Αξιολογηση της αναδιαρθρωσης του τραπεζικου συστηματος

Η αποεπένδυση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) από τρεις τράπεζες σε συνδυασμό με τη συμμετοχή της UniCredit στο μετοχικό κεφάλαιο της Alpha χαιρετίστηκαν ως μια πρόσθετη ένδειξη της εισόδου της χώρας σε μια νέα κανονικότητα.

Εχοντας η χώρα κλείσει και το κεφάλαιο της ενισχυμένης εποπτείας είναι χρήσιμο να γίνει μια αξιολόγηση ποιο ήταν τελικά το κόστος/όφελος για τον Ελληνα φορολογούμενο από την αναδιάρθρωση του τραπεζικού συστήματος.

Με λίγα λόγια, αν ο Ελληνας φορολογούμενος βγαίνει κερδισμένος ή αντίθετα καταγράφει οριστικά ζημιές από τη συμμετοχή του ΤΧΣ στην ανακεφαλαιοποίηση και την εξυγίανση των τραπεζών και σε τι ύψος μπορεί να ανέρχονται αυτές.

Το ΤΧΣ δημιουργήθηκε με τον Ν. 3864/2010. Αρχικά είχε στη διάθεσή του 10 δισ. ευρώ από τα 110 δισ. του μηχανισμού στήριξης της Ελλάδας. Το ΤΧΣ αν παρίστατο ανάγκη, μετά την εισήγηση της Τράπεζας της Ελλάδος, θα συμμετείχε στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου μιας τράπεζας με κοινές μετοχές. Μετά τη διάλυσή του όλα τα περιουσιακά στοιχεία θα περιέρχονταν στο ελληνικό Δημόσιο.

Η χώρα με τη δεύτερη δανειακή σύμβαση διέθεσε στο ΤΧΣ συνολικά 50 δισ. ευρώ καθώς είχε προαποφασιστεί η αναδιάρθρωση του χρέους και είχαν αρχίσει να συσσωρεύονται τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Μέχρι τις εκλογές του Μαΐου του 2012 το ΤΧΣ δεν συμμετείχε σε καμία ανακεφαλαιοποίηση. Ως υπουργός Οικονομικών υποστήριξα ότι προεκλογικά δεν έπρεπε να προχωρήσει η κυβέρνηση Παπαδήμου σε ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών μετά το PSI, έχοντας τη συναίνεση των Ε. Βενιζέλου και Α. Σαμαρά. Η άποψή μου ήταν ότι η απόφαση αυτή καθώς και η υλοποίησή της θα πρέπει να πραγματοποιηθεί από μία κυβέρνηση με νωπή εντολή από τους Ελληνες πολίτες. Ετσι, επιλέχθηκε να γίνει η προσωρινή ανακεφαλαιοποίηση που έλυσε προσωρινά αλλά κατά τρόπο αποτελεσματικό το πρόβλημα καθώς όλες οι τράπεζες είχαν αρνητικά ίδια κεφάλαια.

Η κυβέρνηση συνεργασίας Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ τροποποίησε τη νομοθεσία για την ανακεφαλαιοποίηση δίνοντας στους ιδιώτες μετόχους το δικαίωμα να διατηρήσουν τον έλεγχο των τραπεζών υπό την προϋπόθεση ότι θα κατέβαλαν το 10% του μετοχικού κεφαλαίου. Οι θεσμικοί δανειστές της χώρας μέσω αυτής της προϋπόθεσης για εκταμίευση επιδίωξαν να αποφευχθεί η κρατικοποίηση των τραπεζών, επιθυμία και των βασικών μετόχων των τραπεζών. Ετσι, το ΤΧΣ με την ανακεφαλαιοποίηση του 2013 δεν πήρε τον έλεγχο των τραπεζών.

Με την ανακεφαλαιοποίηση που έγινε το 2014 και στην οποία μετείχαν μόνο ιδιώτες το ΤΧΣ έχασε σημαντικό μέρος από το ποσό που είχε δώσει στις τράπεζες λόγω της διάχυσης της συμμετοχής του στο μετοχικό κεφάλαιο των τραπεζών. Το ΤΧΣ διέθεσε επίσης περίπου 13,5 δισ. ευρώ για να καλύψει το χρηματοδοτικό κενό τραπεζών που εξυγιάνθηκαν – εκκαθαρίστηκαν. Μέχρι το 2014 υπήρχε περιθώριο ανάκτησης των τοποθετήσεων του ΤΧΣ όπως προκύπτει από τα στοιχεία εκείνης της περιόδου.

Η πολιτική και οικονομική αβεβαιότητα, απόρροια της πολιτικής διαπραγματεύσεων της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ με τους θεσμούς, και η αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων εξαιτίας της στάσης πληρωμών από τους δανειολήπτες κατέστησαν αναγκαία το 2015 μια νέα ανακεφαλαιοποίηση. Ετσι, αποφεύχθηκε το κούρεμα των καταθέσεων όπως προέβλεπε η νέα κοινοτική οδηγία BRRD που τέθηκε σε εφαρμογή την 1/1/2016. Με την ανακεφαλαιοποίηση αυτή το ποσοστό συμμετοχής του ΤΧΣ στο μετοχικό κεφάλαιο διαχύθηκε και η αξία των μετοχών που είχε το ΤΧΣ από την πρώτη ανακεφαλαιοποίηση σχεδόν μηδενίστηκε. Το ΤΧΣ συμμετείχε στην ανακεφαλαιοποίηση αυτή με 5,5 δισ. από τα 25 δισ. που είχαν προβλεφθεί για την ανακεφαλαιοποίηση στο τρίτο μνημόνιο.

Εκτοτε το ΤΧΣ συμμετείχε ξανά (μαζί με ιδιώτες μετόχους) σε αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου των τραπεζών Πειραιώς και Αlpha το 2021, καθώς και στην ανακεφαλαιοποίηση της Attica Bank που πραγματοποιήθηκε σε δύο δόσεις το 2021 και το 2023. Το 2022 η κυβέρνηση της Ν.Δ. με νομοθετική πρωτοβουλία παρέτεινε την ημερομηνία λήξης του ΤΧΣ στο 2025 και προσέθεσε στον σκοπό του την αποεπένδυση.

Πρόσφατα το ΚΕΠΕ δημοσίευσε μια μελέτη με την οποία επιχείρησε να αποτιμήσει το όφελος ή το κόστος για τον Ελληνα φορολογούμενο από την αποεπένδυση που υλοποιεί το ΤΧΣ. Εκτίμησε ότι το κόστος είναι πολύ υψηλό ανερχόμενο σε πάνω από 40 δισ. ευρώ και πρότεινε να γίνει μια πιο λεπτομερής αξιολόγηση της προσπάθειας για την αναδιάρθρωση του τραπεζικού συστήματος.

Με αφορμή τη μελέτη αυτή και τις εκτιμήσεις που περιλαμβάνει υποστηρίχτηκε ότι το κόστος για το ΤΧΣ από τη συμμετοχή του στην αναδιάρθρωση των τραπεζών είναι μικρότερο. Το επιχείρημα είναι ότι οι τράπεζες είχαν ομόλογα του Δημοσίου και υποχρεώθηκαν να συμμετάσχουν στο PSI και να ανταλλάξουν τα κουρεμένα ομόλογα. Τότε έχασαν 37,7 δισ. και επομένως αυτό το ποσό που ζημίωσε τις τράπεζες και ωφέλησε το Δημόσιο θα πρέπει να συνυπολογιστεί στην ανάλυση κόστους οφέλους.

Αυτή όμως είναι μια λανθασμένη από νομικής σκοπιάς άποψη αλλά και από τη σκοπιά της πολιτικής οικονομίας. Νομικά γιατί μπορεί να εγείρει διεκδικήσεις από όσους πέραν των τραπεζών έχασαν από το PSI. Από τη σκοπιά της πολιτικής οικονομίας οδηγεί σε απαξίωση του ρόλου του PSI στη διασφάλιση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους. Επίσης, τα κεφάλαια που δόθηκαν στο ΤΧΣ περιλαμβάνονται στο δημόσιο χρέος. Αν η έξοδος από τις τράπεζες δεν αποδώσει τα ποσά που διατέθηκαν, το αντίστοιχο χρέος θα πρέπει να εξοφληθεί από άλλες πηγές και όχι για τον λόγο που δημιουργήθηκε. Η ανάληψη αυτού του χρέους από το Δημόσιο υπήρξε εξ αντικειμένου η επιλογή για να διασωθούν οι καταθέτες ώστε να μη ζήσει η χώρα την εμπειρία της Κύπρου και να διασφαλιστεί η χρηματοοικονομική σταθερότητα.

Για αυτό είναι αναγκαία μια συνολική αξιολόγηση που θα διαχωρίζει όμως την ανακεφαλαιοποίηση από την αναδιάρθρωση μέσω εξυγίανσης. Στην 1η περίπτωση τα ποσά κάλυψαν τις συσσωρευμένες ζημίες και ανακεφαλαιοποίησαν οιονεί βιώσιμες τράπεζες, έναντι των οποίων το ΤΧΣ πήρε μετοχές ή και μετατρέψιμο χρέος (CoCos). Στη 2η περίπτωση, τα ποσά δόθηκαν για την εξυγίανση τραπεζών και το κλείσιμο ή τη μεταβίβαση του υγιούς τμήματός τους. Το ΤΧΣ απέκτησε απαίτηση ως πιστωτής από τη διαδικασία εκκαθάρισης. Αποπληρώνεται δηλαδή από τα έσοδα από τη ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων, κυρίως μη εξυπηρετούμενων δανείων, των υπό εκκαθάριση τραπεζών.

Και στη συνέχεια να αναζητηθεί τι θα είχε προκύψει αν προσέφευγε η χώρα σε εναλλακτικές επιλογές που ακολούθησαν άλλες χώρες όπως ΗΠΑ, Η.Β. (UKFI), Ιρλανδία (ΝΑΜΑ), Ισπανία (FROB και SAREB). Προφανώς αυτή είναι μια δύσκολη αλλά χρήσιμη άσκηση για να δούμε αν με μια εναλλακτική επιλογή θα μπορούσε να είχε περιοριστεί η ζημιά. Για παράδειγμα, τι θα συνέβαινε αν είχε υιοθετηθεί η Bad Bank.

Μια άλλη επιλογή θα ήταν το ελληνικό Δημόσιο να δημιουργήσει ένα fund στο οποίο θα περνούσε μετά τη λήξη του ΤΧΣ τις μετοχές που θα είχε στη διάθεσή του με μόνο σκοπό το ετήσιο μέρισμα και τη διαχείριση των εναπομενουσών συμμετοχών, με κατάργηση του ΤΧΣ, άρση τυχόν veto rights και ελευθερία κινήσεων στις διοικήσεις, με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια.

Αυτή η αξιολόγηση με τις εναλλακτικές επιλογές ίσως μας δώσει την ευκαιρία να κατανοήσουμε και να διδαχθούμε από τα λάθη που έγιναν στην πολιτική για την αναδιάρθρωση του τραπεζικού συστήματος ώστε σε μια μελλοντική κρίση να τα αποφύγουμε προς όφελος των φορολογουμένων, των καταθετών αλλά και για να κάνουμε πιο ανθεκτική την οικονομία έχοντας ένα εύρωστο τραπεζικό σύστημα.

*Ο Φίλιππος Σαχινίδης είναι πρώην υπουργός Οικονομικών.

(Το άρθρο πρωτοδημοσιεύθηκε στην «Καθημερινή»)

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.