Γεωργια Συμεωνιδου, συγγραφεας «Θα ηθελα οι αναγνωστες να τοποθετησουν τους εαυτους τους κριτικα απεναντι απο καθε σελιδα μου»

Με αφορμή την κυκλοφορία του μυθιστορήματός της «Η κόρη της Μαρίας Κάλλας»

«Μας αρέσει πάρα πολύ και η εύκολη είδηση. Δεν διαβάζουμε πλέον, δεν μπαίνουμε στο μεδούλι»

Λίγους μήνες έχει που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις του «Παρατηρητή της Θράκης» το μυθιστόρημα της Γεωργίας Συμεωνίδου «Η κόρη της Μαρίας Κάλλας», και οι αναγνωστικές εντυπώσεις είναι κάτι πάρα πάνω από ενθαρρυντικές. Η ιστορία του βιβλίου έχει ως κέντρο τις Σέρρες, από τα χρόνια της βουλγαρικής κατοχής του 1941-1944 μέχρι σήμερα και κινείται γύρω από το βασικό ερώτημα: Θα μπορούσε ποτέ η μεγάλη primadonna της όπερας Μαρία Κάλλας να έχει κόρη που μεγάλωσε στις Σέρρες, υιοθετημένη από μια μικροαστική, αλλά με τον δικό της, ιδιαίτερο, αξιακό κώδικα, οικογένεια; Την απάντηση οφείλει να τη βρει ο καθένας μας μέσα από τις δικές του αναγνώσεις, πάντως αξίζει να αναφερθεί πως σε πολλές περιπτώσεις τα fake news έχουν μεγαλύτερη δύναμη από την ίδια την αλήθεια.

Παίρνοντας τα πράγματα από την αρχή, η συγγραφέας του μυθιστορήματος, η Γεωργία Συμεωνίδου, γεννήθηκε στις Σέρρες στις 20 Νοεμβρίου του 1961. Στα φοιτητικά της χρόνια έζησε στη Θεσσαλονίκη και αργότερα εγκαταστάθηκε στην Κομοτηνή. Κατά διαστήματα συνεργάζεται με την εφημερίδα «Παρατηρητής της Θράκης», ενώ θεατρικά της έργα έχουν ανεβεί στην Κομοτηνή και στον Βόλο, όπου και ζει και εργάζεται τα τελευταία χρόνια. Υπό έκδοση είναι επίσης τα βιβλία της «Δεύτερο χέρι» και «Ο τέλειος άντρας».

Με αφορμή, λοιπόν, την πρόσφατη κυκλοφορία του βιβλίου της, η Γεωργία Συμεωνίδου μιλώντας στην εκπομπή «Με το Ν και με το Β» και τη Νατάσσα Βαφειάδη μίλησε για τους λόγους που την οδήγησαν στη συγγραφή του βιβλίου, για την επιλογή του συγκεκριμένου τόπου δράσης των ηρώων της, για τα αίτια διάχυσης ψευδών ειδήσεων, αλλά και για τα μελλοντικά της σχέδια.

Ο λόγος στην ίδια…

«Η Κάλλας υπάρχει σε όλο το βιβλίο, αλλά σαν πάσχουσα μορφή και βωβό πρόσωπο»

ΠτΘ: Το μυθιστόρημα «Η κόρη της Μαρίας Κάλλας» έχει αγκαλιαστεί  από την τοπική κοινωνία, και όχι μόνο. Ποια είναι η δική σας αίσθηση από την αντίδραση του αναγνωστικού κοινού;

Γ.Σ.: Είναι πολύ μεγάλη η χαρά μου. Μάλιστα, όταν ολοκλήρωσα την πρώτη του εγγραφή το διάβαζα και το ξαναδιάβαζα, θεωρώντας ότι έκανα κάτι που πηγάζει από τα μύχια της ψυχής μου.

ΠτΘ: Ποιος είναι ο ρόλος του προσώπου της Μαρίας Κάλλας στο βιβλίο σας;

Γ.Σ.: Η Κάλλας υπάρχει σε όλο το βιβλίο, αλλά σαν πάσχουσα μορφή και βωβό πρόσωπο. Παρότι χρησιμοποιήθηκε αυτό το μύθευμα σχετικά με την κόρη της, για να γίνουν εκδόσεις που θα απέφεραν  κέρδη, «παίζουμε» πολύ συχνά με ανθρώπους που δεν είναι πια κοντά μας και δεν μπορούν να αντισταθούν σε ό,τι κακόβουλο ή καλοπροαίρετο ακούγεται.  Το συνηθίζουμε στην εποχή μας αυτό. Αυτή ήταν και η αφορμή ώστε να πλέξω μια ιστορία, στην οποία ήθελα, σίγουρα, να τοποθετηθώ απέναντι από αυτή την άποψη. Ακόμη, ήθελα να δημιουργήσω και μια ηρωίδα που να απομυθοποιεί αυτό το μύθευμα, αυτήν τη φαντασία, αυτό το δικό της παραμύθι, καθώς είχε και δικά της προσωπικά κίνητρα. Ήθελε, λόγου χάρη, να τιμωρήσει την καλύτερη και την πιο πιστή της φίλη, για ένα λάθος του παρελθόντος.

ΠτΘ: Η ιστορία εκτυλίσσεται στον τόπο καταγωγής σας, τις Σέρρες. Εκεί διαβιεί η πρωταγωνίστριά σας και εκεί εκτυλίσσεται το σύνολο των όσων διαδραματίζονται στο μυθιστόρημα.

Γ.Σ.: Ακριβώς. Είναι η πόλη που έχω τις αναφορές μου, είναι η πρώτη μου αγαπημένη πόλη. Φυσικά, έχω αγαπήσει όλες τις πόλεις που έχω ζήσει, και οι Κομοτηναίοι το ξέρουν πολύ καλά αυτό, αλλά ο τόπος μας είναι οι ρίζες μας. Το πρώτο ολοκληρωμένο μου μυθιστόρημα ήθελα να το ξεκινήσω από κει, ως έναν τρόπο να ξαναβρώ κι εγώ τις ρίζες μου. Έτσι, υπάρχει στο βιβλίο μου το παλιό άρωμα των Σερρών, γιατί το τώρα της ηρωίδας μου της Πένης δεν είναι και τόσο ευχάριστο. Και μάλιστα, το τελείωμα της ιστορίας είναι τοποθετημένο γύρω στο ’12-’13 που είναι ακριβώς η εποχή της οικονομικής κρίσης και του μαρασμού. Έτσι η Πένη βλέπει μονίμως ανθρώπους προβληματισμένους και μια πόλη που περνάει κρίση. Γι’ αυτό γυρίζει πίσω στα παιδικά της χρόνια. Εκεί συναντάει κανείς την πόλη των δικών μου παιδικών χρόνων, την οποία, όμως, μου την κατέστρεψαν οι μπουλντόζες.

«Μας αρέσει η ευκολία και η φήμη. Όπως μας αρέσει πάρα πολύ και η εύκολη είδηση. Δεν διαβάζουμε πλέον, δεν μπαίνουμε στο μεδούλι. Λίγο το γενικεύω και γίνομαι απόλυτη, αλλά επειδή αυτός ήταν και ο στόχος των βιβλίων, τοποθετούμαι έτσι. Φυσικά, δεν ισχύει για όλο τον κόσμο αυτό. Όμως υπάρχει ένα κοινό που θέλει το εύκολο κι αυτό ουσιαστικά κατευθύνει όσους χειρίζονται την είδηση»

ΠτΘ: Ασχολείστε με ένα πάρα πολύ καίριο ζήτημα, ειδικά για το κομμάτι της δημοσιογραφίας, αυτό των fake news, των ψευδών ειδήσεων. Πώς δημιουργήθηκε ο συγκεκριμένος προβληματισμός και πώς αυτό αναπτύσσεται μέσα στο βιβλίο;

Γ.Σ.: Ο προβληματισμός δημιουργήθηκε, γιατί με τρόμαξε η πραγματικότητα. Ναι μεν είναι πάρα πολύ ωραίο να μαθαίνονται και να διαδίδονται με τόση ευκολία πολλά πράγματα, αλλά από την άλλη ταξιδεύουν και πράγματα που είναι ανούσια και ψευδή, παραπλανώντας τον κόσμο. Αυτό με τρομάζει πιο πολύ. Η ευκολία, δηλαδή, με την οποία πέφτουμε εμείς και αναμασάμε μια είδηση, το κουτσομπολιό με απλά λόγια. Γιατί, όμως, σταματάμε να είμαστε όντα με κρίση; Σήμερα δεν επεξεργαζόμαστε ό,τι παίρνουμε, αλλά γινόμαστε απλώς αναμεταδότες.

ΠτΘ: Άρα εσείς στέκεστε περισσότερο όχι στις συνθήκες εκείνες οι οποίες δημιουργούν ενδεχομένως τις ψευδείς ειδήσεις, αλλά στην αναγκαιότητα που υπάρχει από πλευράς του κόσμου και στο πώς ο κόσμος λαμβάνει αυτά τα μηνύματα, στην ουσία λειτουργούν ενισχυτικά στην περαιτέρω εξάπλωση του φαινομένου.

Γ.Σ.: Ό,τι δεν καταναλώνεται παύει να υπάρχει. Από τη στιγμή που εξακολουθεί να υπάρχει και μάλιστα να διογκώνεται, σημαίνει ότι καταναλώνεται. Άρα στην ουσία φταίμε εμείς, όλοι εμείς. Από ’κει και πέρα, όμως, όλο το βιβλίο και το καταλαβαίνει κανείς διαβάζοντας το σιγά σιγά, δείχνει τον τρόπο με τον οποίο κατασκευάζεται ακριβώς μια τέτοια φήμη, μια τέτοια ψευδής είδηση. Και φτάνει να γίνεται τελικά πιστευτή…

«Δεν διαβάζουμε πλέον, δεν μπαίνουμε στο μεδούλι»

ΠτΘ: «Η φήμη δεν είναι μόνο το θέμα της ιστορίας, αλλά η ιστορία γράφεται και διαβάζεται σαν φήμη». Πείτε μας λίγα λόγια ως προς αυτό.

Γ.Σ.: Μας αρέσει η ευκολία και η φήμη. Όπως μας αρέσει πάρα πολύ και η εύκολη είδηση. Δεν διαβάζουμε πλέον, δεν μπαίνουμε στο μεδούλι. Λίγο το γενικεύω και γίνομαι απόλυτη, αλλά επειδή αυτός ήταν και ο στόχος των βιβλίων, τοποθετούμαι έτσι. Φυσικά, δεν ισχύει για όλο τον κόσμο αυτό. Όμως υπάρχει ένα κοινό που θέλει το εύκολο κι αυτό ουσιαστικά κατευθύνει όσους χειρίζονται την είδηση.

ΠτΘ: Πώς μπορούμε αυτόν τον καταιγισμό των ψευδών ειδήσεων και της λανθασμένης διαχείρισης των φημών, της πληροφορίας κλπ., να τα κάνουμε να αλλάξουν; Μέσω της ιστορίας σας προτείνετε μια «λύση» αλλαγών ή αφήνετε τους αναγνώστες να λάβουν το μήνυμα και να το ερμηνεύσουν όπως οι ίδιοι επιθυμούν;

Γ.Σ.: Η αλήθεια είναι ότι δεν μου αρέσει να καθοδηγώ. Όπως η ηρωίδα μου η Πένη με αυτά που κάνει μπαίνει σε μια διαδικασία  αναζήτησης του εαυτού της, νομίζω ότι το ίδιο έχουμε όλοι μας –λίγο ή πολύ– ανάγκη.  Η Πένη, όπως και όλες οι ηρωίδες του βιβλίου, ανήκουν σε μια συγκεκριμένη γενιά, τη δική μου γενιά. Η γενιά μου, λοιπόν, χαρακτηρίζεται ως αντιηρωική, με την έννοια ότι δεν έζησε μεγάλα ιστορικά γεγονότα. Το μόνο που έζησε ήταν πολλά «μη», «πρέπει», και «δεν». Αλλά τι κατάφερε τελικά να κάνει; Να δημιουργήσει μια καινούργια γενιά ελεύθερων ανθρώπων. Χωρίς τόσα «μη», χωρίς τόσα «πρέπει», χωρίς τόσα «δεν»…

«Τον καιρό που έγραφα και διόρθωνα το μυθιστόρημα άλλαζα συγχρόνως κι εγώ»

ΠτΘ: Πώς θα μπορούσε αυτή η γενιά να το αξιοποιήσει; Για εσάς η συγγραφή που σχετίζεται με αυτά τα μηνύματα, όπως αποτυπώνονται και στην «Κόρη της Μαρίας Κάλλας», αποτελεί ένα τέτοιον τρόπο;

Γ.Σ.: Τον καιρό που έγραφα και διόρθωνα το μυθιστόρημα άλλαζα συγχρόνως κι εγώ. Άλλαζα, γιατί έβλεπα άλλες οπτικές που κουβαλούσα μέσα μου και τις αγνοούσα. Δεν βγήκα ο ίδιος άνθρωπος από τη συγγραφική διαδικασία, διότι άλλος άνθρωπος νιώθω ότι ξεκίνησε να γράφει κι άλλος έγινα όταν τελείωσε. Υπάρχουν πράγματα μέσα μας, τα οποία δεν τα αντιλαμβανόμαστε. Τα έχουμε, δηλαδή, λίγο στο σκοτάδι, έτσι ώστε να ζούμε πιο εφησυχασμένα. Και ξαφνικά με λίγο «σκάλισμα» ή με μια ευκαιρία, αρχίζουν και βγαίνουν στην επιφάνεια.

«Θα ήθελα οι αναγνώστες  να τοποθετήσουν τους εαυτούς τους κριτικά απέναντι από κάθε σελίδα μου, κριτικά και αρκετά αποστασιοποιημένα.  Δεν με ενδιαφέρει να συμπάσχουν, αλλά να βλέπουν τον εαυτό τους μέσα από ’κει. Πάρα πολλοί μου είπαν ότι αναγνώρισαν τον εαυτό τους και κομμάτια τους μέσα στο μυθιστόρημά μου. Κι αυτό με χαροποιεί, ιδιαιτέρως. Επίσης, πολλοί με ρωτάνε αν είμαι εγώ η κεντρική ηρωίδα. Όχι δεν είμαι. Έχω δανειστεί, όμως, πάρα πολλά στοιχεία όχι μόνο από τον εαυτό μου, αλλά και από άλλους. Έτσι, κανένας χαρακτήρας δεν είναι ατόφιος»

ΠτΘ: Τελικά μήπως μας αφορούν πολύ περισσότερα από αυτά, τα οποία θεωρούμε ότι μας αφορούν;

Γ.Σ.: Ακριβώς. Οι οπτικές που έχουμε είναι πολύ περισσότερες από αυτές που μας έρχονται πρόχειρα. Ψάχνοντας, έρχονται πάρα πολλά πράγματα, καθώς υπάρχει και μια κληρονομιά, που δεν πρέπει να ξεχνάμε. Κανένας μας δεν έχει φυτρώσει, όλοι μας είμαστε φορείς. Φορείς αυτού που παραλάβαμε, αυτού που είμαστε εμείς και το επεξεργαζόμαστε, και αυτού που παραδίδουμε, το οποίο παραλαμβάνει κάποιος άλλος που επίσης γίνεται με τη σειρά του φορέας. Γι’ αυτό  με πειράζει που έχουν χαθεί κάποια πράγματα πολύ βασικά ώστε να ζούμε με όρους αξιοπρέπειας. Με ενοχλεί αυτό το πράγμα και πρέπει να βρούμε πάλι τις αξίες μας.

ΠτΘ: Με ποιον τρόπο ή με ποια συναισθήματα θα θέλατε εσείς, ως η συγγραφέας, να αντιμετωπίσει κάποιος αυτό το βιβλίο; Με ποια συναισθήματα, δηλαδή, να ξεκινήσει την ανάγνωση και με ποια να την τελειώσει;

Γ.Σ.: Θα ήθελα οι αναγνώστες  να τοποθετήσουν τους εαυτούς τους κριτικά απέναντι από κάθε σελίδα μου, κριτικά και αρκετά αποστασιοποιημένα.  Δεν με ενδιαφέρει να συμπάσχουν, αλλά να βλέπουν τον εαυτό τους μέσα από ’κει. Πάρα πολλοί μου είπαν ότι αναγνώρισαν τον εαυτό τους και κομμάτια τους μέσα στο μυθιστόρημά μου. Κι αυτό με χαροποιεί, ιδιαιτέρως. Επίσης, πολλοί με ρωτάνε αν είμαι εγώ η κεντρική ηρωίδα. Όχι δεν είμαι. Έχω δανειστεί, όμως, πάρα πολλά στοιχεία όχι μόνο από τον εαυτό μου, αλλά και από άλλους. Έτσι, κανένας χαρακτήρας δεν είναι ατόφιος.

«Θέλω να γράψω κι άλλα βιβλία»

ΠτΘ: Τα μελλοντικά συγγραφικά σας σχέδια ποια είναι;

Γ.Σ.: Θέλω να γράψω κι άλλα βιβλία, καθώς πιστεύω ότι έχω ακόμη πολλά να δώσω. Με ενδιαφέρει, όμως, και το θέατρο. Δεν ξέρω αν θα κυκλοφορήσει μελλοντικά  κάποιο θεατρικό κείμενο, μυθιστόρημα ή κάποια συλλογή διηγημάτων,  με τα οποία θέλω να ασχοληθώ και να εκδώσω. Τέλος, μου αρέσει πολύ και η επιμέλεια βιβλίου. Είναι πολύ ωραίο το βιβλίο, από το εξώφυλλο μέχρι το οπισθόφυλλό του, από την μορφή μέχρι το περιεχόμενό του.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.