Τα χερια της Χαιδως (παραμυθι)

«κάθε μέρα ακούς τέτοια ένα σωρό»

Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα χωριό στην άκρη της χώρας ζούσε μια γυναίκα. Χάιδω την έλεγαν. Καλή γυναίκα, εργατική. Κι έξυπνη. Βιβλίαβέβαια δεν είχε. Δεν είχε βγάλει το Δημοτικό. Λίγα κολυβογράμματα είχε μάθει. Δεν ήξερε καλά καλά δυο αράδες να διαβάσει. Να βλέπει μόνο ήξερε. Και να σιωπά. Μια μέρα, άκουσε πρώτη φορά τη λέξη«χειραφέτηση». Τι σήμαινε δεν καταλάβαινε κι ούτε είχε λεξικά για να την ψάξει. Μα ούτε που νοιάστηκε κανείς να της μιλήσει, την ετυμολογία να της πει, το νόημα, την ιστορία, τον συμβολισμό της λέξης(«χειρ και αφίημι, χέρι κι αφήνω, δηλαδή»). Ίσως κι αν το ’κανε, να μην γροικούσε πάλι η Χάιδω. Αλλιώς τα ήξερε αυτή τα χέρια. Τι σχέση έχουνε με ετυμολογίες και συμβολισμούς; Τα χέρια απλά δουλεύουν. Ρίχνουν τα υλικά στην κατσαρόλα –απ’ τα οχτώ μαγείρευε για τους μεγάλους, που ’λειπαν ολημέρα στα χωράφια. Τα χέρια καθαρίζουν, ράβουν, πλένουν, σιδερώνουν. Αργότερα, στα δέκα, τα χέρια σκάβουν, οργώνουν, σκαλίζουν, σπέρνουν, μαζεύουν τον καρπό, στο ένα και μοναδικό χωράφι της οικογένειας, αυτό που θα έπαιρνε για προίκα, πλάι στη μεγάλη ρεματιά. Κι ύστερα τα χέρια γυρίζουν στο σπίτι να μαγειρέψουν, να καθαρίσουν, να ράψουν, να πλύνουν, να σιδερώσουν. Στο πατρικό της όλα αυτά, αλλά κι αργότερα, στα δεκαεφτά, στο σπίτι όπου της είπανε θα κατοικούσαν πια τα χέρια της, σ’ άλλο χωριό, μεγάλο, της περιοχής. Κι αυτά που θα’καναν τα χέρια της εκεί τα ίδια θα ’ταν. Πάλι θα φρόντιζαν. Θα μοίραζαν ακούραστα. Χέρια απλά. Απλόχερα. Μα που κι ασπίδα τώρα γίνονταν, σάρκινη, όταν τα βράδια άκουγε τον ήχο του κλειδιού στην πόρτα να γυρίζει, ασπίδα από χεράκια κουρασμένα, ξέπνοα στάχια που λυγούσε του Άντρα η ορμητική πνοή, ανάσα από φτηνό κρασί και φόβο. Χέρια που θα καθάριζαν μετά πληγές και θα ’κρυβαν τους μώλωπες, να μην τη δουν μελανιασμένη στη δουλειά της τα παιδιά, παιδιά δεν είχε, μα τους μαθητές, στο Λύκειο που καθάριζε, όλους παιδιά τα είχε –πόσο ξεκούραστα εκεί τα χέρια της σφουγγάριζαν ό,τι βρωμιά αφήναν πίσω τα παιδιά της. Κι έτσι περνούσαν οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια. Και τα χέρια της Χάιδως όλο και πιο αδύναμα, όλο και πιο ρυτιδιασμένα, συνέχιζαν αυτό που μόνο ήξεραν να κάνουν. Κι ήτανε μέρες που το κορμί της κατάμαυρο γινόταν απ’ τις μελανιές, να μοιάσει λες με την ψυχή που μέσα της με κόπο συγκρατούσε. Μια τέτοια μέρα, Χριστούγεννα πλησίαζαν, θυμήθηκε ένα παραμύθι παιδικό, για μια κοπέλα και τα μαυρισμένα χέρια της –όλη τη μέρα σκούπιζε τις στάχτες απ’ το τζάκι. Στο παραμύθι μέσα ήτανε και μια νονά, που την κοπέλα βοήθησε ν’ αλλάξει ρούχα, κι ύστερα έζησε αυτή καλά, κι ας έζησαν καλύτερα οι άλλοι.Θυμήθηκε τότε η Χάιδω τη δική της τη νονά, που επισκεπτόταν πού και πού το πατρικό της στο χωριό, από τα ξένα όπου είχε μετοικήσει. Κίνησε το λοιπό να πάει  και να τη βρει –ίσως της έδινε και αυτηνής καινούργια ρούχα. Κουράστηκε πολύ στο δρόμο, τόσο που ήθελε να φάει αυτή την πίτα που είχε φτιάξει, να πιει η ίδια το νερό που κουβαλούσε, κέρασμα ταπεινό για τη νονά. Δεν λύγισε όμως. Ήθελε τόσο να τη δει, να την κεράσει. Μα όταν, ώρες πολλές μετά, έμπαινε στου σπιτιού της την αυλή, κατάλαβε πως η νονά της έλειπε. Κάθισε λίγο, πήρε ανάσα, κρέμασε σ’ ένα δέντρο της αυλής το ταπεινό πεσκέσι, κι έφυγε. Περιπλανήθηκε ύστερα στους δρόμους και στα δάση γύρω απ’ το χωριό όπου είχε μεγαλώσει. Ποιος ξέρει τι σκεφτότανε; Ποιος ξέρει αν πείνασε ή αν δίψασε; Όταν σταμάτησε να ξαποστάσει απ’ το περπάτημα, ίσως σκεφτόταν τι σημαίνει «χειραφέτηση». Ίσως, αν κανείς με λόγια απλά της είχε εξηγήσει, η Χάιδω να’ νιωθε ότι αυτό που κάναν τώρα τα χεράκια της, ν’ αφήσουν απαλά τον κόμπο που είχε φτιάξει αδέξια με το σχοινί (το είχε πάρει αντίδωρο σαν έφευγε απ’ το σπίτι της νονάς), μπορεί να καταλάβαινε, λοιπόν, καθώς μέσα απ’ τις φυλλωσιές στερνοκοιτούσε το χωράφι τους, που προίκα πήρε, πλάι στη μεγάλη ρεματιά, ότι το άφημα αυτό έμοιαζε μα δεν ήτανχειραφέτηση.
 

«Άλλες πάλι αυτοκτόνησαν – κά-
          θε μέρα ακούς τέτοια ένα σωρό.
Οι πιο πολλές βέβαια κλάψαμε, χτυπηθήκαμε,
μα φροντίσαμε σύντομα να βρούμε έναν άλλον,
γιατί τα χρόνια περνάνε.»
Τ. Λειβαδίτης, «Καντάτα» (1960)

 

Σπύρος Κιοσσές είναι ποιητής και συγγραφέας. Πρόσφατοι τίτλοι βιβλίων του, η ποιητική συλλογή «Το κάτω κάτω της γραφής», Εκδόσεις Μελάνι, Αθήνα 2018 και η μελέτη «Εισαγωγή στη δημιουργική ανάγνωση και γραφή του πεζού λόγου  ̶ Η συμβολή της αφηγηματολογίας», Εκδόσεις Κριτική, Αθήνα 2018

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.