Βικη Τριανταφυλλια,* «Τα ποιηματα του Π. Αργυροπουλου ειναι ο,τι ανασυρει απο το απυθμενο της ανθρωπινης ψυχης»

Παναγιώτης Αργυρόπουλος, «Εμπύρετη Επιμονή», εκδ. Ρώμη, Θεσσαλονίκη 2017, σ. 58

Θα προτιμούσα σήμερα να ακούγαμε μόνο τα ποιήματα του Παναγιώτη Αργυρόπουλου, πίνοντας και συζητώντας, αλλά, αφού συνηθίζουμε σε ανάλογες βραδιές να λέμε ίσως ό,τι ο ποιητής ποτέ δεν σκέφτηκε, θα το αποτολμήσω χωρίς να τον κοιτάζω και με την ελπίδα πως κάποια στιγμή θα μου ξαναμιλήσει.

Η ταυτότητά του γράφει: Παναγιώτης Αργυρόπουλος γεννημένος στον Πύργο Τριφυλίας. Σε μένα, όμως, πριν συστηθεί έτσι, έδωσε το χέρι μέσα από την όμορφη ποιητική συλλογή του, την «Εμπύρετη Επιμονή» του, ως καταρράκτης ονείρων, που μιλάει, όπως ομολογεί και ο ίδιος, τρεις γλώσσες: τη μητρική, την ονειρική και αυτήν της σιωπής, την πιο δύσκολη απ’ όλες, και τις τρεις με την ίδια φλογερή αγάπη και την ίδια μεθυστική για μας γοητεία.

Θα ξεκινήσω από τη σχέση του με τη γλώσσα του ονείρου, αφού στα 13 από τα 53 ποιήματα της συλλογής, το όνειρο είναι παρόν· άλλοτε αυτούσιο, άλλοτε μεταμφιεσμένο σε παραμύθι κι άλλοτε ως ένα βελούδινο ψέμα, και τον δικό του λόγο, τον άσαρκο και ψευδαισθησιακό, αρθρώνει ο ποιητής, κοπιάζοντας να διατηρήσει ενεργές τις γέφυρες μεταξύ φυσικού και ψυχικού κόσμου. Ο ίδιος το γνωρίζει βιωματικά, πως τις περισσότερες φορές για όλους μας αλλού κοιτάει το σώμα μας κι αλλού η ψυχή μας. Κατανοεί, όμως, πως το πιο ξένο είναι τελικά και το πιο οικείο, που φωλιάζει στα σπλάχνα του ανθρώπου μακριά από τη συνείδησή του. Έτσι, τα ποιήματα του Π. Αργυρόπουλου είναι ό,τι ανασύρει από το απύθμενο της ανθρώπινης ψυχής. Με τη διαίσθηση του ποιητικού λόγου βουτάει στις μεγάλες θάλασσες, πρώτα στη μόνωση, στον μέσα του ωκεανό, για να βγάλει ζωντανό –παρά το αλμυρό νερό που έχει καταπιεί– τον άνθρωπο του καιρού μας, τον άνθρωπο παντός καιρού. Κάθε φορά που «τον καταπίνει μια κινούμενη θλίψη», όπως γράφει, «κωπηλατεί ηλιαχτίδες». Κάθε φορά που η πραγματικότητα τον απειλεί με λιμοκτονία ή με αφυδάτωση «πίνει όνειρα και τρέφεται με ξηρά τροφή, με κροκέτες ελπίδας». Κι αφού συμφωνεί πως είμαστε αυτό που τρώμε, αυτοπροσδιορίζεται ως ένας ελπίζων και χάρη σ’ αυτό ως ένας επιζών. Όταν ο κόσμος χάνει την ετυμολογική του γοητεία ως οργάνωση, στολίδι, ομορφιά, ο ποιητής «ντύνεται ζεστά όνειρα» και, προστατευμένος πια, αφήνεται να τον χτυπούν οι ελλείψεις, οι απουσίες, η συμπλοκή με τον χρόνο, η μοιραία συνάντηση με τη φθορά – Αλίκη του γερασμένου παραμυθιού. Και στο όνειρο είναι που αφήνει την προσδοκία μιας νικηφόρας ψευδαίσθησης, όταν η πίκρα γίνεται κατακάθι στο φλυτζάνι του.

Είναι κάποια πρωινά που, όπως γράφει, «σηκώνεται με πόνους σε αρθρώσεις και όνειρα», μα το ξέρει πως και πάλι το όνειρο θα κεράσει, αφού η πραγματικότητα είναι υπερχρεωμένη από τα διαρκή του ελλείμματα.

Συχνά-πυκνά τον εκνευρίζει το όνειρο, με την επίμονη λαχτάρα του να ξεπορτίσει και να ζήσει σε άλλες θερμοκρασίες.

ΟΝΕΙΡΟ ΑΠΑΙΤΗΤΙΚΟ

Λύσσαξες όνειρο

να σε βγάλω έξω

απ’ της ψυχής τη θερμοκοιτίδα

να εισπνεύσεις καθαρή πραγματικότητα.

Τι κατάλαβες;

Δεν ήξερες

πως σε πραγματικές συνθήκες θα πεθάνεις;[1]

«Πόσο μ’ αρέσουν οι λέξεις του Παναγιώτη, όταν δεν χαρίζονται στη συμπόνια»

Κατανοεί, όμως, σε άλλο ποίημα και την ομοφυλοφιλία του ονείρου, όταν, κατά το όμοιος ομοίω, ερωτεύεται ένα άλλο όνειρο, μιας που η πραγματικότητα είναι γκρινιάρα και απαιτητική και αρνείται να του χαρίσει παιδιά, με τον φόβο ότι μπορεί να του μοιάσουν κι έτσι να διαιωνιστεί η ουτοπία.

Πόσο μ’ αρέσουν οι λέξεις του Παναγιώτη, όταν δεν χαρίζονται στη συμπόνια, όταν τις επιστρατεύει για να αποκαθηλώσει την ψευτοασφάλειά του, να αυτοακυρωθεί ως επενδυτής ονείρων και να αυτομαστιγωθεί για την ατολμία του να κρύβεται στην κουβέρτα τους, αντί να χυθεί σαν θρασύ φύλλο στην πραγματικότητα και να τον τραβήξει όπου αυτή θέλει

Πόσο μ’ αρέσουν οι λέξεις του Παναγιώτη, όταν δεν χαρίζονται στη συμπόνια, όταν τις επιστρατεύει για να αποκαθηλώσει την ψευτοασφάλειά του, να αυτοακυρωθεί ως επενδυτής ονείρων και να αυτομαστιγωθεί για την ατολμία του να κρύβεται στην κουβέρτα τους, αντί να χυθεί σαν θρασύ φύλλο στην πραγματικότητα και να τον τραβήξει όπου αυτή θέλει!

Τελικά, αν συμφωνήσουμε με τον Φρόυντ ότι το παιδικό παιχνίδι είναι όνειρο ξυπνητό, που στην εφηβεία γίνεται φαντασίωση, θα δούμε ότι ο ποιητής Π.Α. είναι αιώνιο παιδί και έφηβος μαζί. Και ταυτόχρονα –ερμηνευτική αδεία όλες μας οι αυθαιρεσίες παίρνουν συγχωροχάρτι στην ποίηση– ένας υπέργηρος που νιώθει στον σβέρκο του την ανάσα του θανάτου, αφού στη μακρά ζωή του απειλήθηκε από χορό δαιμόνων. Τι κάνει εν τέλει ο ποιητής με τους δαίμονές του; Τους ξορκίζει με το όνειρο; Την απάντηση τη δίνει έξυπνα μια αμερικανίδα συγγραφέας, η Τζένη Όφιλ: Ένας άνθρωπος, μας λέει, βλέπει τρομερά όνειρα. Τον καταδιώκει πάντα ένας δαίμονας. Ζητάει βοήθεια από έναν ψυχοθεραπευτή. Εκείνος του λέει ότι πρέπει να αντιμετωπίσει τον δαίμονά του, αλλιώς δεν θα απαλλαγεί. Ορκίζεται ότι θα το κάνει, αλλά κάθε νύχτα στα όνειρά του τρέχει να ξεφύγει. Στο τέλος καταφέρνει να τον σταματήσει. Στρέφεται και κοιτάζει κατάματα τον δαίμονα. «Γιατί με καταδιώκεις;» τον ρωτάει. Κι ο δαίμονας λέει: «δεν ξέρω, δικό σου είναι το όνειρο».

«Ο έρωτας, άλλο κυρίαρχο θέμα της συγκεκριμένης συλλογής»

Κι επειδή δικό του είναι το όνειρο, γι’ αυτό ακριβώς ο Π.Α. το κάνει ό,τι θέλει και με αυτό ξορκίζει το αιωνίως πεινασμένο τρωκτικό της ψυχής και του σώματος, τον έρωτα – άλλο κυρίαρχο θέμα της συγκεκριμένης συλλογής. Με αυτόν μας υποδέχεται στην «Εμπύρετη» συλλογή ποιημάτων του, γράφοντας ως μότο «Όταν  πίνεις τον έρωτα ανόθευτο, δε φοβάσαι τη μέθη, φοβάσαι τον εθισμό». Φαντάζομαι ότι εννοεί κάθε είδους έρωτα, από και προς κάθε κύτταρο του σύμπαντος και του χάους. Ο Παναγιώτης με σύμμαχο την εσωτερική ακοή αφουγκράζεται την κάθε ανάσα του έρωτα, και στις στιγμές της βαθιάς χαλαρωτικής εισπνοής και στις στιγμές της αγχογόνου δύσπνοιας.

Θα μπορούσα να μιλάω μέχρι αύριο για όσα με συγκίνησαν, με τυράννησαν, με ενθάρρυναν, με γαλήνεψαν, όσο διάβαζα ξανά και ξανά τα ποιήματα της “Εμπύρετης Επιμονής”, προσεγγίζοντας και τον τρόπο με τον οποίον ο ποιητής ακουμπά στα σύγχρονα προβλήματα, στην τεχνολογική μοναξιά, λόγου χάρη, ή στη μετανάστευση, δείχνοντάς μας τους ομιχλώδεις καιρούς μας

Ο έρωτας για τον Π.Α. στο ποίημα «Ο Επικηρυγμένος» είναι ένας καριερίστας θαυματοποιός, που ξεκινά τη δουλειά του ανασταίνοντας την ιδέα ψυχή. Στο ποίημα «Χαρτί δυσλεξίας» είναι ένας ευφυής δυσλεκτικός, που λόγω εγκεφαλικής ιδιαιτερότητας μεταγράφει τα λάθη σε πάθη και το φιλί σε φυγή, που δεν ξέρει πού να βάλει τελεία, αλλά παραμένει αριστούχος στη σχολή των αισθήσεων χάρη στην ανόητη επιείκεια του θολωμένου μυαλού μας. Άλλοτε είναι ένας κακομοίρης κατάδικος στο κελί της ρουτίνας ή ένας πεισματάρης αρνητής της ήττας, όταν χάνει τα φτερά του. Σε στιγμές απελπισμένης αποδόμησης του έρωτα, η ποιητική ματιά τον βλέπει σαν έναν κακοπληρωτή νοικάρη της ψυχής. Δεν της αποδίδει τα τροφεία ούτε τα πορθμεία για τον προσωπικό Άδη στον οποίον την καταδικάζει.

Έπειτα είναι και ο άλλος: ο έρωτας των πραγμάτων, όπως αυτός του ποιήματος «Αρρωστημένη σχέση», ένα ταβάνι που ερωτεύεται το μεθυσμένο βλέμμα και χαμηλώνει, ο έρωτας για τη σκιά, για το αβέβαιο της ζωής, ο έρωτας παγοθραυστικό του ουρανού, που μας βγάζει κατευθείαν στα αστέρια. Είναι και ο έρωτας ο νυχτόβιος αλήτης, που ποθεί τη μέρα, καθόλου υποψιασμένος για τις δολοφονικές της τάσεις. Κι εδώ ο ποιητής μάς κλείνει το μάτι, υπονοώντας πως όλοι ψάχνουμε στον έρωτα το φως, τον γελαστό, αισιόδοξο εαυτό μας, ανίδεοι για το μεγαλείο του σκότους που μας σαρκάζει, ψιθυρίζοντάς μας υποχθόνια πως, αν ο έρωτας δεν ήταν ερεβώδης, θα ήταν παιδική χαρά.

ΠΕΡΙΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ

Έρωτα

.ρωτα

..ωτα

…τα

….αααα!

Όλα τα περιέχει αυτή η λέξη μέσα της

προστακτικές απορίες

που μένουν αναπάντητες

ελαττωματική ακοή με σπασμένα τύμπανα

που δεν αντιλαμβάνεται τα τύμπανα της ήττας

οριστικό άρθρο για να βρίσκει

το πάθος τον δρόμο του

σαν πολλαπλασιάζεται

κι ένα γεμάτο επιφώνημα

σαν ύστατη εκπνοή του ωραίου.[2]

«Με κάθε λέξη του μας επιβάλλεται η σιωπή ως αναγκαία συνθήκη για να αφουγκραστούμε τον εαυτό μας»

Κι έρχομαι τώρα στις άλλες δύο γλώσσες που φροντίζει στοργικά ο Παναγιώτης, τη μητρική κι αυτήν της σιωπής. Η μια είναι το alter ego της άλλης. Με κάθε λέξη του μας επιβάλλεται η σιωπή ως αναγκαία συνθήκη για να αφουγκραστούμε τον εαυτό μας και όλες του οι σιωπές ξεχύνουν μέσα μας μια λάβα από λέξεις.

Ο λόγος του εκρηκτικός στον χειρισμό των αντιθέσεων, που για μένα είναι τα δομικά υλικά της ποιητικής του κοσμογονίας: αλήθεια – ψέμα, γνώση – άγνοια, απόλυτο – σχετικό, γήρας – νιότη, πτώση – εκτίναξη, χώμα – ουρανός. Λόγος ευρηματικός, της τόλμης και της περισυλλογής στο ζωντάνεμα των αφηρημένων εννοιών, με μη αναμενόμενους προσδιορισμούς: τρικυμισμένο ανυπόφορο, σπατάλη αισιοδοξίας, περιπλανώμενη σιωπή (η λήθη και η συνήθεια έμπειρες νοσηλεύτριες του χρόνου), κατακράτηση ανθρώπινων ελπίδων, ανταγωνίστριες βιομηχανίες σφαλμάτων, τελευταίες υποσχέσεις χελιδονιών.

Ζεστός, τρυφερός, της ενσυναίσθησης λόγος, όταν ακουμπά στα πάθη με την αρχαιοελληνική τους σημασία, αυτή των συναισθημάτων. Και, κυρίως, όταν ακουμπά στο πιο αρχέγονο και σπηλαιώδες συναίσθημα, τον φόβο. Σαν άλλος Άμλετ, τραγικά συνειδητοποιεί ότι ο φόβος μάς ταράζει τη θέληση. Η φύση μάς κάνει όλους δειλούς, δεν μας έδωσε μια λειτουργία θανάτου, δεν έχει όργανο για το άγνωστο. Οι λέξεις του αγωνιωδώς σαλεύουν μέσα σ’ ένα δάσος από σκιάχτρα: τον χρόνο, την απώλεια, τη λήθη, τη συνήθεια, τη ματαιότητα, ακόμα και τον έρωτα, την πιο εθιστική εξαρτησιογόνα ουσία. Κι αποκτούν το βάθος μιας στωικής αυτογνωσίας, όταν ο ποιητής αυτοαναγνωρίζεται ως ένα «πολυκύτταρο τίποτα», γιατί έχει πια εξοικειωθεί με τη σκόνη και βλέπει πόσο κοντά είναι όλα με τίποτα και όλοι με κανέναν.

Τελικά, είναι του σκότους ο κόσμος της «Εμπύρετης Επιμονής» του Π.Α.; Για μένα όχι. Ένα σωρό πυγολαμπίδες αναβοσβήνουν χοροπηδώντας μέσα του, αλλά το πιο θαλερό φως το έχουν δύο: η μία είναι η ίδια η ποίηση –είναι αυτοαναφορικά αρκετά ποιήματα–, η άλλη είναι το χιούμορ, ως μεταλλαγμένη ηχώ του δράματος, για να δανειστώ την άποψη του Γιάννη Ξανθούλη. Η ποίηση για τον Παναγιώτη είναι η μάνα που αγωνιά και περιθάλπει το πληγωμένο βλαστάρι της.

ΠΡΩΤΕΣ ΒΟΗΘΕΙΕΣ

Ποίηση είναι η δαγκωνιά

που ρίχνει η ψυχή στον φόβο

ή ο φόβος στην ψυχή.

Δεν ξέρω.

Εγώ απλώς σκουπίζω

με τη λευκή σελίδα το αίμα.[3]

Γίνεται αλήθεια ό,τι δηλαδή καταργεί τη λήθη και που το σερβίρει ο ποιητής «σε λευκή πορσελάνη», όπως λέει, ως κύριο πιάτο σε πεινασμένες ψυχές. Είναι, ταυτόχρονα, και η μεγαλύτερη υποκρίτρια.

ΚΡΥΜΜΕΝΗ ΠΡΟΘΕΣΗ

Δεν είχα την πρόθεση

απολογήθηκε η ποίηση

κοιτώντας τους τραυματισμένους αναγνώστες.

Όχι σε μένα αυτά
 της ψιθύρισε ο ποιητής

και τράβηξε επιδέξια απ’ το στόμα της

την κρυμμένη πρόθεση.

Οι δυο μας μιλάμε τώρα

αγαπητή προσ-ποίηση.[4]

Είναι αυτή που, με εσκεμμένα λάθη, κάνει την πληγή να μοιάζει με πηγή, παρά το γεγονός ότι στη μέση της σποράς τού πετάει μια απουσία έμπνευσης και τον αφήνει πάλι χωρίς σοδειά.

«Με τη δική του επιθετική ειλικρίνεια ζητά από τη ματιά να απογαλακτιστεί από την ψυχή»

Κι έπειτα το χιούμορ του. Το στραβό χαμόγελο, με το οποίο ο Παναγιώτης αφαιρεί της εξουσίας το σκήπτρο απ’ τον χρόνο στο ποίημα «Απατεώνας γιατρός». Με τη δική του επιθετική ειλικρίνεια ζητά από τη ματιά να απογαλακτιστεί από την ψυχή και να ξεχυθεί στον κόσμο αυτοκινούμενη. Με του χιούμορ πάλι τον πικρό καγχασμό τραβά φτερά και πούπουλα από τον έρωτα και τον γειώνει. Με τη δική του αστεία συγκατάβαση στη δύναμη της αλήθειας αμφισβητεί την ιδιότητά του ως γεννήτορα των ίδιων του των ποιημάτων, αφού αναφέρει σε ένα του ποίημα: «Δεν έχω θέμα ν’ αναγνωρίσω αυτό το ποίημα, αλλά καλού-κακού ας γίνει τεστ πατρότητας».

Θα μπορούσα να μιλάω μέχρι αύριο για όσα με συγκίνησαν, με τυράννησαν, με ενθάρρυναν, με γαλήνεψαν, όσο διάβαζα ξανά και ξανά τα ποιήματα της «Εμπύρετης Επιμονής», προσεγγίζοντας και τον τρόπο με τον οποίον ο ποιητής ακουμπά στα σύγχρονα προβλήματα, στην τεχνολογική μοναξιά, λόγου χάρη, ή στη μετανάστευση, δείχνοντάς μας τους ομιχλώδεις καιρούς μας.

Το μαγικό, όμως, με την ποίηση είναι ότι καθενός μας η ψυχή βρίσκει μέσα της τη δική της γωνιά. Γι’ αυτό, τελειώνω εδώ, δηλώνοντας μόνο, πως στο ανοιχτό στον χρόνο ερώτημα που υποβάλλει ο Χαίντερλιν «Κι οι ποιητές τι χρειάζονται σε τόσο θλιβερούς καιρούς;», εγώ βρήκα μια απάντηση στο τελευταίο ποίημα της συλλογής, μιας που αναφέρθηκα στους σκοτεινούς καιρούς μας.      

ΥΓΙΕΙΝΗ ΖΩΗ

[…]

Ένα ποίημα κι ο απόηχος

από δυο τρία χαμόγελα

μου σιδερώνουν τη νέα ρυτίδα.

Από παλιά ειδικεύονταν

η τέχνη και η αγάπη στο λίφτινγκ.

Ψεκάζω εισπνοές προσευχής

επάνω στο μαξιλάρι.

Συνταγή του θεού για καλό ύπνο.

[…].[5]

*Η Βίκη Τριανταφυλλιά είναι φιλόλογος. Το κείμενο είναι η ομιλία της στην εκδήλωση παρουσίασης των βιβλίων του Παναγιώτη Αργυρόπουλου, «Ασυγκράτητα που είναι τα όνειρα όταν μεθύσουν» (εκδ. Μανδραγόρας, 2007), «Στα χνάρια των μύθων» (εκδ. Γαβριηλίδης, 2011) και «Εμπύρετη Επιμονή» (εκδ. Ρώμη, 2017), που πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη 3 Μαΐου 2023, στο καφέ Gecko, από τις εκδόσεις Ρώμη και Μανδραγόρας, το Δημοκρίτειο Βιβλιοπωλείο και τον «Παρατηρητή της Θράκης». Οι μεσότιτλοι προστέθηκαν για διευκόλυνση της ανάγνωσης.

Μπορείτε να βρείτε το ρεπορτάζ της παρουσίασης εδώ.


[1] Παναγιώτης Αργυρόπουλος, «Εμπύρετη Επιμονή», εκδ. Ρώμη, Θεσσαλονίκη 2017, σ. 21.

[2] Ό.π., σ. 19.

[3] Ό.π., σ. 11.

[4] Ό.π., σ. 25.

[5] Ό.π., σ. 53.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.