Το Δρομακι

Στον Θάνο

[Η Νατάσσα Βαφειάδου, εκτός από πετυχημένη δημοσιογράφος και εκδότρια της εφημερίδας «Παρατηρητής της Θράκης», δοκιμάζεται και στη «νέα δημοσιογραφία» που τη διακρίνει εγγύτητα με τη δημιουργική γραφή και τη λογοτεχνία, μέσα από τη συμμετοχή της στον συλλογικό τόμο «Εξήντα έξι συγγραφείς γράφουν για τη Γενέθλια πόλη», επιμέλειας Ελπιδοφόρου Ιντζέμπελη (εκδόσεις Ελληνοεκδοτική, Αθήνα 2022). Φέτος συνεχίζει αυτή  τη δημιουργική  πορεία με ένα διήγημα, το οποίο φέρει τον τίτλο «Το δρομάκι», το οποίο κυκλοφόρησε στη στήλη «Διηγήματα: τα καλοκαίρια μας», επίσης επιμέλειας του αγαπητού συγγραφέα Ελπιδοφόρου Ιντζέμπελη στον «Ελεύθερο Τύπο». Το διήγημα είναι αφιερωμένο στον αδελφό της, Θάνο Βαφειάδη. Α.Χ.]

«Όλα είναι δρόμος» είναι ο τίτλος μιας εκ των σπουδαιότερων ταινιών του κορυφαίου Έλληνα σκηνοθέτη Παντελή Βούλγαρη, μέρος μιας τριλογίας βασικό χαρακτηριστικό της οποίας είναι ο ανθρώπινος πόνος.

Στη δική μου περίπτωση ο «δρόμος» είναι δρομάκι και δεν πρόκειται για μια ιστορία ανθρώπινου πόνου, αλλά ακριβώς το αντίθετο, μια ιστορία γεμάτη χαρά, αγάπη, ήλιο, θάλασσα και την υπέροχη Θρακική γη, που, κατά την άποψή μου, θα μπορούσε να αποτελέσει το σκηνικό μόνο μιας ταινίας με ειδυλλιακά τοπία και «πρόσημο» θετικό.

Το δικό μου «δρομάκι» βρίσκεται στον οικισμό του Προφήτη Ηλία, στον Δήμο Μαρωνείας-Σαπών της Ροδόπης, μπροστά από το σπίτι με τα κόκκινα πορτοπαράθυρα στα οποία πέρασα, και περνώ, σχεδόν, όλα τα Καλοκαίρια της ζωής μου.

Κι αν ως Βορειοελλαδίτισσα αγαπώ το κρύο, το Καλοκαίρι στο μυαλό και την ψυχή μου συνδέεται αποκλειστικά και μόνο με τον οικισμό αυτόν, που «στέκεται» μεταξύ του χωριού μου της Ξυλαγανής και της «μυστηριακής» Μαρώνειας, πατρίδας του Μάρωνα, ιερέα του Θεού Απόλλωνα, που ακόμη και σήμερα o κοινός λόγος που αρέσκεται στις μυθικές πραγματικότητες φτιάχνει ιστορίες για τον περικαλλή ναό του θεού και το παλάτι του ιερέα με τους αναρίθμητους θησαυρούς… Τη Μαρώνεια, τόπο,επίσης, του Κύκλωπα Πολύφημου, που ο Οδυσσέας μέθυσε με μαρωνίτικο κρασί για να μπορέσει να συνεχίσει το ταξίδι του προς την Ιθάκη.

Τόπος ευλογημένος από Θεό και ανθρώπους η μακρά παραλία της Ροδόπης λοιπόν, που συγκεράζει την ομορφιά του Θρακικού πελάγους, τα βαθιά καταγάλανα νερά, με τη«σκιά» του όρους Ισμάρου και τη σχεδόν κατάφυτη παραλιογραμμή, που μεσολαβεί μεταξύ της ακτής και των πρώτων σπιτιών των οικισμών σε όλη σχεδόν την έκτασή της, αλλά και στον δικό μου καλοκαιρινό οικισμό, αυτόν του Προφήτη Ηλία. Τον κάποτε γεμάτο από αχλάδια, η συλλογή των οποίων αποτελούσε αγαπημένη συνήθεια ενηλίκων και παιδιών. Ήταν όμως η αγαπημένη συνήθεια και του δικού μου παππού, του Θωμά, που όλα τα απογεύματα, κρατώντας τρυφερά από το χέρι τον λιγόφαγο αδελφό μου, στους μακρείς περιπάτους τους, γύριζε πίσω θριαμβευτής ανακοινώνοντας πόσα αχλάδια είχε καταφέρει να τον ταΐσει…

Ήμασταν δεν ήμασταν 4 χρονών – 6 ο Θάνος – όταν ο τόπος αυτός μάς «πρωτοφανερώθηκε». Βλέπετε οι επαγγελματικές υποχρεώσεις του μπαμπά και οι πολλαπλές επαγγελματικές, και μη, της μαμάς δεν επέτρεπαν τη «γνωριμία» μας με τον όρο «διακοπές» και την πρακτική του εφαρμογή, πολύ δε περισσότερο του όρου «οικογενειακές διακοπές», ποτέ σίγουρα εκτός Ροδόπης.

Ήμασταν δεν ήμασταν 4 και 6 χρονών λοιπόν, όταν το σπίτι με τα κόκκινα «πορτοπαράθυρα», στην πρώτη γραμμή σπιτιών του οικισμού, μάς άνοιξε τις πόρτες του, οι οποίες έμελλε για εμάς να «κλείσουν» αρκετά χρόνια μετά, για να δώσουν τη σειρά τους σε μια σειρά λοιπών πορτοπαραθύρων, στο χρώμα του λευκού αυτή τη φορά, λίγα μέτρα πιο κάτω.

Ήταν ο κ. Κοκκινόπουλος, ιδιοκτήτης μιας «συστάδας» τεσσάρων κοκκινόλευκων μεζονετών, που μας καλωσόρισε για πρώτη φορά και έκτοτε μας καλωσόριζε κάθε χρόνο. Η άφιξή μας συνεπαγόταν την απευθείας απομάκρυνση κάθε είδους ρουχισμού και την αντικατάστασή του με το «ένδυμα» του Καλοκαιριού, το μαγιό, το ξεφόρτωμα των ποδηλάτων και την ενημέρωση των συνομήλικων γειτονόπουλων Χρυσαυγής και Σταυριανού, με το ενθουσιαστικό ξεφωνητό μας.

Για πολλά έτσι Καλοκαίρια χαριτωμένοι, βαφτιζόμασταν στους παραδείσους της παιδικότητας και της καλοκαιρινής ευδαιμονίας· θάλασσα, κάστρα στην άμμο, ρακέτες, βόλεϊ, κοχύλια, κυνηγητό, γέλιο και χαρά· μεσημεριανό φαγητό −από τηγανιτές γλώσσες έως και καρμπονάρα με σαντιγί προϊόν σύγχυσης της μαμάς ένα καλοκαιρινό μεσημέρι− στα ενός μέτρου ύψους παιδικά μας τραπεζοκαθίσματα· βατράχια στα παράθυρα κατά τις βραδινές ώρες, σε αριθμό τέτοιο που ακόμα και σήμερα η ενθύμησή τους μού προκαλεί τρόμο, σαρανταποδαρούσες που,επίσης, συνεχίζουν να μου προκαλούν τρόμο· Μίκυ Μάους το απόβραδο ή βόλτες στο σούπερ μάρκετ στην άλλη άκρη του οικισμού, που όμως διέθετε την ωραιότερη ατομική πίτσα και παιχνίδια ηλεκτρονικά στα οποία αφιερωνόμασταν με τις ώρες και, φυσικά, τη διάνοιξη και κατασκευή, κι αργότερα την «ανακατασκευή» κι επιδιόρθωση τού πρωταγωνιστή της ιστορίας μας.

Η αλήθεια είναι ότι δεν θυμάμαι αν το δρομάκι προϋπήρχε ή αν η ύπαρξή του ήταν αποτέλεσμα της δικής μας παρουσίας. Σε κάθε περίπτωση, το δρομάκι ήταν η πρώτη και μοναδική, ολόδική μας, των παιδιών, υποχρέωση, καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής μας στον οικισμό, καθώς ο «δρόμος με τα κίτρινα τούβλα» οδηγούσε, παρακάμπτοντας άσφαλτο και περιττές διαδρομές, στην παραλία.

Ως κόρη και γιος μηχανικού λαμβάναμε ιδιαίτερα σοβαρά το καθήκον μας, με αποτέλεσμα ο σχεδιασμός να περιλαμβάνει αρχικά τη «χάραξη» της καταλληλότερης διαδρομής μέσα σε ένα αχανές, λόγω του ύψους των ξερών χόρτων, χωραφιού που μας χώριζε από την παραλία.

Η συντομότερη, ήτοι η ευθεία από την εξώπορτα του σπιτιού χάραξη, ήταν και αυτή που παραδοσιακά προκρινόταν, για να ξεκινήσει η περίοδος του «θερισμού» των αγριοχόρτων μόνο στο εν λόγω κομμάτι, αλλά και η απομάκρυνση κάθε άλλου ενδεχόμενου εμποδίου.

Το κρισιμότερο στάδιο ήταν αυτό της διαλογής των κατάλληλων πετρών από την πλούσια σε χοντρές, μεγάλες, λευκές πέτρες παραλία του οικισμού. Η μεταφόρτωσή τους γινόταν με αυτοσχέδιους μηχανισμούς, ήτοι χέρια, κουβαδάκια, φτυαράκια κ.ο.κ., στην τσάντα θαλάσσης της μαμάς, πολλές φορές ερήμην της· η εναπόθεσή τους κατά μήκος τού υπό κατασκευή διαδρόμου απαιτούσε την απόλυτη αφοσίωσή μας, ώστε να τις ταιριάξουμε μεταξύ τους και δη σε «αλφαδιά», σε σημείο τέτοιο που η διάνυση μιας απόστασης κυριολεκτικά τριών λεπτών να απαιτεί ώρες.

Όταν το έργο ολοκληρωνόταν, το δρομάκιείχε τον κρισιμότερο ρόλο στις καλοκαιρινές μας διακοπές, καθότι Καλοκαίρι ισούται με θάλασσα, και αυτό ήταν εκείνο που μας συνέδεε από όσα μας χώριζαν από τη δική μας «χώρα των θαυμάτων», και από τις δύο κατευθύνσεις: από την παραλία προς το σπίτι με τα κόκκινα πορτοπαράθυρα, και το αντίθετο.

Μαγιό, μπρατσάκια, βατραχοπέδιλα, ψάθες, καπέλα, Μίκυ Μάους, παιδικά παιχνίδια, που είτε ξεχνιόντουσαν είτε έπεφταν κατά τον γυρισμό μας, συνέθεταν έκτοτε και για όλη τη διάρκεια του Καλοκαιριού τη διαδρομή, που, μεγαλώνοντας, συνδέθηκε και με τις πρώτες προσπάθειες αυτονομίας και ανεξαρτησίας μας από τη γονεϊκή παρουσία, μιας και η ασφαλής – αν εξαιρέσει κανείς την πιθανή παρουσία μικρών φιδιών κατά καιρούς – διέλευση, μας επέτρεπε από μια ηλικία και μετά τη μοναχική – άνευ ενηλίκων – χρήση του από και προς την παραλία.

Σε μία συνέντευξή του για την ταινία «Όλα είναι δρόμος», ο Παντελής Βούλγαρης είχε δηλώσει πως «πολλές φορές έχω επιλέξει ιστορίες όχι από διηγήσεις ή από συγκεκριμένα περιστατικά, αλλά από το περιβάλλον. Δηλαδή ένα τοπίο ή ένα κτίριο, ένας δρόμος, με ταξιδεύει θα έλεγα ποιητικά, σε μία διάθεση να βρω μία ιστορία που να διαδραματίζεται στο συγκεκριμένο περιβάλλον. Προσπαθώ δηλαδή τα τοπία, οι φυσικοί χώροι, να είναι πρωταγωνιστές ουσιαστικοί. Να μην είναι απλώς ένα περιβάλλον όπως το χαρακτήρισες τουριστικό. Δεν με ενδιαφέρει αυτό».

Κάπως έτσι, το δικό μου – μας δρομάκι, καθότι πάντοτε στο πλευρό μου είχα τον Θάνο, αποτέλεσε τον τόπο στον οποίο διαδραματίστηκαν οι ωραιότερες των παιδικών μας ιστοριών. Ιστορίες που «γεννήθηκαν» από αυτό, μέσα σε αυτό και παραμένουν, τρόπον τινά, μέσα σε αυτό, ορίζοντας τον δικό μας δρόμο…

*Το παρόν διήγημα της Νατάσσας Βαφειάδου δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος», στις 28/08/2023.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.