Δημητρης Χριστοπουλος, «Ενα βιβλιο-οδηγος για την αναγνωση και τη γραφη. Για να γινουμε επαρκεστεροι αναγνωστες-δημιουργοι και πιο υπευθυνοι δασκαλοι»

Σπύρου Κιοσσέ – Ελένης Χατζημαυρούδη, «Η λογοτεχνία στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση – Ερμηνευτική, κριτική και δημιουργική προσέγγιση των λογοτεχνικών κειμένων», εκδ. Κριτική, Αθήνα 2020

Ακολουθεί η ομιλία του κ. Δημήτρη Χριστόπουλου, συγγραφέα και φιλολόγου, στη διαδικτυακή παρουσίαση του βιβλίου «Η λογοτεχνία στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση – Ερμηνευτική, κριτική και δημιουργική προσέγγιση των λογοτεχνικών κειμένων», των Σπύρου Κιοσσέ και Ελένης Χατζημαυρούδη, που διοργανώθηκε την Παρασκευή 5 Μαρτίου από την αλυσίδα πολιτισμού Ιανός, τις εκδόσεις Κριτική και το Εργαστήριο Γλωσσολογίας «ΣυνΜόρΦωΣη» του ΤΕΦ/ΔΠΘ. 

Μπορείτε να βρείτε το ρεπορτάζ της παρουσίασης και τις εισηγήσεις των άλλων συμμετεχόντων, εδώ.

Δημήτρης Χριστόπουλος όμως…

Το παρόν βιβλίο το περιμέναμε από πέρσι με τόσο μεγάλη αγωνία και όταν εκδόθηκε το καλοκαίρι για μένα ήταν ένα βιβλίο αποκάλυψης. Εάν το Υπουργείο Παιδείας μπορούσε να κάνει ένα δώρο αυτήν τη στιγμή στον κόσμο των φιλολόγων, για μένα θα ήταν να δώσει σε όλους, με κάποιο τρόπο, αυτό το βιβλίο. Πιστεύω ότι δεν πρέπει να υπάρχει φιλόλογος αλλά και δάσκαλος, γιατί απευθύνεται πιστεύω και στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, ο οποίος να μη γίνει καλύτερος, συνολικά, διαβάζοντας αυτό το βιβλίο. Προσωπικά, όχι μόνο γινόμαστε διαβάζοντάς το καλύτεροι δάσκαλοι της λογοτεχνίας, αλλά όταν το διαβάσει κανείς θα αναθεωρήσει πάρα πολλά πράγματα, τα οποία κάναμε πολλές φορές μέσα στην τάξη με λάθος τρόπο.

Από τότε που πήγαινα εγώ σχολείο, τις αρχές της δεκαετίας του ’80  μέχρι και τώρα, ξέρουμε ότι η ζωή των μαθητών στο Λύκειο προσανατολίζεται σε αυτό που λέμε εξεταστική διαδικασία και σε αυτόν τον πανελλαδικό διαγωνισμό με κυρίαρχη την τάση της απομνημόνευσης. Στο μάθημα της λογοτεχνίας, το οποίο όπως γνωρίζουμε τα τελευταία δύο χρόνια άλλαξε και συνεξετάζεται με τη γλώσσα, κυρίως στις πανελλαδικές εξετάσεις και στις λυκειακές, το θέμα είναι άγνωστο, με την έννοια ότι δεν έχει διδαχθεί στην πορεία του σχολικού έτους. Θα λέγαμε ότι αυτή αποτελεί  μια θετική διαδικασία, γιατί ουσιαστικά ξεπερνάμε τις προκατασκευασμένες με κάποιο τρόπο απαντήσεις. Βέβαια, με την εισαγωγή –την επικείμενη εισαγωγή– της τράπεζας θεμάτων είναι ένα θέμα εάν και κατά πόσο αυτό θα είναι άγνωστο και αν τα παιδιά θα το προετοιμάζουν με κάποιο τρόπο και θα το ξέρουν. Θέλω να πω ότι δεν λείπουν, ακόμη και σήμερα φαινόμενα αποστήθισης σχολίων με τη μορφή φράσεων κλισέ που δυσχεραίνουν τον δημιουργικό διάλογο των παιδιών με τη λογοτεχνία και ακυρώνουν τη δημιουργική τους ανταπόκριση.  

Ξέρω πολύ καλά πως σε διάφορους χώρους, σε φροντιστηριακούς και σχολικούς, πολύ συνάδελφοι  δίνουν έτοιμες και πολύ  κλισέ απαντήσεις στα παιδιά. Αυτά τα βλέπουμε καθημερινά και είναι οι μεγάλες δυσχέρειες τις οποίες και το συγκεκριμένο βιβλίο τις εντοπίζει, αλλά θα πρέπει να τις ξεπεράσουμε. Πιστεύω ότι το σχολείο στο οποίο θέλουμε να υπηρετήσουμε και το οποίο θέλουμε να χτίσουμε έχει δυο βασικά χαρακτηριστικά και σε ένα τέτοιο σχολείο το παρόν βιβλίο έχει τη θέση που του αξίζει. Μιλάω για ένα σχολείο δημιουργικό και ανοιχτό στη ζωή. Μην ξεχνάμε αυτό που έγραφε ο Jean Piaget: «ότι κύριος σκοπός της αγωγής είναι να φτιάξει ανθρώπους ικανούς για την πραγματοποίηση νέων επιτεύξεων και όχι απλώς για την επανάληψη αυτών που έχουν κάνει οι προηγούμενες γενιές», δηλαδή ανθρώπους που να είναι δημιουργικοί, εφευρετικοί και κυρίως εξερευνητές.

Είναι καιρός να ξεπεράσουμε αυτό το παραδοσιακό σχολικό σύστημα που ευνοεί τη γνωστική και μνημονική σκέψη και εμποδίζει την ανάπτυξη της κρίσης και της δημιουργικότητας. Θέλουμε, δηλαδή, ένα κριτικό, δημιουργικό σχολείο, που, από τη μια, ακολουθεί τη σύνθεση μάθησης-κατανόησης, ώστε το παιδί να μαθαίνει κατανοώντας και να κατανοεί μαθαίνοντας. Από την άλλη όμως είναι πολύ σημαντικό να δημιουργεί εκείνες τις συνθήκες που επιτρέπουν την εκδήλωση της αυθόρμητης δημιουργικότητας του παιδιού. Θέλουμε ένα σχολείο ανοιχτό στη ζωή. Αυτό το ανοιχτό σχολείο που είναι συνδεδεμένο με την κοινότητα, στηρίζεται στην εποπτεία, στηρίζεται στην αυτενέργεια, στις αισθήσεις, στο συναίσθημα, στην εμπειρία, αλλά και στη βίωση. Έτσι, η γνώση που κατακτά το παιδί συνδέεται με την πρακτική άσκηση και η θεωρία με την πράξη. Λέμε ότι μια επιτυχία σε οποιεσδήποτε εξετάσεις δεν συγκρίνεται με τίποτα με τη δυνατότητα εξερεύνησης και αναζήτησης σε θέματα που μας ενεργοποιούν και μας συναρπάζουν. Είναι, θα έλεγα, πολύ πιο σημαντικό το να ανακαλύπτεις παρά να περνάς εξετάσεις ή να παίρνεις μόνο έναν καλό βαθμό. 

Όπως υποστηρίζουν και σε συνεντεύξεις τους, ο Σπύρος Κιοσσές και η Ελένη Χατζημαυρουδή: «είμαστε διαμεσολαβητές, αυτός είναι ο ρόλος μας, χτίζουμε, δηλαδή, γέφυρες και σκαλωσιές να ανέβουν τα παιδιά, να χτίσουν την ταυτότητά τους και σιγά σιγά να μην μας έχουν ουσιαστικά ανάγκη, να γίνουνε ενεργοί και αυτόνομοι αναγνώστες. Η λογοτεχνία από σχολικό μάθημα και μάλιστα μάθημα που εξετάζεται στον πανελλαδικό διαγωνισμό, το ζητούμενο είναι να αποκτήσει μια συγκεκριμένη θέση στη συνείδηση και στον ελεύθερο χρόνο των εφήβων να γίνει αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητας των παιδιών. Αν το κινητό, όπως λέμε, είναι πια το τρίτο χέρι μας, το ίδιο θέλουμε να συμβεί και με το καλό λογοτεχνικό βιβλίο, γιατί το βιβλίο είναι αγαθό ζωτικής ανάγκης».

Ο Σπύρος Κιοσσές, με πλούσια πείρα στις σχολικές και πανεπιστημιακές αίθουσες και με εξαιρετικά δείγματα λογοτεχνικής γραφής στο ενεργητικό του, καταθέτει ένα σπουδαίο βιβλίο, τρία χρόνια μετά την «Εισαγωγή στη δημιουργική ανάγνωση και γραφή του πεζού λόγου»(Κριτική, 2018),με τίτλο «Η λογοτεχνία στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση – Ερμηνευτική, κριτική και δημιουργική προσέγγιση των λογοτεχνικών κειμένων», σε συνεργασία αυτήν τη φορά με τη διδάκτορα φιλολογίας Ελένη Χατζημαυρουδή και με πρόλογο της Μαρίτας Παπαρούση, Καθηγήτριας Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και Διδακτικής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.

Ο σπουδαίος Αμερικανός συγγραφέας David Foster Wallace έχει πει: «Ενδεχομένως ο μεγαλύτερος κίνδυνος της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, είναι ότι ενθαρρύνει την τάση μου να υπερθεωρητικοποιώ τα πράγματα, να χάνομαι σε αφηρημένες σκέψεις αντί απλώς να επικεντρώνομαι σε ό,τι εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μου. Αντί να επικεντρώνομαι σε ό,τι συμβαίνει μέσα μου. Είμαι βέβαιος ότι γνωρίζετε από πρώτο χέρι πόσο δύσκολο είναι να παραμένεις σε επαγρύπνηση και εγρήγορση, αντί να υπνωτίζεσαι από τον διαρκή μονόλογο μέσα στο κεφάλι σου» (D. F. Wallace, «Αυτό εδώ είναι νερό. Μερικές σκέψεις για τη ζωή», μτφ.-επίμετρο Κ. Καλτσάς, Κριτική, Αθήνα 2015, σσ. 54-56).

Ναι, είναι πολύ δύσκολο έργο να μην χαθεί ο πανεπιστημιακός δάσκαλος και ο φιλόλογος στον λαβύρινθο της θεωρητικής σκέψης και να βρει τον μίτο που θα τον οδηγήσει στην εκπόνηση μιας πολυεπίπεδης μελέτης, όπως είναι αυτό το βιβλίο, ικανής να συναρμόσει τον θεωρητικό λόγο για το λογοτεχνικό φαινόμενο με συστηματικές εφαρμογές που συγκεκριμενοποιούν την αφηρημένη σκέψη· μια μελέτη που κομίζει τη δυνατότητα αξιοποίησής της σε οποιοδήποτε επίσημο θεσμικό πλαίσιο διδασκαλίας της λογοτεχνίας.

Η ανά χείρας μελέτη, χωρισμένη σε δώδεκα κεφάλαια, περιλαμβάνει δύο κατατοπιστικά επίμετρα με χρηστικούς πίνακες και πλούσια επικαιροποιημένη ελληνόγλωσση και ξενόγλωσση βιβλιογραφία είκοσι σελίδων. Ο χρόνος έκδοσης του βιβλίου συμπίπτει με τις πρόσφατες αλλαγές στο μάθημα της Λογοτεχνίας –ως λόγου για τον κόσμο και άσκησης δυνητικότητας από την πλευρά των νεαρών μαθητών και των καθηγητών τους (νέο Π.Σ. 2019)– και τη συνεξέτασή του με τη Νεοελληνική Γλώσσα, ως μαθήματος Γενικής Παιδείας στις Πανελλαδικές Εξετάσεις, γεγονός μείζονος σημασίας για το πολύπαθο μάθημα αλλά και προβληματισμού σχετικά με το μέλλον του, καθώς από το 2011, με τις προτάσεις της Ομάδας Έρευνας για τη Διδασκαλία της Λογοτεχνίας του ΑΠΘ, σκοπός της διδασκαλίας της λογοτεχνίας είναι η κριτική αγωγή στον σύγχρονο κόσμο.

Οι συγγραφείς εκκινούν από τη διαπίστωση ότι η σύγχρονη λογοτεχνική εκπαίδευση δίνει έμφαση σε τέσσερις παράγοντες: τη βιωματική προσέγγιση, την κριτική στάση, τον ερμηνευτικό διάλογο και τη δημιουργική ανταπόκριση, η οποία μπορεί να λάβει πολλές ευφάνταστες μορφές δημιουργικών ασκήσεων και μετατροπών, ώστε ο μαθητής να κατανοήσει πληρέστερα το αρχικό κείμενο και τους μηχανισμούς νοηματοδότησής του, σε μια προσπάθεια καλλιέργειας του δημιουργικού γραμματισμού.

Τα υπόλοιπα κεφάλαια ασχολούνται με τα βασικά χαρακτηριστικά των κειμενικών ειδών, την έννοια της λογοτεχνικότητας ενός κειμένου, με ζητήματα ύφους και τη διακειμενικότητα, τα σχήματα λόγου και τη λειτουργία τους, τα συστατικά της λογοτεχνικής αφήγησης (σκηνικό, αφηγητής, χαρακτήρες, πλοκή, χρόνος), την αφηγηματική πειθώ και ζητήματα ερμηνείας των λογοτεχνικών κειμένων.

Ωστόσο, αυτό που ξεχωρίζει τη συγκεκριμένη μελέτη είναι η προσπάθεια των συγγραφέων να «γειώσουν» τα θέματα της λογοτεχνικής θεωρίας και να τα «παντρέψουν» με το ίδιο το σώμα των λογοτεχνικών κειμένων. Είναι σαφής η συλλογιστική πορεία που διέπει τη μελέτη: από το συγκεκριμένο στο αφηρημένο και από εκεί στο συγκεκριμένο. Κάθε κεφάλαιο ξεκινά με δραστηριότητες/ασκήσεις δημιουργικής γραφής συγκεκριμένης στόχευσης και όλες τις απαραίτητες εξηγήσεις
–πάντα με τρόπο εύληπτο, ο οποίος ωστόσο διατηρεί την επιστημονικότητά του και την απαραίτητη ορολογία. Τα πιο απαιτητικά θέματα, που εγείρουν απορίες και ενίοτε προκαλούν σύγχυση σε διδάσκοντες και διδασκόμενους, φωτίζονται πολύπλευρα και σε βάθος στις οικείες ενότητες «Κολυμπώντας στη θεωρία» και «Πρακτική οδηγία», για να επιστρέψουμε και πάλι σε ποικίλες δραστηριότητες παραγωγής και μετασχηματισμού με αφορμή λογοτεχνικά κείμενα (ανθολογημένα ή μη στα σχολικά βιβλία), και να κλείσει το κεφάλαιο με την απαραίτητη ανακεφαλαίωση («Συνοψίζοντας»). Συνεπώς, η μελέτη, χωρίς να ενδίδει στην ευκολία του εμπειρισμού και της ατεκμηρίωτης συχνά παράθεσης πληροφοριών, αρθρώνει λόγο εύληπτο και επιστημονικά τεκμηριωμένο σε παλαιότερη και σύγχρονη διεθνή βιβλιογραφία, η οποία τις περισσότερες φορές παρουσιάζεται με κατατοπιστικά διαγράμματα και μνημοτεχνικούς πίνακες.

Η μελέτη των Σπύρου Κιοσσέ και Ελένης Χατζημαυρουδή «ήρθε για να μείνει» – ας συγχωρεθεί η χρήση του αδόκιμου λόγου. Ένα βιβλίο που ήρθε για να καλύψει τα κενά και τις ανάγκες όσων ασχολούνται από διαφορετικές θέσεις με το λογοτεχνικό φαινόμενο. Ένα βιβλίο-οδηγός για την ανάγνωση και τη γραφή. Για να γίνουμε επαρκέστεροι αναγνώστες-δημιουργοί και πιο υπεύθυνοι δάσκαλοι, που δεν αυτοσχεδιάζουν αμήχανοι κι αυτάρεσκοι μέσα στην τάξη, αλλά συντονίζουν κι εμπνέουν με την μπαγκέτα της γνώσης και της αγάπης για τη λογοτεχνία το ακροατήριό τους, γκρεμίζοντας κάθε στιγμή τις όποιες «βεβαιότητές» του, προκειμένου, από μόνο του, να ανακαλύψει την αίσθηση του μέτρου στη χαμηλή φωτιά που σιγοκαίει μέσα στη στάχτη.

Κι αν κάποιος –καλοπροαίρετα– ρωτήσει τι χρειαζόμαστε τη λογοτεχνία –εντός και εκτός σχολείου– στους τεχνοκρατικούς καιρούς μας, την καλύτερη απάντηση δίνουν οι ίδιοι οι συγγραφείς της μελέτης στην εισαγωγή: «Με τη βοήθεια της λογοτεχνίας […] ο κόσμος μας καθίσταται λιγότερο οριστικός και ορισμένος, λιγότερο κοινότοπος, περισσότερο επιδεκτικός στην αναδημιουργία» (σ. 19). Η λογοτεχνία δεν μπορεί ν’ αλλάξει τον κόσμο. Μπορεί, όμως, να καταστεί η «βασιλική οδός» σε έναν κόσμο δυνατοτήτων και ολοκλήρωσης του εαυτού. Κι αυτό δεν είναι λίγο – το κάτω κάτω της γραφής, ο μόνιμος τόπος της συνάντησής μας και ο μικρός ο πόνος· το ίζημα των λέξεων (παραφρασμένος στίχος από την ποιητική συλλογή του Σπύρου Κιοσσέ, «Το κάτω κάτω της γραφής», Μελάνι, Αθήνα 2018).

*Βασικό μέρος της συγκεκριμένης ομιλίας του κ. Χριστόπουλου, εν είδει βιβλιοκρισίας, έχει ήδη δημοσιευθεί στην ιστοσελίδα diastixo.gr, τον Οκτώβριο του 2020.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.