Πως θα αγαπησουν οι μαθητες και οι εκπαιδευτικοι την λογοτεχνια

Παρουσιάστηκε διαδικτυακά το βιβλίο «Η λογοτεχνία στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση – Ερμηνευτική, κριτική και δημιουργική προσέγγιση των λογοτεχνικών κειμένων» των Σπύρου Κιοσσέ και Ελένης Χατζημαυρουδή

Από τις εκδόσεις Κριτική, την αλυσίδα Πολιτισμού ΙΑΝΟΣ και το Εργαστήριο Γλωσσολογίας  «ΣυνΜόρΦωΣη» του ΤΕΦ/ΔΠΘ, με συντονίστρια την κ. Ελεονώρα Ορφανίδου και ομιλητές/τριες τους/τις κ.: Ζωή Γαβριηλίδου, Μαρία Ζωγραφάκη, Δημήτρη Χριστόπουλο, Μαρίτα Παπαρούση, Σπύρο Κιοσσέ και Ελένη Χατζημαυρουδή

Ο Ιταλός συγγραφέας Italo Calvino κατά την ενασχόλησή του με τη συγγραφή πολύ γρήγορα αντιλήφθηκε πως «δεν είναι η φωνή που κυριαρχεί σε μια ιστορία, αλλά είναι το αυτί», μία σημαντική διαπίστωση για το λογοτεχνικό φαινόμενο, που δυστυχώς στα καθ’ ημάς, και αναφερόμαστε στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, καθυστέρησε αρκετά για να γίνει αντιληπτή και να καλλιεργηθεί. Η αποστήθιση και ο ψιττακισμός, λοιπόν, ως «ενδεδειγμένες» δυστυχώς εκπαιδευτικές πρακτικές, για πολλά χρόνια ξεπερνούσαν τα όρια των μαθημάτων της Ιστορίας και άγγιζαν –και αγγίζουν δυστυχώς– και τα φιλολογικά μαθήματα, μεταξύ των οποίων εντάσσεται και το πολύπαθο μάθημα της λογοτεχνίας, πολύπαθο και για τους εκπαιδευτικούς που αρνούνται να το αναλάβουν, αλλά και για τους μαθητές που περιορίζονται στους κειμενικούς δείκτες και αρνούνται, ή μάλλον δεν γνωρίζουν, πώς να «αλλελεπιδράσουν» με το λογοτεχνικό κείμενο και να εισέλθουν στον κόσμο του. Ευτυχώς τα τελευταία χρόνια ολοένα και περισσότερες φωνές με τα συγγραφικά τους πονήματα παρέχουν σημαντική καθοδήγηση στο εκπαιδευτικό κυρίως προσωπικό, ώστε με την κατάλληλη φιλολογική σκευή να ανατρέψουν το έθος η λογοτεχνία να αντιμετωπίζεται στο πλαίσιο μιας εναγώνιας βαθμοθηρίας και να καλλιεργήσουν τα «αυτιά» των μαθητών στα λογοτεχνικά ερεθίσματα και τα συνδέσουν με τη «ζωή».

Στο πλαίσιο αυτό, παρουσιάστηκε την Παρασκευή 5 Μαρτίου διαδικτυακά το τελευταίο συγγραφικό πόνημα του Σπύρου Κιοσσέ, Μέλους Ε.ΔΙ.Π. του ΤΕΦ/ΔΠΘ, και της Ελένης Χατζημαυρουδή, Φιλολόγου στο Κολλέγιο Ανατόλια, με τίτλο «Η λογοτεχνία στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση – Ερμηνευτική, κριτική και δημιουργική προσέγγιση των λογοτεχνικών κειμένων», που κυκλοφόρησε το 2020 από τις εκδόσεις Κριτική. Η παρουσίαση ήταν σε συνδιοργάνωση των εκδόσεων Κριτική, της αλυσίδας Πολιτισμού ΙΑΝΟΣ, που όλες αυτές τις αμέτρητες πλέον ημέρες καραντίνας μας συντροφεύει με το πλούσιο πολιτιστικό της πρόγραμμα, καθώς και του Εργαστηρίου Γλωσσολογίας  «ΣυνΜόρΦωΣη» του ΤΕΦ/ΔΠΘ.

Με ειλικρίνεια αξίζει να καταθέσουμε πως όσοι παρακολούθησαν/παρακολουθήσαμε την εκδήλωση –όπως εξάλλου επισήμανε και η κ. Ελεονώρα Ορφανίδου, συντονίστρια της εκδήλωσης, οι θεατές ξεπέρασαν τους 250 και προήλθαν από διάφορα γεωγραφικά διαμερίσματα της Ελλάδας– διαπίστωσαν/διαπιστώσαμε πως η εύληπτη και ευανάγνωστη αυτή έκδοση έρχεται να καλύψει ένα τεράστιο κενό στην ελληνική βιβλιογραφία, καθώς βασικά του χαρακτηριστικά είναι η συστηματική μεθοδολογία, η άρτια επιστημονική και φιλολογική του σκευή, η ιδιαίτερη εξισορρόπηση μεταξύ θεωρίας και πράξης, που συνήθως απουσιάζει από ανάλογα εγχειρίδια, δημιουργικές και πρωτότυπες δραστηριότητες, αλλά κυρίως η έμφαση που δίνεται ώστε τα λογοτεχνικά έργα να αντιμετωπίζονται πλέον με βιωματική προσέγγιση, κριτική στάση, ερμηνευτικό διάλογο και δημιουργική ανταπόκριση. Έτσι γίνεται αντιληπτό ότι απευθύνεται, παρά την παρακειμενική ένδειξη, σε όλους όσους εμπλέκονται στον «κόσμο» της Λογοτεχνίας, ανεξαρτήτως ένταξής τους στη Δευτεροβάθμια ή και Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, είτε πρόκειται για μαθητή, είτε για εκπαιδευτικό, είτε για φοιτητή. Θεωρούμε λοιπόν απόλυτα εύστοχο τον σχολιασμό του κ. Δημήτρη Χριστόπουλου πως εάν το Υπουργείο Παιδείας μπορούσε αυτήν τη στιγμή να χαρίσει το βιβλίο σε όλους τους φιλολόγους-δασκάλους, και στους μαθητές-φοιτητές θα προσθέταμε εμείς, τότε το σύγχρονο εκπαιδευτικό και μαθητικό προσωπικό θα αντίκριζε με μία διαφορετική ματιά τη λογοτεχνία, την ποιητική «προέκταση» της ζωής.

Στα της εκδήλωσης όμως, σε αυτήν συμμετείχε κατ’ αρχάς ως συντονίστρια η κ. Ελεονώρα Ορφανίδου, Δημοσιογράφος και Προϊσταμένη Προγράμματος (τομέας πολιτισμού) στον ραδιοφωνικό σταθμό «Αθήνα 984 FM», η κ. Ζωή Γαβριηλίδου, Καθηγήτρια του ΤΕΦ/ΔΠΘ, Διευθύντρια του Εργαστηρίου Γλωσσολογίας «ΣυνΜόρΦωΣη» του ιδίου Τμήματος και Αντιπρύτανης Ακαδημαϊκών Υποθέσεων και Φοιτητικής Μέριμνας του ΔΠΘ, που απηύθυνε χαιρετισμό και αναφέρθηκε στη σχέση της με τους δύο συγγραφείς καθώς και στο περιεχόμενο του βιβλίου, που «υπερβαίνει εντελώς τη λογική του “βοηθήματος», ενώ στη συνέχεια έλαβαν τον λόγο η κ. Μαρία Ζωγραφάκη, Συντονίστρια Εκπαιδευτικού Έργου Φιλολόγων Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, που μοιράστηκε τις προσωπικές της εκπαιδευτικές εμπειρίες αλλά και τόνισε ιδιαίτερα τις συστηματικές αναφορές που κάνει το βιβλίο στα σχολικά εγχειρίδια. Στη συνέχεια ο κ. Δημήτρης Χριστόπουλος, συγγραφέας και Φιλόλογος, αποτύπωσε εν συντομία το περιεχόμενο του εγχειριδίου, χαρακτηρίζοντάς το μεταξύ άλλων ως «ένα βιβλίο-οδηγό για την ανάγνωση και τη γραφή». Παράλληλα, η κ. Μαρίτα Παπαρούση, Καθηγήτρια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και Διδακτικής της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, πραγματοποίησε μία πολύ ενδιαφέρουσα παρέμβαση, θίγοντας τη σημαντική συμβολή του νέου αυτού βιβλίου στην κριτική ανάγνωση της λογοτεχνίας και την ορθή χρήση της λογοτεχνικής θεωρίας. Φυσικά, από την εκδήλωση δεν θα μπορούσαν να απουσιάζουν και οι «τιμώμενοι» συγγραφείς, Σπύρος Κιοσσές και Ελένη Χατζημαυρουδή, που αναφέρθηκαν κυρίως στην αφορμή για τη συγγραφή του βιβλίου καθώς και στις στοχεύσεις του.

Ας πάρουμε τα πράγματα όμως από την αρχή…

Την έναρξη της εκδήλωσης κήρυξε ο κ. Αργύρης Παλούκας, Υπεύθυνος Επικοινωνίας των εκδόσεων Κριτική και συγγραφέας, που ευχαρίστησε θερμά όλους τους συντελεστές και τους συνδιοργανωτές της παρουσίασης. Ο ίδιος, έχοντας παρακολουθήσει το βιβλίο από τα πρώτα του στάδια, είχε διακρίνει την αξία του, ενώ το χαρακτήρισε επίσης ως ένα ιδιαίτερα πρωτότυπο επιστημονικό σύγγραμμα, απλά γραμμένο, που συνδυάζεται με ένα επίκαιρο θέμα, τη διδακτική της λογοτεχνίας, «η οποία περνάει καμπή». Στη συνέχεια, η κ. Ελεονώρα Ορφανίδου, ως συντονίστρια, καλωσόρισε τους συμμετέχοντες και τους θεατές της παρουσίασης, μοιραζόμενη το «έθος» της να συνδράμει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στη συγγραφική πορεία του κ. Κιοσσέ, καθότι και το 2019, είχε αναλάβει τον συντονισμό στην εκδήλωση βιβλιοπαρουσίασης του προηγούμενου εκπαιδευτικού του εγχειριδίου. Τώρα όμως, με ιδιαίτερη χαρά, αντιμετώπισε τη σύμπραξή του με την κ. Χατζημαυρουδή, καθότι «δύο εξαίρετοι επιστήμονες ένωσαν τις δυνάμεις τους για να δημιουργήσουν μεθοδικούς αναγνώστες και εν δυνάμει λάτρεις της λογοτεχνίας».  

Ζωή Γαβριηλίδου, «Υπερβαίνοντας εντελώς τη λογική του “βοηθήματος”, το βιβλίο του Σπύρου Κιοσσέ και της Ελένης Χατζημαυρουδή παρέχει ουσιαστική βοήθεια στους φιλολόγους, εν ενεργεία και δυνάμει»

Την κ. Ορφανίδου ακολούθησε ο χαιρετισμός της κ. Ζωής Γαβριηλίδου, που επισήμανε τα ακόλουθα: «Με τον Σπύρο και την Ελένη ήμασταν συμφοιτητές. Με τον Σπύρο είμαστε και στενοί συνεργάτες και φίλοι. Την Ελένη δεν τη θυμόμουν καλά –Γαβριηλίδου εγώ, Χατζημαυρουδή αυτή–, δεν ήμασταν στα ίδια τμήματα και το αμφιθέατρο δεν ενδείκνυται για στενές επαφές. Ωστόσο, φρόντισε ο Σπύρος να μου τη θυμίσει και να μου μιλήσει για μικρά εκπαιδευτικά θαύματα που φτιάχνει. Έτσι λοιπόν, όταν έπιασα το βιβλίο τους στα χέρια μου ενθουσιάστηκα, αφενός γιατί ξέρω από πρώτο χέρι το γνήσιο ένστικτο του δασκάλου που έχει ο Σπύρος, που συνδυάζεται με βαθιά θεωρητική γνώση, αλλά ήμουν ενήμερη και για τις αντίστοιχες αρετές της Ελένης.

«Το βιβλίο αυτό έρχεται να καλύψει ένα σημαντικό κενό στη σχετική με τη διδασκαλία της λογοτεχνίας βιβλιογραφία. Υπερβαίνοντας εντελώς τη λογική του “βοηθήματος”, παρέχει ουσιαστική βοήθεια στους φιλολόγους, εν ενεργεία και δυνάμει, όπως στους φοιτητές των Τμημάτων Φιλολογίας, αλλά και σε κάθε απαιτητικό αναγνώστη της λογοτεχνίας. Κι αυτό επειδή παρέχει μια σφαιρική, εμβριθή και συνάμα ευσύνοπτη εισαγωγή στην κριτική ερμηνευτική ανάγνωση και τον δημιουργικό μετασχηματισμό των λογοτεχνικών κειμένων»

Το βιβλίο του Σπύρου Κιοσσέ και της Ελένης Χατζημαυρουδή έρχεται να καλύψει ένα σημαντικό κενό στη σχετική με τη διδασκαλία της λογοτεχνίας βιβλιογραφία. Υπερβαίνοντας εντελώς τη λογική του “βοηθήματος”, παρέχει ουσιαστική βοήθεια στους φιλολόγους, εν ενεργεία και δυνάμει, όπως στους φοιτητές των Τμημάτων Φιλολογίας, αλλά και σε κάθε απαιτητικό αναγνώστη της λογοτεχνίας. Κι αυτό επειδή παρέχει μια σφαιρική, εμβριθή και συνάμα ευσύνοπτη εισαγωγή στην κριτική ερμηνευτική ανάγνωση και τον δημιουργικό μετασχηματισμό των λογοτεχνικών κειμένων. Το σημαντικό, κατά την άποψή μου, είναι ότι συνδυάζει αρμονικά τη σύγχρονη λογοτεχνική και παιδαγωγική θεωρία με την πρακτική εφαρμογή, και μάλιστα γραμμένο με έναν λόγο εύληπτο και προσιτό όχι μόνο στους ειδικούς αλλά και στο ευρύ κοινό. Θεωρώ ότι το βιβλίο τους θα αποτελέσει βιβλίο αναφοράς για τα επόμενα χρόνια στο πεδίο της λογοτεχνικής εκπαίδευσης. Ας είναι καλοτάξιδο!».

Μαρία Ζωγραφάκη, «Είναι ένα βιβλίο με συνεχείς αναφορές στα κείμενα των σχολικών εγχειριδίων, όχι όμως σαν σχολικό βοήθημα, όχι σαν έτοιμη τροφή»

Η κ. Μαρία Ζωγραφάκη έλαβε τον λόγο στη συνέχεια και με τα προσωπικά της βιώματα κατάφερε να δώσει και την άλλη όψη του βιβλίου, την πιο «πρακτική». Μεταξύ άλλων ανέφερε τα εξής: «Πρόκειται για ένα βιβλίο με ισορροπία ανάμεσα στη θεωρία και τις προτεινόμενες δραστηριότητες, ένα βιβλίο με συνεχείς αναφορές στα κείμενα των σχολικών εγχειριδίων, όχι όμως σαν σχολικό βοήθημα, όχι σαν έτοιμη τροφή, ένα βιβλίο που λύνει ερωτήματα και γεννάει συνεχώς καινούργια από τη μεριά του. Που δείχνει με αξιοθαύμαστο τρόπο από την αρχή μέχρι το τέλος, από το πρώτο κεφάλαιο μέχρι τα παραρτήματα με τις σημαντικές πληροφορίες για τους κειμενικούς δείκτες αλλά και τις εξαιρετικά χρήσιμες τεχνικές που προτείνονται, πόσο το ίδιο το κείμενο, το περικείμενο και κυρίως η συμμετοχή του αναγνώστη συνομιλούν δημιουργικά για να φτιάξουν το “θαύμα” της λογοτεχνίας. Που δίνει ένα σωρό ιδέες για δραστηριότητες και δημιουργικής γραφής, κομμάτι άλλωστε της ενασχόλησης και των δύο συγγραφέων, προτείνοντας ιδέες μέσα από συγκεκριμένα κείμενα, αλλά κυρίως δημιουργώντας τη διάθεση για εξερεύνηση άλλων.

«Πρόκειται για ένα βιβλίο με ισορροπία ανάμεσα στη θεωρία και τις προτεινόμενες δραστηριότητες, ένα βιβλίο με συνεχείς αναφορές στα κείμενα των σχολικών εγχειριδίων, όχι όμως σαν σχολικό βοήθημα, όχι σαν έτοιμη τροφή, ένα βιβλίο που λύνει ερωτήματα και γεννάει συνεχώς καινούργια από τη μεριά του. Που δείχνει με αξιοθαύμαστο τρόπο από την αρχή μέχρι το τέλος, από το πρώτο κεφάλαιο μέχρι τα παραρτήματα με τις σημαντικές πληροφορίες για τους κειμενικούς δείκτες αλλά και τις εξαιρετικά χρήσιμες τεχνικές που προτείνονται»

Επίσης, δεν μπορώ να μην αναφέρω ενδεικτικά τις ουσιαστικές δραστηριότητες για πληθώρα κειμένων από τον φάκελο υλικού της Γ΄ ΓΕΛ, τις έξοχες ασκήσεις για τις αφηγηματικές φωνές στην “Άννα του Κλήδονα” του Διαμαντή Αξιώτη από τη Β΄ γυμνασίου, εκείνες για τους χαρακτήρες και την πλοκή για τα “Κόκκινα λουστρίνια” της Ειρήνης Μάρρα (Α΄ γυμνασίου), τις ευφυείς δραστηριότητες για τα εξώφυλλα και τα οπισθόφυλλα, τα συνδυαστικά Βήματα Σκέψης (παρατηρώ-σκέφτομαι-αναρωτιέμαι) για τη “Μυστική παπαρούνα” του Στρατή Μυριβήλη, αλλά και τις… κυρίαρχες “Μπάμιες” της Θεώνης Κοτίνη, που επανέρχονται συνεχώς στο βιβλίο, με προτεινόμενες δραστηριότητες για τις παρομοιώσεις, αλλά και για τον χρόνο. Κι ένα σωρό άλλες για κείμενα του Τσέχοφ, της Βιρτζίνια Γουλφ· αλήθεια από πού να αρχίσει και πού να σταματήσει κανείς τις αναφορές του;».

Μπορείτε να διαβάσετε όλη την τοποθέτηση εδώ

Δημήτρης Χριστόπουλος, «Aυτό που ξεχωρίζει τη συγκεκριμένη μελέτη είναι η προσπάθεια των συγγραφέων να “γειώσουν” τα θέματα της λογοτεχνικής θεωρίας και να τα “παντρέψουν” με το ίδιο το σώμα των λογοτεχνικών κειμένων»

Εκτενέστερα για το περιεχόμενο και τη δομή του βιβλίου αναφέρθηκε ο κ. Δημήτρης Χριστόπουλος, ο οποίος μεταξύ άλλων επισήμανε ότι «η ανά χείρας μελέτη, χωρισμένη σε δώδεκα κεφάλαια, περιλαμβάνει δύο κατατοπιστικά επίμετρα με χρηστικούς πίνακες και πλούσια επικαιροποιημένη ελληνόγλωσση και ξενόγλωσση βιβλιογραφία είκοσι σελίδων. Ο χρόνος έκδοσης του βιβλίου συμπίπτει με τις πρόσφατες αλλαγές στο μάθημα της Λογοτεχνίας –ως λόγου για τον κόσμο και άσκησης δυνητικότητας από την πλευρά των νεαρών μαθητών και των καθηγητών τους (νέο Π.Σ. 2019)– και τη συνεξέτασή του με τη Νεοελληνική Γλώσσα, ως μαθήματος Γενικής Παιδείας στις Πανελλαδικές Εξετάσεις, γεγονός μείζονος σημασίας για το πολύπαθο μάθημα αλλά και προβληματισμού σχετικά με το μέλλον του, καθώς από το 2011, με τις προτάσεις της Ομάδας Έρευνας για τη Διδασκαλία της Λογοτεχνίας του ΑΠΘ, σκοπός της διδασκαλίας της λογοτεχνίας είναι η κριτική αγωγή στον σύγχρονο κόσμο.

«Είναι σαφής η συλλογιστική πορεία που διέπει τη μελέτη: από το συγκεκριμένο στο αφηρημένο και από εκεί στο συγκεκριμένο. Κάθε κεφάλαιο ξεκινά με δραστηριότητες/ασκήσεις δημιουργικής γραφής συγκεκριμένης στόχευσης και όλες τις απαραίτητες εξηγήσεις –πάντα με τρόπο εύληπτο, ο οποίος ωστόσο διατηρεί την επιστημονικότητά του και την απαραίτητη ορολογία. Τα πιο απαιτητικά θέματα, που εγείρουν απορίες και ενίοτε προκαλούν σύγχυση σε διδάσκοντες και διδασκόμενους, φωτίζονται πολύπλευρα και σε βάθος στις οικείες ενότητες»

[…] Ωστόσο, αυτό που ξεχωρίζει τη συγκεκριμένη μελέτη είναι η προσπάθεια των συγγραφέων να “γειώσουν” τα θέματα της λογοτεχνικής θεωρίας και να τα “παντρέψουν” με το ίδιο το σώμα των λογοτεχνικών κειμένων. Είναι σαφής η συλλογιστική πορεία που διέπει τη μελέτη: από το συγκεκριμένο στο αφηρημένο και από εκεί στο συγκεκριμένο. Κάθε κεφάλαιο ξεκινά με δραστηριότητες/ασκήσεις δημιουργικής γραφής συγκεκριμένης στόχευσης και όλες τις απαραίτητες εξηγήσεις
–πάντα με τρόπο εύληπτο, ο οποίος ωστόσο διατηρεί την επιστημονικότητά του και την απαραίτητη ορολογία. Τα πιο απαιτητικά θέματα, που εγείρουν απορίες και ενίοτε προκαλούν σύγχυση σε διδάσκοντες και διδασκόμενους, φωτίζονται πολύπλευρα και σε βάθος στις οικείες ενότητες “Κολυμπώντας στη θεωρία” και “Πρακτική οδηγία”, για να επιστρέψουμε και πάλι σε ποικίλες δραστηριότητες παραγωγής και μετασχηματισμού με αφορμή λογοτεχνικά κείμενα (ανθολογημένα ή μη στα σχολικά βιβλία), και να κλείσει το κεφάλαιο με την απαραίτητη ανακεφαλαίωση (“Συνοψίζοντας”). Συνεπώς, η μελέτη, χωρίς να ενδίδει στην ευκολία του εμπειρισμού και της ατεκμηρίωτης συχνά παράθεσης πληροφοριών, αρθρώνει λόγο εύληπτο και επιστημονικά τεκμηριωμένο σε παλαιότερη και σύγχρονη διεθνή βιβλιογραφία, η οποία τις περισσότερες φορές παρουσιάζεται με κατατοπιστικά διαγράμματα και μνημοτεχνικούς πίνακες».

Μπορείτε να διαβάσετε όλη την τοποθέτηση εδώ

Μαρίτα Παπαρούση, «Οι συγγραφείς μάς προσφέρουν ένα βιβλίο που συμβάλλει στον διάλογο περί κριτικής ανάγνωσης της λογοτεχνίας, αποφεύγοντας τον σκόπελο μιας καθαρά εργαλειακής χρήσης της λογοτεχνικής θεωρίας»

Η κ. Μαρίτα Παπαρούση, την οποία συνδέει ένας ιδιαίτερος δεσμός με τον κ. Κιοσσέ καθότι ήταν ο πρώτος της Διδάκτορας, αλλά και με το βιβλίο, καθώς το προλογίζει, έθεσε με την παρέμβασή της μία σειρά από πολύ ενδιαφέροντα ερωτήματα-προβληματισμούς, ενώ προσπάθησε παράλληλα να διερευνήσει τις στοχεύσεις ενός τέτοιου βιβλίου. Ενδεικτικά, αναφέρει ότι «[…] για τους εκπαιδευτικούς είναι απαραίτητη μια θεωρητική σκευή, η οποία θα συμπεριλαμβάνει γνώση τόσο λογοτεχνικών θεωριών όσο θεωριών και πρακτικών διδακτικής της λογοτεχνίας. Σημαντική συμβολή προς αυτήν την κατεύθυνση αποτελεί το βιβλίο των Σπύρου Κιοσσέ και Ελένης Χατζημαυρουδή, επειδή καταφέρνει να οριοθετήσει μία μέθοδο που ενώνει τη θεωρία με τη διδακτική απαίτηση.

Το βιβλίο προσπαθεί να κινηθεί μεταξύ θεωρίας και πράξης, από την πραγματική εργασία της τάξης μέχρι τη θεωρητική της βάση. Προσπαθεί να προτείνει τρόπους και πρακτικές ανάγνωσης που δεν συνιστούν απλώς μια σειρά δραστηριοτήτων, αλλά την πρακτική εφαρμογή θεωρητικών προσεγγίσεων σχετικά με μία κριτική διάσταση της λογοτεχνικής ανάγνωσης. Φυσικά, δεν υπάρχει κανένας τρόπος ώστε οποιοδήποτε βιβλίο ή σειρά προτάσεων να καλύψει το πλήρες φάσμα των δυνατοτήτων που ενυπάρχουν στη σφαίρα της λογοτεχνικής ανάγνωσης ή των κριτικών προσεγγίσεων της λογοτεχνίας. Στόχος των συγγραφέων δεν είναι, άλλωστε, να αναφερθούν σε όλα όσα αφορούν τη διδακτική προσέγγιση της λογοτεχνίας. Στόχος τους δεν είναι, προφανώς, να προσφέρουν παραδείγματα “υποδειγματικής” ή “εξαιρετικά επιτυχημένης” διδασκαλίας. Καταφέρνουν όμως να μας προσφέρουν ένα βιβλίο που συμβάλλει με ουσιαστικό τρόπο στον διάλογο περί κριτικής ανάγνωσης της λογοτεχνίας, αποφεύγοντας τον σκόπελο μιας καθαρά εργαλειακής χρήσης της λογοτεχνικής θεωρίας».

Μπορείτε να διαβάσετε όλη την τοποθέτηση εδώ

Σπύρος Κιοσσές, «Επιδιώκουμε με το βιβλίο μας μια συστηματική και οργανωμένη μύηση των μαθητών και των διδασκόντων στο λογοτεχνικό φαινόμενο»

Στο τέλος της εκδήλωσης τον λόγο έλαβαν οι συγγραφείς, για να απαντήσουν στις ιδιαίτερα στοχευμένες ερωτήσεις της κ. Ορφανίδου. Ο κ. Κιοσσές, αρχικά, ευχαριστώντας τους παρευρισκόμενους, αναφέρθηκε στη συγγραφή του βιβλίου και στο πώς προέκυψε η συνεργασία του με την κ. Χατζημαυρουδή. Αφορμή στάθηκε λοιπόν μία συνάντηση μαζί της, μετά από πολύ καιρό, και η συζήτηση που είχαν σχετικά με ζητήματα που τους προβλημάτιζαν στο επίπεδο της διδασκαλίας της λογοτεχνίας. Μετά από τη συζήτησή τους και οι δύο διαπίστωσαν «ότι απουσίαζε ένα εγχειρίδιο, ένα βιβλίο το οποίο με συστηματικό τρόπο θα μετέδιδε κάποιες βασικές γνώσεις, μία συστηματική και οργανωμένη μύηση των μαθητών και των διδασκόντων στο λογοτεχνικό φαινόμενο. Έτσι, προέκυψε η συνεργασία αυτή, η οποία συνεχίστηκε ηλεκτρονικά, λόγω των δύσκολων συνθηκών. Να σημειώσουμε επίσης πως εκτός της μεταξύ μας αγαστής συνεργασίας, από την αρχή της προσπάθειας, είχαμε τη στήριξη των εκδόσεων Κριτική, τις οποίες ευχαριστούμε θερμά για την εμπιστοσύνη, τη συνεργασία και για την υλοποίηση του βιβλίου μας με τόσο άρτιο και καλαίσθητο τρόπο».

Ελένη Χατζημαυρουδή, «Ανησυχία μας ήταν να γίνουν όλα με συγκριμένη δομή και με συστηματικό τρόπο ώστε το περιεχόμενο να παρουσιάζεται με εύληπτο τρόπο και να είναι προσιτό ακόμη και σε μαθητές»

Η δεύτερη εκ των συγγραφέων, Ελένη Χατζημαυρουδή, αφιέρωσε τον λόγο της κυρίως στη στόχευση του βιβλίου, επισημαίνοντας τα εξής: «Έχοντας στον νου μας το κενό στη βιβλιογραφία, μας απασχόλησε ιδιαίτερα η ερμηνευτική προσέγγιση της λογοτεχνίας, ενώ είχαμε ταυτόχρονα και κάποιους ειδικότερους στόχους. Συγκεκριμένα, θέλαμε να παρουσιάσουμε οργανωμένα τους όρους, τα σχήματα, τους τρόπους οργάνωσης του λογοτεχνικού κειμένου, να εντάξουμε στις δραστηριότητες συστηματική άσκηση με δημιουργικό μετασχηματισμό και βέβαια είχαμε και την ανησυχία να γίνουν όλα με συγκριμένη δομή και με συστηματικό τρόπο, ώστε το περιεχόμενο να παρουσιάζεται με εύληπτο τρόπο και να είναι προσιτό ακόμη και σε μαθητές». Σχετικά με το κατά πόσο πρόκειται για ένα εξ ολοκλήρου εγχειρίδιο για δασκάλους, ανέφερε πως και μαθητές μπορούν να το διαβάσουν, όχι όμως στο σύνολό του, γι’ αυτό εξάλλου υπάρχουν και ανάλογες σχετικές ενδείξεις, όπως για παράδειγμα οι ενότητες με τον τίτλο «Κολυμπώντας στη Θεωρία», που απευθύνονται μόνο στους εκπαιδευτικούς.

–Μπορεί κανείς να βρει αποταμιευμένη τη βιντεοσκοπημένη παρουσίαση του βιβλίου στον λογαριασμό facebook των εκδόσεων Κριτική.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.