ΣΥΡΙΖΑ και Αλεξης Τσιπρας

Στις 29 Ιουνίου, ο πρόεδρος του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς-Προοδευτική Συμμαχία Αλέξης Τσίπρας, ανακοίνωσε την παραίτηση του από την προεδρία του κόμματος μετά από 15 ολόκληρα χρόνια. Ήταν το 2008, όταν ο Αλέξης Τσίπρας, έχοντας την υποστήριξη σημαντικού τμήματος του κόμματος, του τότε ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ και σαφώς, της ηγετικής του ομάδας, επικράτησε στο συνέδριο επί του συνυποψηφίου του Φώτη Κουβέλη.

 Όπως μας πληροφορεί ο Χριστόφορος Βερναρδάκης, ο Αλέξης Τσίπρας έλαβε το «70,5%, έναντι του 28,5% του Φώτη Κουβέλη»,[1] με την τεράστια αυτή διαφορά υπέρ του Αλέξη Τσίπρα να αντικατοπτρίζει και τον φόβο που είχε προκαλέσει σε ένα μεγάλο κομμάτι στελεχών του τότε Συνασπισμού το ενδεχόμενο να αναλάβει την ηγεσία ο Φώτης Κουβέλης και να «ακυρώσει» την Αριστερή, ριζοσπαστική και κινηματική στροφή του κόμματος.

 Μία βασική περιοδολόγηση της παρουσίας του Αλέξη Τσίπρα στην ηγεσία του κόμματος, θα μπορούσε να συμπεριλάβει τα σημεία τομής με τα οποία διασταυρώθηκε.

Αρχικά, με την νεανική εξέγερση του Δεκεμβρίου του 2008 στην Αθήνα, μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου από πυρά αστυνομικού, όταν και κατάφερε για εκείνο το διάστημα να συνυπάρξει αρμονικά με τον Αλέκο Αλαβάνο[2] (καθότι και οι δύο αντιμετώπιζαν με τον ίδιο τρόπο την εξέγερση, δείχνοντας κατανόηση στα πολλά και παράλληλα βίαια επεισόδια που λάμβαναν χώρα επί καθημερινής βάσεως), δεύτερον, να επιβεβαιώσει την ηγεσία του, επικρατώντας στο πεδίο των ιδεών επί των μελών του «Αριστερού Ρεύματος», και μάλιστα οριστικά (έκτοτε, κάθε προσπάθεια των σημαντικότερων μελών της συγκεκριμένης τάσης να επηρεάσουν την πορεία του κόμματος, κατέστη μάταιη).

 Και, τρίτον, να «μπολιάσει» τον ήδη εμφανή λαϊκιστικό ριζοσπαστισμό με κυνικές αντι-καπιταλιστικές αφηγήσεις και με ένα άνοιγμα στο ήδη διαμορφούμενο αντι-δικομματικό και αντι-πολιτικό μπλοκ με άξονα την άρνηση των πάντων, «εργαλειοποιώντας» προς όφελος του την κρίση εμπιστοσύνης προς το πολιτικό σύστημα και τους πολιτικούς θεσμούς.

Το δεύτερο σημείο τομής είναι η περίοδος της κρίσης, που εν προκειμένω λειτούργησε ως η «σκηνή» (stage) σύμφωνα με την διατύπωση του Μόφιτ, πάνω στην οποία εκτυλίσσεται το λαϊκιστικό «έργο»[3] (αφηγήσεις + δράσεις του ΣΥΡΙΖΑ παράγουν ένα έντονο λαϊκιστικό αποτύπωμα που επηρέασαν για πολλά χρόνια την πορεία της χώρας και τον ανταγωνισμό των πολιτικών δυνάμεων).

Εκεί όπου ο ηγέτης βρίσκει την πολιτική «ευκαιρία» να μετατραπεί από «νέος» ηγέτης που αφουγκραζόταν τις «αγωνίες» των νέων και της «γενιάς των 750 ευρώ», σε έναν καθαυτό λαϊκιστή ηγέτη, που νιώθει κάτι «από το μνημονιακό του μαρτύριο και θέλει να τον απαλλάξει από αυτό», που τον αντιπαραθέτει ως «σύνολο» απέναντι στην «τρόικα εσωτερικού και την τρόικα εσωτερικού» (να το Βαρουφακικό λογοθετικό στίγμα), που τον «καλεί ως φίλος», να πυκνώσει τις γραμμές του ΣΥΡΙΖΑ, ώστε να επέλθει η «λυτρωτική νίκη».

Είναι τότε που στο μέσα ακριβώς στο σύνθημα (πάμε λίγο μπροστά χρονικά) ΣΥΡΙΖΑ-Podemos/Venceremos, ο Λενινιστής Τσίπρας που μπορεί να «θυσιάσει» πολλά για να πετύχουν οι στόχοι του, συναντά τον «Γκεβαριστή Αλέξη» που γνωρίζει την επίδραση που μπορεί να έχει ένα «πετυχημένο» λαϊκιστικό σύνθημα στην ψυχολογία του κόσμου που ειδικά εκείνη την περίοδο, δεν θέλει να είναι τίποτε λιγότερο (ας θυμηθούμε τους Hardt & Negri), παρά «κόσμος», «πλήθος» που «πολεμά» στους «δρόμους και τις πλατείες τους εχθρούς της πατρίδας».

Μέσω των Συριζαϊκών-Τσιπρικών αφηγήσεων (ο Κυριάκος Μητσοτάκης κοίταξε μέσα στον πυρήνα τους), κατασκευάζονταν μανιχαϊκά και απλοϊκά δίπολα, Σμιτιανές (Καρλ Σμιτ) διακρίσεις μεταξύ «εχθρών» και «φίλων», «λαϊκών ανθρώπων»[4] και «άκαρδων τραπεζιτών και τεχνοκρατών», «αντι-μνημονιακών μαχητών» και «φιλο-μνημονιακών προδοτών».

Και όλες αυτές οι γλωσσικές κατασκευές, εντάχθηκαν αρμονικά στον επίσημο λόγο του ΣΥΡΙΖΑ.

Το τρίτο σημείο τομής, είναι η περίοδος διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ με τους Ανεξάρτητους Έλληνες, εκεί όπου παρά την εμφανή στροφή, οι εθνικο-λαϊκιστικές εγκλήσεις παραμένουν ενεργές και προσωποποιούνται (επιθέσεις εναντίον στελεχών της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής), σε ένα σύνθετο σημείο όπου οι εντάσεις της πρώτης κυβερνητικής περιόδου δεν αφήνουν ανεπηρέαστο τον Αλέξη Τσίπρα, που αδυνατεί να αντιληφθεί ότι πρέπει να εξελιχθεί πολιτικά, το τι αντιπροσωπεύει ο Κυριάκος Μητσοτάκης,  όντας «καταδικασμένος» να ζει την «ημέρα της Μαρμότας» και να «βαπτίζει» «πρόοδο» την στασιμότητα, «εξέλιξη» τα ελλείμματα της διακυβέρνησης και τα δικά του, «δράση» (εκτός της θετικής Συμφωνίας των Πρεσπών)[5] την αδράνεια.[6]

Όταν ο «Τσιπρισμός»[7] (εάν είναι δόκιμος ο όρος), συνάντησε τον «Πολακισμό», το αποτέλεσμα ήταν η απομάκρυνση των Κεντρώων, μετριοπαθών ψηφοφόρων από το κόμμα, το οποίο μετατρεπόταν σε κακέκτυπο του άλλοτε «ορμητικού» του εαυτού.

Yπό αυτό το πρίσμα, οι βάσεις για την διπλή, βαριά και στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ στις βουλευτικές εκλογές του 2023, όπως εύστοχα την αποκάλεσε ο Γιάννης Πρετεντέρης, τέθηκαν από το 2019 ακόμη, και όχι πρόσφατα, με τον Αλέξη Τσίπρα να αδυνατεί να αλλάξει το κόμμα διότι πρώτα και κύρια δεν μπόρεσε ή δεν κατάφερε να αλλάξει ο ίδιος.

Πόσο ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα οι χαρακτηρισμοί περί «χούντας Μητσοτάκη» και «καθεστώτος Μητσοτάκη»; Πόσο αποδοτική μπορούσε να είναι η χαιρεκακία που διακατείχε μέλη του ΣΥΡΙΖΑ[8] στο άκουσμα του χυδαίου συνθήματος «Μητσοτάκη, γα…σαι»;, με την χαιρεκακία να είναι η μετεξέλιξη της εχθροπάθειας, του κυνισμού και της μνησικακίας της μνημονιακής περιόδου; [9]

Η παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα συνιστά το «σύμπτωμα» μίας «βαριάς» και πολλαπλής, ήτοι μίας εκλογικής, πολιτικής, προγραμματικής, ιδεολογικής και αξιακής ήττας (τι απέγινε η ευγένεια στην πολιτική; ) ένδειξη της αδυναμίας του να σταθεί πλέον ενώπιον των μελών του κόμματος του και να δηλώσει «Δεν τα κατάφερα.  Ή δεν μπόρεσα».


[1] Βλέπε σχετικά, Βερναρδάκης, Χριστόφορος, «Πολιτικά κόμματα, εκλογές & κομματικό σύστημα. Οι μετασχηματισμοί της πολιτικής αντιπροσώπευσης (1990-2010)», Εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2011, σελ. 287. Η διαπίστωση Βερναρδάκη πως η «εκλογή Τσίπρα εκτρέπεται αντικειμενικά και σε μια «μάχη κομματικών γενεών», η οποία φέρνει την «ομάδα Τσίπρα (το νεότερο ηλικιακά κομμάτι του «αριστερού ρεύματος») αντιμέτωπη με το σύνολο της στελεχιακής κομματικής επετηρίδας τόσο του «αριστερού ρεύματος» όσο και της «ανανεωτικής» τάσης». Όμως, πόσο μπορεί να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα η άποψη του περί προσπάθειας «αποκαρτελοποίησης» του Συνασπισμού που εκείνη την περίοδο, ας μην ξεχνάμε πως αποτελούσε την μεγαλύτερη συνιστώσα του ΣΥΡΙΖΑ; Οι περιώνυμες τάσεις συνέχισαν να λειτουργούν εντός του ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ, και μάλιστα, μετά την εκλογή Τσίπρα στην ηγεσία του κόμματος, είδαν τον πολιτικό  ρόλο τους να ενισχύεται περαιτέρω, κάτι που διέκρινε και η τότε «Ανανεωτική Πτέρυγα» του Συνασπισμού με επικεφαλής τον Φώτη Κουβέλη. Ως προς αυτό, εάν ένας βασικός λόγος της αποχώρησης πολλών μελών της «Ανανεωτικής Πτέρυγας» το 2010, μετά το 6ο συνέδριο του Συνασπισμού (τα μέλη αυτά ίδρυσαν την «Δημοκρατική Αριστερά»), ήταν η προγραμματική και η πολιτική τους διαφωνία με την ριζοσπαστική κατεύθυνση που λάμβανε, μέσα σε συνθήκες κρίσης ο Συνασπισμός ο οποίος «απορροφούνταν», αν δεν είχε «απορροφηθεί» ήδη από τον ΣΥΡΙΖΑ, με τις αντι-ευρωπαϊκές και λαϊκιστικές «κορώνες», τότε, ένας δεύτερος και επίσης βασικός λόγος αποχώρησης ήσαν η εκτίμηση αυτών των μελών πως η ενίσχυση των εσωκομματικών τάσεων και ιδίως των πλέον Αριστερών-κομμουνιστογενών εξ αυτών, όχι μόνο «αλλοιώνει» περαιτέρω την πολιτική φυσιογνωμία του κόμματος, αλλά, στερεί πολύτιμο «ζωτικό» χώρο από τους ίδιους που νιώθουν να «ασφυκτιούν» εντός ενός κόμματος που τους αντιμετωπίζει ως «ξένους», «παράταιρους» με την νέα φυσιογνωμία τους.

[2] Δεν γνωρίζουμε κατά πόσον είναι εφικτό να ακολουθηθεί ένα μοντέλο διαρχίας εντός του κόμματος μετά την παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα και για έστω ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, καθότι το παράδειγμα της «συγκατοίκησης» Τσίπρα-Αλαβάνου στην ηγεσία του κόμματος, την διετία 2008-2010, δεν ήταν και το πιο επιτυχημένο, σε ένα λεπτό σημείο όπου η δύσκολη αυτή πολιτική συνύπαρξη (ο Αλαβάνος δρούσε ως εάν να προσπαθούσε να αναιρέσει με κάθε τρόπο την επιλογή που έκανε το 2008), ξυπνά δυσάρεστες μνήμες στο στελεχιακό δυναμικό του κόμματος που ανήκε σε αυτό και προ της εκδήλωσης της βαθιάς κοινωνικοοικονομικής και πολιτικής κρίσης. Η ανανέωση του στελεχιακού του δυναμικού, ή αλλιώς, διαφορετικά ειπωμένο, η προσέλκυση νέων μελών έλαβε χώρα σε τρεις διαφορετικές περιόδους: Πρώτον, μετά την εκλογή Τσίπρα στην ηγεσία του κόμματος, το μακρινό 2008, όταν άτομα νεαρής ηλικίας ως επί το πλείστον, που προέρχονταν από κινηματικούς φορείς και από τα πανεπιστήμια όπου και δραστηριοποιούταν σε αριστερές παρατάξεις, εισέρευσαν στο κόμμα, θεωρώντας «εργαλείο» κοινωνικής και πολιτικής αλλαγής. Δεύτερον, μετά την εκδήλωση της κοινωνικής και πολιτικής κρίσης, όταν οι φυγόκεντρες δυναμικές που αναπτύχθηκαν εντός του ΠΑΣΟΚ (και δευτερευόντως και σε άλλους πολιτικούς χώρους), ωφέλησαν τον τότε ΣΥΡΙΖΑ, με την διαδικασία προσέλκυσης Πασοκογενών στελεχών να φθάνει στο “peak” της μετά τις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου του 2012, στις οποίες ο ΣΥΡΙΖΑ κατέλαβε την δεύτερη θέση. Και τρίτον, την περίοδο μετά το 2015 και την ψήφιση του τρίτου μνημονίου, όταν στο κόμμα εισήλθαν κάποια «υπολείμματα» Πασοκογενών που εκτιμούσαν πως μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ «μπορεί να αποτελέσει τον κορμό της προοδευτικής παράταξης», μέλη της Δημοκρατικής Αριστεράς (παλαιά μέλη της ‘Ανανεωτικής Πτέρυγας’) που κουράστηκαν να είναι «άστεγοι» κομματικά, εντασσόμενοι στον ΣΥΡΙΖΑ και λόγω της ρεαλιστικής στροφής Τσίπρα, με την ψήφιση και εφαρμογή του τρίτου μνημονίου που διασφάλισε την θέση της χώρας εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ευρωζώνης. Επίσης, αυτή την περίοδο, ο ΣΥΡΙΖΑ, λόγω της ελκτικής επιρροής Τσίπρα που αναπαρίσταντο ως «κάτι πολύ μεγαλύτερο» από τα κόμματα της συγκυβέρνησης, ως «κεφάλαιο» για την χώρα, «απορρόφησε» στις τάξεις του κεντρικά και όχι μόνο περιφερειακά, στελέχη των Ανεξαρτήτων Ελλήνων, που διείδαν σε αυτόν την ευκαιρία να κάνουν την πολιτική καριέρα που δεν κατάφεραν τόσα χρόνια. Μετά την ψήφιση της Συμφωνίας των Πρεσπών, ο ΣΥΡΙΖΑ ενσωμάτωσε στις τάξεις τους κάποιους λίγους ανένταχτους Αριστερούς και κάποια λίγα εναπομείναντα μέλη της Δημοκρατικής Αριστεράς, στο εγκάρσιο σημείο όπου ο Αλέξης Τσίπρας και οι συν αυτώ δεν κατόρθωσαν ποτέ να αντιληφθούν την ζημία που προκάλεσε στο κόμμα τους η «έξυπνη» στρατηγική που εφάρμοσε η Φώφη Γεννηματά ως επικεφαλής του Πανελληνίου Σοσιαλιστικού Κινήματος, η οποία, ακριβώς για να σταματήσει πλήρως την εκροή στελεχών προς τον ΣΥΡΙΖΑ, άρχισε να διαμορφώνει ένα «φορτισμένο» και κριτικό αφήγημα που στηλίτευε διαρκώς αυτούς που μετακινήθηκαν προς τον ΣΥΡΙΖΑ ως «αριβίστες», ως άτομα «δίχως αρχές και αξίες», προχωρώντας, την κατάλληλη στιγμή, σε μία «αλλαγή δεύτερης τάξης», για να παραπέμψουμε στους Άρη Αλεξόπουλο και P. Hall, μετατρεπόμενη σε «αρνησίκυρο παίκτη» και μάλιστα εκ των πλέον ισχυρών και αποφασισμένων: Κατ’ αυτόν τον τρόπο, σταμάτησε τις εκροές δια της αναφοράς πως «όποιος αποχωρήσει τώρα, δεν θα μπορέσει ξανά να επιστρέψει στο ΠΑΣΟΚ, εάν οι συνθήκες αλλάξουν». Βλέπε και, Αλεξόπουλος, Άρης, “Η Μεταρρύθμιση των πολιτικών του κράτους και ο ρόλος της Δημόσιας Διοίκησης”, Πρακτικά 1ου Συνεδρίου Διοικητικών Επιστημών, 2005, Διαθέσιμο στο: <C720CCC5D4C1D1D1D5C8CCC9D3C720D4D9CD2E746966> (arisalexopoulos.gr) Βλέπε και, Hall, P., “Policy paradigms, social learning and the State: The case of economic policymaking in Britain”, Comparative Politics, Volume 25, 1993, σελ. 275-296.

[3] Βλέπε και, Moffit, Benjamin, “How to perform crisis: Α model for understanding the key role of crisis in contemporary populism”, Government and Opposition, 50, 2, 2015, σελ. 189-217.

[4] Σύμφωνα με τον Γρηγόρη Μάρκου, η «προσέγγιση του στυλ δίνει το βάρος της στην στυλιστική σφαίρα του λόγου». Είναι την περίοδο της κρίσης όπου στη διαμόρφωση του ηγετικού προφίλ του Αλέξη Τσίπρα θα συμβάλλουν οι ενδυματολογικές του επιλογές, με τα σακάκια και τα μονόχρωμα πουκάμισα να αντικαθιστούν τα πόλο μπλουζάκια, τα σκαρπίνια τα casual παπούτσια, ιδίως σε επίσημες περιστάσεις, εξέλιξη που παρέμεινε απαράλλαχτη έως τις ημέρες μας, η αλλαγή χτενίσματος που γίνεται πιο σοβαρή και πιο συμβατή με την εικόνα ενός πολιτικού ηγέτη που διεκδικεί πια την εξουσία, και, τελευταία άλλα όχι έσχατο και στενά ενδυματολογικά, το ύφος του λόγου αλλάζει και γίνεται πιο αργόσυρτο, πιο «γωνιακό», πιο ενταγμένο στη συγκυρία: Για τον Αλέξη Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ, σημασία έχει μόνο το τι θα φέρει το παρόν. Βλέπε σχετικά, Μάρκου, Γρηγόρης, «Αριστερός λαϊκισμός στην εξουσία σε Ευρώπη και Λατινική Αμερική: οι περιπτώσεις του ΣΥΡΙΖΑ (Ελλάδα) και του PJ-Frente Para La Victoria (Αργεντινή) στις αρχές του 21ου αιώνα», Διδακτορική Διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 2020, 2020, σελ. 94, Διαθέσιμη στο: Αριστερός λαϊκισμός στην εξουσία σε Ευρώπη και Λατινική Αμερική: οι περιπτώσεις του ΣΥΡΙΖΑ (Ελλάδα) και του PJ-Frente Para La Victoria (Αργεντινή) στις αρχές του 21ου αιώνα (didaktorika.gr) Ο Αριστερός και ο κυρίως ο Συριζαϊκός λαϊκισμός και οι συγκλίσεις και οι αποκλίσεις του με τους Λατινοαμερικανικούς λαϊκισμούς, αποτελεί πλέον προσφιλές πεδίο μελέτης για τους πολιτικούς επιστήμονες που καταπιάνονται θεωρητικά με την μελέτη του φαινομένου του λαϊκισμού.

[5] Οι δεδομένες επικοινωνιακές δεξιότητες του Αλέξη Τσίπρα (σε αυτές τις δεξιότητες στήριξε και ένα σημαντικό μέρος της προεκλογικής του εκστρατείας) συνέβαλαν στην οικοδόμηση μίας καλής προσωπικής σχέσης του ιδίου με τον πρώην πρωθυπουργό της Βόρειας Μακεδονίας, Ζόραν Ζάεφ.

[6] Τα πολιτικά στελέχη που κατέλαβαν σημαντικά υπουργικά χαρτοφυλάκια κυρίως την δεύτερη περίοδο της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-Ανεξαρτήτων Ελλήνων, συγκρότησαν την νέα ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ που διατηρείται μέχρι σήμερα. Κάποια από αυτά τα στελέχη (Ευκλείδης Τσακαλώτος, Έφη Αχτσιόγλου, Αλέξης Χαρίτσης), προαλείφονται για διάδοχοι του Αλέξη Τσίπρα.

[7] Ακόμη και σήμερα, τα πολιτικά πρότυπα του Αλέξη Τσίπρα (Βλαντίμιρ Λένιν, Μάο Τσε Τουνγκ, Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, Ούγο Τσάβες), είναι εκτός του πυρήνα αξιών που διέπουν τις Δυτικές, φιλελεύθερες, αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες. Δεν μπορούμε να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο να εμπνεύστηκε την προσπάθεια χειραγώγησης θεσμών όπως η Δικαιοσύνη, από πολιτικούς όπως ο Ούγο Τσάβες. Το στοιχείο που δεν απώλεσε ο Αλέξης Τσίπρας κατά την διάρκεια όλων αυτών των χρόνων, είναι το ότι πάντα λειτουργούσε ως «παριστάμενος αντ’ αυτού» (standing for), σύμφωνα με τη τυπολογική διάκριση της Pitkin μεταξύ εκπροσώπων που είναι «παριστάμενοι αντ’ αυτού» και «ενεργούντες αντ’ αυτού» (acting for), με πολλούς εκλογείς να βλέπουν σε αυτόν την «ελπίδα που έρχεται», τον «γιο και την κόρη που θα ήθελαν να έχουν», την επιμονή σε αξίες που νόμιζαν πως «είχαν λησμονήσει για πάντα», την αίσθηση πως στο τέλος της ημέρας θα «τα καταφέρει για αυτούς». Βλέπε σχετικά, Pitkin, Hanna, “The Concept of Representation”,  Berkeley, CA: University of California Press, 1967. Ευρύτερα ομιλώντας, θα πούμε πως ίσως είναι η μείξη των δύο «ισμών» αυτό που ώθησε τον πρώην πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ Ευάγγελο Βενιζέλο να μιλήσει για «εκτσογλανισμό της δημόσιας ζωής».

[8] Για μία εκ των έσω μαρτυρία και καταγραφή της ίδρυσης του ΣΥΡΙΖΑ και της πολιτικοϊδεολογικής και οργανωτικής του μετεξέλιξης, βλέπε και, Μπαλάφας, Γιάννης, «20 χρόνια χρειάστηκαν. Το χρονικό του εγχειρήματος του Συνασπισμού», Εκδόσεις Νήσος, Αθήνα, 2012. Η αφήγηση του μέλους του ΣΥΡΙΖΑ διαθέτει το πλεονέκτημα πως αποφεύγει τις πολλές αναφορές σε εσωκομματικές αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις, με τον αναγνώστη να μπορεί έτσι να το διαβάσει ως κανονικό βιβλίο και όχι ως κομματικό μανιφέστο. Ορθότερο βέβαια θα ήταν να πούμε πως η επίδραση του περιώνυμου αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου ήταν και είναι ισχυρή, δίχως να έχουν προκύψει τάσεις εξασθένισης της στις βουλευτικές εκλογές του 2019. Όλη την προηγούμενη περίοδο εξακολουθούσε να υφίσταται ως υπόγειο κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό ρεύμα που «φούσκωνε» μετά από συγκεκριμένες δηλώσεις στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, συντελώντας, τόσο στην οικοδόμηση συνεκτικών πολιτικών ταυτοτήτων, όσο και στη διαμόρφωση εκλογικής συμπεριφοράς με τρόπο που να πλήττει τον ΣΥΡΙΖΑ.

[9] Μία από τις σημαντικές αντιφάσεις (βλέπε την στάση του κόμματος στη Ρωσική στρατιωτική εισβολή στην Ουκρανία, απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση),  που διαπερνούσαν τις πρακτικές και τις αφηγήσεις των μελών του ΣΥΡΙΖΑ ήταν η ακόλουθη: Ενώ το κόμμα «πανηγύριζε» την έξοδο του από το μνημονιακό καθεστώς, τα μέλη του συνέχισαν να δρουν και να συμπεριφέρονται ωσάν να μην συνέβη ποτέ αυτό το γεγονός, ως εάν να είναι ψευδαίσθηση, αυταπάτη, σαν αυτές που παραδέχθηκε κάποτε (και δεν τις κατέστησε εφαλτήριο προσωπικής βελτίωσης) ο αρχηγός τους.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.