Αντριαδα, το πανηγυρι της Μεσσουνης – Τωρα… και τοτε….

Ο Μορφωτικός Πολιτιστικός Σύλλογος Μεσσούνης έστησε πανηγύρι για την εορτή του Αγίου Πνεύματος

Πανηγύρι με αφορμή την εορτή του Αγίου Πνεύματος την Κυριακή 4 Ιουνίου στήθηκε στη Μεσσούνη, από τον Μορφωτικό Πολιτιστικό Σύλλογο Μεσσούνης.
 

Το πανηγύρι ξεκίνησε στις 19.00 στην Εκκλησία της Αγίας Τριάδας με την περιφορά της εικόνας, ενώ ακολούθησε στις 21.00 παραδοσιακό γλέντι στην πλατεία του οικισμού στο οποίο συμμετείχαν τα χορευτικά τμήματα των συλλόγων «Ανατολικορωμυλιωτών Κομοτηνής», του «Πολιτιστικού Συλλόγου Αιγείρου» και του «Συλλόγου Εβριτών Ν.Σερρών» υπό τους ήχους των Μαρίνα Ζωγράφου, Νίκου Μπόζογλου, Τριαντάφυλλου Κωνσταντινίδη και Αλέξανδρου Ριζόπουλου, ενώ στη μουσική συνοδεία της βραδιάς συμμετείχε η Δώρα Καραγκιοζάκη.
 

Το πανηγύρι σήκωσε κυριολεκτικά όλους τους κατοίκους του οικισμού στο «πόδι», οι οποίοι το διασκέδασαν με την ψυχή τους… κάτι που, όπως αποδεικνύει και το κείμενο που μας απέστειλε ο κ. Τάσος Γιοβανούδης, είναι έθος για τους κατοίκους της Μεσσούνης.

***

Βρέθηκα στο πανηγύρι του χωριού μας. Γιόρταζε η εκκλησία της Μεσσούνης, του Αγίου Πνεύματος, Αγίας Τριάδας όπως συνηθίζουμε να λέμε, Αντριάδα όπως λέμε εμείς οι Σιναπλιώτες.
 
Προσεγμένη η εκκλησία, παρούσα η εκκλησιαστική ιεραρχία, ωραίος χορός ιεροψαλτών, αρκετός κόσμος, σεβασμός, κατάνυξη, περιφορά της εικόνος, προσφορά κερασμάτων από τον δραστήριο σύλλογο γυναικών.
 
Η Αντριάδα, ήταν το μοναστήρι της περιοχής του Καβακλή στην Ανατολική Ρωμυλία, σημείο αναφοράς, από τότε μέχρι σήμερα, του Ελληνικού πληθυσμού που έζησε εκεί. Σήμερα, οι απόγονοί τους είναι σκορπισμένοι σε διάφορες πόλεις και χωριά της Θράκης, της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας, όπου τιμούν με μεγαλοπρέπεια την Αγία Τριάδα.

Χάρηκα αυτές τις όμορφες στιγμές που έζησα. Νοστάλγησα μελαγχολικά και θυμήθηκα πώς βιώναμε τη μέρα αυτή στα παιδικά μας χρόνια.
Λίγες στιγμές από τις μνήμες του τέλους της δεκαετίας του πενήντα και αρχές της δεκαετίας του εξήντα, πιστεύω ότι θα ξεσηκώσουν μνήμες στους παλιούς και θα καταγραφεί ένα αυθεντικό αφήγημα για τους νέους.

 
Εκείνα τα χρόνια ο Εσπερινός δεν είχε τη σημερινή μεγαλοπρέπεια. Ανήμερα της γιορτής ερχόταν ο Δεσπότης, ο Τιμόθεος, με τη συνοδεία του. Ο Παπά Μάρος με τις γυναίκες του χωριού, τις προηγούμενες μέρες, προσπαθούσαν να καλλωπίσουν την εκκλησία και τον περιβάλλοντα χώρο και προσκαλούσε παρακαλώντας όλους τους χωριανούς να εκκλησιαστούν.
 

Στο εκκλησιασμό ήταν πολλοί, στο βραδινό γλέντι όμως ήταν όλοι. Πανηγύρι οι Μεσσουνιώτες εννοούσαν, τη συγκέντρωση τις απογευματινές ώρες μέχρι αργά το βράδυ, στη βόλτα του «δημόσιου» δρόμου και το γλέντι με  χορό στα μαγαζιά.
 
Ήταν όλοι εκεί, μικροί – τρανοί, όλοι με τα καλά τους, βολτάροντας και φλερτάροντας οι νέοι, ακροβολισμένες οι γριές κουτσομπόλες, οι μανάδες με τα πιτσιρίκια που συνεχώς κάτι ακόμη ζητούσαν να αγοράσουν και δεν έφθανε το μικρό τους χαρτζιλίκι και μπαρμπάδες καθισμένοι,  σαν άρχοντες, στα τραπέζια του καφενείου.
 
Ήταν εκεί και ο Παπά Μάρος, ξαλαφρωμένος από την προετοιμασία και την υποδοχή του Δεσπότη, καθισμένος στην αυλή του δικού του καφενείου, παρέα με τον αστυνόμο, τον Πέτρο Δρακουλάκο, περίμεναν να έλθει και η υπόλοιπη παρέα τους, για κανένα ποτηράκι, αλλά κυρίως για διακριτική, αλλά ας πούμε την αλήθεια, κουτσομπολίστικη,  εννοείται, παρακολούθηση των γεγονότων του πανηγυριού.  
 
Γεμάτο το πανηγύρι και με Καβακλιώτες, που τα παλληκάρια τους ήταν σε άτυπες και μεγάλες κόντρες με τους Μεσσουνιώτες, για την τιμή και τα μάτια των κοριτσιών μας.

Παρόντες, ο μπουζατζής με την γλυκιά παγωμένη γκαζόζα (μπουζάς) και οι παγωτατζήδες, που έφθαναν με τα τρίκυκλα ποδήλατα και πουλούσαν κρέμα, κακάο παγωτό και μισό μισό κρέμα-κακάο. Έκοβαν το παγωτό στη μέση, ώστε οι πιτσιρικάδες, με μισή δραχμή ο καθένας, να απολαμβάνουν την παγωμένη γεύση, αφού βέβαια είχαν συμφωνήσει εκ των προτέρων, ποιος θα έπαιρνε το κομμάτι με το ξυλάκι και ποιος το κομμάτι με το χαρτί.

Μεγάλη και η κατανάλωση στο περίπτερο του Οσμάν, που αργότερα το ανέλαβε η κυρά Μαριγώ, σε μπαλόνια, καραμέλες, αλλά κυρίως σε τσίχλες, επειδή την τσίχλα την μασούσαν από τη στιγμή που θα την αγόραζαν, έκαναν φούσκες που έσκαγαν με θόρυβο στα χείλη, την άφηναν  το βράδυ για την χρησιμοποιήσουν και την άλλη μέρα.
Δίπλα στο περίπτερο, σ΄ ένα πανέρι, είχε η Αραπίνα, τα κόκκινα, τραγανά και ζουμερά της κεράσια.
 
Το πανηγύρι στηνόταν στα καφενεία του Καρά Ιβάν και του Μπάρμπα Μανώλη του Γκουβιντίκ, στις δυο πλευρές του «δημόσιου» δρόμου.
 
Τα τραπέζια στου Γκουβιντίκ στήνονταν στην μικρή αυλή ανάμεσα στα δύο καραγάτσια που ήταν το ένα μπροστά στα σκαλοπάτια και το άλλο κοντά στο πηγάδι.
 
Από νωρίς οι μερακλήδες έπιαναν τραπέζι. Έστηναν τη μπάντα τους τα Σουλεμανούδια, ο Χρήστος με το κλαρίνο, ο Γιώργος με το ακορντεόν και ο Στέφανος με τη ντραμς. Είχαν και μεγαφωνική εγκατάσταση, με ξηρά μπαταρία, άναβαν τα δύο λουξ για φωτισμό και το γλέντι  άρχιζε. «Σ΄αυτό  τα΄ αλώνι το φαρδί-Γιάννης έχει τρεις γυναίκες- μπαϊντούσκα- τρίπατος- καλαματιανός- άστα τα μαλάκια σου, μερακλίδικος ζεμπέκικος και τσιφτετέλια».

Κόσμος πολύς, όρθιοι γύρω από τα τραπέζια, κυρίως γυναίκες, οι άνδρες κάθονταν στο τραπέζι, μερικές με μια γκαζόζα στο χέρι, σχολιάζουν τα ζευγάρια, στους «ευρωπαϊκούς» χορούς, στο ταγκό, στο βαλς, ποιός με ποιά και πώς χόρεψε, πόσο κολλητά ήταν, ποια σχέση προχωρά, ποιούς αρραβώνες θα έχουμε, ποιος ποια αϊγαπά (αγαπά).
 
Παραγγελιά-καζάσκα, ακούσθηκε από το μικρόφωνο. Στο άκουσμα της παραγγελιάς οι περίεργοι περίσσεψαν, κελάηδησε το κλαρίνο, έδωσαν ρυθμό  τα τύμπανα, εμφανίσθηκαν, όπως κάθε χρόνο, το δυο ξαδέλφια. Ψηλός, λεβέντης, κορδωμένος, φουντωμένος, με στριμμένο το μουστάκι και γυρισμένα τα μανίκια του άσπρου πουκάμισου, σαν άλλος Ζορμπάς, η Χρήστους η Πέτσιους και η Κώτσιους σ΄Ρούσους, κοντούλης, μικροκαμωμένος, έξυπνος, γρήγορος και σβέλτος σαν αίλουρος, με κοντομάνικο γαλάζιο ριγέ πουκάμισο.
 
Γνωστό το δίδυμο της καζάσκας από τις προηγούμενες χρονιές, ήταν το σόου της βραδιάς, ήταν μια ρεβάνς, ένας άτυπος διαγωνισμός.
 
Πολλά τα τσαλίμια, τσακίσματα στη μέση, επίθεση στον αντίπαλο, γρήγορες περιστροφές, φοβερός ρυθμός στα πόδια, εντυπωσιακοί αυτοσχεδιασμοί, ο ρυθμός της μουσικής γινόταν όλο και πιο γρήγορος, η κούραση και η ζάλη περίσσευε και ο μπάρμπα Χρήστος ο Πέτσιος, κάποια στιγμή έχασε από μπροστά του τον συγχορευτή του. Γύριζε γύρω και έψαχνε.  «Πούντος – πούντος» αναρωτιόταν απορημένος. Ο Κώτσιος, σβέλτος και μικροκαμωμένος, περνούσε ανάμεσα από το πλήθος, ξανάμπαινε από άλλο σημείο στη πλάτη του Πέτσιου, που μόλις τον έπαιρνε το μάτι του και πάλι χανόταν ανάμεσα στο πλήθος. Έτσι μέσα σε μπράβο, συγχαρητήρια  και χειροκροτήματα τέλειωνε ο χορός, με καταϊδρωμένα και  ικανοποιημένα από την απόδοσή τους τα ξαδέλφια, πιστεύοντας ο καθένας ότι αυτός ήταν ο καλύτερος και αυτή τη χρονιά.
 
Τον Κώτσιο, νέο τον κάλεσε ο Θεός, να διασκεδάζει με το χορό του τους αγγέλους του παραδείσου. Ο μπάρμπα Χρήστος ο Πέτσιος, στην ένατη δεκαετία του, ίδιος με αυτόν της νιότης, είναι έτοιμος και σήμερα να χορέψει την καζάσκα. Χαμογελά με ικανοποίηση όταν τον χαιρετώ στο μικρό του αμπελάκι. Ας πέρασαν τα χρόνια, αυτός δεν γέρασε.
Οι ώρες πέρασαν, οι μανάδες μαζεύουν την πιτσιρικαρία για το σπίτι, το γλέντι συνεχίζεται.
 
Από το άλλο καφενείο, του Καρά Ιβαν, ακούγονται χαρούμενες βακχικές φωνές των γλεντοκόπων. Με τη συνοδεία, ζουρνά από τον Αρίφ και νταουλιού από τον Ρετζέπ, ο Γιαννασόπουλος λικνίζεται στριφογυρίζοντας λεβέντικα, άλλοτε βαριά και άλλοτε αέρινα, στους ρυθμούς του ζεϊμπέκικου και η παρέα του χειροκροτεί.   
 
Το γλέντι θα συνεχισθεί μέχρι τις πρωινές ώρες, αν δεν θυμώσει από το διπλανό κτήριο της αστυνομίας «η εξουσία», ο Ανέστης, ο χωροφύλακας και σταματήσει νωρίτερα τα κλαρίνα, τους ζουρνάδες και τα νταούλια.
 
Χρόνια πολλά και του χρόνου, ούλ΄ μαζί κι ιροί, να συνεχίσουμε του παναΐρ μας, σ΄ Αντριάδας.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.