Βικη Τριανταφυλλια: «Οι λεξεις του Κ. Δρουγαλα ειναι της φωτιας, κυηματα της τολμης»

Κώστας Δρουγαλάς, «Από πού έρχεται η νύχτα; Διηγήματα», εκδ. Παρατηρητής της Θράκης, Κομοτηνή 2022, σ. 192

«Τα βιβλία που διαβάζω βρίσκονται περισσότερο μέσα στο σώμα μου παρά στο κεφάλι μου». Ξεκίνησα παραφράζοντας ελαφρώς τον σπουδαίο Αμερικανό συγγραφέα P. Auster. Μου ταιριάζουν τα λόγια του. Έτσι κι αλλιώς, πιστεύω ότι οι λέξεις ανήκουν σε όλους μας και μόνο οι συγκεκριμένοι συνδυασμοί τους έχουν γεννήτορες, πόσο μάλλον οι φιλοτεχνημένοι με λογοτεχνικό μεράκι, γούστο και –συχνά ευτυχώς– με θράσος. Αλλά κι αυτοί, μόλις ενηλικιωθούν, εγκαταλείπουν την οικογενειακή στέγη και παίρνουν τους δρόμους για να μας συναντήσουν. Καθώς, λοιπόν, τα βιβλία που διαβάζουμε βρίσκονται μέσα μας, στα καλά από αυτά το σώμα μας αντιδρά, όπως στο καλό κρασί· αρχικά ζεσταίνεται, μετά χαλαρώνει και, στο τέλος, κλαίει γοερά ή γελάει με βρόντο. Ξεφεύγει, πάντως, απ’ το χλιαρό, που –νομίζω– ότι μόνο στην περίπτωση της φαρυγγίτιδας κάνει καλό! Ένα δυνατό, καλό κρασί είναι το βιβλίο του Κ. Δρουγαλά, που έτσι και το ανοίξεις, δεν θα σταματήσεις στα δύο ποτηράκια. Θα πιείς όλο το μπουκάλι μεμιάς, κι… ο Θεός Βοηθός, γιατί τα συναισθήματα που εγείρει δεν δείχνουν έλεος.

Όσο για μένα, σε σχέση με τα βιβλία που διαβάζω, παθαίνω το εξής: τα χωρίζω αυτομάτως, ενστικτωδώς, μετά τις πρώτες σελίδες της χειραψίας μου μαζί τους, σε όσα με κάνουν να αναφωνήσω: «Επιτέλους!» κι αυτό το επιφώνημα του ενθουσιασμού μου το σημειώνω –εκτός απ’ την ψυχή μου– στην πρώτη σελίδα μετά το εξώφυλλο και σ’ εκείνα που τη συγκεκριμένη σελίδα τη στιγματίζει ένα «γιατί», ενίοτε ενισχυμένο ως «Γιατί, Θεέ μου;».

Μπορείτε τώρα, θαρρώ, να φανταστείτε τι σημείωσα όχι μόνο στην πρώτη, αλλά και σε κάθε σελίδα, από τις σχεδόν διακόσιες της συλλογής διηγημάτων του Κ. Δρουγαλά. Και πόσο ωραίο ήταν το χαμόγελο που σχηματίστηκε στα χείλη, όταν, ξαναδιαβάζοντας το πρώτο διήγημα της συλλογής «ένα κλαδί της πόλης», βρήκα στο τέλος του, μετά από μόλις δύο σελίδες, να με περιμένει γραμμένο από τον συγγραφέα με ένα συνωμοτικό κλείσιμο του ματιού, αυτό το «Επιτέλους». Ακούστε τη φράση: πες ότι με τα χρήματα που έβγαλα απ’ το δεύτερο βιβλίο μου, νοίκιασα το σπίτι που ,επιτέλους, θα ’μενα μόνος μου.

Έτσι ακριβώς αισθανόμουν κι εγώ· περιχαρής που θα κυκλοφορούσα ανενόχλητη στο λογοτεχνικό σπίτι που ανοιγόταν μπροστά μου και που θα άρχιζα την εξερεύνηση –όπως έκανα παιδί στο σπίτι της γιαγιάς μου όταν έλειπαν όλοι–αρχίζοντας από το υπόγειο, το μέρος με το μεγαλύτερο ενδιαφέρον και την καλύτερη θέα προς τον εσώτερο εαυτό μας.

Η πραγματικότητα αντιγράφει τις ωραίες, δυνατές λέξεις στα διηγήματα του Κ. Δρουγαλά

Θα προσπαθήσω να σας κατεβάσω μαζί μου και υπογείως θα κινηθούμε μέχρι να βγούμε στο φως, «σ’ ένα γλυκό αεράκι που σε κάνει να εύχεσαι να μην υπήρχε θάνατος». Αυτήν την ιδιότητα δίνει στο αεράκι σε κάποια απ’ τις γαλήνιες στιγμές της η συγγραφική πένα. Και τι πένα! Πώς μας τις πετάει έτσι τις λέξεις, σαν λεπίδες και γράφονται κόκκινες μέσα μας. Ο συγγραφέας νομίζω προτιμά –και το δηλώνει– τη ρήση του Τζάρμους: «Λέξεις είναι μόνο, γραμμένες στο νερό» –ενδέχεται να μας την προτείνει και ως άσκηση. Οι δικές του λέξεις, όμως, είναι της φωτιάς, κυήματα της τόλμης. Άλλοτε χυμούν οι λέξεις στον γκρεμό, άλλοτε πηδούν στο αερόστατο, πάντως δεν ησυχάζουν και προπαντός δεν ξεχνιούνται λόγω του σθένους τους. Και μερικές, όπως λέει ο συγγραφέας με το στόμα ενός χαρακτήρα του, ουρλιάζουν μέσ’ στο κεφάλι μας, και κάποιες απλώς δεν συνηθίζονται, όπως η λέξη ΠΑΤΕΡΑΣ που επαναλαμβάνει διαρκώς, για να την κάνει δική του, όχι μόνο ως σημαίνον, αλλά κυρίως ως σημαινόμενο, ο ήρωας του διηγήματος «Μερικές αρρώστιες και τα φαντάσματά της στο φως».

Θα τολμήσω να πω, αντιστρέφοντας τους όρους σαν τον Όσκαρ Γουάιλντ που επέμενε ότι η φύση αντιγράφει την τέχνη, πως η πραγματικότητα αντιγράφει τις ωραίες, δυνατές λέξεις στα διηγήματα του Κ. Δρουγαλά.

Όλα τα πλάσματα της συλλογής είναι –κατά μία έννοια– νυκτόβια

Πίσω στο υπόγειο του λογοτεχνικού σπιτιού πάλι. Κάνω στην άκρη τις αράχνες και ανοίγω μπαούλα κι απ’ το καθένα πετάγεται ο ίδιος προαιώνιος, ακατέργαστος, στην πιο ζοφερή του ρίζα άνθρωπος. Εκεί που μόνος φωνάζει «Μάνα ή βοήθεια», όπως γράφει ο Σεφέρης. Τα ονόματα, θαρρώ, μόνο αλλάζουν στους χαρακτήρες και κάποια εξωτερικά χαρακτηριστικά σαν αυτά που αναγράφονται σε διπλώματα και ταυτότητες, ίσα για να σε αναγνωρίζουν οι άλλοι, όχι για να σε γνωρίζουν στ’ αλήθεια –μήπως, άλλωστε, γνωρίζεις εσύ εσένα;– Γιάννης, Ελένη, Δανάη, Τάσος, Λεβή, Κώστας, Ιωάννα, Αθηνά, Στέφανος, Ζήτα, Βιτζηλαίοι, Γαζάνηδες, Καλογεράτος, πένητες, αστοί, πατεράδες, αδέρφια, έφηβοι, γέροι, όλα τα πλάσματα του Κ. Δρουγαλά είναι –κατά μία έννοια– νυκτόβια και είτε στον εαυτό τους είτε στους άλλους συχνά δίνουν το παράγγελμα «Γεννηθήτω έρεβος!». Και όλοι τυραννιούνται απ’ την επιθυμία ν’ αγγίξουν έναν στόχο:

—Ο έφηβος Στέφανος το νεανικό Πρωτάθλημα Ποδοσφαίρου

—Ο Ελιάς και η Αμάγια το λαθραίο όνειρο της Ειδομένης

—Ο Γιάννης την αποδοχή της πατρότητας

—Ο Λεβή το πολυπόθητο θήραμα στα βουνά της Πίνδου

—Η ευφυής και ευαίσθητη Ιωάννα την ηρεμία

Είναι, όμως, οι ίδιοι στόχοι των στόχων τους. Άλλοι το αντιλαμβάνονται και άλλοι όχι ότι ασθμαίνουν προς αυτόν ακάλυπτοι, ακόμα κι όταν προχωρούν με το όπλο επ’ ώμου σαν τον Φαντομά της Πίνδου στο διήγημα «Η αβάσταχτη ελαφρότητα του όπλου». Είμαστε εύκολος στόχος, παραδέχεται ο Αντόνιο στον αδελφό του την ώρα που τους καταδιώκουν οι οπλισμένοι γκρίγκος, οι λευκοί ρατσιστές. Εύκολος στόχος είναι και όλα τα άλλα πρόσωπα-δημιουργήματα του Δρουγαλά, αλλά και όλοι εμείς, εν τέλει. Στόχος της ανέχειας, της αναίδειας, του φόβου, της ηδονής, της θλίψης, της ματαίωσης, των απωθήσεων, των αντιφάσεων, ακόμα και της Ελπίδας, όπως ακούγεται από έναν χαρακτήρα του βιβλίου, «να πετάξουν το παλιό τους δέρμα και να ξαναγεννηθούν χορεύοντας στον τάφο της προηγούμενης ζωής τους». Αλλά και στόχος της βδέλλας-φρίκης, που όσο αίμα κι αν την ταΐσεις, δεν ξεκολλάει, ούτε και ξεμπερδεύεις με ένα «Άι, στο διάλο!», όταν σου αποκαλύπτεται με δέος μια θεόγυμνη αλήθεια σαν αυτήν που πετάει στα μούτρα του Τάσου στο διήγημα «Η γαζέλα της Θεσσαλονίκης» η κόρη του: «Ο κήπος της Εδέμ που έχεις πλάσει είναι μόνο για σένα. Μπαμπά, ούτε τη γυναίκα σου ούτε την κόρη σου μπορείς να αποτρέψεις απ’ το να κάνουν αυτό που θέλουν».Τελικά, τι είμαστε οι άνθρωποι; Κυνηγοί ή θηράματα; Και τα δύο, απαντάει το βιβλίο. Φύσει και θέσει, δυνάμει και ενέργεια. Και ο φόνος έχει πολλά πρόσωπα, αλλά παραμένει φόνος και όλοι μας είμαστε υπόλογοι, γράφει ο Κ. Δρουγαλάς, όταν πατάμε τη σκανδάλη ή διαφωνούμε εκχύνοντας πάσης φύσεως δηλητήριο.

Ο συγγραφέας νομίζω προτιμά –και το δηλώνει– τη ρήση του Τζάρμους: “Λέξεις είναι μόνο, γραμμένες στο νερό”. Οι δικές του λέξεις, όμως, είναι της φωτιάς, κυήματα της τόλμης. Άλλοτε χυμούν οι λέξεις στον γκρεμό, άλλοτε πηδούν στο αερόστατο, πάντως δεν ησυχάζουν και προπαντός δεν ξεχνιούνται λόγω του σθένους τους. Και μερικές, όπως λέει ο συγγραφέας με το στόμα ενός χαρακτήρα του, ουρλιάζουν μέσ’ στο κεφάλι μας, και κάποιες απλώς δεν συνηθίζονται

Όμως, όσες σφαίρες κι αν δέχεται η ζωή, νομίζω, ότι γάντι τής ταιριάζουν οι σκέψεις για την ποθητή γυναίκα, ενός άλλου χαρακτήρα του βιβλίου. «Ήταν όμορφη. Έκανε να τη φιλήσει, αλλά εκείνη γύρισε το κεφάλι πολλές φορές. Η κίνησή της την έκανε να δείχνει ακόμα πιο όμορφη». Αλήθεια, φαντάζει πιο όμορφη και πιο ποθητή η ζωή, όταν στρέφει το κεφάλι αλλού.

Γι’ αυτό στην πιο σκοτεινή του ώρα ο Τάσος, όταν επιχειρεί να εγκαταλείψει τον μάταιο τούτο κόσμο, μα τελικά αποτυγχάνει, αναφωνεί μέσα από τον εσωτερικό μονόλογο που επιλέγει ο συγγραφέας «Δεν είχε σημασία· σημασία είχε που ήταν ζωντανός, ζωντανός, ζωντανός». Και ακριβώς για τον ίδιο λόγο, στο διήγημα «Όρια, ωραία και όρεα» μέσα στη λέμβο-φέρετρο που κουβαλάει το όνειρο των λαθρομεταναστών από τις τουρκικές ακτές στα ελληνικά νησιά, όταν ένας γέρος ξεσπάει σε κλάματα και κραυγάζει «Θέλω να πεθάνω», ακολουθεί ο διάλογος ανάμεσα στον Ελιάς και στη λατρεμένη του κόρη:

«—Μπαμπά, γιατί θέλει να πεθάνει;

—Επειδή ξέχασε πόσο σπουδαίο είναι να είσαι ζωντανός».

Κι αν με ρωτάτε, στο γνωστό αμλετικό δίλημμα «να ζεις ή να μη ζεις», ο συγγραφέας παίρνει θέση μ’ ένα ωραιότατο “to Be”, για να το πω σαιξπηρικά-αγγλιστί, ακόμα κι όταν χρειάζεται να πεις Bye και να αποχαιρετήσεις καημούς κα πόθους ή να τολμήσεις πολλά bypass για να αιματωθούν με πλάγια τρόπο η καρδιά και το μυαλό. Έτσι κι αλλιώς, δεν  μας κάνει καλό να προσπαθούμε να πιάσουμε τη χαρά είκοσι φορές τη μέρα σαν τον Χριστόφορο, του διηγήματος που προανέφερα, ο οποίος στη νιότη του παγίδευε μ’ ένα χιλιοτρυπημένο καλσόν ίσαμε 20 καβούρια σε ένα βράδυ. Μας κάνουν, όμως, καλό τα αστεία «που είναι ο τρόπος για να αντέξεις την πραγματικότητα που δεν αντέχεται». Αυτόν τον ρόλο παίζουν τα αστεία που ξεφουρνίζει συχνά-πυκνά ο πατέρας ενός άλλου ήρωα, ρόλο του οποίου το τραγικό μεγαλείο αργεί να αντιληφθεί ο γιος.

Μας κάνει καλό το χιούμορ, με το οποίο οι χαρακτήρες του Κ. Δρουγαλά περιφέρουν τις ανασφάλειες, τις ματαιώσεις, τις εκπλήξεις, τις ακυρώσεις, τα λάθη, τα σκοτάδια τους κι έτσι, έστω και καραβοτσακισμένοι, πιάνουν στεριά.

Ακούστε ποιες αιμοβόρες σκέψεις γεννά στον Τάσο του διηγήματος «Η Γαζέλα της Θεσσαλονίκης»  η πληγή της εγκατάλειψης από τη γυναίκα του:

«Ήταν φορές που ένιωθε θυμό και κάποιες άλλες που καλλιεργούσε σκέψεις εκδίκησης. Σκέψεις που έκανε με ονειροπόλο βλέμμα και μειδίαμα: να σπάσει το τζάμι του αυτοκινήτου της και να πετάξει στο εσωτερικό μια βόμβα γκλίτερ, να ’χει να καθαρίζει η ρουφιάνα μια βδομάδα ολόκληρη, μέρα-νύχτα· ή να στείλει στους γέρους γονείς της ένα φάκελο με εκείνη τη φωτογραφία που είχε τραβήξει πριν καμιά εικοσαριά χρόνια την ώρα που του έκανε πεολειχία σε κάποιο ενοικιαζόμενο στη Σαντορίνη. Θα ’γραφε στο πίσω μέρος της φωτογραφίας: Μαμά, μπαμπά, δείτε πόσο καλά περνάω!»

Τους αγαπάει τους χαρακτήρες του ο συγγραφέας

Επίσης, απολαύστε πώς λειτουργεί το μυαλό του Γιάννη, στο διήγημα «Μερικές αρρώστιες και τα φαντάσματά τους στο φως»,μέσα στη μεταμεσονύκτια ταραχή του για τα κονδυλώματα-παράσημο που κέρδισε στη μάχη με το παράνομο σεξ. Βρίσκει το αντικείμενο του πόθου του να κάνει πιάτσα στα σκαλιά του Μεγάρου Μουσικής και, παρατηρώντας ότι έχει τα μαλλιά του βαμμένα ροζ, σκέφτεται πως μοιάζει με Ευχούλη. «Η Μαρίζα η Ευχούλα» ή «η Μαρίζα η Καταρούλα», ανάλογα με την ανάγνωση.

Στο διήγημα που έδωσε τον τίτλο σε ολόκληρη τη συλλογή, ο άνεργος ηθοποιός που, για χάρη του επιούσιου, μεταμφιέζεται σε Φύρερ και φωτογραφίζεται μπροστά στις ομπρέλες του Ζογγολόπουλου, σκέφτεται πόσο ωραία θα πετούσε απ’ αυτό το ιδανικό σημείο, αν τελικά, είχε μεταμφιεστεί σε Μαίρη Πόπινς.

Αναρωτιόμαστε, διαβάζοντας το βιβλίο: Πόσο καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλον; Με πόσους γρίφους μάς σημαδεύει κάθε συλλαβή; Πόσα χρόνια κατοικούμε στο σώμα και στην ψυχή μας ανίδεοι για την ιστορία τους; Πόσα παιχνίδια και πόσο χαιρέκακα παίζει σε βάρος μας αυτή η ρημαδοζωή; Πώς μοιράζει την τράπουλα και πόσους άσους έχει κρυμμένους στο μανίκι, κι όλα τα προγνωστικά τα ανατρέπει; Απάντηση δεν υπάρχει

Ο ταλανισμένος από τον ανανταπόδοτο έρωτα για την ψυχοθεραπεύτριά του άντρας στο «Αν ήμασταν βρικόλακες», την ώρα που αποφασίσει ν’ αντιμετωπίσει στωικά τα συναισθήματά του, κατεβάζει μια παλαβή ιδέα: «θα έστελνα το αίτημά μου στον Γραμματέα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και θα του εξηγούσα ότι ήμουν ακόμη ερωτευμένος με την πρώτη ψυχοθεραπεύτριά μου και θα του ζητούσα μεσολάβηση».

Στη μακρινή Καρούμπα της Αυστραλίας, ένα χωριό πάνω από τον τροπικό του Αιγόκερω βρίσκεται ο Κώστας της ιστορίας «Η τρέλα του μάνγκο» μόνο και μόνο για να δει την οικειοθελώς εξαφανισμένη φίλη-έρωτα, μόνο και μόνο για να την πείσει να γυρίσει. Κι ενώ προσπαθεί να πάρει μια ανάσα –μαζί του και ο αναγνώστης– από όλους τους μπαμπούλες-προειδοποιήσεις που εξαπολύει πάνω του ο ταξιτζής που τον μεταφέρει στο κέντρο –«να προσέχεις, η υγρασία κάνει εδώ τους ανθρώπους νευρικούς, τα κελιά της φυλακής είναι γεμάτα άντρες που παριστάνουν τον ΜοχάμεντΆλι στα μπαρ, με τους ντόπιους όχι πολλά πολλά, από ώρα σε ώρα θ’ αρχίσουν οι βροχοπτώσεις και ούτε ο Νώε με την Κιβωτό του θα μπορέσει να σε γυρίσει στο Νόρμαντον»– εκεί, λοιπόν, που λέει στον εαυτό του, «εν αρχή η ψυχραιμία», διαβάζει στην είσοδο ενός μπαρ με την ονομασία «πρόβατο» μια τρελή ανακοίνωση: ο οδοντίατρος θα περνούσε απ’ την Καρούμπα, όταν θα άρχιζε η περίοδος της ξηρασίας, ύστερα από τέσσερις μήνες. Το ίδιο και ο κουρέας. Αυτός που τα πήγαινε καλά με τα δόντια, τα πήγαινε εξίσου καλά με τρίχες, σκέφτεται ο άνθρωπος της ιστορίας μας. 

Τους αγαπάει τους χαρακτήρες του ο συγγραφέας. Αγαπάει τον άνθρωπο και κάτι στιγμές σαν κι αυτή, με χαλαρωτικό μασάζ το χιούμορ απελευθερώνει ενδορφίνες και μας κερνάει με μια ανθρωπιά τόσο ζεστή και με μια τρυφεράδα νόστιμη σαν παιδική καραμέλα.

Ακόμα και ο φόβος που ροκανίζει την ψυχή του Γιάννη στο «Μερικές αρρώστιες…» και που η γυναίκα του τον παροτρύνει να τον αντιμετωπίσει ψυχαναλυτικά, αλλά και το δηλητήριο της ζήλιας που τον τσουρουφλίζει για τον γοητευτικό γείτονα-διεκδικητή της συμβίας του μας δίνονται με τρόπο που θυμίζουν τον Γουόλτερ Ματτάου σε παλιές καλές ταινίες, που σκύλιαζε μια ζωή με τον ηλικιωμένο γείτονά του ή με τον Ντένις, το διαβολικό γειτονόπουλο.

Και πώς να μη γελάσεις με τη σοφή ρήση του πατέρα του «η γυναίκα θέλει να κάνει μωρά κι ο άντρας θέλει να πηγαίνει με μωρά» που θυμάται ο Γ. Φατούρος σε μια εκρηκτικά ηδονική στιγμή παράνομου έρωτα, μετά την οποία διαπιστώνει ξαφνιασμένος ότι βλέπει καλύτερα κι ακούει καλύτερα.

Πόσο καταλαβαίνουμε τελικά ο ένας τον άλλον;

Θα κλείσω μ’  έναν τύπο που συμπάθησα πολύ· τον Τάσο της «Γαζέλας της Θεσσαλονίκης». Τον συμπάθησα για την εμμονή και την επιμονή του να ρωτάει νευριασμένος, επτάχρονο παιδί, χτυπώντας τα πόδια, τον πατέρα του πόσους Γερμανούς σκότωσε στην Κατοχή και να μην παίρνει ουσιαστικά απάντηση. Τον συμπάθησα για τον μετά φόβου αγώνα του να ξαναχτίσει την ξεχαρβαλωμένη του ζωή στο πατρικό του στο Τριάδι. Τον συμπάθησα για τη διπλή όραση που αποκτούσε, όταν οι δαίμονές του τού έδειχναν τα δόντια και η σχέση του με τη ρετσίνα βάθαινε. Και τον λάτρεψα, όταν με βοηθό το συγγραφικό μασάζ του χιούμορ που λέγαμε, μ’ έκανε στις πιο σκληρές του ώρες να χαμογελάω και πάλι. Τότε που, για παράδειγμα, κατάκοπος ψυχικά απ’ τον χωρισμό του ξεσπάει, όλα τα εσωτερικά του κύματα στο πικρόχολο δούλεμα προς τον παιδικό του φίλο:

«—Πόσα χρόνια γνωριζόμαστε, ρε Τάσο;

—Πολλά… Από μικρά παιδιά.

—Ακριβώς. Ξέρεις ότι το σπίτι μου για σένα ήταν πάντα ανοιχτό.

—Το ξέρω, και σ’ ευχαριστώ.

—Όσο μπορούσα, σε στήριξα στις δύσκολες στιγμές σου.

—Αν με στήριξες, λέει; Έκανες τον χωρισμό μου πιο εύκολο. Με τέτοιους φίλους, θα ξαναπαντρευόμουν μόνο και μόνο για να ξαναχωρίσω».

Το ίδιο χαμόγελο προκαλεί μέσα από το λεκτικό του πινγκ-πονγκ με τον δάσκαλο-εραστή της γυναίκας του:

«Θε μου, Θε μου, Θε μου, τι πάω να ρωτήσω;

—Πότε μπλέξατε;

—Λίγες μέρες πριν σου ζητήσει διαζύγιο.

—Τον Ιούνιο;

—Όχι, όχι, λίγο πιο πριν.

—Τον Μάιο;

—Όταν πήγες στο γηροκομείο να δεις μια θεια σου… Πότε ήταν;

Αυτό έγινε τον Γενάρη. Για δάσκαλος, δεν είσαι πολύ καλός στο μέτρημα».

Και είναι ο ίδιος πάλι που δίνει ρέστα στο παιχνίδι «ακυρώνω την αγχωτική σοβαρότητα», όταν σε στιγμές απεγνωσμένης πια αιδούς για το αιδοίο της κόρης του που κυκλοφορεί ηθελημένα απροστάτευτο στο διαδίκτυο, επικαλείται διαρκώς τον Θεό. Και να σκεφτεί κανείς ότι ο ταλαίπωρος πατέρας, πριν ανακαλύψει την ευγενή διαδικτυακή σταδιοδρομία της κόρης του ως γυμνής influencer, προσπαθούσε να τη διαφωτίσει περί του σεξ, κάνοντας λόγο για αυτοσεβασμό που είναι το στήριγμα της αξιοπρέπειας, για να εισπράξει στο τέλος από εκείνην ένα παντελώς αδιάφορο και στεγνό «εντάξει, μπαμπά!»

Και αναρωτιόμαστε, διαβάζοντας το βιβλίο: Πόσο καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλον; Με πόσους γρίφους μάς σημαδεύει κάθε συλλαβή; Πόσα χρόνια κατοικούμε στο σώμα και στην ψυχή μας ανίδεοι για την ιστορία τους; Πόσα παιχνίδια και πόσο χαιρέκακα παίζει σε βάρος μας αυτή η ρημαδοζωή; Πώς μοιράζει την τράπουλα και πόσους άσους έχει κρυμμένους στο μανίκι, κι όλα τα προγνωστικά τα ανατρέπει;

Απάντηση δεν υπάρχει. Κι εμείς το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να καθίσουμε στη βεράντα μ’ ένα ποτήρι κι ένα τσιγάρο και να πούμε στα προβλήματά μας, όπως ο ήρωας του Κώστα Δρουγαλά: «Σήμερα δεν θ’ ασχοληθώ μαζί σας. Ίσως ούτε κι αύριο ούτε και ποτέ».

*Η Βίκη Τριανταφυλλιά είναι φιλόλογος. Το κείμενο είναι η ομιλία της στην εκδήλωση παρουσίασης της συλλογής διηγημάτων του Κώστα Δρουγαλά, «Από πού έρχεται η νύχτα; Διηγήματα» (εκδ. Παρατηρητής της Θράκης, Κομοτηνή 2022), την Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2023, που διοργανώθηκε από τις εκδόσεις Παρατηρητής της Θράκης, το Εργαστήριο Έρευνας για τη Νεοελληνική και Συγκριτική Φιλολογία του Τμήματος Ελληνικής Φιλολογίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης και το Εργαστήρι Θεατρικής Παιδείας του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κομοτηνής, στο καφέ  ΟΧΤΩ. Οι μεσότιτλοι προστέθηκαν για διευκόλυνση της ανάγνωσης.

Μπορείτε να βρείτε το ρεπορτάζ της παρουσίασης εδώ .

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.