Τι μας μαθαινει ενα γατακι

Σκέψεις με αφορμή το διήγημα «Το γατάκι» από τη δεύτερη έκδοση συλλογής διηγημάτων του Βασίλη Τσιαμπούση, Να σ’ αγαπάει η ζωή, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2006

Του Δημήτρη Βλάχου*

Στη Λούνα και τη Λητώ που έφυγαν

και στον Νέμο, τον Ρίκο, την Αϊντα και τη Ρίτα που είναι τώρα κοντά μας

Μπορεί ένα γατάκι να οδηγήσει σε παραίτηση έναν αντιδήμαρχο, να προκαλέσει έμφραγμα σε εργοδηγό της δημαρχίας, κρίση υπογλυκαιμίας και ξυλοδαρμό ζωόφιλου ακτιβιστή, συλλήψεις αυτοφώρου, απειλές εκατέρωθεν μηνύσεων, κινητοποίηση αστυνομίας, εισαγγελική παρέμβαση, παρέμβαση μητροπολίτη, ύβρεις και διαπληκτισμούς μεταξύ πολιτών, πικετοφορίες, κινητοποίηση δημοσιογράφων και βραδινές εκπομπές αφιερωμένες σ’ αυτό; Μπορεί ένα γατάκι που σκαρφάλωσε στο μεγαλύτερο πλατάνι του κήπου της πόλης και δεν κατεβαίνει να έχει δημιουργήσει μείζον πολιτικό πρόβλημα στην τοπική αυτοδιοίκηση και να απειλεί σοβαρά την υγεία και την ασφάλεια πολιτών και των οικογενειών τους; Και εν κατακλείδι, μπορεί αυτό το γατάκι που ξαφνικά εμφανίστηκε προκαλώντας όλη αυτή την αναστάτωση σε πρόσωπα και οικογένειες, στο τέλος να εξαφανίζεται το ίδιο ξαφνικά, αποκαλύπτοντας όλη τη σαθρότητα του οικοδομήματος μιας επαρχιακής πολιτικής κοινωνίας;

«Έχω δει πολλές φορές μια γάτα χωρίς χαμόγελο, αλλά ποτέ χαμόγελο χωρίς γάτα», σχολίαζε η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων τη συνήθεια της γάτας του Τσεσάϊρ να εξαφανίζεται αφήνοντας πίσω της το χαιρέκακο χαμόγελό της (L. Carroll, Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων & Μέσα απ’ τον καθρέφτη, εκδ. Printa, Αθήνα 2009, σελ. 81). Και το γατάκι του Βασίλη Τσιαμπούση στο ομώνυμο διήγημά του από τη συλλογή Να σ’ αγαπάει η ζωή, εκδ. Πάτακη, 20062, εμφανίζεται στην αρχή και εξαφανίζεται ξαφνικά στο τέλος, σαν να άφηνε πίσω του ένα ειρωνικό και αινιγματικό χαμόγελο ως απάντηση ερώτημά μας «μα τι είναι ο άνθρωπος στις σχέσεις του με τους άλλους μέσα στην κοινωνία;». Από αυτή την άποψη «Το γατάκι» του Βασίλη Τσιαμπούση αποτελεί μια παραδειγματική λογοτεχνική αποτύπωση του πολιτικού φαινομένου στη μικροκλίμακα της επαρχιακής πόλης. Πρόκειται για μια αληθοφανή αφήγηση που δείχνει ότι οι προσωπικές μας επιλογές και συμπεριφορές, ακόμη και αν αφορούν τα μικρά και ασήμαντα όπως η εμφάνιση και η εξαφάνιση ενός γατιού, συνυφαίνονται στενά τόσο μεταξύ τους όσο και με την πολιτική ζωή γενικότερα, ώστε να προκαλούνται γεγονότα κοινωνικά και πολιτικά, σε επάλληλους κύκλους, που δοκιμάζουν τις αντοχές τις δικές μας και της κοινωνίας μας στο σύνολό της.

Ας τα πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά. Η υπόθεση του διηγήματος είναι απλή και αφορά ένα συμβάν εξαιρετικά συνηθισμένο. Ένα γατάκι ανέβηκε σε ένα ψηλό δέντρο του δημοτικού πάρκου, δεν μπορεί ή φοβάται να κατέβει και νιαουρίζει επίμονα, προκαλώντας το ενδιαφέρον ευαισθητοποιημένων πολιτών οι οποίοι απευθύνονται στις δημοτικές αρχές, και συγκεκριμένα στον αντιδήμαρχο, υπεύθυνο για τεχνικά θέματα, που είναι και ο πάσχων ήρωας του διηγήματος. Το συμβάν είναι κοινότοπο και δεν αξίζει να προκαλέσει το ενδιαφέρον μας, θα πει κάποιος. Πολύ σωστά, θα απαντούσαμε, όμως άλλο πράγμα το συμβάν και άλλο η αφήγησή του συμβάντος και η ερμηνεία του. Γιατί η αφήγηση του συμβάντος είναι συγχρόνως και η ερμηνεία του. Ο Νίτσε, με τη σειρά του, θα εξωθούσε αυτή τη διαπίστωση στα άκρα με το φιλοσοφικό του αξίωμα «δεν υπάρχουν γεγονότα παρά μόνο ερμηνείες». Κι εδώ αρχίζει η δουλειά του λογοτέχνη Βασίλη Τσιαμπούση που μεταποιεί, δηλαδή ερμηνεύει χάρη στη μυθοπλασία του, ένα ασήμαντο γεγονός σε μια συναρπαστική αφήγηση με ψυχολογικό, φιλοσοφικό και πολιτικό βάθος, όπως θα δείξω στη συνέχεια.

Ναι, ένα γατάκι που δεν κατεβαίνει από ένα δέντρο μπορεί να προκαλέσει μείζονα πολιτική κρίση στην τοπική αυτοδιοίκηση και να απειλήσει την υγεία και την ασφάλεια πολιτών και των οικογενειών τους! Αυτή είναι η απάντηση στα αρχικά ερωτήματά μας που δίνει «Το γατάκι» του Βασίλη Τσιαμπούση. Μα πώς συμβαίνει αυτό, θα ρωτήσετε. Και χωρίς να σκεφτείτε θα βιαστείτε να απαντήσετε αμέσως και σχεδόν μηχανικά πως αυτά που διαβάζουμε στο διήγημα είναι παραμύθια, που μπορεί να γίνονται διασκεδαστικές αφηγήσεις, αλλά δεν συμβαίνουν στην πραγματική ζωή. Αυτά συμβαίνουν μόνο στη λογοτεχνία, θα πείτε! Ένα γατάκι δεν μπορεί να προκαλέσει ανατροπή στη ζωή ατόμων, οικογενειών και πολιτικών κοινωνιών! Αυτό λέει η κοινή λογική και η συνήθης εμπειρία. Όμως η επιστήμη και η φιλοσοφία λένε ότι στη ζωή συμβαίνουν κάποιες φορές γεγονότα που δεν εξηγούνται με την κοινή λογική ούτε εμπίπτουν στη σφαίρα της συνήθους εμπειρίας μας. Απλά συμβαίνουν. Και αν τα παρατηρήσουμε χωρίς προκαταλήψεις και χωρίς τη συνηθισμένη πνευματική νωθρότητα και τον εφησυχασμό που δείχνουμε στην καθημερινότητά μας, τότε αυτά τα μικρά και ασήμαντα συμβάντα που αφηγείται η λογοτεχνία παράγουν νόημα και διδαχή.

Πόσο πιθανό είναι ένα γατάκι που δεν κατεβαίνει από το πλατάνι του δημοτικού κήπου να αναστατώσει τη ζωή ατόμων, οικογενειών και μιας κοινωνίας ολόκληρης; Η κβαντομηχανική έχει απάντηση επί του θέματος. Σύμφωνα λοιπόν με τη θεωρία της κβαντικής φυσικής, και η ελάχιστη πιθανότητα να συμβεί κάτι, όσο ασυνήθιστο και παράλογο και αν φαίνεται αυτό, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και δεν πρέπει να αποκλείεται. Γιατί, αν δεν υπάρχει φυσικός νόμος που να απαγορεύει να συμβεί κάτι, τότε αυτό έχει ήδη συμβεί, συμβαίνει κάπου τώρα ή θα συμβεί αναγκαστικά. Συμβαίνει ή θα συμβεί κάπου στον δικό μας κόσμο ή σε έναν άλλο παράλληλο που δεν τον γνωρίζουμε. Και εδώ η αφηγηματική δεξιοτεχνία του Βασίλη Τσιαμπούση μας δίνει ένα τουλάχιστον παράδειγμα στον παράλληλο αληθοφανή κόσμο της λογοτεχνίας, όπου η ελάχιστη πιθανότητα γίνεται πραγματικότητα. Και επίσης, μη βιάζεστε να γελάσετε, γιατί αυτό που κάποτε ήταν μόνο φιλοσοφική θεωρία (για παράδειγμα η ατομική θεωρία του Δημόκριτου) ή λογοτεχνία επιστημονικής φαντασίας σήμερα έχει γίνει επιστήμη θεωρητική και εφαρμοσμένη.

Κατά τη νευτώνεια φυσική η πιο σύντομη διαδρομή από το σημείο Α στο σημείο Β είναι η πιο πιθανή, αυτή που συμβαίνει συνήθως, και λέγεται κλασική διαδρομή. Το γατάκι ανέβηκε στο πλατάνι. Θα το κατεβάσουν ή θα κατεβεί μόνο του. Ή θα το ξεχάσουν. Θα είναι σαν να μην υπάρχει. Αυτό συμβαίνει συνήθως με τα γατάκια που ανεβαίνουν στα δέντρα. Κατεβαίνουν ή τα κατεβάζουν ή τα ξεχνούν. Δεν παραιτείται ο αντιδήμαρχος. Δεν γίνονται διαδηλώσεις ούτε συλλήψεις. Δεν παρεμβαίνουν ο μητροπολίτης, ο εισαγγελέας, ο αστυνομικός διευθυντής. Δεν κινητοποιούνται τα ΜΜΕ. Δεν παθαίνει έμφραγμα ο εργοδηγός της τεχνικής υπηρεσίες του Δήμου και δεν βγαίνουν στο φως οι κομπίνες του δημάρχου. Η πιο σύντομη διαδρομή, η κλασική διαδρομή της νευτώνειας φυσικής, είναι αυτή που συμβαίνει συνήθως.

Ο Ρίτσαρντ Φέινμαν όμως, βραβείο Νόμπελ Φυσικής στα 1965, χρησιμοποιώντας ισχυρές μαθηματικές μεθόδους έδειξε ότι η νευτώνεια διαδρομή είναι μεν η πιο πιθανή, αλλά όχι και η μόνη. Κι έτσι διατύπωσε το ολοκλήρωμα διαδρομής που πήρε το όνομά του, «ολοκλήρωμα διαδρομής του Φέινμαν», σύμφωνα με το οποίο πρέπει κανείς να σκεφτεί όλες τις πιθανές διαδρομές που συνδέουν τα δύο σημεία Α και Β. Δηλαδή, με άλλα λόγια πρέπει, σύμφωνα με την κβαντική θεωρία των πιθανοτήτων του Φέινμαν, να σκεφτείτε όλες τις πιθανές διαδρομές για να κατέβει το γατάκι από το πλατάνι, ακόμη κι αν σε μία από αυτές συμβαίνουν όλα αυτά τα ασυνήθιστα και παράδοξα που μας αφηγείται ο Βασίλης Τσιαμπούσης. Γιατί, όπως είπαμε, για την κβαντομηχανική ό,τι δεν είναι απαγορευμένο από κάποιο φυσικό νόμο συμβαίνει αναγκαστικά. Αν περιμένουμε αρκετά, κάποια στιγμή θα συμβεί αυτό το ασυνήθιστο λόγω των κβαντικών φαινομένων και των διακυμάνσεων. Και από αυτή την άποψη όλα όσα γράφει ο Τσιαμπούσης στο διήγημά του δεν είναι απλά αληθοφανή, αλλά είναι δυνατόν και να συμβούν στην πραγματική ζωή. Γιατί δεν υπάρχει κανένας φυσικός νόμος που να τα απαγορεύει.

Ο Βασίλης Τσιαμπούσης σπούδασε βέβαια πολιτικός μηχανικός, αλλά το λογοτεχνικό του τάλαντο, όπως αποκαλύπτεται και σ’ αυτό το διήγημά του, τον φέρνει πολύ κοντά στην κβαντομηχανική χωρίς να το ξέρει και ο ίδιος. Και αυτό συμβαίνει διότι το αληθοφανές της λογοτεχνικής αφήγησης, όπου όλα συμβαίνουν «κατά το εικός και το αναγκαίον» του Αριστοτέλη, δεν είναι τίποτε άλλο από την εφαρμογή του «αθροίσματος διαδρομών του Φέινμαν» που περιγράφει παράλληλους κόσμους στους οποίους συμβαίνει το ελάχιστα πιθανό[1].

Και ποια είναι η συμβολή του ανθρώπινου παράγοντα στο να συμβεί το ελάχιστα πιθανό; Διότι εκείνο που προκαλεί όλη αυτή την αναστάτωση στο διήγημα φυσικά και δεν είναι το ίδιο το γατάκι αλλά οι επιλογές, οι συμπεριφορές και οι πράξεις των ανθρώπινων χαρακτήρων με αφορμή το γατάκι. Εδώ ο Βασίλης Τσιαμπούσης δίνει εν σμικρώ με εξαιρετική απλότητα και σαφήνεια την παθολογία της πολιτικής κοινωνίας. Στη συναρπαστική του αφήγηση βλέπουμε το προσωπικό συμφέρον, την ιδιοτέλεια, τη μνησικακία, την καχυποψία, τη σύγχυση, τον εγωισμό και τα άλλα ανθρώπινα πάθη να οδηγούν σε ασυνεννοησία και συγκρούσεις. Η αιτία της παθογένειας της πολιτικής κοινωνίας στη μικροκλίμακα της τοπικής αυτοδιοίκησης ανάγεται στη βάση της, δηλαδή στα ελαττώματα, στα τραύματα και στον χαρακτήρα του κάθε ατόμου, και συνακόλουθα στις σχέσεις των πολιτών μεταξύ τους. Και μιλάμε για μια επαρχιακή πόλη όπου οι σχέσεις είναι προσωπικές και όλοι γνωρίζουν όλους ή νομίζουν ότι τους γνωρίζουν. Δεν μιλάμε για μια απρόσωπη κυβέρνηση που κυβερνά από απόσταση πολυάνθρωπες κοινωνίες ατόμων που δεν γνωρίζονται μεταξύ τους. Άνθρωπος της εμπειρίας ο Βασίλης Τσιαμπούσης και όχι των αφηρημένων διανοητικών σχημάτων, παρατηρεί συμπεριφορές των ανθρώπων και τις καταγράφει με πιστότητα. Όλα ξεκινούν από τη βάση, από την παιδεία και τη συμπεριφορά του καθενός απλού πολίτη στην καθημερινότητά του.

Και η ανθρωπολογία του Βασίλη Τσιαμπούση, όπως φανερώνεται στους χαρακτήρες του διηγήματος, δεν είναι αισιόδοξη στην αφετηρία της. Οι χαρακτήρες του διηγήματος είναι πληγωμένοι άνθρωποι που οι πληγές τους τροφοδοτούν την έλλειψη εμπιστοσύνης και συνεννόησης με τον συνάνθρωπό τους. Θέλεις ο εγωισμός τους, θέλεις οι ταπεινώσεις που έχουν υποστεί και οι συμβιβασμοί που έχουν εξαναγκαστεί να κάνουν, θέλεις τα προσωπικά και οικογενειακά τους προβλήματα και η επιπολαιότητα, όλα αυτά κρατούν ανοιχτή την πληγή τους, κλειστή την καρδιά τους και θολώνουν την κρίση τους. Και σχεδόν οι περισσότεροι, έχουν καλές προθέσεις, αλλά η σύγχυση στην οποία βρίσκονται δεν τους επιτρέπει τη συνεννόηση και τη συνεργασία. Είναι αδύνατον να επικοινωνήσουν και όλες οι προσπάθειές τους φέρνουν αντίθετα αποτελέσματα.

Ο αντιδήμαρχος, άνθρωπος καλών προθέσεων με διάθεση προσφοράς στον Δήμο του, βρίσκεται σε διάσταση με τη σύζυγό του όχι γιατί είχε παράπονα σε βάρος της, αλλά γιατί «έτσι τα έφερε η κακιά στιγμή», όπως ισχυρίζεται, και έτυχε να έχουν έναν αψυχολόγητο καυγά. «Οι πιο σημαντικές επιλογές της ζωής μας συνήθως καθορίζονται από στιγμιαίες αποφάσεις. Κι αυτά που φέρνει το λεπτό καμιά φορά δεν μπορεί να τα ανατρέψει ούτε ολόκληρο το σύμπαν», λέει στην κόρη του ο αντιδήμαρχος και καθησυχάζει μ’ αυτή την παρατήρηση τη συνείδησή του για την ευθύνη της συμπεριφοράς του (σελ. 19) . Κατά βάθος όμως γνωρίζει ότι φταίει ο μίζερος χαρακτήρας του και η απάθειά του, αλλά προτιμά να το ξεχνά. Έτσι, κάθε προσπάθειά του, στα λόγια, να λυθεί η παρεξήγηση ανάμεσα σ’ αυτόν και τη γυναίκα του, μεγαλώνει ακόμη περισσότερο την απόσταση που τους χωρίζει. Και φυσικά αναφέρει στην κόρη του ότι η αιτία που καθυστερεί το ταξίδι για την επανασύνδεση με τη γυναίκα του είναι το γατάκι που ανέβηκε στο πλατάνι και δεν μπορούν να το κατεβάσουν. Και έλεγε αλήθεια. Και ήταν ειλικρινής όταν το έλεγε αυτό. Το γατάκι φαινόταν να τον καθυστερεί. Δεν είχε σκεφτεί να επινοήσει την ιστορία με το γατάκι ως πρόφαση ματαίωσης του ταξιδιού του. Ωστόσο, και στην περίπτωσή του ισχύει αυτό που είπε και ο Παπαδιαμάντης στη Φόνισσά του: «Ήτο αληθές, άλλως, ότι δεν το είχε σκεφθή. Πλην υπάρχει υποκρισία και εν τη ειλικρινεία…». Και η υποκρισία του αντιδημάρχου βρίσκεται στο ότι δεν έχει καμία διάθεση να αλλάξει ζωή και συμπεριφορά. Συνήθισε, όπως λέει και η κόρη του γι’ αυτόν «να κατασκευάζει γύρω του ένα περιβάλλον θλίψης κι έπειτα να στριφογυρίζει μέσα σ’ αυτό…» (σελ. 18). Υπάρχει υποκρισία και εν τη ειλικρινεία… Ο Τσιαμπούσης επιβεβαιώνει την ανθρωπολογία του Παπαδιαμάντη για τον άνθρωπο που έχει καλές προθέσεις αλλά ο υπέρμετρος εγωισμός του θολώνει την κρίση του.

Και οι άλλοι χαρακτήρες του διηγήματος έχουν τα τραύματά τους, με αποτέλεσμα η καλή τους πρόθεση να «σώσουν» το γατάκι να τους οδηγεί σε ασυνεννοησία, απογοήτευση, σύγκρουση. Ο Παπαδόπουλος, σακχαροδιαβητικός που έχει χάσει και το παιδί του, είναι ο ζωόφιλος του διηγήματος που με την επιθετική του συμπεριφορά και την καχυποψία του δυσκολεύει το έργο της διάσωσης αντί να το διευκολύνει, ενώ συγχρόνως θέτει σε κίνδυνο και την ίδια του την υγεία. Ο Σίμος πάλι, υπάλληλος τεχνικών υπηρεσιών του Δήμου, με καλή πρόθεση κι αυτός, προσφέρεται να βοηθήσει τον αντιδήμαρχο στη διάσωση, αλλά ο ευέξαπτος χαρακτήρας και η απερισκεψία του να απειλήσει τον δήμαρχο για τις ατασθαλίες του, οδηγούν τον ίδιο τον Σίμο με έμφραγμα στο νοσοκομείο, για να επιβεβαιωθεί έτσι η προφητεία του: «Όταν μαλώνουν τα βουβάλια, την πληρώνουν τα βατράχια» (σελ. 47). Ο ίδιος πιστεύει ότι είναι βατράχι που το ποδοπατούν οι ισχυροί, όπως ο δήμαρχος και οι αντίπαλοί του. Και έτσι η προφητεία του άτυχου και με καλές προθέσεις Σίμου επαληθεύεται με το έμφραγμα που υπέστη, γιατί τελικά φαίνεται να προτιμάμε να πάθουμε αυτό που νομίζουμε ότι είμαστε, παρά να αλλάξουμε την ιδέα που έχουμε για τον εαυτό μας.

Τελικά, όλοι οι χαρακτήρες του διηγήματος βρίσκονται σε σύγχυση. Έχουν καλές προθέσεις και νομίζουν ότι σκέφτονται και πράττουν σωστά, και η αμοιβή τους γι’ αυτό είναι η ματαίωση και η απογοήτευση. Γιατί άραγε; Εδώ ο Βασίλης Τσιαμπούσης ακολουθεί την πλατωνική φιλοσοφία για την πολιτική κοινωνία στην οποία ζούμε. Όπως στην πλατωνική αλληγορία του σπηλαίου (Πλάτωνος, Πολιτεία, 514a–517a) οι άνθρωποι, έχοντας γεννηθεί μέσα στο σκοτεινό σπήλαιο που φωτίζεται μόνο από τη λάμψη μιας φωτιάς και βλέποντας στα τοιχώματα της σπηλιάς τις σκιές των αντικειμένων και των ανθρώπων τις εκλαμβάνουν για πραγματικούς ανθρώπους και αντικείμενα, έτσι και οι χαρακτήρες στο διήγημα του Βασίλη Τσιαμπούση νομίζουν ότι αυτό που κάνουν είναι το σωστό. Ενώ μιλούν για ανθρωπιά, για εντιμότητα, για χρηστή διοίκηση, για δικαιοσύνη, για σεβασμό και προστασία της ζωής ακόμη και των ζώων, στην πραγματικότητα βλέπουν και μιλούν για τη σκιά της ανθρωπιάς, την εντιμότητας, της δικαιοσύνης και του σεβασμού της ζωής ανθρώπων και ζώων. Ενδιαφέρονται μόνο να επιβάλουν τη δική τους άποψη που τη θεωρούν ως τη μοναδική αλήθεια. Ζουν μέσα στο σκοτάδι της προσωπικής τους άποψης, όπως θα έλεγε ο Πλάτωνας (δόξα: προσωπική άποψη, υποκειμενική γνώμη), και θεωρώντας τη ως αλήθεια μάχονται μεταξύ τους, συγκρούονται και πληγώνουν τους άλλους και τους εαυτούς τους. Αυτή είναι η πολιτική κοινωνία την οποία σκιαγραφεί ο Βασίλης Τσιαμπούσης με «Το γατάκι» του. Αυτή είναι η κοινωνία μας.

Και τι πρέπει να γίνει για να βγούμε από αυτό το σπήλαιο των σκιών και της ασυνεννοησίας, για να ζήσουμε μέσα σε μια πολιτισμένη κοινωνία σαν άνθρωποι με αμοιβαία κατανόηση; Και πώς μπορούμε να συνεννοηθούμε μεταξύ μας για να λύσουμε απλά προβλήματα, όπως το γατάκι που δεν μπορεί να κατέβει από το δέντρο, αλλά και πιο σύνθετα κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα;

Το γατάκι στο διήγημα του Βασίλη Τσιαμπούση κατέβηκε από το δέντρο και εξαφανίστηκε. Η τρικυμία στην επαρχιακή πόλη φαίνεται προσώρας να κόπασε. Και ο αντιδήμαρχος έχει έτοιμη την καινούρια δικαιολογία για να αναβάλει πάλι το ταξίδι επανασύνδεσης με τη γυναίκα του. Το επόμενο Σαββατοκύριακο θα είναι από τους βασικούς εισηγητές σε διημερίδα του Δήμου και δεν μπορεί να ταξιδέψει. Αυτό είπε στην κόρη του και είναι αλήθεια. Δεν είναι δικαιολογία. Είναι πάλι ειλικρινής, όπως πάντα. Και υποκριτής, όπως πάντα. Και τι γίνεται, λοιπόν, στην περίπτωση αυτή όπου δεν φαίνεται να αλλάζει τίποτε στη συμπεριφορά μας; Υπάρχει κάποια ελπίδα σωτηρίας;

Ναι, υπάρχει! Και αυτή βρίσκεται στα λόγια της κόρης του αντιδημάρχου που κλείνουν το διήγημα μετά τις δικαιολογίες του πατέρα της ότι το γατάκι έφταιγε που δεν ήρθε στην Αθήνα για να συναντήσει τη γυναίκα και την κόρη του. Το γατάκι που δεν μπορούσαν να το κατεβάσουνε από το πλατάνι… «Εντάξει, μπαμπά», του λέει απογοητευμένη και συνεχίζει: «Εγώ, όπως και να ’χει σ’ αγαπώ. Κλείνω όμως τώρα το τηλέφωνο, για να μην πληρώνουμε τζάμπα μονάδες…». Εδώ με αυτή την καταληκτική φράση ο Βασίλης Τσιαμπούσης ανοίγει αθόρυβα και διακριτικά μια χαραμάδα για να περάσει το φως της ελπίδας – εξόδου από το σπήλαιο των σκιών και τη ασυνεννοησίας των ανθρώπων. «Εγώ, όπως και να ’χει σ’ αγαπώ», λέει η κόρη στον πατέρα. Η άνευ όρων αγάπη είναι η μοναδική ελπίδα σωτηρίας για τον άνθρωπο και την κοινωνία.  «Αν αγαπούσαμε θα ’σπαζε ο κύκλος,/ θα κλείναμε τα βλέφαρα μια στιγμή./Αλλά δεν μπορούμε ν’ αγαπήσουμε.», είπε σε απαισιόδοξο τόνο και ο Σεφέρης στις «Σημειώσεις για μια εβδομάδα/ Τετάρτη».

Η μόνη ελπίδα να αλλάξει συμπεριφορά ο άνθρωπος είναι η απροϋπόθετη αγάπη στο πρόσωπό του. Και αυτό εξαρτάται από εμάς. Αν μπορούσαμε να τον αγαπήσουμε, «όπως και να ’χει», χωρίς όρους και προϋποθέσεις, όπως η κόρη τον πατέρα της σ’ αυτό το διήγημα του Βασίλη Τσιαμπούση, «τότε θα ’σπαζε ο κύκλος» της καχυποψίας και της ασυνεννοησίας που μας εγκλωβίζει στην επανάληψη του γνώριμου παλιού εαυτού. Κι έτσι ενώ το διήγημα του Βασίλη Τσιαμπούση είναι απαισιόδοξο στην αφετηρία και την ανάπτυξή του, κλείνοντας γίνεται αισιόδοξο στην προοπτική του. Αν μπορούσαμε ν’ αγαπήσουμε…

*Ο Δημήτρης Βλάχος είναι Φιλόλογος – συγγραφέας, τέως σχολικός σύμβουλος φιλολόγων Ροδόπης


[1] Ενδεικτική βιβλιογραφία σχετικά: Michio Kaku, Παράλληλοι κόσμοι, εκδ. Τραυλός, 2005. Jorge Cham, Daniel Whiteson, Δεν έχουμε ιδέα / Ένας οδηγός για το άγνωστο Σύμπαν, μτφρ. Νίκος Αποστολόπουλος, Επιμέλεια Γιάννης Παπαδόγγονας, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2020. Nicholas A. Christakis και James H. Fowler, Συνδεδεμένοι / Η εκπληκτική δύναμη των κοινωνικών δικτύων και πώς αυτά διαμορφώνουν τη ζωή μας, εκδ. Κάτοπτρο, 2009.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.