Ζντραβκα Εβτιμοβα, «Ζντραβετς»

Χριστουγεννιάτικο διήγημα της Ζντράβκα Εβτίμοβα

Μετάφραση: Χριστίνα Μάρκου, Μάρκος Αλμπάνης

Ο Ιγνάτιος είναι ξεροκέφαλος γίγαντας με αγύριστο κεφάλι και μυαλό δύσκαμπτο σαν μαντέμι. Μες στο κεφάλι του αντί για σκέψεις υπήρχε ροκανίδι – αυτά σκεφτόταν ο Ζντράβκο Ζίνοβ, επιχειρηματίας και γνωστό όνομα στον κλάδο της πληροφορικής, για τον υπάλληλό του Ιγνάτιο Πετρόβ, που μόλις απέλυσε. Αλαζονικός και κορδωμένος σαν το παγώνι, που δεν βλέπει πέρα από την εξάτμιση του πολυτελούς αυτοκινήτου του.

«Τα σκουριασμένα παλιά μηχανήματα γεννούν περισσότερες ιδέες από σένα», είχε δηλώσει ο Ζίνοβ καθώς τον απέλυε. Ο Ζίνοβ ήταν ο ιδιοκτήτης της εταιρίας «Νέντα σοφτ». Νέντα έλεγαν τη μοναχοκόρη του, το καμάρι του, την «τόλμη και τη γοητεία» του.

Ακριβώς δυο ώρες αφού υπέστη εκείνη τη συντριπτική προσβολή, ο απολυμένος από την εταιρία, σκληροκέφαλος Ιγνάτιος, ορκισμένος εργένης, ομορφάντρας και παρεξηγημένη ιδιοφυΐα της πληροφορικής, σε πείσμα όλων, πήρε και παντρεύτηκε. Εκτέλεσε το σχέδιό του μέσα σε πέντε μέρες. Πήρε και παντρεύτηκε τη Νέντα, τη μοναχοκόρη του κυρίου Ζντράβκο Ζίνοβ.

Η Νέντα ήταν μικρόσωμη, μια σταλιά κορίτσι, δούλευε νηπιαγωγός στον παιδικό σταθμό «Μινιόρτσε» . Δεν σου γέμιζε το μάτι, σιγά τη δασκάλα – σαν μπακιρένια δεκάρα ήταν, και ακόμη πιο μικρή, μισή δραχμή κεράκι. Λες και δεν περπατούσε, ήταν σαν ένα χρυσόχαρτο που το παρασέρνει το αεράκι. «Χρυσόχαρτο που κάποιος πέταξε στον δρόμο με την πρώτη ευκαιρία», σκέφτηκε ο Ιγνάτιος καθώς την είδε να βγαίνει από τον παιδικό σταθμό «Μινιόρτσε» την Παρασκευή.

Ο Ιγνάτιος ήταν ένας ύπουλος προγραμματιστής, παίχτης στη σκακιέρα της πληροφορικής, που είχε δώσει όρκο να μην παντρευτεί μέχρι τα 55 του. Εν ολίγοις, τύπος ιδιοφυής, ευφυής, που εξέπεμπε τη δική του λάμψη. Κι όμως, αυτήν την ευφυΐα, μαζί με την ιδιοφυΐα, την πέταξε έξω από τη «Νέντα σοφτ» ο αυτάρεσκος και ισχυρογνώμων Ζντράβκο Ζίνοβ, για να μην πούμε θρασύς και χαζός.

Ο Ιγνάτιος είχε αποφασίσει να του δείξει πόσα απίδια πιάνει ο σάκος. Ο απολυμένος κορυφαίος της πληροφορικής σταμάτησε τη μικροκαμωμένη δασκάλα και δήλωσε:

—Τι γυναίκα είσαι εσύ; Ο απολυμένος προγραμματιστής πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε: Σαν το χρυσόχαρτο με τύλιξες με τη γοητεία σου και έπαψα να αναπνέω. Και σοβαρολογώ, σήμερα είναι Παρασκευή, την άλλη Παρασκευή θα σε έχω παντρευτεί.

Η Νέντα κοίταξε τριγύρω μήπως αυτός ο πανύψηλος άντρας μιλούσε σε άλλη κοπέλα. Έκανε κρύο και ριπές παγωμένου αέρα χτυπούσαν τον δρόμο. Το χιόνι μεταμορφώθηκε σε ένα παχύ στρώμα πάγου. Δεν υπήρχε ψυχή μπροστά στο νηπιαγωγείο, μόνο καμιά δεκαριά αυτοκίνητα που είχαν μόλις μαζέψει τα τελευταία παιδιά της απογευματινής βάρδιας, όλα τους ατίθασα και ευτυχισμένα.

—Αν θέλεις, σε παντρεύομαι εδώ και τώρα. Έκανε πρόταση γάμου ο γίγαντας στη μικροκαμωμένη δασκάλα, η οποία άνετα θα χωρούσε στο ένα μπατζάκι του τζιν του.

Η Νέντα όμως είχε μικρό ανάστημα, αλλά μεγάλο θάρρος. Αυτές οι γυναίκες δεν σπαταλάν τον χρόνο τους σε άσκοπες κουβέντες, γι’ αυτό ούτε καν γύρισε να κοιτάξει τον γίγαντα, ούτε τον ρώτησε: «Σε μένα μιλάτε;». Προχώρησε με μικρά βηματάκια προς το κοντινό κατάστημα τροφίμων, εκεί όμως έκανε λάθος, γιατί μπορούσε να του πει: «Είμαι δεσμευμένη». Ούτε αυτό όμως θα την έσωζε, επειδή ο άνδρας με το μέγεθος του παιδικού σταθμού θα την προλάβαινε: «Δεν είσαι δεσμευμένη. Ξέρω καλά τον πατέρα σου».

Το «χρυσόχαρτο» έστρωσε το καπέλο στο κεφάλι της και πέρασε δίπλα, αποφεύγοντας τον μεγαλόσωμο κύριο.

—Ο πατέρας σου είναι συλλεκτικό κομμάτι…, άρχισε να μιλάει σιγανά ο γίγαντας, κάτι που δεν τον χαρακτήριζε, τόσο ψηλομύτης που ήταν. Παρόλο που δούλευα γι’ αυτόν, μου είπε ότι αντί για εγκέφαλο έχω ροκανίδι στο κεφάλι μου. Εγώ είμαι διακεκριμένος πληροφορικάριος και, όταν προσβάλεις έναν πληροφορικάριο, δεν γλιτώνεις εύκολα.

—Μα δεν σας ξέρω, κύριε! αντέδρασε η δασκάλα των όμορφων νηπίων του «Μινιόρτσε».

—Τόσο το καλύτερο! αναφώνησε το «τέρας» της πληροφορικής, καθώς πέρασε στον πληθυντικό χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Αν με γνωρίζατε, μάλλον δεν θα με παντρευόσασταν. Και πρόσθεσε: Εμένα ο πατέρας σας με απέλυσε.

Η κοπέλα, πολύ νέα ακόμη και μη καταξιωμένη παιδαγωγός, προειδοποίησε ότι θα καλέσει την αστυνομία, αλλά ο ψηλός αντιτάχθηκε ότι ούτε η αστυνομία ούτε ολόκληρη διμοιρία αλεξιπτωτιστών μπορούσαν να τον εμποδίσουν να την παντρευτεί. Έτσι επρόκειτο να εκδικηθεί εκείνο το γέρικο σκυλόψαρο, τον πατέρα της, τον Ζντράβκο Ζίνοβ.

Έκανε αφόρητο κρύο. Ο αέρας αποφάσισε να αποδείξει ότι δεν βρισκόταν άδικα εδώ και άρχισε να πετάει χιόνι στα πρόσωπά τους. Ο θεόρατος άνδρας ξαναέπιασε τον ενικό.

—Θα σε πάω αγκαλιά σπίτι σου. Θα σε κουβαλήσω με τα ίδια μου τα χέρια!

Το κορίτσι πήγε να πει: «Θα φωνάξω την αστυνομία», μα δεν φώναξε κανέναν.

Στην πόλη ελάχιστοι γνώριζαν ποιος ήταν αυτός ο «Απόλλωνας», από πού κατάγεται και τι καπνό φουμάρει. Ωστόσο ο Ιγνάτιος ήταν γνωστός ως ομορφάντρας. Πάρα την άσχημη απόλυση, παρέμενε ένας όμορφος άνδρας με φαρδιούς ώμους, καφέ μάτια και αν και ορκισμένος εργένης, παντρεύτηκε τη Νέντα ακριβώς τέσσερις μέρες αργότερα. Αλλά ο γάμος τους δεν ήταν για λίγο, όπως υπολόγιζε ο κορυφαίος κομπιουτεράς. Μετά από εννέα μήνες, η μικροκαμωμένη παιδαγωγός, που είχε φουσκώσει και ομορφύνει, περίμενε με αγωνία να γεννήσει κοριτσάκι.

Ο Ζντράβκο Ζίνοβ, ο ιδιοκτήτης της «Νέντα σοφτ», αρνήθηκε κατηγορηματικά να προσλάβει ξανά τον γαμπρό του, αλλά όταν έμαθε ότι η εγγονή του θα έρθει στον κόσμο τα Χριστούγεννα, σκέφτηκε: «Αυτό είναι σημάδι ότι το Σύμπαν που κάποιοι αποκαλούν Θεό, αποφάσισε να χαρίσει κάτι καλό σ’ εκείνον τον χαζό ορκισμένο εργένη, τον Ιγνάτιο (και το όνομα αλλόκοτο σαν τον άνθρωπο), που παντρεύτηκε από κακία, για να μου χαλάσει τη βολή και τη διάθεση, εμένα, του Ζντράβκο Ζίνοβ! Περίεργο πώς την κατάφερε τη Νέντα. Ήταν τόσο λογική κοπέλα. Πώς ξεγελάστηκε αυτό το κορίτσι και τον παντρεύτηκε! Αυτόν τον πανύψηλο βλάκα, βουτηγμένο στην αυθάδεια!»

Η Νέντα ήταν υπερβολικά ήσυχη. Ποιος θα πίστευε ότι μια τέτοια γυναίκα θα τύλιγε με τη γοητεία της αυτόν τον «κηφήνα» και θα κατακτούσε τις σκέψεις του. Και σιγά τις σκέψεις! Αυτός δεν ήταν άνθρωπος, ντουβάρι ήταν! Από την άλλη, πάλι καλά, γιατί αυτός ο «αργός επεξεργαστής» θα μπορούσε να γυρνάει με τις παλιές φιλενάδες του, χάρις στις οποίες είχε κερδίσει τη φήμη του Δον Ζουάν. Αντί γι’ αυτό, κάθε βράδυ με σακούλες γεμάτες ψώνια στα χέρια, γύριζε σπίτι στη Νέντα. Είχε και το συνήθειο να την κουβαλάει στα χέρια όταν χιόνιζε. Όλα μπορούσες να τα δεις σ’ αυτήν την πόλη. Μα να δεις ορκισμένο εργένη να κουβαλάει τη γυναίκα του αγκαλιά μέχρι τον παιδικό σταθμό όπου δούλευε, αυτό ήταν ένα άνευ προηγουμένου θέαμα για τα συγκεκριμένα γεωγραφικά μήκη και πλάτη.

Πώς τα έφερνε βόλτα το αντρόγυνο με τα λεφτά – ποιος ξέρει; Η Νέντα δεν έπαιρνε και πολλά από τον παιδικό σταθμό, ενώ ο ψηλός έφυγε από το υπέροχο Πέρνικ. Μετά την επαίσχυντη απόλυσή του, πήρε το λιγοστό μυαλό που διέθετε και πήγε να χτυπήσει την πόρτα κάποιου αφελή εργοδότη στη Σόφια. Όλα καλά, αλλά έλα που όχι μόνο τα Χριστούγεννα ήταν προ των πυλών, αλλά και οι μέρες που θα γεννιόταν η κόρη της Νέντας και του πληροφορικάριου.

Ο Ζντράβκο Ζίνοβ, που ήταν προγραμματιστής και υπεύθυνος άντρας, έστειλε 234 e-mails στην κόρη του. Της θύμισε πως περίμεναν πολλά χρόνια μέχρι να έρθει στη ζωή τους αυτή – το πιο όμορφο παιδί. Της θύμισε, επίσης, ότι όλο το σόι του γλεντοκοπούσε για τρεις εβδομάδες μετά τη γέννησή της. Έδωσε το όνομά της και σε μια εφαρμογή, την οποία ονόμασε «Νέντα». «Εγώ δεν έχω άλλη ελπίδα εκτός από σένα. Ήθελα να γίνεις προγραμματίστρια, σαν εμένα, εσύ όμως έγινες νηπιαγωγός, γιατί ακούσαμε τις ανοησίες της μάνας σου. Ξέρεις ότι είσαι το μοναχοπαίδι μου», έγραψε αυτός και μόλις στο 235ο e-mail έσκασε το παραμύθι: «Θέλω να δώσεις στην εγγονή μου το όνομά μου, Ζντράβκα. Πολύ το θέλω!»

Η Νέντα, που και στην προχωρημένη εγκυμοσύνη παρέμεινε μικρή στο σώμα αλλά μεγάλη σε πονηριά, έγραψε ένα και μοναδικό e-mail: «Εντάξει, πατέρα. Η εγγονή σου θα πάρει το όνομά σου».

Όταν μια γυναίκα γράψει ότι η κόρη της θα λέγεται Ζντράβκα, δεν υπάρχει περίπτωση το μωρό να πάρει άλλο όνομα, ο κόσμος να χαλάσει.

Ο γόης Ιγνάτιος, όμως, παρά την αργή ταχύτητα επεξεργασίας δεδομένων, δεν τσιμπούσε. Δεν συγχώρεσε ποτέ την απόλυσή του και δεν είχε πατήσει ούτε μια φορά στο σπίτι του πεθερού του Ζντράβκο Ζίνοβ. Η αλήθεια είναι ότι μερικές φορές κουβαλούσε στα χέρια –στην κυριολεξία– την έγκυο γυναικούλα του, χαρίζοντας δωρεάν διασκέδαση στους περαστικούς: ο άνδρας γερανός και η γυναίκα του αυγό ορτυκιού. Αλλά ένα ήταν το μόνο σίγουρο: ο γίγαντας δεν είχε πατήσει το πόδι του στο σπίτι του πεθερού του και ακόμη δεν είχε μεθύσει μαζί του. Γιατί άραγε;

—Το παιδί μας θα λέγεται Ζντράβκα, δήλωσε κοφτά η Νέντα. Θα του δώσουμε το όνομα του πατέρα μου Ζντράβκο.
—Αν δεν ήμουν εγώ να σε πάρω, δεν υπήρχε περίπτωση να παντρευτείς, επειδή δεν φαίνεσαι από τη γη. Και να ξέρεις ότι σε καμιά περίπτωση και για κανέναν λόγο δεν θα δώσω στο παιδί μου το όνομα ενός κουφιοκέφαλου πεθερού. Ό,τι άλλο θες, αλλά αυτό όχι!
Η Νέντα χαμογέλασε γλυκά – πώς αλλιώς θα έκανε εκείνο τον μπουνταλά να την κουβαλάει στα χέρια, για να μη μουσκέψει τα παπούτσια της. Μετά το γλυκό χαμόγελο η Νέντα είπε:

—Καλά, Ιγνάτιε, εσύ είσαι έξυπνος άνδρας. Συμφωνείς να της δώσουμε όνομα λουλουδιού; Περιμένουμε τη μικρή μας γύρω στα Χριστούγεννα. Μακάρι να τη γεννήσω στην πιο φωτεινή γιορτή. Όνομα λουλουδιού, τι λες;
Ο αγαθός γίγαντας συλλογίστηκε όσο μπορούσε να συλλογιστεί και συμφώνησε.

—Καλά, πες κάποιο λουλούδι και το όνομα είναι έτοιμο.
—Θα σου προτείνω, λόγω και των ημερών, να φερθούμε σαν τον Άη Βασίλη.
—Καλά, καλά…, τη διέκοψε ο φιλόσοφος της οκάς. Αλλά η Νέντα ξανά τον τύλιξε με το χρυσόχαρτο του χαμόγελού της και αυτός ρώτησε:
—Καλά ντε, για πες, τι κάνει ο Άγιος Βασίλης, για να διαλέξουμε και εμείς όνομα λουλουδιού;
—Εεεε! γέλασε η μικροκαμωμένη Νέντα που ήταν τέρας εφευρετικότητας· αλλιώς πώς θα τη δεχόταν να δουλέψει στον παιδικό σταθμό «Μινιόρτσε»; Να, λοιπόν, τι κάνει ο Άγιος Βασίλης: μία παράδοση λέει ότι ο άγιος στέκεται μπροστά από γλάστρες με λουλούδια. Αυτός παίρνει μια ξύλινη κουτάλα, στέκεται ακίνητος χωρίς να κοιτάξει πίσω και πετάει την κουτάλα πάνω από τον ώμο του. Σε όποιο λουλούδι πέσει η κουτάλα, αυτό το όνομα παίρνει το νεογέννητο κοριτσάκι και γίνεται πολύ όμορφο.
—Όμορφο, γιατί θα μοιάζει σε μένα, πείσμωσε ο γίγαντας.
—Εδώ δεν μιλάμε για ομορφιά, αλλά για επιλογή ονόματος, διευκρίνισε ήρεμα η Νέντα. Θέλεις, αγάπη μου, εσύ να πετάξεις την κουτάλα πάνω από τον ώμο σου και να διαλέξεις με αυτόν τον χριστουγεννιάτικο τρόπο το όνομα της μικρής;
—Όλο μυαλό μου δίνεις εμένα, που σε έχω στο τσεπάκι, τόνισε ο ψηλός.
Σ’ αυτό το σημείο η Νέντα σώπασε και σκέφτηκε. Αν περιμέναν από τον πενιχρό μισθό της, το νεογέννητο σίγουρα θα έμενε δίχως πάνες, ακόμη από τη δεύτερη μέρα της ζωής του.

Ο ορκισμένος εργένης, όμως, παρατήρησε τα σύννεφα στο πρόσωπο της γυναίκας του και στο τέλος δέχθηκε. Όπως και να ’χει, σε ένα συμφώνησαν: ο κούκλος άνδρας με την ατσαλένια δύναμη θα εξασφάλιζε την ξύλινη κουτάλα από το κατάστημα «Όλα ένα ευρώ». Η Νέντα, από την άλλη, ανέλαβε να εξασφαλίσει τα λουλούδια.

Ο μελλοντικός μπαμπάς έφυγε στη δουλειά του, προκειμένου να επιλύσει τους γρίφους της πληροφορικής. Και τότε στο σπίτι άρχισε έντονη δραστηριότητα. Όλες οι δασκάλες από τον παιδικό σταθμό «Μινιόρτσε», αντί για πάνες, άρχισαν να κουβαλούν στο διαμέρισμα του νεαρού ανδρόγυνου γλάστρες με γεράνια. Τις παρήγγειλαν διαδικτυακά. Στην επιχείρηση συμμετείχαν ακόμη η μητέρα της Νέντας, η πεθερά της, τα δεύτερα ξαδέρφια της, οι συμφοιτήτριές της από το Παιδαγωγικό, καθώς και οι γειτόνισσες από την πολυκατοικία.

Μετά από μόλις 38 λεπτά το πάτωμα του σαλονιού –και σιγά το σαλόνι, δηλαδή, ας γελάσω– γέμισε γλάστρες με γεράνια. Μεγάλες γλάστρες, μικρές γλάστρες, πλαστικά κεσεδάκια από γιαούρτι – όλα μόνο με γεράνι και κανένα άλλο λουλούδι. Γεράνια με υπέροχο ζωηρό πράσινο χρώμα. Η Παραμονή Χριστουγέννων έφθασε όμορφη και καταπράσινη με τα υπέροχα φύλλα γερανιού. Ακριβώς στις 6 μ.μ., έκανε την εμφάνισή του στο σπίτι ο «ηλεκτρονικός επεξεργαστής» Ιγνάτιος. Η ταχύτητα των ποδιών του ήταν σίγουρα μεγαλύτερη από αυτήν της σκέψης του.

—Γεια σου, αγάπη μου! τον χαιρέτησε η μικροκαμωμένη Νέντα, μεγαλύτερη τώρα με το μωρό που περίμενε να γεννηθεί από ώρα σε ώρα. Έπρεπε οπωσδήποτε να βρουν ένα ωραίο όνομα για το παιδί.
—Αφού αγόρασες την ξύλινη κουτάλα, έλα τώρα να τη ρίξεις πάνω από τον ώμο σου, αγάπη μου. Αλλά μην κοιτάξεις τα λουλούδια, δεν κάνει!
Ο πελώριος χαμογέλασε. Με την πλάτη γυρισμένη στη γεμάτη γεράνια σάλα, άρπαξε την ξύλινη κουτάλα με τη χερούκλα του και φώναξε:

—Αγάπη μου, την πετάω!
—Πέτα την, πέτα την!
Ο μορφονιός πέταξε την κουτάλα και ρώτησε:

—Έτοιμο;
—Ναι, εντάξει. Τώρα μπορείς να γυρίσεις.
Ο τεράστιος άνδρας γύρισε και τι να δει! Όλο το απλόχωρο σαλόνι –ας μην κοροϊδευόμαστε, ήταν ένα δωμάτιο στενό σαν διάδρομος– ήταν καλυμμένο με όλων των μεγεθών γλάστρες, μικρές και μεγάλες. Και μόνο με γεράνι μέσα. Φουντωτό και πράσινο!

—Η κουτάλα έπεσε σε γεράνι! Το παιδί θα το λένε Ζντράβκα, αναφώνησε η Νέντα.
—Όχι και πάλι όχι! Το παιδί δεν θα πάρει το όνομα του παλαβού του πατέρα σου! Σε καμιά περίπτωση, ο κόσμος να χαλάσει!
—Μα η κουτάλα έπεσε σε γεράνι! ψιθύρισε η Νέντα και εκείνη τη στιγμή διπλώθηκε στα δυο από τον πόνο.
Την επομένη, ανημέρα των Χριστουγέννων, το μεσημέρι, γεννήθηκε μια μικρή και λεπτοκαμωμένη δεσποινίδα – όμορφη σαν τον ήλιο και το φεγγάρι μαζί! Ο Ιγνάτιος, αν και δυο μέτρα άνδρας, δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς – με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, η κουτάλα είχε πέσει σε γεράνι. Είχε δώσει τον αντρίκιο λόγο του και ονόμασε την κόρη του Ζντράβκα.

Τότε κατέφθασε ο πεθερός του Ζντράβκο Ζίνοβ. Αγκάλιασε τον γαμπρό του και είπε:

—Συγγνώμη, συγχώρεσέ με, έκανα λάθος! και οι δυο άνδρες για πρώτη φορά ήπιαν και μέθυσαν μαζί.

—Άξιος! Πανέμορφο παιδάκι! είπε ο γέρος πληροφορικάριος στον νέο πληροφορικάριο νέας γενιάς. Σε παραδέχομαι!

Πόσο όμορφα, πόσο φωτεινά ήταν όλα, με το μωρό να κλαίει μέσα στην κούνια του. Όλα έμοιαζαν τόσο ωραία, σχεδόν απίθανα!

Ακριβώς τότε στο σπίτι τους ήρθαν τα Χριστούγεννα.

Και ήταν πανέμορφα!

Τα ομορφότερα Χριστούγεννα!

Η Ζντράβκα Εβτίμοβα είναι διάσημη συγγραφέας και μεταφράστρια και ανήκει στους πλέον αναγνωρισμένους εκπροσώπους της σύγχρονης βουλγαρικής πεζογραφίας. Γεννήθηκε το 1959 στην πόλη Πέρνικ της Βουλγαρίας, σπούδασε αγγλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Βελίκο Τάρνοβο και ειδικεύτηκε στη λογοτεχνική μετάφραση στο Σεντ Λούις του Μιζούρι των ΗΠΑ. Γράφει στα βουλγαρικά, αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και ρωσικά. Τα διηγήματα και τα μυθιστορήματά της εκδόθηκαν και βραβεύτηκαν σε πολλές χώρες του κόσμου, όπως ΗΠΑ, Βρετανία, Καναδά, Ελλάδα, Ισραήλ, Κίνα κ.α. Η ίδια αποκαλεί τον εαυτό της, αστειευόμενη, «συγγραφέα του τρένου», καθώς πολλές από τις ιστορίες της γεννιούνται στο τρένο Πέρνικ – Σόφια –οι πόλεις όπου βρίσκονται το σπίτι και η δουλειά της ως μεταφράστρια.  Έχει μεταφράσει περισσότερα από 25 μυθιστορήματα Άγγλων, Αμερικανών και Καναδών συγγραφέων στα βουλγαρικά, καθώς και έργα Βούλγαρων συγγραφέων στα αγγλικά. Το 2015, το διήγημά της “Blood” συμπεριλήφθηκε στα σχολικά βιβλία της αγγλικής γλώσσας του λυκείου στη Δανία, ενώ από το 2019 το ίδιο διήγημα συγκαταλέγεται στα προτεινόμενα κείμενα για τη διδασκαλία της λογοτεχνίας στα λύκεια των ΗΠΑ.

*Η Χριστίνα Μάρκου είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Βουλγαρικής Γλώσσας και Φιλολογίας στο Τμήμα Γλώσσας Φιλολογίας και Πολιτισμού Παρευξεινίων Χωρών του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης. O Mάρκος Αλμπάνης είναι απόφοιτος του ιδίου Τμήματος και Μέλος ΕΤΕΠ του Τμήματος Νομικής του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.