«Bird’s Lament: Μικρο προφητικο ιντερμεδιο»

Η παράσταση «τόλμημα» ξανά στη σκηνή του ΔΗΠΕΘΕ Κομοτηνής το τριήμερο 15-17 Ιανουαρίου - Μυρσίνη Λατζουράκη, Γιούλη Ιωαννίδου, Ομέρ Χατζησερήφ «Πρέπει να μάθουμε να αισθανόμαστε, δεν χρειάζεται να τα εκλογικεύουμε όλα» - «Εστιάσαμε σε κείμενα τα οποία δεν είναι ρεαλιστικά αλλά προσδίδουν μια πιο εσωτερική αίσθηση και ατμόσφαιρα ώστε να μπορεί να τα ερμηνεύσει και το σώμα»

Ως τόλμημα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η τελευταία χοροθεατρική παράσταση «Bird’s Lament: Μικρό προφητικό ιντερμέδιο» που ανέβηκε το σαββατοκύριακο στη σκηνή του ΔΗΠΕΘΕ Κομοτηνής και θα επαναληφθεί και το προσεχές τριήμερο 15 έως 17 Ιανουαρίου. Τόλμημα τόσο από άποψη περιεχομένου, αφού η παράσταση καταγίνεται με το μανιφέστο του σουρεαλισμού του Αντρέ Μπρετόν όσο και από άποψη έθους, αφού οι συντελεστές της παράστασης προέρχονται όλοι από το καλλιτεχνικό δυναμικό της Κομοτηνής – πρακτική που η αλήθεια είναι ότι, σπανίως, έχουμε δει να συμβαίνει στην πόλη μας. Για τους παραπάνω λόγους το εν λόγω τόλμημα μόνο ως πετυχημένο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Στη διαπίστωση αυτή άλλωστε συντείνουν τόσο η προσέλευση του κοινού όσο και τα εγκωμιαστικά σχόλια που απέσπασαν οι συντελεστές για την πρωτοτυπία της παράστασης.
 
Σίγουρα βέβαια για να συμβεί κάτι τέτοιο χρειάζεται θάρρος. Θάρρος σε διοικητικό, οργανωτικό και καλλιτεχνικό επίπεδο, καθώς στην επαρχία του «λίγου», το άρτιο αισθητικό αποτέλεσμα θεωρείται περιττή «πολυτέλεια», άνωθεν και κάτωθεν.
 
Τρεις από τους βασικούς συντελεστές λοιπόν του «Bird’s Lament», η Μυρσίνη Λατζουράκη, η Γιούλη Ιωαννίδου, ο Ομέρ Χατζησερήφ βρέθηκαν καλεσμένοι της εκπομπής «Με το Ν και με το Β» του ράδιο Παρατηρητής παραθέτοντας το ιστορικό που οδήγησε στην παράσταση, τις σκέψεις και τις ιδέες που οδήγησαν στο τελικό αποτέλεσμα, δίνοντας παράλληλα την αφορμή να τους γνωρίσουμε καλύτερα…
 
Ο λίγος στους ίδιους όμως… 

«Μέσα από την κοινή μας καθημερινότητα προέκυψε αυτό που κάναμε»

ΠτΘ: Μιλάμε για μια παράσταση που αποτέλεσε έκπληξη για το φιλοθεάμων κοινό της Κομοτηνής. Μετά από πολύ καιρό βλέπουμε μια ολοκληρωμένη δουλειά από ντόπιους καλλιτέχνες, οι οποίοι ήρθαν κοντά, ένωσαν τις τέχνες τους και δημιούργησαν ένα εξαιρετικό, στο σύνολό του, αποτέλεσμα. Πώς πήρατε την πρωτοβουλία;
Μ.Λ.:
Πάντα είχα στο μυαλό μου, ζώντας στην Κομοτηνή και παρουσιάζοντας κάποιες δουλειές, να αναπτύξω συνεργασίες με άλλους ανθρώπους οι οποίοι έχουν και οι ίδιοι τη δική τους τέχνη. Τη Γιούλη τη γνώρισα πριν από λίγα χρόνια, είχα κάνει ένα σεμινάριο μαζί της και μου άρεσε πάρα πολύ η δουλειά της. Την περίοδο εκείνη δεν ήταν στην Κομοτηνή, αλλά στάθηκα στο πρόσωπο, στο όνομα και τη δουλειά της, έτσι όταν επέστρεψε επικοινωνήσαμε, γνωριστήκαμε και μέσα από την κοινή μας καθημερινότητα προέκυψε αυτό που κάναμε.
 
Γ.Ι.: Η Μυρσίνη μου προσέφερε τον χώρο της, επομένως για μένα ήταν μεγάλη βοήθεια στο ξεκίνημά μου εδώ στην Κομοτηνή.
 
Μ.Λ.:
Η Γιούλη έκανε σεμινάρια στους μαθητές μου. Το κινησιολογικό κομμάτι στην υποκριτική είναι πάρα πολύ σημαντικό, οπότε προσάρμοζε τις γνώσεις της και την τέχνη της πάνω στον κινητικό σχεδιασμό, προσφέροντας την ευκαιρία στους μαθητές μου να γνωρίσουν το physical theater, την κίνηση δηλαδή στο χώρο του θεάτρου. Οπότε η συνεργασία ήταν ένα επακόλουθο το οποίο ήρθε πολύ λογικά. Η Γιούλη γνώριζε τον Ομέρ, οπότε γνώρισα και εγώ τη δουλειά του. Αντίστοιχα εγώ γνώριζα τον Γιάννη και έτσι συναντηθήκαμε όλοι μαζί σε μία πολύ ευχάριστη συγκυρία, ξεκινήσαμε να δουλεύουμε τόσο ομαδικά όσο και ο καθένας αυτόνομα από την πλευρά της τέχνης του και το αποτέλεσμα είναι αυτό που βλέπεται επί σκηνής.

«Ο Μπρετόν δε λειτουργεί καθόλου με τη λογική, οπότε αυτό με βοήθησε πάρα πολύ κινησιολογικά»

ΠτΘ: Πώς ήταν η προετοιμασία σας; Το να δουλέψεις ένα κείμενο υπό το πρίσμα της υποκριτικής νομίζω ότι λίγο πολύ γίνεται κατανοητό σε όλους μας, ωστόσο πως δούλεψε ο καθένας από εσάς;
Γ.Ι.:
Από την αρχή που ψάχναμε να βρούμε το περιεχόμενο της παράστασης εστιάσαμε σε κείμενα τα οποία δεν είναι ρεαλιστικά. Κείμενα που προσδίδουν μια αίσθηση, μια ατμόσφαιρα, κάτι πιο βαθύ και πιο εσωτερικό, ώστε να μπορεί να τα ερμηνεύσει και το σώμα. Όταν λοιπόν ξεκινάς και μελετάς ένα κείμενο, έχεις κάποιους συμβολισμούς, έχεις κάποιες γραμμές που σου δίνει και συγκεκριμένα πράγματα να υπηρετήσεις. Στον Μπρετόν έχουμε να κάνουμε, ευτυχώς με το υποσυνείδητο, με το αυθόρμητο, με το όνειρο. Ο Μπρετόν δε λειτουργεί καθόλου με τη λογική. Οπότε αυτό, προσωπικά στην κίνηση, επειδή από τη φύση της είναι αφαιρετική και στοχεύει σε πολύ πιο εσωτερικές ενορμήσεις του ανθρώπου, με βοήθησε πάρα πολύ να βρω κινησιολογικά τι θα μπορούσε να είναι αυτό. Σε ό,τι αφορά τα υπόλοιπα στοιχεία της παράστασης ακόμα και τα σκηνικά τα ψάξαμε σκηνοθετικά και δραματολογικά. Με τον Γιάννη Καραγκιουλμέζη ξανασυνεργαστήκαμε στην Eva, ενώ σε ό,τι αφορά τη μουσική ο Ομέρ είχε τις προτάσεις του, οι οποίες ήταν εξαιρετικές και μας έδωσε ακριβώς αυτό που ζητήσαμε. 

«Το κοινό στην Κομοτηνή, και γενικότερα στην Ελλάδα, δεν έχει συνηθίσει να βλέπει τέτοιου είδους παραστάσεις»

ΠτΘ: Γιούλη υπήρχαν στιγμές που πραγματικά σαγήνευες το κοινό, στα κομμάτια που ο χορός πρωταγωνιστούσε στη σκηνή. Τι συμβαίνει ακριβώς με το χορό; Θεωρείς ότι η εικόνα είναι τόσο μεστή που μπορούν τελικά όλο να ειπωθούν μέσα από τον χορό;
Γ.Ι.:
Φυσικά και μπορεί. Το κοινό στην Κομοτηνή, και γενικότερα στην Ελλάδα, δεν έχει συνηθίσει να βλέπει τέτοιου είδους παραστάσεις και ειδικά σε ότι αφορά τον χορό, πλέον υφίσταται περισσότερο ως lifestyle. Αυτός ο ενθουσιασμός υποδηλώνει την άγνοια που έχει πάνω στο αντικείμενο ο κόσμος. Δεν ήταν κάτι φοβερό αυτό που συνέβη κινησιολογικά. Ερμηνευτικά ναι, αλλά κινησιολογικά, σαν έμπνευση, δεν ήταν κάτι φοβερό και τρομερό. Ο κόσμος ενθουσιάστηκε, γιατί δεν είχε ξαναδεί ένα σώμα να πάλετε με τέτοιο τρόπο. Στην ουσία χρησιμοποιείς το πάθος σου, τον χορό, ό,τι εργαλείο έχεις στο σώμα σου για να ερμηνεύσεις αυτό που νοιώθεις εκείνη τη στιγμή. 

«Από τότε που εκδόθηκε το πρώτο μανιφέστο του υπερρεαλισμού έχω την αίσθηση ότι δεν έχουν αλλάξει πάρα πολλά πράγματα»


ΠτΘ: Ο Μπρετόν θεωρείται ο πατέρας του υπερρεαλισμού, ένα ρεύμα που στηρίζεται σε συγκεκριμένες αρχές που έχουν να κάνουν και με την ανατροπή, αλλά και με την ελευθερία και το υποσυνείδητο. Τι είναι αυτό που επιδιώκεται να περάσετε μέσα από την παράσταση;
Μ.Λ.:
Από τότε που εκδόθηκε το πρώτο μανιφέστο του υπερρεαλισμού έχω την αίσθηση ότι δεν έχουν αλλάξει πάρα πολλά πράγματα. Η κοινωνία μας εξακολουθεί να βρίσκεται σε μια ηθική, πολιτιστική, πολιτική και κοινωνική κρίση και αυτό που εμείς θέλαμε να περάσουμε μ’ αυτή την παράσταση, είναι μέσα σ’ αυτό το σύστημα που ζούμε, να προσπαθήσει ο καθένας προσωπικά να βρει την προσωπική του πνευματική ελευθερία και να την χρησιμοποιήσει δημιουργικά. Να μην καταναλώνεται σε κάθε εγωιστικό πάθος, ότι «εγώ είμαι μόνο και κανένας άλλος». Πρέπει να καταλάβουμε ότι δεν είμαστε μόνοι μας σ’ αυτό τον κόσμο και ο κάθε ένας από εμάς να ψάξει να βρει μέσα του το κομμάτι της ελευθερίας που θα τον κάνει πιο δημιουργικό. 

«Αν ο καθένας δεν καλλιεργήσει ο ίδιος τον εαυτό του, πώς θα έρθει σε συνεννόηση με τα άλλα πλάσματα γύρω του και με την ύλη την ίδια;»

ΠτΘ: Κάτι τέτοιο ωστόσο μπορεί να επιτευχθεί; Στην συνέντευξη τύπου αναφερθήκατε στο κομμάτι της πνευματικής ελευθερίας και πώς αυτή μπορεί μετέπειτα να λειτουργήσει τόσο ως τρόπος επιβίωσης στην σημερινή πραγματικότητα αλλά κυρίως ως μέσο αλλαγής αυτής…
Γ.Ι.:
Κυρίως μέσα από την τέχνη και την έκφραση μπορεί να επιτευχθεί κάτι τέτοιο. Και όχι μόνο βέβαια. Ο άνθρωπος οφείλει να καλλιεργήσει τον εαυτό του, να φτάσει στο καλύτερο δυνατό σημείο που μπορεί να φτάσει ως άνθρωπος, γιατί αν δεν καλλιεργήσει ο ίδιος τον εαυτό του, πώς θα έρθει σε συνεννόηση με τα άλλα πλάσματα γύρω του και με την ύλη την ίδια; Πώς θα ζήσεις σε έναν κόσμο, πώς θα φτιάξεις ένα σπίτι, πώς θα φτιάξεις οτιδήποτε με τα χέρια σου ή με το λόγο σου, αν ο ίδιος δεν έχεις μια αισθητική και πνευματική καλλιέργεια; Μόνο εκτρώματα μπορεί να φτιάξεις. Γι’ αυτό στην παράσταση αυτή ερχόμαστε σε μια σύγκρουση με σύμβολα, κυρίως δυτικά, όπως το άγαλμα της Ελευθερίας. 

«Αυτό που παίρνει ο καθένας από την παράστασης είναι διαφορετικό»

ΠτΘ: Η παράσταση δεν ακολουθεί το κλασικό αρχή-μέση-τέλος, φοβηθήκατε μήπως αυτό δεν θα περάσει στο ευρύ κοινό;
Μ.Λ.:
Μιλώντας με τον κόσμο που παρακολούθησε την παράσταση, αυτό που μου έκανε εντύπωση είναι ότι αυτό που παίρνει ο καθένας είναι διαφορετικό και όλα είναι σωστά, γιατί είναι αυτό που αισθάνθηκαν την ώρα που είδαν την παράσταση. Υπάρχουν πάρα πολλά σύμβολα και ο καθένας μπορεί να αναγάγει τη σκέψη του στο σύνολο που επιθυμεί εκείνη τη στιγμή, βλέποντας αυτό το εικαστικό αποτέλεσμα που συνδημιουργεί ο χορός, ο λόγος, η μουσική, ο φωτισμός, το σκηνικό.
 
Γ.Ι.: Νομίζω ότι θα πρέπει να μάθουμε πως η λογική δεν χωράει παντού. Πρέπει να μάθουμε να αισθανόμαστε, δεν χρειάζεται να τα εκλογικεύουμε όλα. Υπάρχουν κι άλλες πηγές κατανόησης των πραγμάτων, μπορείς να αισθανθείς για παράδειγμα μέσα από τον ήχο.

Ο ταλαντούχος Ομέρ Χατζησερήφ

ΠτΘ: Ομέρ για μένα προσωπικά αποτέλεσες την έκπληξη της παράστασης μιας και δεν είχα ξαναδεί τη δουλειά σου. Πώς προέκυψε η ενασχόλησή σου με τη μουσική σύνθεση και πως ακριβώς προέκυψε η πρωτότυπη μουσική που δημιούργησες για την παράσταση;
Ο.Χ.:
Σπούδασα στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο στο Τμήμα Ήχου και Εικόνας. Γεννήθηκα στην Κομοτηνή αλλά έλειπα περίπου δέκα χρόνια λόγω σπουδών κυρίως, αλλά και άλλων ενασχολήσεών μου πάντα με επίκεντρο την ηλεκτρονική μουσική σύνθεση, που θεωρείται πλέον μία νέα γλώσσα. Και στο παρελθόν υπήρξαν κάποιες ιδέες για συνεργασίες οι οποίες δεν ολοκληρώθηκαν, επομένως η παράσταση αυτή είναι και η πρώτη φορά που ασχολούμαι με κάτι τέτοιο. Με την Γιούλη εδώ και δυο χρόνια επικοινωνούμε τις ιδέες μας, απλά δεν βρήκαμε μάλλον το κίνητρο για να τις προχωρήσουμε. Μάλλον η Μυρσίνη και οι υπόλοιποι συντελεστές επιτέλεσαν αυτόν τον σκοπό…
 
ΠτΘ: Ποιοι ήταν οι βασικοί άξονες πάνω στους οποίους δούλεψες;
Ο.Χ.:
Σε ό,τι αφορά τη μουσική της παράστασης χρησιμοποίησα σε κάποια σημεία θέματα από το “ Dance of the Knights” του Prokofiev, που πλέον όλη η ανθρωπότητα έχει τα πνευματικά δικαιώματα. Απλά τα έγραψα και τα ερμήνευσα με τον δικό μου τρόπο, σε ψηφιακό περιβάλλον, με την έμπνευση την οποία μου έδωσαν η Γιούλη και η Μυρσίνη που εξ’ αρχής μου έδωσαν να καταλάβω τι ακριβώς ψάχνουμε. Ήταν πολύ οργανωμένες, ήξεραν τι θέλουν, γι’ αυτό ήταν και για μένα αρκετά εύκολο. 

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.