Ελενη Σκαβδη,* «Τα αφηγηματα του Α. Αγγελοπουλου ειναι ενα ειδος ρεπορταζ που περιγραφουν την πραγματικοτητα, ανατρεχοντας στη Λογοτεχνια»

Παρουσίαση συλλογών Άγγελου Ευθ. Αγγελόπουλου, «Η Κλειώ φοβόταν τις γάτες και άλλα αφηγήματα», εκδόσεις Κοράλλι, Αθήνα 2023 & «Ο δρόµος και το ρολόι – 31 αφηγήματα», εκδόσεις Παρατηρητής της Θράκης, Κομοτηνή 2023

Το βιβλίο στο οποίο θα αναφερθώ, «Ο δρόµος και το ρολόι – 31 αφηγήματα»,  κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες από τις εκδόσεις Παρατηρητής της Θράκης, που εδρεύει στην Κομοτηνή. Περιλαμβάνει 31 αφηγήματα, όπως σημειώνεται στον υπότιτλό του, όχι διηγήματα, σαν να λέμε ιστορίες. Τον ίδιο χαρακτηρισμό δίνει στις ιστορίες και του πρώτου του βιβλίου ο συγγραφέας, που κυκλοφόρησε μέσα στο 2023 από τις εκδόσεις Κοράλλι, με τίτλο «Η Κλειώ φοβόταν τις γάτες και άλλα αφηγήματα». Και παρά το γεγονός ότι τα όρια ανάμεσα στο αφήγημα και στο διήγημα για την κριτική και τις θεωρίες της Λογοτεχνίας είναι δυσδιάκριτα, κρατούμε τον όρο ως χαρακτηριστικό της γραφής του Άγγελου Αγγελόπουλου. Το κρατώ για να υποστηρίξω την άποψή μου ότι το είδος γραφής του είναι κάτι ανάμεσα σε ρεπορτάζ και Λογοτεχνία.

Τι θέλω να πω με απλά λόγια: Τα αφηγήματα του Αγγελόπουλου είναι ένα είδος ρεπορτάζ που περιγράφουν την πραγματικότητα, ανατρέχοντας στη Λογοτεχνία. Αυτή η φόρμουλα γραφής, το νέο είδος ρεπορτάζ, είναι η new journalism. Με πρωτοπόρους τους Αμερικανούς Συγγραφείς, στη δεκαετία του ’60, Νόρμαν Μαίηλερ, Τρούμαν Καπότε και Χάρπερ Λη. Πλάγιος δοκιμιακός λόγος, σύντομες ιστορίες με ήρωες και δράση, χωρίς ιδιαίτερη πλοκή, ιστορίες όμως που γίνονται αφορμή για τον συγγραφέα και τον αναγνώστη να θυμηθεί και να στοχαστεί, να διατυπώσει γνώμη και πολιτική θέση…, να κάνει κριτική, πάει να πει να τοποθετηθεί στον καιρό και στις καταστάσεις του.

Οι ήρωές του ανήκουν στον στενό του περίγυρο κυρίως, άνθρωποι που γνωρίζει και συνομιλεί μαζί τους, άνθρωποι που συνάντησε στην καθημερινότητά του. Από τον Μήτσο τον Λεχαινίτη με το προσωνύμιο «Η αγάπη», που μετώκησε και ζει στην Αιδηψό, τον ξάδερφο που ζει στο Παρίσι με το παρατσούκλι «Ο καλός», τον χειροτέχνη υποδηματοποιό με το εύρωστο εισόδημα, μεγαλύτερο από το αντίστοιχο ενός χειρώνακτα, ένα είδος επιβιώματος προκαπιταλιστικού τύπου οικονομικών σχέσεων στη μικρή του πόλη. Τον καλό άνθρωπο και ιατρό του χωριού Αλιφέρη και μια διαγνωστική ατυχία του, την Ελένη την εργάτρια, που κουρασμένη και καταπονημένη δεν αντέχει να περιμένει ακόμα λίγα χρόνια για το όριο συνταξιοδότησής της και μπαίνει σε έναν κάποιον πειρασμό με τη σκέψη της, τον «Ατόφιο», έναν άνδρα που μοιάζει σαν να δραπέτευσε από το βιβλίο του Λαφάργκ («Το δικαίωμα στην τεμπελιά»), τον κακομοίρη Σίμο, που παντρεύτηκε κατά παραγγελίαν του αφέντη του στη Βουβαρία, αλλά η νύφη το ’σκασε τελικά με σοβαρές συνέπειες στη ζωή του γαμπρού, έναν Δήμαρχο που έχασε τις εκλογές στο χωριό εξαιτίας πλημμυρών στην Αττική την ίδια χρονιά.

Ο Άγγελος Αγγελόπουλος επιχειρεί μια ιδιωτική επιδρομή στα οικεία μας μέρη

Θυμάται και γεγονότα. Την πυρκαγιά που κατέστρεψε το παλιό τυπογραφείο στο χωριό, ένα φονικό που έγινε με θύματα δυο κορίτσια και θύτη τον πατέρα τους, εύρημα βέβαια ότι το όπλο του φονικού ήταν λάφυρο από τον πόλεμο της Μικρασίας, που κάποιος συχωριανός πολεμιστής το έφερε στην πατρίδα μετά το τέλος του πολέμου. Θυμάται ακόμα και τις μέρες του Νοέμβρη 1973 στην Πάτρα, τη φωτιά που άναβε η Κέλπω ανήμερα της Μεγάλης Παρασκευής στο κοιμητήριο του χωριού, το κοντοκούρεμα στα παλιά μπαρμπέρικα.

Περιηγείται στο δάσος της Στροφιλιάς, στον Υμηττό με τα ξωτικά και τις αλεπούδες, προσκυνά στην Τρίπολη άταφους νεκρούς από την εποχή του Εμφύλιου, πάει και στον Άη Στράτη, το νησί της εξορίας. Θυμάται τον Γιάννη Πονήρη, τον κοσμοπολίτη και ιδεολόγο δωρητή του Δήμου Λεχαινών, την περιουσία που διέθετε και η οποία παραμένει αναξιοποίητη, μας ενημερώνει ότι από την πλατεία του χωριού πέρασε ο Άρης αμέσως μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς… Το βιβλίο τελειώνει με ένα όνειρο που επαληθεύεται και τον θάνατο της αγαπημένης του θείας. Βλέπει και όνειρα ο συγγραφέας, και μας τα γράφει, βλέπει εκεί μέσα και συνομιλεί καμιά φορά με μυθιστορηματικούς ήρωες του Καρκαβίτσα, του Νιρβάνα… Εκεί μέσα ανακαλεί και τον Κώστα Σμυρνή, τον Πράκτορα από τα Σαβάλια. Και κάπου στο όνειρο επίσης βλέπει τον καφετζή Ευάνθιο μαζί με τον Ανδρέα τον Φακίρη καβάλα… στον χρόνο, να μην κοιτάζουν στον φακό… να γελούν για τα τραγελαφικά και ανείπωτα που δεν πρόλαβαν να ζήσουν.

31 αφηγήματα τουλάχιστον 31 ήρωες μέσα σε 120 σελίδες. Κείμενα που γράφηκαν για να δημοσιευθούν σε ΜΜΕ, ηλεκτρονικά ή έντυπα. Κείμενα δημοσιογραφικά,  μια σύνθετη εικόνα του χώρου του. Κείμενα που γράφονται επί τόπου, αυτή την αίσθηση έχεις, τη στιγμή που συμβαίνουν, κείμενα ανοιχτά, που δεν έχουν επίλογο, ακριβώς γιατί τα γεγονότα πάντα τρέχουν και αλλάζουν ακόμα και τις αναμνήσεις όταν μεσολαβεί κάποιο διάστημα ανάμεσα στη στιγμή που τα ζεις και σε αυτήν που τα καταγράφεις

Αυτά τα τραγελαφικά, τρυφερά, άλλοτε λυπητερά ή αισιόδοξα, αφηγείται ο Άγγελος Αγγελόπουλος στις 31 ιστορίες του, όπου χωρούν ιδέες, όνειρα, πρόσωπα, δένδρα, ζωάκια, δρόμοι και γιορτές, η ζωή πάει να πει, μέσα από τα παζλ της ποικιλότητας που τη συνθέτει… Μικροϊστορίες και οι αφανείς που τις γράφουν. Συνδεδεμένες σε μια αλληλουχία και μιαν αειφορία, μια συνέχεια που διαρκεί και που ακόμα αχνοφαίνεται στις γεωγραφίες μας, αν το βλέμμα στραφεί προς τα εκεί που πρέπει, αν απελευθερωθεί από τις γυάλινες οθόνες.

31 αφηγήματα τουλάχιστον 31 ήρωες μέσα σε 120 σελίδες. Κείμενα που γράφηκαν για να δημοσιευθούν σε ΜΜΕ, ηλεκτρονικά ή έντυπα. Κείμενα δημοσιογραφικά,  μια σύνθετη εικόνα του χώρου του. Κείμενα που γράφονται επί τόπου, αυτή την αίσθηση έχεις, τη στιγμή που συμβαίνουν, κείμενα ανοιχτά, που δεν έχουν επίλογο, ακριβώς γιατί τα γεγονότα πάντα τρέχουν και αλλάζουν ακόμα και τις αναμνήσεις όταν μεσολαβεί κάποιο διάστημα ανάμεσα στη στιγμή που τα ζεις και σε αυτήν που τα καταγράφεις.

Ο Άγγελος Αγγελόπουλος επιχειρεί μια ιδιωτική επιδρομή στα οικεία μας μέρη. Μικρή η πόλη, αποκομμένη πια από το εθνικό Οδικό Δίχτυο, θα την έλεγες και δυσπρόσιτη όχι πολυσύχναστη, ελάχιστα θελκτική για τον ταξιδιώτη. Η γενέθλια πόλη είναι το ορμητήριο και το καταφύγιο στο οποίο επιστρέφει διαρκώς, όσο κι αν το ταξίδι έχει και μέρη εκτός Δυτικής Πελοποννήσου, Αιδηψό π.χ., Άη Στράτη, Παρίσι, Υμηττό, Αττική… Πάντα όμως το θεωρείο είναι στημένο στα Λεχαινά.

Τρία είναι τα χαρακτηριστικά με τα οποία δουλεύει το υλικό του: Το βίωμα, η παρατήρηση και η συγκίνηση. Φυσικώ τω τρόπω, καθώς ο Αγγελόπουλος συγγράφει ενταγμένος στον κόσμο που περιγράφει. Τον λες και δημοσιογράφο σε ένα ανθρωπολογικό ρεπορτάζ! Ένας ταξιδογράφος που επιστρέφει με τη μνήμη στον τόπο που ξέρει, για να κάνει τουρισμό όπως τα παλιά τα χρόνια, με τον τουρίστα να χώνεται στον μικρόκοσμο που επισκέπτεται και να βουτάει στην ψύχα της πνοής του, να καταλαβαίνει λόγια και συμπεριφορές. Όχι τον τουρισμό του real estate του παρόντος, για τον οποίον βαρούν τύμπανα εικονικής πραγματικότητας στα ΜΜΕ του παρόντος.

Ο συγγραφέας ψάχνει το παρελθόν στο τραχύ παρόν, αναζητά ό,τι έμεινε απείραχτο από τον χρόνο

Στην αφήγησή του δεν υπάρχει λογική σειρά, δεν χρειάζεται άλλωστε, ούτε μειώνει την απόλαυση της ανάγνωσης. Το υλικό του απλώνεται στο τραχύ ανάγλυφο της μνήμης. Ψάχνει το παρελθόν στο τραχύ παρόν, αναζητά ό,τι έμεινε απείραχτο από τον χρόνο. Όσα από τα πολύτιμα ζώντα ενθυμήματα από το παρελθόν του τόπου έγιναν σκόνη.

Τι αναδεικνύεται από την αφήγηση του Αγγελόπουλου; Ο τόπος, οι άνθρωποι και τα έργα τους. Με μικροϊστορίες που μεγεθύνουν τη γεωγραφία, το τοπίο, τον χρόνο τον ίδιο, πριν την οριστική κονιορτοποίηση, πριν γίνουμε όλοι κι όλα μόρια σκόνης, που σκορπίζεται στον ίδιο χώρο και ησυχάζει. Οι μικροϊστορίες και οι αφανείς, τα περάσματά τους από τον τόπο, κομμάτι της ταυτότητάς του που ξεθωριάζει και θολώνει διαρκώς. Υπάρχει κι ο τίτλος στην αφήγηση, «Ο δρόμος το ρολόι». Γράφει:

«Μπορεί να βρεθεί στον ίδιο δρόμο όπως παλιά ένα μακρινό βράδυ κάτω απ’ την εκκλησία και το ρολόι της στο καμπαναριό να έχει κτυπήσει μεσάνυχτα. Εκεί ψηλά στην εκκλησία και τώρα κάθε βράδυ εξακολουθεί να κτυπάει το ρολόι. Περπατάει στον ίδιο δρόμο… εκεί που περπάτησε τόσες φορές […]. Κι εκεί λίγο πιο κάτω ο δρόμος προς το κοιμητήριο».

Τρία είναι τα χαρακτηριστικά με τα οποία δουλεύει το υλικό του: Το βίωμα, η παρατήρηση και η συγκίνηση. Φυσικώ τω τρόπω, καθώς ο Αγγελόπουλος συγγράφει ενταγμένος στον κόσμο που περιγράφει. Τον λες και δημοσιογράφο σε ένα ανθρωπολογικό ρεπορτάζ! Ένας ταξιδογράφος που επιστρέφει με τη μνήμη στον τόπο που ξέρει, για να κάνει τουρισμό όπως τα παλιά τα χρόνια, με τον τουρίστα να χώνεται στον μικρόκοσμο που επισκέπτεται και να βουτάει στην ψύχα της πνοής του, να καταλαβαίνει λόγια και συμπεριφορές

Το καθετί στην Ελλάδα –στα Λεχαινά– εμπεριέχει μια ιστορία που, αν την αποκαλύψεις, αν τη θυμηθείς, σε ανταμείβει. Συνέπεσε μαζί με το βιβλίο του Αγγελόπουλου να διαβάζω ταυτόχρονα και το σπουδαίο ταξιδιωτικό κείμενο «Μάνη» του Πάτρικ Λη Φέρμορ. Εκεί λοιπόν, στην εισαγωγή, ο Φέρμορ σημειώνει: «Δεν υπάρχει βράχος ή ρυάκι δίχως μια μάχη ή ένα μύθο, ένα θαύμα, μια ιστορία των χωρικών, μια δεισιδαιμονία και τα λόγια και τα συμβάντα του ταξιδιώτη σε κάθε βήμα». Νομίζω ότι τα αφηγήματα του Άγγελου Αγγελόπουλου επιχειρούν ακριβώς αυτό. Μύθοι και ιστορίες και λόγια και συμβάντα για τον τόπο που η ανάμνησή τους, μας ανταμείβει… Ιστορίες παλιές και νέες, λυπητερές ή χαρούμενες, αληθινές ή και παραισθησιακές κάποτε. Από μόνες τους προκαλούν έναν αναστοχασμό, που με πρόδηλες πολιτικές νύξεις σε κάθε ευκαιρία ο συγγραφέας καταθέτει.

Επίλογος

Καταλήγοντας, θέλω να πω κάτι σχετικό με την Πολιτιστική Ομάδα Φράγμα, το έργο, τους ανθρώπους που την έστησαν και τη διατηρούν τόσο ζωντανή και τόσο σημαντική στον πολιτισμό του τόπου. Μια ομάδα με μέλη που είναι «φτιαγμένα από γράμματα». Όπως το λέει και ο εθνικός ποιητής του Ισραήλ, ο Χάιμ Γκούρι[1] για τον εαυτό του στο ποίημα με τίτλο «Φτιαγμένος από γράμματα», που συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή με τίτλο: «Παρ’ όλο που ήθελα ακόμα λίγο ακόμα», που κυκλοφόρησε το 2015. Γράφει λοιπόν ο Γκούρι:

Να ξέρεις ότι ο χρόνος και οι εχθροί, ο άνεμος και το νερό,
δεν θα σε σβήσουν.
Εσύ θα διαρκέσεις, είσαι φτιαγμένος από γράμματα.
Δεν είναι λίγο.
Κάτι, παρ’ όλα αυτά, θα μείνει από σένα.

Αναλογιζόμουν διαρκώς αυτές τις μέρες τι απομένει τελικά από τα πεπραγμένα και το έργο των συλλογικοτήτων που φτιάχνουμε για να υπηρετήσουμε τον πολιτισμό, τον Λόγο, τη συντροφικότητα. Με αγωνία και πικρία για όσα χάνονται, για τον χρόνο που τρέχει αδυσώπητα, με το άγχος της ματαιότητας κάθε προσπάθειας για μια ζωή με ελευθερία, γνώση, προοπτική, ευοίωνο μέλλον. Με αγωνία ότι όλες οι ευγενείς προσπάθειες, όσες έγιναν από τη γενιά μας, πάνε χαμένες… Μάλλον δεν πάνε. Δείτε πόσα από τα μέλη του Φράγματος είναι ποιητές, συγγραφείς, δοκιμιογράφοι, ερευνητές. Δείτε τον εκδοτικό πλούτο του Φράγματος, αυτής της ομάδας. Άνθρωποι που είναι φτιαγμένοι «από Γράμματα…». Γι’ αυτό το αποτύπωμά τους θα παραμείνει…

Τα γράμματα θα παραμείνουν, σημάδι του σπουδαίου περάσματός μας από αυτό το γυρογιάλι…

*Η Ελένη Σκάβδη είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος. Το κείμενο είναι η ομιλία της στην εκδήλωση παρουσίασης των συλλογών του Άγγελου Ευθ. Αγγελόπουλου, «Η Κλειώ φοβόταν τις γάτες και άλλα αφηγήματα» (εκδόσεις Κοράλλι, Αθήνα 2023) και «Ο δρόµος και το ρολόι – 31 αφηγήματα» (εκδόσεις Παρατηρητής της Θράκης, Κομοτηνή 2023), το Σάββατο 19 Αυγούστου 2023, που διοργανώθηκε από την Πολιτιστική Ομάδα Φράγμα, τις εκδόσεις Κοράλλι και τις εκδόσεις Παρατηρητής της Θράκης, στο Καφέ ΟΣΕ Λεχαινών. Οι μεσότιτλοι προστέθηκαν για διευκόλυνση στην ανάγνωση.

Μπορείτε να βρείτε το ένθετο αφιέρωμα της παρουσίασης εδώ.


[1] Ο Γκούρι πέθανε στις 31 Ιανουαρίου 2018 σε ηλικία 94 χρόνων, παρ’ ότι σε ένα από τα τελευταία του ποιήματα γράφει: «Παρ’ όλο που ήθελα ακόμα λίγο ακόμα».

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.