντοστογιέφσκι και των «Άθλιων» του Ουγκώ, να επιζήσουν κατά συμβολικό τρόπο από την επικείμενη φωτιά, αλλά στην πραγματικότητα  και από τη λήθη.

Σε κάθε τέλος, όμως, σε κάθε πραγματικό ή συμβολικό θάνατο υπάρχουν οι σπόροι για μία «Άνοιξη» που ακολουθεί με κυκλική συνέπεια και πειθαρχία εντός της ροής της ζωής. Στο αφήγημα «Περιμένοντας την άνοιξη» θέτει ο έφηβος Άγγελος τα ερωτήματα του θανάτου και του Θεού, της ζωής της ίδιας και του νοήματός της, ορμώμενος μέσα από την εμπειρία ενός Επιταφίου που έζησε και θυμάται. Στο τοπικό νεκροταφείο που κατέληξε η πομπή συνδέονται οι χριστιανικές συνήθειες του σήμερα με το παγανιστικό παρελθόν της λατρείας της δύναμης και της αναζωογόνησης της φύσης. Εκεί μέσα από τον εσωτερικό διάλογο των ζωντανών και των πνευμάτων αναδύεται και η πίστη για την «άνοιξη» που θα ακολουθήσει, η οποία σηματοδοτεί τη νίκη της ζωής απέναντι στον φυσικό και πνευματικό θάνατο.  Η βλάστηση που οργιάζει σε κάθε «Πάσχα», ο καταπράσινος κάμπος, ο καταγάλανος ουρανός και τα ελάχιστα χρυσαφιά σύννεφα εξαιτίας του αναδυόμενου ήλιου είναι οι αναγκαίες και επαρκείς διασφαλίσεις για όλους μας απέναντι στον κίνδυνο της λήθης και στην επαπειλή ενός ενδεχόμενου προσωπικού αφανισμού.

Οι εικόνες που ζωγραφίζει και στα δύο του βιβλία ο Άγγελος είναι αχνές, θολές, λίγο ξεθωριασμένες, σίγουρα ρομαντικές και εξωραϊσμένες, με έντονη συγκινησιακή φόρτιση. Τα πάντα φιλτράρονται μέσα από τα μάτια του παιδιού, οι διαστάσεις των πραγμάτων αλλοιώνονται, η αποτύπωση των ηρώων, των εικόνων, των σκηνών δεν είναι κατ’ ανάγκη ρεαλιστική και λογική, δεν υπακούει σε μία νοητική επεξεργασία και καταγραφή της πραγματικότητας αλλά είναι ονειρική, όπως ταιριάζει σε ένα παιδί.

Η γραφή του Άγγελου είναι λιτή, κυρίως παραθετική και λιγότερο επεξηγηματική, επιτρέπει πολλές ερμηνείες, μία εκ των οποίων είναι και η δική του αλλά δεν την επιβάλλει, ώστε να δώσει την αναγκαία ελευθερία στον αναγνώστη για τη “δική του προσωπική ερμηνεία”, για να μπορέσουν  να εισβάλλουν μέσα στην αφήγηση και οι δικές του αναμνήσεις, να γίνει και αυτός “δρων” πρόσωπο

Η τοποθέτηση των σκηνών μέσα στο ίδιο αφήγημα γίνεται συχνά ασύνδετα και άτακτα, ακολουθώντας τη λειτουργία του ματιού που κινείται από το ένα αντικείμενο στο άλλο, από το ένα σημείο του δωματίου στο άλλο, από τον έναν πρωταγωνιστή της σκηνής στον άλλον, σε ό,τι φαντάζει μαγικό, σπουδαίο, μυθικό και άξιο κάθε φορά για να αναπαρασταθεί.

Η γραφή του Άγγελου είναι λιτή, κυρίως παραθετική και λιγότερο επεξηγηματική, επιτρέπει πολλές ερμηνείες, μία εκ των οποίων είναι και η δική του αλλά δεν την επιβάλλει, ώστε να δώσει την αναγκαία ελευθερία στον αναγνώστη για τη «δική του προσωπική ερμηνεία», για να μπορέσουν  να εισβάλλουν μέσα στην αφήγηση και οι δικές του αναμνήσεις, να γίνει και αυτός «δρων» πρόσωπο.

Υπαινικτικός λόγος, όπου τα πράγματα δεν λέγονται ξεκάθαρα, γυρίζουν στο μυαλό του ως ενδεχόμενα και όχι με βεβαιότητα, απόκοσμη ατμόσφαιρα στην οποία τα πραγματικά περιστατικά έχουν αλλοιωθεί από τον χρόνο που μεσολάβησε, αντιθέσεις στις εικόνες και αναπάντεχοι συνδυασμοί αφήγησης μέσα στο ίδιο κείμενο.

Με τα εκφραστικά μέσα και τις μεθόδους που ο Άγγελος χρησιμοποιεί μέσα στα αφηγήματά του και την εστίασή του πάνω στα πράγματα καταφέρνει να μας πάρει  από το χέρι και να μας διαβεβαιώσει ότι ναι! «ο παιδικός τρόπος», ως αυτός που «θαυμάζει» και «απορεί» για τα πάντα γύρω του, και «ο παιδικός κόσμος», αυτός ο κόσμος «ο θαυμαστός και μέγας», μπορεί να είναι εδώ μαζί μας, ενοποιώντας τα εσωτερικά μας κομμάτια και συνέχοντας λειτουργικά τον ψυχισμό μας σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής μας –και τον ευχαριστούμε για αυτό.

*Η Δήμητρα Καρούζου είναι πτυχιούχος Τμήματος Φιλοσοφίας Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας ΕΚΠΑ, από­φοιτος Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης, κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου Παιδαγωγικού Τμήματος Αθηνών «Νέες Τεχνολογίες και Εκπαίδευση». Το παρόν κείμενο αποτελεί την ομιλία της στην παρουσίαση του βιβλίου του Άγγελου Αγγελόπουλου «Ο Δρόμος και το ρολόι – 31 αφηγήματα» στις 31/3/2024 στο βιβλιοπωλείο Monogram στον Χολαργό.

[Δείτε το ρεπορτάζ της παρουσίασης εδώ]

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.