Τσιπρας-Βοριδης

Την Μεγάλη Τρίτη 11 Απριλίου, την ημέρα δακοπής των εργασιών της Βουλής εισήχθη προς ψήφιση η τροπολογία που θέτει επιπλέον δικλείδες ασφαλείας μπροστά στο ενδεχόμενο καθόδου του κόμματος που ίδρυσε ο προφυλακισμένος Ηλίας Κασιδιάρης, στις εκλογές.

Ουσιαστικά, η κοινοβουλευτική συζήτηση που προηγήθηκε της διαδικασίας, προσελήφθη από τον εκπρόσωπο της κυβέρνησης και κυρίως από τον αρχηγό του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ), Αλέξη Τσίπρα, ως «ευκαιρία» για μία συνολική αντιπαράθεση αρχών και προεκλογικών θέσεων, εκεί όπου ο επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης έσπευσε να στηλιτεύσει και να υπονομεύσει (ου μην αποδομήσει), όχι το συνολικό προεκλογικό πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας, αλλά κάποιες εκ των κυριότερων προεκλογικών εξαγγελιών, έτσι όπως διατυπώθηκαν δια στόματος πρωθυπουργού το τελευταίο χρονικό διάστημα.[1]

Προνομιακός αποδέκτης του Τσιπρικού «κατηγορώ» ήταν ο υπουργός Εσωτερικών Μάκης Βορίδης, ο κυβερνητικός εισηγητής και ο βασικός πολιτικός εμπνευστής των τροπολογιών που απαγορεύουν την κάθοδο στις εκλογές στο κόμμα του Ηλία Κασιδιάρη (άραγε, παρακολούθησε την συζήτηση;).

Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε πως ο υπουργός Εσωτερικών κύρια δέχθηκε κριτική για το περιεχόμενο της τροπολογίας και για τις θεωρούμενες ως «αβλεψίες» της που κατέστησαν απαραίτητη την εισαγωγή μίας συμπληρωματικής τροπολογίας, και δευτερευόντως ως ο βασικός ή αλλιώς, ως το σημαντικότερο στέλεχος της κυβέρνησης και της Νέας Δημοκρατίας.

Οπότε, μεταβαίνουμε σε ένα σχήμα ή σε ένα μοτίβο σχετικά σύνηθες στο Τσιπρικό πολιτικό ρεπερτόριο, όπως είναι το «τα λέω σε εσένα να τα ακούσεις διότι απουσιάζουν ο πρωθυπουργός σου και τα σημαντικότερα κυβερνητικά στελέχη. Άρα, τι μένει; Να απευθυνθώ σε εσένα γιατί μου κάνεις».

 Αυτό το πολιτικό μοτίβο εκδηλώνεται στη Βουλή[2] σχεδόν αποκλειστικά, και διευκολύνει τον Αλέξη Τσίπρα να «φορέσει» το λαϊκιστικό προσωπείο του πολιτικού ηγέτη που μπορεί με την ίδια άνεση και ευκολία να αντιπαρατεθεί σε πολλά στελέχη της Νέας Δημοκρατίας, καλύπτοντας και τις «αδυναμίες» και τις «παραλείψεις» των στελεχών του κόμματος του.

Αξίζει να σταθούμε στο γεγονός πως και αυτή την φορά, την κυβερνητική τροπολογία την υπερψήφισαν οι βουλευτές του Πανελληνίου Σοσιαλιστικού Κινήματος-Κινήματος Αλλαγής, με αποτέλεσμα την συγκρότηση ενός άτυπου κοινοβουλευτικού μετώπου μεταξύ των δύο κομμάτων. Της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής, δίχως όμως μία τέτοια εξέλιξη να προοιωνίζεται και τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας.

Άλλωστε, είναι ίσως η πρώτη φορά που συγκροτείται με σαφήνεια ένα τέτοιο μέτωπο (που είχε προκύψει με σαφήνεια και τη διετία 2012-2014, τη διετία συγκυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας-ΠΑΣΟΚ), κατά τη διάρκεια της απελθούσας κοινοβουλευτικής περιόδου.

Βαθύτερα, και ανεξαρτήτως του τι θα συμβεί τελικά με την κάθοδο ή όχι του κόμματος Κασιδιάρη στις εκλογές, αυτή η κοινοβουλευτική σύμπραξη παρήγε εκείνο το είδος της συναίνεσης[3] που προσέλαβε ισχυρό κοινωνικό-πολιτικό αντίκτυπο. Από την στιγμή που διαμόρφωσε τις προϋποθέσεις για την εστίαση στις πολιτικοϊδεολογικές θέσεις του νέου κόμματος του Ηλία Κασιδιάρη. Από την στιγμή που απέτρεψε την εφαρμογή του μοντέλου της «πολιτικά διαπλεκόμενης συνεπίδρασης» (interlocking of politics), όπως το ονομάζει ο Scharpf.[4] Kαι τι σημαίνει κάτι τέτοιο;

Σημαίνει πως η έγκαιρη νομοθέτηση απέτρεψε τόσο τη δημιουργία «πολιτικών αρένων» εντός των οποίων «κάθε παράγοντας που δραστηριοποιείται “κάνει το δικό του”», κάτι που σημαίνει πως θα μπορούσαν να προκύψουν τόσες γνώμες σχετικά με το τι πρέπει να γίνει με το κόμμα Κασιδιάρη που στο τέλος το πιθανότερο σενάριο θα ήταν να μπερδευτεί και να βραχυκυκλώσει πολιτικά η κυβέρνηση, μη γνωρίζοντας τις ακριβώς να κάνει.

Και, η έγκαιρη νομοθέτηση απέτρεψε την μη λήψη αποφάσεων, ζήτημα που θα ήταν το φυσικό επακόλουθο της μπερδεμένης κυβέρνησης, η οποία θα μπορούσε να παραπέμψει το ζήτημα στις «ελληνικές καλένδες», διευκολύνοντας τις κινήσεις του Ηλία Κασιδιάρη.


[1] Χρήζει θεωρητικής επισήμανσης το γεγονός πως ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ απέφυγε οποιαδήποτε αναφορά, έστω και την ύστατη στιγμή,  στην απόφαση του κόμματος του να απέχει από τις κοινοβουλευτικές ψηφοφορίες όλο το προηγούμενο χρονικό διάστημα, θεωρώντας πως κάτι τέτοιο θα «αλλοιώσει» εν τοις πράγμασι το περιεχόμενο της παρέμβασης του, και ειδικά το σκέλος εκείνο όπου αναφέρεται στον προφυλακισμένο Ηλία Κασιδιάρη και στο πολιτικό κόμμα με την επωνυμία «Έλληνες». Αντ’ αυτού, προσανατολίσθηκε στην υιοθέτηση ενός πολιτικού ύφους που «ταιριάζει στην περίσταση», καθότι τοποθετήθηκε από το βήμα της Βουλής δίχως να έχει τα χέρια του μέσα στις τσέπες («πως να μιλήσω για τον φασισμό και για την “ανάλγητη κοινωνικά” κυβέρνηση Μητσοτάκη με τα χέρια στις τσέπες;» ), στην συμβολική-φαντασιακή ανα-κατασκευή των εδράνων που φιλοξενούν τους βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας τα οποία ήσαν κατά κύριο λόγο άδεια, εκεί όπου, προκειμένου να πετύχει αυτή την ιδιαίτερη ανα-κατασκευή, επένδυσε πόρους προς την κατεύθυνση συγκρότηση ενός «Υπερ-πλαισίου», όπως το ονομάζει ο Θωμάς Σιώμος. Ή εναλλακτικά, ενός «Υπερ-Λόγου» μέσα στον οποίο χωρούν ταυτόχρονα πολλά πράγματα: «Έχετε κάνει τόσα λάθη κατά τη διάρκεια της τετραετίας διακυβέρνηση σας, που δεν είχατε το σθένος να έρθετε εδώ και να με ακούσετε να τα απαριθμώ γιατί φοβάστε ότι έτσι θα σας φέρω ενώπιον του χειρότερου εαυτού σας». Άρα, πέραν της στηλίτευσης των τελευταίων προεκλογικών εξαγγελιών του αρχηγού της Νέας Δημοκρατίας και εκ νέου υποψήφιου πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη (η σύγκριση «δημόσιου-ιδιωτικού» εισέρχεται εκ νέου στο προσκήνιο, για πρώτη φορά με τέτοια ένταση την τελευταία δεκαετία), ο Αλέξης Τσίπρας επεκτάθηκε και στο κυβερνητικό παρελθόν, για να υπενθυμίσει το «τι δεν συνέβη τελικά» και να για να χρησιμοποιήσει λέξεις πάνω στις οποίες θα κατασκευαστούν νοήματα που θα αξιοποιηθούν εν όψει της προεκλογικής περιόδου, προσλαμβάνοντας συγκεκριμένη χροιά. Όπου «κατάργηση» βλέπε «αφαίμαξη πλούτου», όπου «εξαπάτηση» μικρο-κομματική «αγυρτεία», όπου «άρνηση πρόσληψης προσωπικού στα νοσοκομεία, θάνατος ασθενών και χειρότερες παροχές», όπου «απολογισμός Μητσοτακικής τετραετίας» «πραγματικότητα»: Το «ό,τι δεν κάνατε σας χαρακτηρίζει πλέον». Βλέπε σχετικά, Σιώμος, Θωμάς, «Χρεωκοπία και ματαίωση: μηντιακές αφηγήσεις της ελληνικής δημοσιονομικής κρίσης», Διδακτορική Διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 2018, Διαθέσιμη στο: Χρεωκοπία και ματαίωση: μηντιακές αφηγήσεις της ελληνικής δημοσιονομικής κρίσης (didaktorika.gr)

[2] Αυτή την φορά, εξέλιπαν τα συνθήματα τα οποία αφειδώς χρησιμοποίησε σε ανοιχτού τύπου ομιλίες του τις προηγούμενες ημέρες, ακριβώς διότι, εντός Βουλής και ιδίως όταν τίθεται προς συζήτηση ένα κρίσιμο και σημαντικό νομοσχέδιο, τα συνθήματα και δεν μπορούν να παραγάγουν γνώση και δεν συμβάλλουν ώστε να φανεί πλήρως και ευκρινώς το ποια είναι η θέση του κόμματος πάνω στο συγκεκριμένο νομοσχέδιο. Υπό αυτό το πρίσμα, επιλέγεται τεχνηέντως γλωσσικά, να παραμείνει κενό το διάστημα μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, προκειμένου στο χώρο που καταλαμβάνει συμβολικά-πολιτικά το κενό, να «επικαθίσει» ως ο «μόνος δυνατός», ο λόγος του ΣΥΡΙΖΑ και του αρχηγού του. Που είναι λόγος που λόγος που παραπέμπει σε ό,τι εύστοχα ο Σλοβένος πολιτικός φιλόσοφος Σλάβοι Ζίζεκ, αυτός ο πολέμιος του αυταρχικού, Πουτινικού καθεστώτος, ορίζει ως «ιδεαλιστικό κυνισμό». Στον Συριζαϊκό λόγο και στον αρχηγικό λόγο Τσίπρα, ο «ιδεαλιστικός κυνισμός» φέρει την εξής μορφή: «Σας τα λέγαμε ξανά και ξανά για την κακή τροπολογία σας που δημιουργεί προβλήματα παρά τα επιλύει.  Μία φορά να μας ακούγατε». Με αυτόν τον τρόπο, στοχεύει αφενός μεν να επιδείξει την απαραίτητη διάθεση συναίνεσης που εξέλιπε εξαιτίας «της στάσης της Νέας Δημοκρατίας» και, αφετέρου δε, να «αποδείξει» (ως άλλος μαθηματικός; ) πως «μόνο» η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ έθετε και θέτει φραγμούς στην κάθοδο του κόμματος Κασιδιάρη στις εκλογές. Διότι φέρει εντός της την «Αριστερή, αντι-φασιστική τεχνογνωσία». Βλέπε σχετικά, Ζίζεκ, Σλάβοι., «Λακάν», Μετάφραση: Καγιαλάρης, Δημήτρης. & Παπαδάκης, Κωνσταντίνος. Εκδόσεις Πατάκης, Αθήνα, 2009. Στο Τσιπρικό φαντασιακό το κενό σταδιακά υποκαθίσταται από το «τραύμα» («ενίσχυση του Κασιδιάρη σημαίνει μείζον πλήγμα για τη Δημοκρατία»). Και έτσι  φτάνουμε ένα βήμα πριν την κατασκευή της πολιτικής ενοχής. Αυτή θα επέλθει μόνο εάν συμμετάσχει στις εκλογές το κόμμα Κασιδιάρη και αποκτήσει κοινοβουλευτική εκπροσώπηση.

[3] Ως προς την ίδια την στάση των υπολοίπων κοινοβουλευτικών κομμάτων, περισσότερο έχουμε να κάνουμε με την εφαρμογή του μοντέλου της συμβιωτικής και όχι της συναινετικής δημοκρατίας. Και τι εννοούμε λέγοντας κάτι τέτοιο; Εννοούμε πως δεν συναίνεσαν όλα τα κόμματα στην κυβερνητική τροπολογία και στο περιεχόμενο της, όπως θα ήταν και το ευκταίο και ορθό, πλην του ΠΑΣΟΚ (χαμηλός βαθμός συναίνεσης που δεν περιορίζει όμως την νομοθέτηση και την εκ νέου αναζήτηση συναινέσεων), όμως από την άλλη δεν θα διστάσουν τα κόμματα που δεν συναίνεσαν  να «συμβιώσουν» με την τροπολογία και το περιεχόμενο της, αποδεχόμενα την «αναγκαιότητα» ή την δημοκρατική-θεσμική «αναγκαιότητα» αποκλεισμού από την εκλογική διαδικασία.

[4] Βλέπε σχετικά, Scharpf, F. W., “No exit from the Joint Decision trap? Can German Federalism reform itself?”, Max Planck Institute, 2005. Οι «αρένες» συζήτησης και διαπραγμάτευσης ενός θέματος ο χειρισμός του οποίου ανήκει κατά κύριο λόγο στην κυβέρνηση, μπορεί να είναι και «κοινωνικές» και να λάβουν την μορφή πραγματοποίησης κινητοποιήσεων διαμαρτυρίας όπως αυτές του φθινοπώρου του 2020, την περίοδο της ανακοίνωσης της δικαστικής ετυμηγορίας για τα στελέχη της Χρυσής Αυγής. Οι «κοινωνικές αρένες» μπορούν να δημιουργήσουν την «παγίδα» της αναβλητικότητας στην οποία μπορεί να πέσει μέσα μία κυβέρνηση: «Δεν κάνω τίποτε έως ότου σταματήσουν οι πορείες και οι κινητοποιήσεις». Βλέπε και, Γεωργιάδου, Βασιλική,  «Ή Άκρα Δεξιά και οι συνέπειες της συναίνεσης. Δανία, Νορβηγία, Ολλανδία, Ελβετία, Αυστρία, Γερμανία», Εκδόσεις Παπαζήσης, Αθήνα, 2008, σελ. 155.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.