Θανασης Παπασταθοπουλος,* «Ο συγγραφεας φαινεται να γοητευεται περισσοτερο απο τις ιστοριες που αναφερονται στις “χρονιαρες μερες”» 

Ιωάννης Ιωάννου Βρεττός, «Αμνός Γεννάται ─ Χριστουγεννιάτικα διηγήματα», Θερμαϊκός, Θεσσαλονίκη 2023

Η σημερινή μου αποστολή είναι  πρωτόγνωρη για μένα. Στο παρελθόν είχα τη χαρά να παρουσιάσω δύο φορές λογοτεχνικά έργα καλών φίλων που όμως σχετίζονταν με τα μαθηματικά. Οπότε λόγω ειδικότητας τα πράγματα ήταν λίγο πιο εύκολα. Σήμερα όμως πρέπει να μιλήσω για μία συλλογή χριστουγεννιάτικων διηγημάτων. Θα πω λοιπόν  λίγα λόγια όχι ως ειδικός πάνω στη λογοτεχνία αλλά ως ένας απλός αναγνώστης και κυρίως ως φίλος και συντοπίτης του Γιάννη  Βρετού.

Σε αυτή τη συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Αμνός Γεννάται» περιέχονται 13 διηγήματα. Τα οκτώ από αυτά σχετίζονται με τη γενέτειρα του Γιάννη,  τους Ξυλικούς.  Ένα μικρό ορεινό χωριό στο Καλλίδρομο,  στη Λοκρίδα Φθιώτιδας. Ένα χωριό με πολλά δέντρα, νερά κι ατελείωτη θέα προς τον Παρνασσό, την Γκιώνα και την Οίτη.

Τον Γιάννη το γνωρίζω από όσο έχω μνήμες.  Από τα χρόνια που ήμασταν μαθητές στο μονοθέσιο δημοτικό σχολείο  Ξυλικών. Τέλη δεκαετίας του ’60 και αρχές του  ’70. Στο σχολείο είχε κάπου δέκα μαθητές. Μαυροπίνακας, δίπλα η έδρα αλλά και η βέργα του δάσκαλου, η ξυλόσομπα. Τα ξύλα τα πήγαιναν οι γονείς. Ένας από αυτούς άναβε κάθε πρωί  την σόμπα.

Και μετά το μάθημα ατελείωτο παιχνίδι. Κρυφτό, σφεντόνα, ληστήδες, πετροπόλεμο. Το βράδυ στο σπίτι γύρω από τη λάμπα πετρελαίου. Λίγο μετά ήρθε το ηλεκτρικό.

Χειμώνες βαριοί με πολλά χιόνια. Τα καλοκαίρια δεν είχε διακοπές. Όλοι βοηθούσαν στις αγροτικές δουλειές. Και τα βράδια ατελείωτες βόλτες και κουβεντολόι, στον Άη Γιάννη, στην Παναγιά, στα Αλώνια και στο Τρανό Ρέμα. Μετά ήρθαν τα πρώτα τρανζίστορ και τα πρώτα μας τραγούδια.

Παρότι το χωριό είναι όμορφο την άνοιξη και ιδιαίτερα τις ημέρες του Πάσχα, ο συγγραφέας φαίνεται να γοητεύεται περισσότερο από τις ιστορίες που αναφέρονται στις «χρονιάρες μέρες».  Αυτή την ιδιαίτερη έλξη τη συναντάμε συχνά στους ανθρώπους των γραμμάτων. Στην περίπτωση του Γιάννη νομίζω ότι είναι κάτι παραπάνω. Είναι η μοίρα. Ο ίδιος γεννήθηκε λίγο πριν το δωδεκαήμερο και η ονομαστική του γιορτή είναι αμέσως μετά. Διπλή γιορτή καθότι, Ιωάννης Ιωάννου Βρεττός. Ο Βρεττός μετά τον πρόωρο χαμό του πατέρα έζησε τα παιδικά του χρόνια φτωχικά, δύσκολα αλλά με αξιοπρέπεια. Μεγάλωσε, σπούδασε, πέταξε. Για τη μικρή κοινωνία του χωριού μας που έχει τους δικούς της κώδικες, τις δικές της αξίες, δεν είναι απλά ένας ποιητής και συγγραφέας, είναι πρώτα και πάνω από όλα ο Δάσκαλος. Και είναι ένας τίτλος που τον απέκτησε, τον  τίμησε και τον διατηρεί άξια!

Η Ιωάννα Δεμιράκη με τον συγγραφέα Ιωάννη Ιωάννου Βρεττό και τα παρουσιαζόμενα βιβλία

Οι ιστορίες του Γιάννη ─μιλώ για αυτές που αναφέρονται στο χωριό─ είναι ιστορίες αληθινές που μας ταξιδεύουν νοσταλγικά πίσω στο χρόνο σε έναν κόσμο που δεν υπάρχει πια. Οι ήρωες είναι πρόσωπο αληθινά κι οι χαρακτήρες αναλλοίωτοι. Σε έναν κόσμο που είχε μυρωδιές, ήχους, λέξεις, εικόνες και συνήθειες που έχουν χαθεί. Σε έναν κόσμο που τόσο παραστατικά μας περιγράφει ο Γιάννης Βρεττός στο πρώτο διήγημα:

« Ενός κόσμου που μοσχοβολούσε χώμα και ζουμπούλια, κοπριά και τριαντάφυλλα, ιδρώτα και ανάσα ζωντανών, φρεσκοκομμένο χορτάρι, καπνό αναθρώσκοντα,    ψωμί,λειτουργιά, λιβάνι και ανθρώπινα σώματα.

Ενός κόσμου που άκουγε το κακάρισμα της κότας, το λάλημα του πετεινού, το γκάρισμα του γαϊδάρου, το αλύχτισμα του σκύλου, το κάλεσμα της γάτας, το βέλασμα της προβατίνας, τη βραχνάδα του κόκορα, τα παιχνιδίσματα των σπουργιτιών, τη μοναξιά του αηδονιού, το μήνυμα του κούκου, την ξυραφιά των χελιδονιών, το κρυφτό του τρυποφράχτη, την καληνύχτα της κουκουβάγιας, το μοιρολόι του Γκιώνη».

 «Αμνός Γεννάται»

Το ομώνυμο διήγημα «Αμνός Γεννάται» είναι ένας ύμνος στη ζωή, στο μεγαλείο της γέννησης, αλλά και στη ίδια τη γυναίκα. Τη  συγκλονιστική σκηνή μιας άτυχης γέννας διαδέχεται αναπάντεχα το φως και η χαρά της ζωής.

« Η ετοιμόγεννη  σπαρταρούσε  και βέλαζε, Ένας λύχνος φώτιζε  αχνά το παγωμένο σκοτάδι. Έξω ο βοριάς λυσσομανούσε. Ωσαννά δεν ακουγόταν. Ένα νυχτοπούλι  μοιρολογούσε… Το νεογέννητο έμεινε για πάντα στο μαύρο του θανάτου… Το ύστερο, το κ’ταρ, δεν έπεφτε… Την πήγαμε από το στάβλο μέσα στο σπίτι να ζεσταθεί και να γιατροπορευτεί. Λίγο πριν χαράξει ξεψύχησε.

Με το πρώτο φως οι φωνές των άλλων μικρών τραγουδούσαν και χόρευαν πάνω στο κατάλευκο του χιονιού την πιο χαρμόσυνη καλημέρα!

 Η ζωή συνέχισε το δρόμο της. Γεια σας κορίτσια της αυλής μας!»

Πρέπει να πω ότι οι γυναίκες είναι παρούσες στα περισσότερα διηγήματα του Γιάννη. Γυναίκες όλων των ηλικιών. Και όχι μόνο στα διηγήματα  αλλά και στη ίδια του τη ζωή από το πρώιμο φευγιό του πατέρα μέχρι και σήμερα. «Τα ομορφότερα πλάσματα του κόσμου, οι απόγονοι της Εύας και της Πύρρας..»  όπως γράφει σε κάποιο απόσπασμά του.

Το χωριό  είχε κάμποσα έλατα σε κοντινή απόσταση και το μάτι μας αλλά και ολόκληρο το κορμί μας,  όπως λέει ο Γάννης, είχε χορτάσει από χιόνι! Όμως δεν είχαμε ποτέ τη συνήθεια να στολίζουμε χριστουγεννιάτικα έλατα. Πόσο μάλλον να τα πασπαλίζουμε με ψεύτικο χιόνι. Θα ήταν αστείο ! Ήταν ένα έθιμο εντελώς ξένο για μας. Στην ιστορία με τίτλο «Πρώτη Φορά» περιγράφεται με τον πιο γλαφυρό τρόπο η έκδηλη απορία αλλά και η αδιαφορία  το ίδιου και των  άλλων παιδιών όταν αντίκρισαν για πρώτη φορά στην αίθουσα ένα τέτοιο δέντρο.

Την ίδια αδιαφορία θα δείξει πολλά χρόνια αργότερα σε ένα άλλο διήγημα της συλλογής και μία ακόμα ηρωίδα του Γιάννη, η γάτα η Μελίνα,  όταν θα αντικρίσει και αυτή πρώτη φορά ένα ψεύτικο στολισμένο δέντρο.

  «Το Όνομα»

Το διήγημα με τίτλο «Το Όνομα» αναφέρεται σε ένα πολύ κοντινό μου πρόσωπο,  τον αδερφό μου, κι  αυτό το κάνει λίγο πιο άβολο.

Θέλω όμως να πω δύο μόνο πράγματα. Το είπα και παραπάνω. Όλες αυτές οι ιστορίες που μας αφηγείται ο Γιάννης, οι υπέροχες εικόνες που με τόσο ποιητικό τρόπο τις ντύνει, τις κάνουν να μοιάζουν σαν παραμύθια, είναι πέρα για πέρα αληθινές.

Εμείς και εγώ και ο αδερφός μου  ─ο Μπάρτσος της ιστορίας─ στην ηλικία των 5 με 6 ετών πριν πάμε ακόμα στο σχολείο,  μιας και  δεν υπήρχε στο χωριό παιδικός σταθμός ή νηπιαγωγείο, σχεδόν για μία ολόκληρη σεζόν θα έπρεπε να μείνουμε μαζί με τον παππού ακολουθώντας το κοπάδι,  τον χειμώνα στο ποτάμι και την άνοιξη και το καλοκαίρι στο βουνό.

Θα σας δώσω, θα προσπαθήσω τουλάχιστον, μία δικιά μου  εικόνα πέρα για πέρα αληθινή. Στο Ξεροβούνι κάπου στα 1.100 μέτρα, ανάμεσα σε κέδρους και έλατα λίγο μετά το σούρουπο. Έξω από το καλύβι έχει ανάψει η φωτιά και πάνω της η πυροστιά και ένα μεγάλο κακάβι με τυρόγαλο. Θα πρέπει να βράσει για να γίνει η μυζήθρα. Ο μικρός  τυλιγμένος στη μάλλινη χλαίνη χαζεύει τις φλόγες και τις στάχτες που ανεβαίνουν ως τ΄αστέρια και ο  παππούς όρθιος με τη μεγάλη ξύλινη κουτάλα ανακατεύει και σιγοτραγουδάει κλέφτικα τραγούδια. Αυτές τις εικόνες,  από μία άλλη εποχή,  είναι που περιγράφει με τόσο εξαιρετικό τρόπο ο Βρεττός. Εικόνες, όπως γράφει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου,  ενός κόσμου απλού στέρεου,  γήινου και συνάμα ανάλαφρου και ουράνιου.

Απόσπασμα από το διήγημα «Το Όνομα»:

« Κάποιες λιγοστές φορές πετροβολούσε τον βουερό και θολό Κηφισό που κυλούσε οργίλος και φουσκωμένος τραβώντας κατά τον κάμπο.

Απ΄ την άνοιξη ως το φθινόπωρο με ενδιάμεσο το λινό καλοκαίρι σαλαγούσε στις πλαγιές στο Ξεροβούνι, αρμέγοντας με τα μάτια του την άφατη ομορφιά του σύμπαντος κόσμου.! Έπινε νερό απ΄ τις κρυστάλλινες πηγές κι έτρωγε χλωρό τυρί και τριψάνα που λαχταρούσε να γευτεί κι ο ποιητής Κρυστάλλης,

Τον χειμώνα τον νανούριζαν οι νεράιδες από τα παραμύθια της γιαγιάς που  χόρευαν μπροστά στην παραστιά του σπιτιού τους…».

Οι ιστορίες με νεράιδες! Άπειρες τέτοιες ιστορίες. Δεν υπήρχε στην ηλικία της γιαγιάς άνθρωπος που να κατέβηκε το βράδυ στη ρεματιά για νερό,  ειδικά την περίοδο του θέρους και να μη συνάντησε νεράιδες. Πού να μην τον παρέσυραν με τους χορούς τους ή να του πήραν τη μιλιά.

Διηγήματα με έθιμα του δωδεκαημέρου

Υπάρχουν τρία θαυμάσια  κείμενα που αναφέρονται σε έθιμα του δωδεκαημέρου.

 «Τα Χοιροσφάγια εν Ξυλικοίς». Εδώ ο αναγνώστης ζει όλη τη διαδικασία της τελετουργίας που λάμβανε χώρα την παραμονή των Χριστουγέννων σχεδόν σε ολόκληρη την ελληνική επαρχία. Σαν σκηνικό, όπως λέει ο ίδιος, από την ταινία Ο Χριστός σταμάτησε στο Έμπολι.

Στην «Φιλοξενία  του Αβραάμ», αποσπάσματα από το οποίο μας διάβασε νωρίτερα  η Αναστασία, τρεις γυναίκες του χωριού και ο Γιάννης παίρνουν μέρος σε ένα γιορτινό χριστουγεννιάτικο δείπνο με τα πιο πλούσια εδέσματα. Ειλικρίνεια, αληθινή αγάπη και η καλή καρδιά!

Στο διήγημα με τίτλο «Παίξε», μας περιμένει μια έκπληξη. Ο συγγραφέας εκμαιεύει και εξασφαλίζει μάλλον δίκαια την άδεια του ίδιου του Παπαδιαμάντη, τουλάχιστον για τον τρόπο γραφής. Εξάλλου όλες οι αφηγήσεις του Γιάννη και οι ήρωες του: Η Μυλωνού, ο γέρο Λιόλιας, η Τσιλομητρούλα, ο Άγριος έχουν το άρωμα αυτού του Αγίου των Γραμμάτων.

Η αλλαγή του χρόνου και το έθιμο της τριάνταμα, του χαρτοπαίγνιου που είχε την τιμητική του εκείνη τη μέρα. Έτσι για το καλό! Ένα πολύβουο σκηνικό στο καφενείο του χωριού. Με όλους τους ήρωες επί σκηνής, ένα απίστευτο παζλ διαφορετικών ανθρώπων, όλος ο αντρικός πληθυσμός μικροί μεγάλοι παρόντες! Με κονιάκ, ρετσίνα, καπνούς τσιγάρων και πολύ τύχη! Κι όλα αυτά με τον τρόπο του κυρ Αλέξανδρου!

Όπως είπα παραπάνω υπάρχουν πέντε υπέροχα διηγήματα που δεν αναφέρονται στη γενέτειρά του. Πέντε εξαιρετικά κείμενα. Θα ήθελα να αναφερθώ πολύ σύντομα σε κάποια από αυτά.

«Ελληνική Γραμματεία»

Ένα κείμενο που εγώ ξεχώρισα είναι αυτό με τον τίτλο «Ελληνική Γραμματεία». Ένας στοχασμός πάνω στα παιχνίδια της μοίρας, στην ελεύθερη βούληση. Η διανόηση και τα γράμματα συνομιλούν με τη φρίκη του πολέμου.

Στα τέλη του 19ου αιώνα δύο από τους πατέρες της ελληνικής διηγηματογραφίας ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης συναντιούνται σε ένα χριστουγεννιάτικο δείπνο στην Αθήνα. Ο Γιάννης στήνει το δικό του δείπνο εξήντα χρόνια μετά. Τούτη τη φορά στη φτωχομάνα Θεσσαλονίκη. Δύο ξαδέρφια με το ίδιο όνομα (Αλέξανδρος) και δύο άνθρωποι της τέχνης. Είχαν χάσει  τους πατεράδες τους στην αντίσταση. Ο ένας καταπιάνεται με την ποίηση και ο άλλος με την πεζογραφία (Οι δύο μεγάλες αγάπες  του συγγραφέα!). Δυο δεκαετίες πριν η  Χάνα και ο Γιόχαν γεννιούνται στη μαρτυρική Δρέσδη. Αγαπούν με πάθος τον ελληνικό πολιτισμό και όνειρό τους να σπουδάσουν ελληνική γραμματεία. Όμως ο Γιόχαν  θα βρεθεί ως τραγικό πρόσωπο της μοίρας σε ένα άλλο μαρτυρικό μέρος το Χορτιάτη. Ο θάνατος του θα γίνει αφορμή για το μεγάλο κακό. Η ιστορία αποτελεί ένα φόρο τιμής στα θύματα του Ολοκαυτώματος στον Χορτιάτη, αλλά και  έναν αναστοχασμό πάνω στον όλεθρο του πολέμου και τις πληγές που αφήνει πίσω του.

Η Χάνα θα έρθει στην Ελλάδα όχι για να σπουδάσει ελληνική γραμματεία,θα συναντήσει όμως δύο εκπροσώπους της.

«Για το Χορτιάτη φταίμε εμείς!  θα πει.  Για τη Δρέσδη όχι.

Έχετε δίκιο της ψιθύρισα». Απαντάει ο συγγραφέας. ─Να πούμε ότι ο Γιάννης μένει κοντά στην περιοχή του Χορτιάτη και αρθρογραφεί τακτικά στον τοπικό τύπο.

—Στο διήγημα με τίτλο «Η φυγή στην Αίγυπτο» ξεδιπλώνεται μία μικρή τρυφερή ιστορία ανάμεσα σε δύο παιδιά, δύο συνομήλικους  αλλά και «συνονόματους» τονΧρίστο  (με  γιώτα) και τον Γιεσουά. Μια ιστορία που δυστυχώς αυτές τις μέρες γίνεται ξανά τραγικά επίκαιρη. Ο μικρός Ναζωραίος φεύγει κυνηγημένος στην Αίγυπτο για να γλιτώσει από το λεπίδι του Ηρώδη. Αιώνες μετά ο μικρός Γιεσουά θα πάρει ξανά τον δρόμο της προσφυγιάς με τη μητέρα του Μαρία κυνηγημένος από τη Συρία ήαπό τη Γάζα ! Στη θέση του Ηρώδη βάλτε ένα οποιοδήποτε σύγχρονο  όνομα.

—Τέλος, το διήγημα «Ω! έλατο.  Ω! έλατο», μια μικρή έκπληξη.  Λίγο πριν την αλλαγή του χρόνου, ένα πρόωρα παρατημένο χριστουγεννιάτικο δέντρο, θα δημιουργήσει ένα νέφος μυστηρίου, πίσω από το οποίο μπορεί να  βρίσκονται ανθρώπινες σχέσεις, προσωπικές ιστορίες  και καταστάσεις καλά κρυμμένες κάτω από το εορταστικό χαλί, το θόρυβο  των ημερών και τα λαμπιόνια.

«”Το Γενέθλιο”: Ένας απολογισμός ζωής! Μοναχικός, εσωτερικός όπως ο ζεϊμπέκικος»

Θέλω να κλείσω με το τελευταίο διήγημα της συλλογής «Το Γενέθλιο». Τα γενέθλια ήταν κάτι που δεν τα γιορτάζουμε ποτέ στο χωριό. Οι παλαιότεροι δεν θυμόντουσαν καν την ακριβή ημερομηνία. Τη συνέδεαν μάλλον με κάποιο σημαντικό γεγονός που είχε συμβεί την ίδια εποχή. Εξάλλου στην καθ’ ημάς Ανατολή γιορτάζουμε την κοίμηση των Αγίων και όχι τη γέννησή τους.

Ο παππούς μου έλεγε ότι ο αδερφός του γεννήθηκε τη χρονιά που φυτέψαμε τον πλάτανο. ─Εμείς πάντως έτσι βρίσκαμε την ηλικία του Πλατάνου!

Οι περισσότεροι αναγνώστες  μέσα από αυτό το διήγημα θα συναντήσουν νομίζω, το πιο ποιητικό κείμενο όλης της συλλογής. Όσοι γνωρίζουν πρόσωπα και καταστάσεις θα συγκινηθούν βαθύτατα. Το διάβασα πολλές φορές,  καμία δεν μπόρεσα να συγκρατηθώ.  Είναι η ίδια η ζωή του συγγραφέα. Μία κατάδυση  στην ψυχή του. Ένας απολογισμός ζωής! Μοναχικός, εσωτερικός όπως ο ζεϊμπέκικος.

*Ο Θανάσης Παπασταθόπουλος είναι μαθηματικός. Το παρόν είναι η ομιλία του στην εκδήλωση παρουσίασης των βιβλίων «Πιλάτος» και «Αμνός Γεννάται» του Ιωάννη Ιωάννου Βρεττού στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Κομοτηνής, στο πλαίσιο των δράσεων που υλοποιούνται με την ΚΟΙΝΣΕΠ «Κομοτηνή Εν Δράσει», το Δημοκρίτειο Βιβλιοχαρτοπωλείο και τις εκδόσεις «ΘΕΡΜΑΪΚΟΣ», την Πέμπτη 30 Νοεμβρίου στις 6.30 το απόγευμα

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.