Βουλευτικες εκλογες της 25ης Ιουνιου και αποχη

Ένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πρόσφατης εκλογικής αναμέτρησης, στο οποίο στάθηκαν και πολλοί και ορθώς,  ήταν και το υψηλό ποσοστό της αποχής που εν προκειμένω υπερέβη το 40%, όντας υψηλότερο από το αντίστοιχο των βουλευτικών εκλογών της 21ης Μαΐου του 2023.

Ποιοι μπορεί να είναι όμως οι παράγοντες εκείνοι οι οποίοι ώθησαν πολλούς εκλογείς από το να μην συμμετάσχουν στις βουλευτικές εκλογές, επιλέγοντας την αποχή; Ο πρώτος παράγοντας που εντοπίζουμε, καθίσταται και ο πλέον συμβατικός.

 Και ποιος είναι αυτός; Είναι το γεγονός πως η χρονική περίοδος εντός της οποίας διεξήχθησαν οι βουλευτικές εκλογές (τέλη Ιουνίου), αποθάρρυνε αρκετούς ψηφοφόρους από το να σπεύσουν στην κάλπη και να ασκήσουν το εκλογικό του δικαίωμα, προτιμώντας οτιδήποτε άλλο από την ψήφο, σε ένα σημείο όπου αυτή «σχετικοποιήθηκε» αρκετά ώστε να θυμίζει κάτι το πολύ συνηθισμένο, διαδικασία που δεν «έχει καμία διαφορά» (εσφαλμένη προσέγγιση), από τη διαδικασία που ακολουθείται στο σχολείο για την ανάδειξη του δεκαπενταμελούς συμβουλίου.

Και γιατί «σχετικοποιήθηκε» αρκετά η ψήφος; Σπεύδουμε να απαντήσουμε: Προκειμένου να καταστεί πιο εύκολα αφομοιώσιμη πολιτικά και συναισθηματικά η επιλογή της αποχής, ώστε μεταγενέστερα ο ψηφοφόρος που απείχε να μην αισθανθεί «τύψεις» για αυτή του την επιλογή. Λίγο πιο πάνω, έγινε λόγος για το ότι προτιμήθηκε από ψηφοφόρους που αποθαρρύνθηκαν να πάνε στην κάλπη λόγω της χρονικής περιόδου που διεξήχθησαν οι εκλογές και λόγω των υψηλών θερμοκρασιών, οτιδήποτε άλλο εκτός από την ψήφο. Κάτι τέτοιο σημαίνει πως προτιμήθηκε η εξόρμηση σε μία παραλία, η εκδρομή σε μία γειτονική πόλη, η έξοδος για καφέ και για φαγητό, η παρακολούθηση μίας ταινίας. Οτιδήποτε δηλαδή που δεν θυμίζει εκλογές, που δεν θυμίζει τον «στείρο» κομματικό-πολιτικό ανταγωνισμό.

Εάν δε, εισαγάγουμε και την ηλικιακή μεταβλητή στην ανάλυση μας, τότε θα υπογραμμίσουμε πως όσο μικρότερη η ηλικία του εκλογέα, τόσο περισσότερο αυξάνονται οι πιθανότητες αυτός να απέχει από τις εκλογές λόγω της περιόδου εντός της οποίας πραγματοποιήθηκαν[1]. Ο δεύτερος παράγοντας, άπτεται του συναισθήματος της ανίας και της ραθυμίας που θεωρήθηκε πως  παρήγαγαν αυτές οι εκλογές και συνακόλουθα, η προεκλογική εκστρατεία των κομμάτων. Και όμως, η ανία, ή αλλιώς, η βαρεμάρα και η πλήξη, παρά το γεγονός πως δεν έχουν μελετηθεί ως προσδιοριστικοί παράγοντες που μπορούν να εξηγήσουν την αποχή από τις εκλογές, διαδραματίζουν ρόλο, στο μέτρο που τους αναλογεί. Και πώς μπορεί να συνδεθεί η πλήξη με την λήψη μίας απόφασης περί εκλογικής αποχής; Μέσω της επίδρασης που μπορεί να ασκήσει ό,τι ο Downs ορίζει θεωρητικά ως «σύνολα κόστους».[2]  Και όπως σπεύδει να υπερθεματίσει η Βασιλική Γεωργιάδου, «υπάρχει κόστος υπολογιζόμενο σε μεγέθη χρόνου». Αυτό ακριβώς το κόστος μας ενδιαφέρει.

 Σύμφωνα με τον Downs, «ο χρόνος είναι το κύριο κόστος που συνεπάγεται» μία διαδικασία όπως οι εκλογές και η συμμετοχή σε αυτές. Έτσι, χρειάζεται χρόνος για να «εγγραφεί ο ψηφοφόρος στους εκλογικούς καταλόγους, για να πληροφορηθεί ποια κόμματα διεκδικούν την ψήφο του, για να σκεφθεί τι θα ψηφίσει, για να προσέλθει στην κάλπη και να ρίξει την ψήφο του».[3]

Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε πως ένας ψηφοφόρος (εδώ δεν τίθεται εύκολα θέμα ηλικιακού κριτηρίου ή ιδεολογικού), εκτίμησε εκ των προτέρων πως είναι τελείως βαρετή διαδικασία και «χάσιμο χρόνου» (ο χρόνος  υπολογιζόμενος σε «μεγέθη χρόνου»), το να κάθεται να προσμετρά ψηφοδέλτια, να «πληροφορηθεί ποια κόμματα διεκδικούν την ψήφο του»,[4] να σκεφθεί ποιο κόμμα θα ψηφίσει, να στοχαστεί πάνω στις πολιτικοϊδεολογικές του θέσεις, και, να μεταβεί στο εκλογικό τμήμα, την στιγμή όπου, «τι τα θες και τα σκαλίζεις, κάποιος θα βγει όπως και να έχει».

Να πώς προκύπτει μία πολύ ενδιαφέρουσα υπόθεση εργασίας: Όσο πιο ανίσχυροι οι ιδεολογικοί και συναισθηματικοί δεσμοί που έχει ένας εκλογέας με ένα πολιτικό κόμμα, τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες να εμφανισθεί τελείως «χαλαρός» και με ροπή προς την βαρεμάρα (αυτός που βαριέται μπορεί να θεωρεί τους άλλους που σπεύδουν να ψηφίσουν ως «κορόιδα») που τον αποτρέπει από το να προσέλθει στο εκλογικό τμήμα και να ασκήσει το εκλογικό του δικαίωμα.

Ο τρίτος παράγοντας που εντοπίζουμε έχει σχέση με την κόπωση που προκάλεσε το γεγονός της διεξαγωγής δύο εκλογικών αναμετρήσεων σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, ουσιαστικά μέσα σε έναν μήνα.

 Υπό αυτή την οπτική, η πολιτική και συναισθηματική κόπωση, σε συνδυασμό με την έλλειψη του πλέον σημαντικού διακυβεύματος σε μία εκλογική αναμέτρηση, που είναι η  μάχη για την εκλογική επικράτηση (από την επομένη των εκλογών της 21ης Μαϊου ήταν γνωστό πως στις δεύτερες εκλογές θα επικρατήσει η Νέα Δημοκρατία), ή αλλιώς, η διεκδίκηση της κυβερνητικής εξουσίας από δύο ισχυρά κόμματα, διαμόρφωσαν τις προϋποθέσεις ώστε ένας ψηφοφόρος, να μην αναπτύξει αντιπολιτικά αισθήματα, αλλά, να στραφεί στην αποχή, μη βρίσκοντας κάτι που να τον ελκύει ώστε να πάει να ψηφίσει, ακόμη και δίχως τον ενθουσιασμό του «πρωτάρη».

Εδώ θα καταστούμε πιο συγκεκριμένοι, λέγοντας πως, πρώτον, η απογοήτευση που προκάλεσε σε έναν ψηφοφόρο του ΣΥΡΙΖΑ το κακό εκλογικό αποτέλεσμα του Μαΐου, καλλιέργησε το έδαφος για την εμφάνιση μίας τάσης προς την αποχή: «Και γιατί να πάω να ψηφίσω το κόμμα μου; Τι θα αλλάξει εξάλλου; Πάλι θα χάσουμε και με μεγάλη διαφορά».

Και, δεύτερον, ως προς το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, ο ενθουσιασμός που επέφερε η μεγάλη σε έκταση εκλογική νίκη, και η σιγουριά για μία δεύτερη και εξίσου μεγάλη και άνετη εκλογική  νίκη, έθεσε τις βάσεις για την εμφάνιση του εφησυχασμού, που μετατράπηκε σε «καύσιμο» που οδήγησε στην αποχή.[5] Τέταρτον, ένας παράγοντας που συνέβαλλε τόσο στην εμφάνιση του φαινομένου της αποχής, όσο και στο υψηλό ποσοστό που αυτή έλαβε, είναι η αίσθηση, σε κάποιους ψηφοφόρους, τους περισσότερους κυνικούς και αποφασισμένους για πολλά, τους ίσως πιο εύκολα μετακινούμενους, πως αυτές οι βουλευτικές εκλογές δεν μπορούν να τους προσφέρουν κάτι χρήσιμο και ωφέλιμο σε προσωπικό επίπεδο (δείκτης χρησιμοθηρίας).

Οπότε, όσο μεγαλύτερη  αυτή η αίσθηση, ή αλλιώς, η αντίληψη σε κάποιον ψηφοφόρο,  τόσο περισσότερο αυξάνονται οι πιθανότητες στροφής στην αποχή. Και ας μην ξεχνάμε πως ακόμη και η επιλογή της αποχής, φαντάζει και είναι ορθολογική επιλογή, ειδικά για αυτή την κατηγορία ψηφοφόρων. Και, ο πέμπτος παράγοντας είναι επίσης συμβατικός ή κλασικός, εμπεριέχοντας εντός του την έννοια της διαμαρτυρίας.

Ως προς αυτό, η πεποίθηση πως «όλοι ίδιοι είναι», πως «υπηρετούν μόνο τα δικά τους συμφέροντα», πως «οι πολιτικοί δεν νοιάζονται για τους πολλούς», διανοίγει τον δρόμο, και τον διάνοιξε, για την εμφάνιση της αποχής.

Οφείλουμε όμως να λαμβάνουμε πάντα υπόψιν, πως, σύμφωνα με τις αναλύσεις των Lijphart & Armingeon, «καλύτερη δημοκρατία» είναι μία «εκλογικά συμμετοχική δημοκρατία»[6], η οποία στηρίζεται στο υψηλό ποσοστό συμμετοχής των πολιτών σε εκλογικές αναμετρήσεις.


[1] Ο μόνος μέχρι στιγμής, από τους νεοεκλεγέντες βουλευτές που έθιξε το ζήτημα της εκλογικής αποχής, ήταν ο βουλευτής Α’ Αθήνας του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος-Κινήματος Αλλαγής Παύλος Γερουλάνος. Είτε συμφωνεί είτε διαφωνεί κάποιος, τα επιχειρήματα που εξέφρασε σε τηλεοπτική εκπομπή έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Τώρα, παραμένοντας στα του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής και της εκλογικής στρατηγικής που εφάρμοσε στις δύο συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις, θα πούμε, εν είδει υποθέσεως εργασίας, πως η πολύ συχνή και επιλεκτική επίκληση του «βίου και της πολιτείας» του Ανδρέα Παπανδρέου, της πολιτικής κληρονομιάς του, έλαβε χώρα διότι ακριβώς μπορεί και αφυπνίζει και ενεργοποιεί θετικά ανακλαστικά σε δικούς του ψηφοφόρους και όχι μόνο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η ηγετική ομάδα του Κεντροαριστερού πολιτικού κόμματος, εστιάζοντας σε μία τέτοια πολιτική-μνημονική στρατηγική μέσω της οποίας εξέρχεται διαρκώς «αναβαπτισμένος» στο πολιτικό προσκήνιο ο Ανδρέας Παπανδρέου ωσάν να είναι «παρών» (μόνο το ολόγραμμα του δεν εμφανίστηκε στις δύο προεκλογικές περιόδους), παρέβλεψε βολικά, επιφανειακά και άκριτα, τις αναφορές στην περίοδο διακυβέρνησης του Κώστα Σημίτη και στα επιτεύγματα της, φοβούμενη μην τυχόν ξυπνήσει μνήμες περί «διαφθοράς» και «σπατάλης» που θα μπορούσαν να αποτελέσουν ‘πρώτη ύλη’ για την εκτόξευση κατηγοριών κατά του κόμματος. Δεύτερον, παρέλειψε να αναφερθεί στην διετή περίοδο διακυβέρνησης του Γιώργου Παπανδρέου, μην τυχόν και ξυπνήσει μνήμες περί «μνημονίου», περί ιστορικής ευθύνης του ΠΑΣΟΚ για την είσοδο στο «επαχθές» (σε άψογη Κωνσταντοπουλική ιδιόλεκτο), καθεστώς των μνημονίων, και περί κοινωνικής, πολιτικής και εκλογικής κατάρρευσης του ΠΑΣΟΚ που κωδικοποιήθηκε με την ονομασία «Πασοκοποίηση». Τρίτον, παρέλειψε να θίξει ζητήματα της διακυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας και ΠΑΣΟΚ την διετία 2012-2014, η οποία έθεσε τις βάσεις για την κοινωνική-πολιτική σταθεροποίηση της χώρας, για την άμβλυνση της συγκρουσιακής δυναμικής που είχε διαμορφωθεί (διακηρύσσοντας σε όλους τους τόνους πως η χώρα ήσαν και θα παραμείνει ευρωπαϊκή), προκειμένου να μην δημιουργήσει ‘σκιές’ στην αντιπολιτευτική του στρατηγική (πως μπορείς να επιμένεις στην αυτόνομη πορεία όταν εκθειάζεις την συμμετοχή σου σε μία συγκυβέρνηση με την Νέα Δημοκρατία;), και επίσης, να μην θεωρηθεί ως «συμπλήρωμα» της Νέας Δημοκρατίας. Και, τελευταίο άλλα όχι έσχατο, έθεσε εκτός αναφορών και δη προεκλογικών πολιτικών αναφορών του την Φώφη Γεννηματά και την δική της περίοδο στην αρχηγία του κόμματος, διότι η ίδια δεν «συμβάδιζε» με τον τιθέμενο στόχο: Πώς να επιδιώξεις να αυξήσεις τα ποσοστά σου και να υπερβείς το 10%, όταν θυμίζεις την περίοδο που το ΠΑΣΟΚ ήταν μικρό κόμμα και πάλευε να κερδίζει ακόμη και μισή μονάδα; Έτσι όμως, το μόνο που κατάφερνε το κόμμα ήταν το να ανασυσταθεί ως «μερικό κόμμα», ως κόμμα «ειδικού σκοπού»,  το οποίο διστάζει να διαπραγματευτεί ανοιχτά και θαρραλέα το παρελθόν του εν συνόλω.

[2] Βλέπε σχετικά, Downs, A., «Οικονομική θεωρία της Δημοκρατίας», Πρόλογος-Επιμέλεια: Κατσούλης Ηλίας, Μετάφραση: Αθανασίου, Θ, & Σταματάκης, Ν, Εκδόσεις Παπαζήσης, Αθήνα, 2008, σελ. 367. Και δυστυχώς, δεν διαθέτουμε έναν συγγραφέα που να έχει καταπιαστεί λογοτεχνικά με το φαινόμενο της εκλογικής αποχής όπως το έκανε, για την λευκή ψήφο, ο Πορτογάλος Ζοζέ Σαραμάγκου, ο οποίος περιέγραψε την λευκή ψήφο και τις πολλαπλές προεκτάσεις της με τέτοια χάρη, λεπτότητα και εμβρίθεια, ώστε να περιττεύουν πολιτικές αναλύσεις, «διεισδύοντας» για τα καλά στο μυαλό του ψηφοφόρου. Βλέπε σχετικά, Σαραμάγκου, Ζοζέ, «Περί Φωτίσεως», Μετάφραση: Ψύλλια Αθηνά, Εκδόσεις Καστανιώτης, Αθήνα, 2010. Ποια η διαφορά λευκής ψήφου και αποχής; Είναι δόκιμη μία διάκριση τύπου «αυτός που ρίχνει λευκό εναντιώνεται εμπράκτως στα πολιτικά κόμματα που συμμετέχουν στην εκλογική διαδικασία και από τα οποία ούτε ένα δεν τον εκφράζει», ενώ αυτό που απέχει πλήρως εναντιώνεται στο κομματικό-πολιτικό σύστημα και όχι σε κάποιο μεμονωμένο κόμμα ή σε κόμματα; Ποια εκ των δύο επιλογών συνιστά τον μεγαλύτερο κίνδυνο για την φιλελεύθερη, αντιπροσωπευτική δημοκρατία;

[3] Βλέπε σχετικά, Downs, A., ‘Οικονομική θεωρία της Δημοκρατίας…ό.π., σελ. 357. Και, Γεωργιάδου, Βασιλική., ‘Ή Άκρα Δεξιά και οι συνέπειες της συναίνεσης. Δανία, Νορβηγία, Ολλανδία, Ελβετία, Αυστρία, Γερμανία,’ Εκδόσεις Καστανιώτης, Αθήνα, 2008, σελ. 246.

[4] Προφανώς, η εγγραφή στους εκλογικούς καταλόγους παύει να έχει την οποιαδήποτε θεωρητική ισχύ στην ανάλυση μας, καθότι ο ψηφοφόρος δεν εμπλέκεται στη διαδικασία κατάρτισης του και άρα δεν «καταναλώνει» επ’ ουδενί, χρόνο.

[5] Από τα συμφραζόμενα της ανάλυσης μας, και λαμβάνοντας υπόψιν τα συμπεράσματα στα οποία έχει καταλήξει η διαθέσιμη, περί αποχής, βιβλιογραφία, καταλήγουμε στο ότι η αποχή μπορεί να επηρεάσει οριζόντια, ανεξαρτήτως κομματικών επιλογών και ταυτίσεων, ηλικίας, μορφωτικού επιπέδου (αν και σαφώς προκύπτουν διαφοροποιήσεις), φύλου και επαγγέλματος. Δεν θεωρούμε πως προκύπτει ισχυρή συσχέτιση μεταξύ της εμφάνισης ενός υψηλού ποσοστού αποχής σε αυτές τις βουλευτικές εκλογές, και της εκ των προτέρων πεποίθησης από πλευράς ψηφοφόρων πως στην Βουλή θα εισέλθουν «ισχυροί αρνησίκυροι παίκτες», κατά την έκφραση του Γιώργου Τσεμπελή (Ελληνική Λύση, ΝΙΚΗ, Πλεύση Ελευθερίας αλλά και Σπαρτιάτες, κόμματα διαφορετικά τα οποία δεν ταυτίζουμε μεταξύ τους), με ό,τι αρνητικό συνεπάγεται κάτι τέτοιο, για αυτούς τους ψηφοφόρους. Διαφορετικά ειπωμένο, η αίσθηση πως θα αποκτήσουν κοινοβουλευτική εκπροσώπηση πολιτικά κόμματα που φέρουν ένα έντονο πολιτικοϊδεολογικό «φορτίο» και θα προσπαθήσουν να θέσουν προσκόμματα στην απρόσκοπτη άσκηση της κοινοβουλευτικής διαδικασίας, επηρεάζοντας την ποιότητα της κοινοβουλευτικής αντιπαράθεσης, δεν αποτέλεσε κίνητρο για την στροφή προς την αποχή, με όρους προσωπικής «ανημποριάς» και αδυναμίας: «Δυστυχώς, δεν μπορώ να κάνω κάτι για αυτό, και δεν θέλω ούτε να το δω ούτε να το ζήσω∙ Άρα δεν μου μένει παρά να απέχω».  Αντίθετα, μία τέτοια εκτίμηση, θα μπορούσε να οδηγήσει, υπό προϋποθέσεις, σε κινητοποίηση ψηφοφόρων και σε  αύξηση του ποσοστού της εκλογικής συμμετοχής. Βλέπε σχετικά, Τσεμπελής, Γιώργος, «Λήψη αποφάσεων στα πολιτικά συστήματα: Αρνησίκυροι παίκτες», Μετάφραση: Αλιβιζάτος Νίκος, Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, Ειδική Έκδοση, 2003, σελ. 3-72.

[6] Βλέπε και, Armingeon, K., “The effects of negotiation democracy: A comparative analysis”, European Journal of Political Research, 41, 1, 2002, σελ. 81-105. Lijphart, A., “Consociational democracy”, World Politics, 21, 2, 1969, σελ. 207-225. Και, για μία σύνοψη των αναλύσεων των δύο πολιτικών επιστημόνων, βλέπε και, Γεωργιάδου, Βασιλική, «Ή Άκρα Δεξιά και οι συνέπειες της συναίνεσης. Δανία, Νορβηγία, Ολλανδία, Ελβετία, Αυστρία, Γερμανία…» ό.π., σελ. 245. Κατά την Βασιλική Γεωργιάδου, «κριτήριο ποιότητας», για τις συναινετικές-διαπραγματευτικές δημοκρατίες, είναι «η έκταση της πολιτικής και εκλογικής συμμετοχής», ενώ για τις πλειοψηφικές, όπως η ελληνική, η «ένταση του πολιτικού και κομματικού ανταγωνισμού». Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να προσπερνάμε το φαινόμενο της αποχής, που ως εκλογική συμπεριφορά, έχει τη δυνατότητα της παγίωσης, όπως η ψήφος σε ένα κόμμα. Και αυτό οφείλουμε να το αποτρέψουμε.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.