Μικρες κυριες …στην ακρη του δρομου

Η Μαρία Σογκιούλ και η Κατερίνα Χουσεβτζάν εννέα και επτά ετών αντιστοίχως, είναι δυο παιδιά, από τα πολλά που συναντά κανείς στις μεγάλες πόλεις να ζητούν βοήθεια και να επαιτούν, συνήθως σε κάποια πολυσύχναστη γωνία, να μην ενοχλούν, αλλά και να μπορούν να βλέπουν όσο το δυνατόν περισσότερους. «Εκείνοι μας προσπερνούν αδιάφοροι. Κάποιοι όμως μας ακούν, μας βλέπουν και όλο και κάτι μας δίνουν». Στην άκρη ενός πολυσύχναστου πεζοδρομίου κουβέντα σήμερα με μια εννιάχρονη και μια επτάχρονη που δεν κρύβουν ότι δεν έχουν πολύ χρόνο, καθώς, πρέπει να βγάλουν το ψωμί τους όπως λένε…

Τι κάνεις εδώ;

Μαρία: Τίποτα!

Μα πώς εγώ σε βλέπω να κρατάς ένα χάρτινο κουτάκι στα χέρια σου…

Μαρία: Ζητιανεύω.

Δηλαδή;

Μαρία: Ζητώ βοήθεια από τους ανθρώπους που μπορούν να μου δώσουν…Κάποιοι μου δίνουν, κάποιοι όχι. Εγώ πάντως εδώ είμαι και τους λέω: «Βοηθήστε κύριε».

Από το σπίτι σ΄ αφήνουν;

Μαρία: Έφυγα μόνη. Η αλήθεια είναι ότι δεν με ρωτούν ποτέ πού πάω. Μόνο αν αργήσω πολύ να γυρίσω βάζουν τις φωνές.

Πιο πριν σε είδα να μιλάς με μια ηλικιωμένη γυναίκα, ποια είναι;

Μαρία: Η γιαγιά μου είναι. Κι αυτή πιο πάνω κάθεται και ζητιανεύει. Αυτή βλέπω και ξέρω τι να κάνω…Στην αρχή ήμασταν μαζί. Τώρα είμαι μόνη.

Πόσο χρονών είσαι;

Μαρία: Τόσο (δείχνει με τα δάχτυλα του χεριού της)

Γιατί δείχνεις με τα χέρια σου εννέα, δεν ξέρεις να μετράς;

Μαρία: Δεν ξέρω. Η γιαγιά μου, μου το έδειξε έτσι όταν τη ρώτησα πόσο χρονών είμαι. Αυτό αλλάζει ή μένει πάντα ίδιο;

Αλλάζει…Δεν πήγες σχολείο;

Μαρία: Όχι, δεν πήγα καθόλου σχολείο. Ούτε μια μέρα. Ξέρω όμως πώς είναι. Όταν έχω χρόνο πηγαίνω και κοιτώ από τα κάγκελα της αυλής. Μέχρι να με αντιληφθούν τα άλλα παιδιά και να με διώξουν, κάθομαι και κοιτώ. Πάνε το πρωϊ και γυρίζουν το μεσημέρι, τα βλέπω με τις τσάντες. Κι από το μαχαλά υπάρχουν παιδιά που πηγαίνουν σχολείο.

Το κοριτσάκι δίπλα σου το ξέρεις;

Μαρία: Ναι, είναι η Κατερίνα. Είναι φίλη μου. Στο δρόμο την γνώρισα. Τώρα καθόμαστε μαζί. Ό,τι δώσουν σε εκείνη είναι δικά της, ό,τι δώσουν σε εμένα δικά μου. Αν δεν της δώσουν τίποτα, της δίνω εγώ ψωμί.

Κατερίνα τι κάνεις εδώ;

Κατερίνα: Ζητιανεύω.

Γιατί;

Κατερίνα: Είμαστε πολλά παιδιά στο σπίτι. Πρέπει να βρούμε χρήματα για το ψωμί μας.

Τι δουλειά κάνει ο μπαμπάς σου;

Κατερίνα: Καμία δουλειά. Μερικές φορές ο μπαμπάς μαζεύει ξύλα.

Φαγητό φέρνουν οι γονείς σου σπίτι;

Κατερίνα: Μερικές φορές ναι.

Τι σου λείπει περισσότερο;

Κατερίνα: Ρούχα δεν έχουμε. Αν είχαμε και κάθε μέρα φαγητό μπόλικο, θα ήταν καλύτερα.

Με τα χρήματα που συγκέντρωσες τι θα πάρεις;

Κατερίνα: Ψωμί. Αν περισσέψει θα πάρω και μια σοκολάτα. Ποτέ δεν περισσεύει για σοκολάτα. Με τα χρήματα παίρνω πάντα ψωμί.

Οι περαστικοί που σε βλέπουν τι ακούς να λένε;

Μαρία: Μερικοί που μας βλέπουν, λένε: «Αχ το καημένο το κοριτσάκι». Στην αρχή δεν καταλάβαινα τι σημαίνει. Επειδή έλεγαν όλοι το ίδιο ρώτησα και μου είπαν ότι «καημένο» είναι αυτό που είμαστε εμείς, εγώ με την Κατερίνα.

Τι είστε;

Μαρία: Να, όπως μας βλέπεις. Φτωχοί και βρώμικοι… Τόσο καιρό εδώ πέρα κανείς δεν μας μιλά, όλοι βιάζονται, κάποιοι λένε και: «Αχ το καημένο».

Τι θα ήθελες να γίνεις όταν μεγαλώσεις;

Κατερίνα: Τι να γίνω; Μάλλον έτσι θα μείνω. Αν ήξερα γράμματα θα ήταν αλλιώς έε; Όλοι αυτοί που είναι καθαροί με καλά ρούχα ξέρουν γράμματα, έεε;

Οι περισσότεροι ναι. Για παράδειγμα όταν θα μεγαλώσεις θα μπορείς να κάνεις δική σου οικογένεια…

Κατερίνα: Μπα…Δεν θέλω να παντρευτώ. Όλο βάσανα είναι, το βλέπω στην γειτονιά. Κανείς από τους μεγάλους δεν είναι ευχαριστημένος. Μαλώνουν, χωρίζουν, χτυπιούνται, κλαίνε τα παιδιά. Τα παιδιά πάντα κλαίνε.

Αφού θες Κατερίνα να μάθεις γράμματα γιατί δεν πήγες σχολείο;

Κατερίνα: Πήγα αλλά τα παράτησα. Με πήραν οι γονείς μου στη δουλειά μαζί τους. Μετά όταν τέλειωσαν οι δουλειές στα χωράφια και γύρισα, δεν καταλάβαινα τίποτα στην τάξη. Έκλαψα κι έφυγα.

Ποιος σε έστειλε σήμερα εδώ στο δρόμο;

Κατερίνα: Η μαμά μου μ’ έστειλε. Τα χρήματα τα δίνω σ’ εκείνη

Τα παιδιά που περνούν από εδώ έτυχε να σου μιλήσουν;

Κατερίνα: Με κοιτάνε τα παιδιά. Οι γονείς τους τα τραβούν από το χέρι βιαστικοί κι εκείνα γυρίζουν και με κοιτάνε. Μερικά μ’ έχουν ρωτήσει: «Τι κάνεις εδώ;»

Στην γειτονιά που μένεις πολλά παιδιά ζητιανεύουν;

Κατερίνα: Πολλά παιδιά δουλεύουν. Κάποια ζητιανεύουν σαν κι εμένα. Όσο μεγαλώνουν ντρέπονται να το κάνουν. Μερικά προτιμούν να κλέβουν, «καλύτερα τη νύχτα λένε που δεν σε βλέπουν και δεν γίνεσαι ρεζίλι». Με το κλέψιμο όμως γίνεται; Δεν γίνεται.

Μαρία Νικολάου

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.