Τρεις μικρες ιστοριες της Μεσσουνης

Πριν μερικές ημέρες που επισκέφτηκα το χωριό μου, περνώντας από τους δρόμους, όπως κάνω πάντα, με προφανή σκοπό να δω και να χαιρετίσω τους λιγοστούς χωριανούς μας, η κυρία Σταματία, με περισσή ευγένεια με χαιρέτησε και με μεγαλύτερη χαρά με ευχαρίστησε που καταγράφω μέσω του Παρατηρητή της Θράκης, τη δικιά μου Μεσσούνη, όπως την έζησα εγώ, μέχρι το 1968. Όχι πως τώρα την απαρνήθηκα, απλά εγκαταστάθηκα αλλού επαγγελματικά, όμως οι παιδικές μου μνήμες είναι ζωντανές, σα νάταν όλα χθες. Έτσι εκείνο το απόγευμα υποσχέθηκα στην κυρία Σταματία, τρεις μικρές ιστορίες εκείνης της εποχής. Ιστορίες πραγματικές, που έχουν σχέση με τις συνθήκες ζωής, τη μόρφωση, κοινωνική και πραγματική, τις νοοτροπίες, συνθήκες που οι σημερινοί νέοι ούτε μπορούν να φανταστούν.
 
Αν θέλετε λοιπόν μπορείτε να τις διαβάσετε και να μου πείτε αν σας άρεσαν. Υπάρχουν και  άλλες καταγεγραμμένες. Περιμένω και τις δικές σας για καταγραφή. Αυτές οι μικρές ιστορίες καθημερινότητας συνθέτουν την ιστορία του χωριού μας. 

Το κρασί, ο παππάς και ο διάβολος 

Κυριακή μεσημέρι, 22 Αυγούστου 1961, τα παιδιά της γειτονιάς, αγόρια και κορίτσια, παίζαμε στο τρίγωνο που σχηματίζεται στη στροφή του δρόμου στου Τσιάνκου το σπίτι και στο δρόμο προς το τζαμί.
 
Ευτυχώς που ακούσαμε το θόρυβο του αυτοκινήτου και όλοι τραβηχτήκαμε προς το σπίτι του Παναγιώτη του Παρασκευούδη. 
 
Από το μαγαζί του Λεωνίδα εμφανίσθηκε με μεγάλη ταχύτητα ένα κρεμ OPEL, που φρενάρισε στη στροφή, έφυγε από το δρόμο και χτύπησε στο ανάχωμα, που ήταν προς τον αχυρώνα του Τσιάνκου.
 
Τρέξαμε όλοι από περιέργεια. Βλέπουμε στη θέση του συνοδηγού τον φοβισμένο Παπά Μάρο και να βγαίνει από το αυτοκίνητο ο οδηγός, η Ιβάνς η Ιμπίης, (Γιάννης Π. Γιοβανούδης), αλλόφρων, ωρυόμενος. Δεν φώναζε μόνο, ήταν αγριεμένος, εκτός εαυτού, κοιτάζοντας μια τη ζημιά του αυτοκινήτου και μια τον δυστυχή Παπά Μάρο που καθόταν ακόμα εμβρόντητος στη θέση του συνοδηγού.
 
Οι βρισιές σε, στανιό, τύχη, Παναγία και Αγίους, κατέληξαν δείχνοντας τον σεβάσμιο ιερέα: 

-Άμα κουαλείς τουν διάβουου, τί χαλεύς κί τί καϊτερείς να ιέν (γίνει).
Είχε προηγηθεί τρικούβερτο γλέντι, στο σπίτι που έμεναν, η Ιβάνς κι η Χαρικλέ. Το σπίτι τους ήταν παλιά  του Παλάμπουγιούκ, πίσω από του Γκαϊτατζή.
 
Ήλθαν με το OPEL, από τη Γερμανία και βάφτισαν την μικρή τους κόρη, τη Σταματία. Το κρασί και οι μεζέδες ήταν πολλοί, βαστούσε η τσέπη του «Γερμανού» Ιβάν, το κεφάλι όμως θόλωσε, το μικροατύχημα ήταν γεγονός, και ο Ιβάνς έψαχνε φταίχτη για την στραβοτιμονιά του, στην Παναγία, στο Χριστό και προπαντός στον ατυχή και φίλο του ιερέα. Την τύφλα του από το κρασί δεν την έβλεπε. Ένα όμως ήταν σίγουρο, ότι αυτός δεν έφταιγε.
 
Ο δυστυχής Παπά Μάρος, από φίλος και συνδαιτυμόνας, έγινε γρουσούζης και διάβολος. Δεν μίλησε, σταυροκοπήθηκε  και πήρε το δρόμο, με τα πόδια, για το σπίτι..
 
Ούτε η πρώτη φορά ήταν, ούτε η τελευταία, που έφταιγε ο παππάς για τις κακοτυχίες των Μεσσουνιωτών. Κοντά τριάντα χρόνια τότε, έμαθε ο παπά Μάρος το χαρακτήρα και τη γρουσουζιά μας, γι’ αυτό ούτε θύμωνε, ούτε στενοχωριόταν. 

Η όμορφη Ολλανδέζα 

Ανεβαίνοντας, από τ΄ Ιανάκ του πηγάδ, προς του Ντραγκάν το μαγαζί, ήταν το σπίτι του Ιάντσιου του Τατσιούδ. Δεν έβγαινε από την αυλή του σπιτιού του, παρά τις  φωνές της γυναίκας του, που τον έδιωχνε να πάει στο καφενείο.
 
Τα παιδικά μου μάτια ποτέ δεν θα ξεχάσουν την πανέμορφη Ολλανδέζα που έφερε ο λεβεντογιός του, ο Βασίλης (Βασιλάρας), από την Ολλανδία, όπου πήγε μετανάστης. Πρέπει να ήταν χειμώνας του 1960.
 
Ήταν από άλλο πλανήτη. Πιο όμορφη και από τη Μέρυλιν Μονρόε. Ντυμένη με κομψότατα ταγιέρ, ωραία παλτό, νάιλον δικτυωτές κάλτσες, ψιλό τακούνι, γυαλιστερή τσάντα, μακριά σγουρά ξανθά μαλλιά, πανύψηλη, ήταν σαν φιγουρίνι.
Όλο το χωριό και εγώ μαζί, έτρεχε στη βόλτα πίσω από το ζευγάρι και θαύμαζε την ομορφιά της καλλίγραμμης και εντυπωσιακής  Ολλανδέζας.
 
Περιττό να πω για τα σχόλια και τα γουρλωμένα μάτια των ανδρών, τη ζήλια και τα κουτσομπολιά των γυναικών και το θαύμασμα των νέων, αγοριών και κοριτσιών. 
Τα ρούχα της, δεν κυκλοφορούσαν  ούτε στην Κομοτηνή.
 
Η μικρή  Ολλανδέζα, για την λεβεντιά, την ομορφιά και την αγάπη στον Έλληνα, παράτησε τις ανέσεις της και έτρεχε στους λασπόδρομους της Μεσσούνης, ανάμεσα στα πρόβατα και τις αγελάδες, στην χρεία με τα τσαλιά, στη σκάφη, στο κρύο.
 
Άτιμε θεέ έρωτα!!!! Με τα βέλη σου σκοτώνεις ψυχές.
 
Δεν ξαναείδα τον Βασίλη, έμαθα όμως ότι έκανε οικογένεια στην Αθήνα, όπου δούλεψε σαν ταξιτζής, έζησε και πέθανε.
 
Πολλές φορές σκέφτομαι, άραγε η όμορφη μικρή Ολλανδέζα, θυμάται εκείνη την περιπέτειά της, θυμάται τη Μεσσούνη μας.
 
Σίγουρα πιστεύω τη θυμάται. Θυμάται και μάλλον χαμογελά και αφηγείται, σαν παραμύθι, στα παιδιά και στα εγγόνια της, εκείνη τον όμορφη παρένθεση στη ζωή της. Πώς να ξεχάσει, από τα βέλη του θεού Έρωτα, εκείνον τον λεβεντοέλληνα, το Βασιλάρα και τις πρωτόγνωρες γι΄ αυτή συνθήκες που αντιμετώπισε, στο φιλόξενο σπίτι της  λέλιους (θείας) Ιάντσινας. 

Ο «Μήτσιος» και ο «Μήτας» 

Αρχές της δεκαετίας του εξήντα οι Σιναπλιώτες της Μεσσούνης προσπαθούν να μιλήσουν  τη νεοελληνική, χρησιμοποιώντας όμως, από άγνοια, «Ελληνικούρες».
 
Ο Μήτσιος (Δημήτρης), πρωί πρωί έφυγε για το χωράφι, στο Πλούχταρλα (τοποθεσία) και ζήτησε από την μάνα του να ειδοποιήσει το φίλο και γείτονά του το Μήτα (Δημήτρη), να πάει και αυτός για βοήθεια.
 
Η λέλιου (θεία) Ιάνστινα, πήγε στη μάνα του Μήτσιου, πλησίασε στην αυλή του σπιτιού της και μετά το καλημέρισμα της λέει:
-Πασχάλινα,  είπι η Μήτσιους μας, να πεις στου Μήτα σας, να πάρ του ζιβγάρ΄ κι να πάει στου χουράφ΄ μας, στου Πλούχταρλα.
 
Και η αγαθή, καλοσυνάτη Πασχάλινα, ενοχλημένη λίγο και πικραμένη, νοιώθοντας μειωμένη και θιγμένη, απάντησε με πολύ και εμφανές παράπονο:
-Καουά, δα (θα) τουν που, αμά ιατί μαρή Ιάντσινα, η δκόη σας Μήτσιους και η δκός μας Μήτας.
 
Η καημένη η Πασχάλινα πίστευε ότι και ο γιος της, ήταν και αυτός αξιοπρεπής, κύριος, δικαιούταν λίγο τίτλο ευγενείας που προσέδιδε το όνομα « Μήτσιους» στα ανώτερα και εξευγενισμένα Ελληνικά και όχι ένας απλός Μεσσουνιώτης-Σιναπλιώτης και χωριάτης, «Μήτας».
 

Αύγουστος 2019

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.