Μαρια Ζωγραφακη, «Ειναι ενα βιβλιο με συνεχεις αναφορες στα κειμενα των σχολικων εγχειριδιων, οχι ομως σαν σχολικο βοηθημα, ενα βιβλιο που λυνει ερωτηματα και γενναει συνεχως καινουργια»

Σπύρου Κιοσσέ – Ελένης Χατζημαυρούδη, «Η λογοτεχνία στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση – Ερμηνευτική, κριτική και δημιουργική προσέγγιση των λογοτεχνικών κειμένων», εκδ. Κριτική, Αθήνα 2020

Ακολουθεί η ομιλία της κ. Μαρίας Ζωγραφάκη, Συντονίστριας Εκπαιδευτικού Έργου Φιλολόγων Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, στη διαδικτυακή παρουσίαση του βιβλίου «Η λογοτεχνία στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση – Ερμηνευτική, κριτική και δημιουργική προσέγγιση των λογοτεχνικών κειμένων», των Σπύρου Κιοσσέ και Ελένης Χατζημαυρούδη, που διοργανώθηκε την Παρασκευή 5 Μαρτίου από την αλυσίδα πολιτισμού Ιανός, τις εκδόσεις Κριτική και το Εργαστήριο Γλωσσολογίας «ΣυνΜόρΦωΣη» του ΤΕΦ/ΔΠΘ. 

Μπορείτε να βρείτε το ρεπορτάζ της παρουσίασης και τις εισηγήσεις των άλλων συμμετεχόντων, εδώ.

Μαρία Ζωγραφάκη όμως…

Εδώ και κάποιες μέρες έχω βαλθεί –εν μέσω παρακολούθησης της ύλης για τις πανελλαδικές, πόλωσης για το ζήτημα της αξιολόγησης στα σχολεία και καθημερινής έντασης για τη «νέα» καθημερινότητά μας με τον κορονοϊό– να μελετήσω συστηματικά το βιβλίο των φίλων, του Σπύρου Κιοσσέ και της Ελένης Χατζημαυρουδή, με θέμα τη λογοτεχνία στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Εδώ και λίγες μέρες, παράλληλα με την ανάγνωση, έρχονται συνεχώς όλο και καινούρια ερωτήματα στον νου μου: ποιος ο ρόλος της λογοτεχνίας στο σχολείο, ποιος ο ρόλος της στη διδασκαλία και, τελικά ή κυρίως, ποιος ο ρόλος της στη δική μου ζωή.

Εικόνα πρώτη: Χριστούγεννα 1991, τριάντα χρόνια πριν, νεαρή αναπληρώτρια, ετών 23, σε μια συνθήκη από εκείνες τις ακραίες, ξαφνικά μετά από το πρόγραμμα Erasmus στη Σκωτία να βρίσκεσαι να διδάξεις νεαρά παιδιά σε ένα μικρό νησάκι τη Χάλκη, κάτω από τη Ρόδο, μέσα στην πέτρα και μακριά από όλα όσα ήξερες και θεωρούσες δεδομένα. Και στη συνθήκη αυτή και με έντονα τα συναισθήματα τα δικά σου, ομολογουμένως, σε ένα χριστουγεννιάτικο «δώρο» που αποφάσισες να κάνεις στα τέσσερα κορίτσια σου που παρακολουθούν στην Γ΄ λυκείου και που δεν θα δώσει κανένα τους πανελλαδικές εξετάσεις για να πάνε στο πανεπιστήμιο, γιατί τι να το κάνουν μακριά από τη Χάλκη; Εκεί λοιπόν, σε αυτό το δίωρο που μοιράζεσαι ποίηση με πολύ συναίσθημα, η δεκαοχτάχρονη Κατερίνα να βάζει ξαφνικά τα κλάματα στην ανάγνωση του «Χάρη 1944» του Μανώλη Αναγνωστάκη! Δεν έμαθες ποτέ γιατί έκλαψε η Κατερίνα ξαφνικά με τον Χάρη, πιθανότατα δεν διάβασε ξανά ποίηση μετά το σχολείο και σχεδόν σίγουρα δεν ξαναδιάβασε Αναγνωστάκη. Και κείνες «οι χιλιάδες μικρές πυρκαγιές που πυρπολούν την ατίθαση νιότη μας» έμειναν για σένα σαν μια μικρή μαγική στιγμή που καταφέρνεις να φτιάξεις μια γέφυρα με το παιδί απέναντι, να του μεταφέρεις κάτι από τη δική σου φλόγα και μετά να το αφήσεις ελεύθερο να την περισώσει, να τη φουντώσει ή και να τη σβήσει…

Αυτό είναι για μένα το μάθημα της λογοτεχνίας. Το κατεξοχήν μάθημα που φτιάχνεις γέφυρες με τα παιδιά, που μοιράζεσαι την αγάπη σου για τα βιβλία, για τις ιστορίες, για τη ζωή την ίδια. Κι όπως έρχονται τα παιδιά στο γυμνάσιο, χωρίς να έχουν ξαναδιδαχτεί το μάθημα ως ξεχωριστό αντικείμενο, αποτελεί μια χρυσή ευκαιρία να φτιάξεις μόνος/η σου από την αρχή αυτήν την εικόνα, να αγαπήσουν τα παιδιά το «μάθημα», να το επιζητούν και να διαμαρτύρονται όταν –κατά την προσφιλή συνήθεια πολλών, εμού συμπεριλαμβανομένης ενίοτε– συμπληρώνεις την ύλη της γλώσσας εις βάρος της λογοτεχνίας. Να δουλέψεις σε ομάδες, να εκμεταλλευτείς το καινούργιο κομμάτι της δημιουργικής γραφής που το λατρεύουν τα παιδιά, να φτιάξεις λέσχες ανάγνωσης και να μοιραστείς στιγμές που αλλάζουν τη βαρετή και ζοφερή συχνά πραγματικότητα των σχολείων.

Για όλους αυτούς τους λόγους είχα πάντα μια αγωνία όταν κάναμε κατανομή μαθημάτων μήπως και δεν προλάβω το μάθημα, πίστευα πως όλοι θα το θέλουν και πώς θα μείνω χωρίς τη λογοτεχνία; Πέρασαν χρόνια πολλά για να αντιληφθώ πως τελικά δεν είναι μάθημα που προτιμούν οι συνάδελφοι στην τάξη, κι έτσι στα τριάντα χρόνια υπηρεσίας μου μόνο για δυο χρόνια δεν τα κατάφερα, όταν λόγω διευθυντικής θέσης μού επέβαλαν να διδάσκω τρεις ώρες και μου απαγόρευσαν να διδάξω μία περισσότερη, γιατί «πώς θα περαστεί στο myschool»; Οπότε το δίωρο μάθημα της λογοτεχνίας αποκλείστηκε για… σοβαρούς ενδοϋπηρεσιακούς λόγους! Κι όλα αυτά τα χρόνια το μαγικό αυτό «μάθημα» μου χάρισε απίστευτα δυνατές στιγμές χαράς κι επικοινωνίας, έφερε παιδιά στις λέσχες ανάγνωσης που φτιάξαμε, γέμισε τις σχολικές βιβλιοθήκες που συχνά προσπαθούσε να κλείσει το σχολείο –γιατί μαζεύονταν πολλά παιδιά στο διάλειμμα και έκαναν μεγάλη φασαρία, βρε παιδί μου, οπότε καλύτερα έξω, στην αυλή. Κυρίως έφτιαξε εκείνη «τη μαγική φήμη» ότι φτάνοντας στο γυμνάσιο υπάρχει ένα πολύ ωραίο καινούργιο μάθημα, η λογοτεχνία, που «δεν έχει σωστό ή λάθος», φτάνει να το δικαιολογήσεις και να το στηρίξεις, που έχει δυνατές ιστορίες οι οποίες κάτι σου θυμίζουν κι από τα δικά σου και που, κάποιες φορές, φτάνεις στο σημείο ακόμα και να μην θέλεις να έχεις κενό, καλύτερα περνάς στην τάξη.

Όλα αυτά και πολλά άλλα μου θύμισαν οι σελίδες του βιβλίου του Σπύρου και της Ελένης. Ένα βιβλίο με ισορροπία ανάμεσα στη θεωρία και τις προτεινόμενες δραστηριότητες, ένα βιβλίο με συνεχείς αναφορές στα κείμενα των σχολικών εγχειριδίων, όχι όμως σαν σχολικό βοήθημα, όχι σαν έτοιμη τροφή, ένα βιβλίο που λύνει ερωτήματα και γεννάει συνεχώς καινούργια από τη μεριά του. Που δείχνει με αξιοθαύμαστο τρόπο από την αρχή μέχρι το τέλος, από το πρώτο κεφάλαιο μέχρι τα παραρτήματα με τις σημαντικές πληροφορίες για τους κειμενικούς δείκτες αλλά και τις εξαιρετικά χρήσιμες τεχνικές που προτείνονται, πόσο το ίδιο το κείμενο, το περικείμενο και κυρίως η συμμετοχή του αναγνώστη συνομιλούν δημιουργικά για να φτιάξουν το «θαύμα» της λογοτεχνίας. Που δίνει ένα σωρό ιδέες για δραστηριότητες και δημιουργικής γραφής, κομμάτι άλλωστε της ενασχόλησης και των δύο συγγραφέων, προτείνοντας ιδέες μέσα από συγκεκριμένα κείμενα, αλλά κυρίως δημιουργώντας τη διάθεση για εξερεύνηση άλλων. Δεν θα ήθελα να αναφερθώ αναλυτικά, για να μην καταχραστώ τον χρόνο σας. Δεν μπορώ όμως να μην αναφέρω ενδεικτικά τις ουσιαστικές δραστηριότητες για πληθώρα κειμένων από τον φάκελο υλικού της Γ΄ ΓΕΛ, τις έξοχες ασκήσεις για τις αφηγηματικές φωνές στην «Άννα του Κλήδονα» του Διαμαντή Αξιώτη από τη Β΄ γυμνασίου, εκείνες για τους χαρακτήρες και την πλοκή για τα «Κόκκινα λουστρίνια» της Ειρήνης Μάρρα (Α΄ γυμνασίου), τις ευφυείς δραστηριότητες για τα εξώφυλλα και τα οπισθόφυλλα, τα συνδυαστικά Βήματα Σκέψης (παρατηρώ-σκέφτομαι-αναρωτιέμαι) για τη «Μυστική παπαρούνα» του Στρατή Μυριβήλη, αλλά και τις… κυρίαρχες «Μπάμιες» της Θεώνης Κοτίνη, που επανέρχονται συνεχώς στο βιβλίο, με προτεινόμενες δραστηριότητες για τις παρομοιώσεις, αλλά και για τον χρόνο. Κι ένα σωρό άλλες για κείμενα του Τσέχοφ, της Βιρτζίνια Γουλφ· αλήθεια από πού να αρχίσει και πού να σταματήσει κανείς τις αναφορές του;

Κλείνοντας, θα ήθελα να προσθέσω πως ένας από τους βασικούς στόχους της διδασκαλίας της λογοτεχνίας στο σχολείο είναι η αφηγηματική εμπλοκή αλλά και η αφηγηματική μεταφορά του αναγνώστη, του μαθητή και της μαθήτριας. Το να νιώσει δηλαδή κομμάτι της ιστορίας, να ταυτιστεί. Έστω και για μια στιγμή να ξεχαστεί, να χωθεί μέσα στον κόσμο του βιβλίου του, να αργήσει να φάει, να αργήσει ακόμα και να τσεκάρει τα μηνύματα στο Instagram! Πιστεύω πως αν συμβεί, έστω και μια φορά, σε έναν άνθρωπο, να θέλει να τελειώσει τα πάντα για να γυρίσει στο βιβλίο του, ο πλούτος που θα έχει κερδίσει στη ζωή του θα είναι μεγάλος. Κι αν η λογοτεχνία στο σχολείο το καταφέρει μια φορά, θα έχει κάνει ένα μεγάλο δώρο στον νεαρό έφηβο. Μπορεί να το ξεχάσει στην πορεία, μπορεί για χρόνια να μην ασχοληθεί, αλλά είναι σαν το ποδήλατο, δεν ξεχνιέται, κάποια στιγμή στη ζωή σου η λογοτεχνία σε ξαναβρίσκει και την ξαναβρίσκεις.

Και προς αυτήν την κατεύθυνση, το βιβλίο που παρουσιάζουμε σήμερα μπορεί να δώσει άπειρες ιδέες στον εκπαιδευτικό, να φρεσκάρει τις γνώσεις του και να τις ανανεώσει, μέσα από τη φρέσκια και στέρεη επιστημονική ματιά του, να του κεντρίσει ξανά το ενδιαφέρον για αυτό το «πολύπαθο» μάθημα, που συχνά υποτιμάται ως «λιγότερο σημαντικό» σε σχέση με τη γλώσσα, παρά ή και εξαιτίας της συνεξέτασης, όπου ειδικά στην Γ΄ λυκείου έχει περιοριστεί πια στο περιβόητο ερμηνευτικό σχόλιο, βασισμένο στους κειμενικούς δείκτες. Γιατί το ξέρουμε καλά πως η λογοτεχνία είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα μικρό ερμηνευτικό σχόλιο κάτω από το άγχος της εισαγωγής στο πανεπιστήμιο, είναι ένα παράθυρο για τον αναστοχασμό, είναι ένα παράθυρο στον κόσμο, είναι ένα παράθυρο στην αναζήτηση του εαυτού και του άλλου.

Πρέπει να ομολογήσω πως οι σελίδες του βιβλίου με συντρόφευσαν δημιουργικά σε πολλές «μετακινήσεις 6» των τελευταίων ημερών. Ελπίζω και εύχομαι να λειτουργήσουν ανάλογα σε πολλούς άλλους αναγνώστες και αναγνώστριες και να συμβάλλουν δημιουργικά τόσο στην ερμηνευτική και κριτική προσέγγιση των λογοτεχνικών κειμένων στο σχολείο όσο και κυρίως στην καλλιέργεια της ουσιαστικής επαφής και της αγάπης για τη λογοτεχνία. Ελένη και Σπύρο, ευχαριστούμε και καλοτάξιδο! 

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.