Εξεταστικες επιτροπες και αξιοπιστια

Η προβλεπόμενη σύσταση εξεταστικών επιτροπών στο άρ. 68 παρ.2 του Συντάγματος αποσκοπεί στη συγκρότηση και λειτουργία ενός ιδιαίτερου κοινοβουλευτικού οργάνου. Πρόκειται για επιτροπή, αποτελούμενη από βουλευτές όλων των κοινοβουλευτικών ομάδων, η οποία έχει ως σκοπό την προετοιμασία της απόφασης της Βουλής σχετικά με θέμα το οποίο απασχολεί την κοινή γνώμη, είτε αυτό είναι δημόσια υπόθεση είτε φέρει οσμή σκανδάλου.

Οι εξεταστικές επιτροπές χαρακτηρίζονται ως «ειδικές» διότι δεν πρόκειται για διαρκείς ή μόνιμους κοινοβουλευτικούς σχηματισμούς αλλά για επιτροπές που συνιστώνται επί τούτου (ad hoc) προκειμένου να ολοκληρώσουν την έρευνά που τους έχει ανατεθεί με απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής. Στην απόφαση της Βουλής ορίζεται το υπό εξέταση θέμα, προδιαγράφοντας τα όρια της έρευνας, η χρονική διάρκεια της επιτροπής καθώς και τα μέλη αυτής.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η εξουσία εξέτασης ανήκει στην Ολομέλεια της Βουλής, η οποία όμως για λόγους ευελιξίας, αποτελεσματικότητας και ταχύτητας, αναθέτει στην επιτροπή τη διενέργεια της έρευνας, την αξιολόγηση του συλλεγέντος αποδεικτικού υλικού και τη σύνταξη σχετικού πορίσματος, το οποίο υποβάλλει στη Βουλή. Η λήψη απόφασης μένει στην Ολομέλεια της Βουλής, η οποία συζητά επί του πορίσματος της επιτροπής και αποφασίζει χωρίς να δεσμεύεται από τα συμπεράσματα της επιτροπής. Άλλωστε, το πόρισμα της επιτροπής επιτρέπεται να είναι ομόφωνο ή κατά πλειοψηφία. Στη δεύτερη περίπτωση καταγράφεται υποχρεωτικά η γνώμη της μειοψηφίας της επιτροπής ή οι περισσότερες μειοψηφούσες γνώμες.

Οι εξεταστικές επιτροπές είναι μέσο το οποίο διαθέτει η Βουλή για την εύρεση της αλήθειας. Η λειτουργία και η δράση της εξεταστικής επιτροπής είναι δυνατό να συνυπάρχει με έρευνα που διενεργείται στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας. Στην εν λόγω περίπτωση είναι δυνατό να ανασταλεί η λειτουργία της εξεταστικής επιτροπής προς όφελος της ποινικής διαδικασίας. Ασφαλώς το ανωτέρω ενδεχόμενο είναι ακραίως σπάνιο, διότι οι δύο διαδικασίες είναι αυτοτελείς και θεσμικά ανεξάρτητες μεταξύ τους. Στην ποινική έρευνα υπάρχει ύποπτος και κατηγορούμενος. Στην κοινοβουλευτική έρευνα δεν υπάρχει ύποπτος, ούτε κατηγορούμενος αλλά ερευνάται η κατάσταση των πραγμάτων.

Ωστόσο και οι δύο διαδικασίες αποσκοπούν στην εύρεση και στην τεκμηρίωση της αλήθειας. Για να συμβεί αυτό απαιτείται θεσμικώς οι ερευνητικές εργασίες να διενεργούνται σε συνθήκες μυστικότητας. Μετά το 2001 όμως οι εξεταστικές επιτροπές λειτουργούν σε συνθήκες δημοσιότητας. Η δημοσιότητα λειτουργεί υπέρ όλων όσοι επιθυμούν να παρακολουθήσουν τις εργασίες. Ωστόσο, η παρακολούθηση της εξέλιξης των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής είναι δυνατό να μεταφέρει την απόφαση για την πορεία των ερευνών εκτός της επιτροπής.

Το ενδεχόμενο αυτό δεν μπορεί να αποκλεισθεί αφηρημένα και εκ των προτέρων, ούτε όμως η λειτουργία και η δράση των εξεταστικών επιτροπών μπορεί να διέπεται από θεσμική καχυποψία και σκέψεις ότι αυτή καθοδηγείται από λιγότερο ή περισσότερο αδιαφανές κέντρο.

Ο αποκλεισμός της δημοσιότητας από τις εργασίες της επιτροπής είναι θεσμικά επιτρεπτός και αν συνοδευτεί από πρόσθετες εγγυήσεις αμεροληψίας, οι εξεταστικές επιτροπές θα αποκτήσουν μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα και αξιοπιστία στο έργο τους. Επί παραδείγματι, η βελτίωση της αποδεικτικής διαδικασίας που εφαρμόζει η εξεταστική επιτροπή περιλαμβάνει τη νομική κατοχύρωση της κοινοβουλευτικές μειοψηφίας να προτείνει και να επιβάλλει συγκεκριμένο αριθμό μαρτύρων ή άλλων πρόσφορων, κατά την κρίση της, αποδεικτικών μέσων, ακόμη και ενάντια στη θέληση της πλειοψηφίας της επιτροπής.

Η συνταγματική αποστολή των εξεταστικών επιτροπών είναι η εύρεση της αλήθειας. Οτιδήποτε ενδυναμώνει την ανωτέρων διαπίστωση, ανήκει μεν στον νομοθέτη, επιβάλλεται όμως από το άρ. 68 παρ. 2 του Συντάγματος.

*Ο κ. Άλκης Δερβιτσιώτης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.