Θανασης Κουγκουλος*: «Η Αλεξανδρουπολη στην πεζογραφια της Σκαβδη δεν παραμενει στο επιπεδο του σκηνικου, παρα μετατρεπεται σε βασικο χαρακτηρα του εργου που δρα και πασχει»

Ελένη Σκάβδη, «Ροζ και Γκρίζο», εκδ. Πρόκνη, Αλεξανδρούπολη 2024

Η Ελένη Σκάβδη γεννιέται το 1952 στην Αλεξανδρούπολη και από την εποχή των φοιτητικών της σπουδών (Οικονομικό Τμήμα της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών) ζει συνεχώς μακριά από τον τόπο της. Η απομάκρυνση από τον χώρο της παιδικής/ εφηβικής ηλικίας τροφοδοτεί αδιάκοπα τη μνήμη, ενώ η αναγκαστική αποχή από την καθημερινότητα της ιδιαίτερης πατρίδας, η ανεπαρκής −με άλλα λόγια−  αναγνώριση των σημαδιών εξέλιξης, ωθεί το παρελθόν της γενέθλιας πόλης να λαμβάνει μέσα της μυθικές διαστάσεις. Μ’ αυτό το συναισθηματικό φορτίο εμφανίζεται όψιμα στην περιοχή της λογοτεχνίας, στις αρχές της πέμπτης δεκαετίας του βίου της και έκτοτε γίνεται κατεξοχήν μία πεζογράφος της εντοπιότητας, μία πεζογράφος της γενέθλιας Αλεξανδρούπολης. Η λογοτεχνική της παρουσία υποστηρίζεται από μακροχρόνια ενασχόληση με τον δημοσιογραφικό λόγο και βαθιά σχέση με την πολιτική σκέψη. Ήδη από τα φοιτητικά της χρόνια συμμετέχει ενεργά σε αριστερά πολιτικά σχήματα, συνεργάζεται με αξιόλογα έντυπα της Αριστεράς (Θούριος, Εποχή κ.α.) και μέχρι σήμερα εξακολουθεί να ασκεί περιστασιακά το επάγγελμα του δημοσιογράφου.

Η Σκάβδη δημοσιεύει το 1996 το μυθιστόρημα «Εκείνη η Πόλη…» από τις εκδόσεις Πρόκνη, το οποίο το 2017 κυκλοφορεί σε β΄ έκδοση από τις εκδόσεις Παρατηρητής της Θράκης της Τζένης Κατσαρή. Η θέση του πρωταγωνιστή στο μυθιστόρημα είναι διπλή. Κεντρικός ήρωας είναι η Ελπίδα, ένα γυναικείο όνομα με σημειωτική λειτουργία (Ελπίδα = σημαίνον ανθρωπωνύμιο και ελπίδα = μη δικαιωθέν σημαινόμενο), ενώ παρατηρούμε τη διαδρομή της προσφυγικής της οικογένειας. Όμως αθέατος ήρωας σε δεύτερο πλάνο είναι και «εκείνη η πόλη» όπου τοποθετούνται τα συμβάντα. Στην πράξη κατατίθεται ένα διττό χρονικό, το χρονικό της Ελπίδας και της πόλης της, του οποίου τα δύο σκέλη διαπλέκονται σφιχτά και δεν αυτονομούνται. Ο φόβος και η απώθηση του έρωτα, η έγνοια της καθημερινότητας, η μοναξιά, το άγχος για το μέλλον, η δύσκολη προσαρμογή στις νέες αστικές και καταναλωτικές εξελίξεις εκφέρονται μέσα από τον λόγο των θηλυκών και αντισταθμίζονται από τον κόσμο των ίσκιων και της φαντασίας. Η Ελπίδα και η Βάγια, η μεσαία από τις τρεις κόρες της, βρίσκουν διέξοδο σε αισθησιακούς ίσκιους, σε φαντάσματα που αναπληρώνουν την ερωτική στέρηση της πραγματικότητας. Εντούτοις ο αδυσώπητος «πολιτισμός», με τις πολυκατοικίες και το μπετόν, καταστρέφει όχι μόνο τη ζωή αλλά και τη φαντασία. Ο «πολιτισμός» σκοτώνει τους ίσκιους κι αφήνει έρημη κι ασυντρόφευτη την Ελπίδα ακόμη και μετά τον θάνατό της.   Μετασχηματίζει τρομακτικά την πόλη και κλέβει τα όνειρά της. Η Ελπίδα και η πόλη φτάνουν συμβαδίζοντας στον ίδιο παρονομαστή: την απώλεια της ταυτότητάς τους.

Η απομάκρυνση της πεζογράφου από τον χώρο της παιδικής/ εφηβικής ηλικίας τροφοδοτεί αδιάκοπα τη μνήμη, ενώ η αναγκαστική αποχή από την καθημερινότητα της ιδιαίτερης πατρίδας, η ανεπαρκής −με άλλα λόγια−  αναγνώριση των σημαδιών εξέλιξης, ωθεί το παρελθόν της γενέθλιας πόλης να λαμβάνει μέσα της μυθικές διαστάσεις. Μ’ αυτό το συναισθηματικό φορτίο εμφανίζεται όψιμα στην περιοχή της λογοτεχνίας, στις αρχές της πέμπτης δεκαετίας του βίου της και έκτοτε γίνεται κατεξοχήν μία πεζογράφος της εντοπιότητας, μία πεζογράφος της γενέθλιας Αλεξανδρούπολης

Πριν το μυθιστόρημά της, η Ελένη Σκάβδη δημοσιεύει πέντε διηγήματα σε λογοτεχνικά περιοδικά που πλέον έχουν σταματήσει την έκδοσή τους: ένα στο περιοδικό του Βόλου «Ρόπτρο» και άλλα τέσσερα στο εμβληματικό περιοδικό της Αλεξανδρούπολης «Εξώπολις», στο οποίο ήταν και μέλος της συντακτικής του ομάδας. Σήμερα επεξεργάζεται σε κάποιο βαθμό ορισμένα από τα προαναφερόμενα πέντε διηγήματα, το έκτο βλέπει το φως της δημοσιότητας ως προλογικό αφήγημα σε βιβλίο τοπικής ιστοριογραφίας, προσθέτει κι άλλα τέσσερα, και εκδίδει τη συλλογή διηγημάτων που απόψε παρουσιάζουμε με τίτλο «Ροζ και Γκρίζο», πάλι από τις εκδόσεις Πρόκνη. Το μικρότερο διήγημα εκτείνεται σε πέντε σελίδες και το μεγαλύτερο σε είκοσι οκτώ, ενώ το σύνολο καταλαμβάνει εκατόν είκοσι πέντε σελίδες.  Κατά τη σειρά της ταξινόμησης στη συλλογή έχουν ως εξής:

  1. «Πρώτο ταξίδι». Η διήγηση περιστρέφεται γύρω από ένα ταξίδι με τρένο στα τέλη της δεκαετίας του ’50 από τη «ζεστή Αττική» στην παγωμένη Αλεξανδρούπολη του βορρά. Η αφηγήτρια, όπως ο ανάλογος αφηγητής του Βιζυηνού, ομολογεί πως μονίμως αναχωρεί από την αγαπημένη της Αλεξανδρούπολη και τη χτίζει διαρκώς λογοτεχνικά και μνημονικά: «με εισιτήριο τις λέξεις, τα λόγια».
  2. «Ο Αϊ-Λευτέρης ήταν σαν το σπίτι της». Η νεαρή βασική ηρωίδα έχει τον γυναικωνίτη του ναού του Αγίου Ελευθερίου στην Αλεξανδρούπολη σαν να είναι η πόλη της. Δεσπόζοντα περιστατικά από τη λατρευτική ζωή στον ναό στοιχειώνουν την παιδική της ηλικία κι αντανακλούν την κοινωνική ζωή της Αλεξανδρούπολης.
  3. «Τα κόκκινα παπούτσια». Στο αφήγημα παρακολουθούμε μια μικρή να μπαίνει οδυνηρά στην εφηβεία και να μαθαίνει τον αυστηρά προσδιορισμένο, για τα σκληρά ήθη της επαρχίας, κοινωνικό ρόλο του φύλου της. Τα γεγονότα εκτυλίσσονται γύρω από το αντικείμενο-σύμβολο κόκκινα παπούτσια, αγορασμένα για τη μεγαλύτερη αδερφή και λάθρα χρησιμοποιημένα από την ηρωίδα.  
  4. «Στα Κούτσουρα». Στην ομώνυμη με τον τίτλο του διηγήματος τοποθεσία προσφυγικής γειτονιάς δίπλα στις γραμμές του σιδηρόδρομου, διαδραματίζονται παράλληλα δύο διαφορετικές ιστορίες. Από τη μία δολοφονείται κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες ένας βιοπαλαιστής οικοδόμος και αυτοκτονεί από τον καημό της η γυναίκα του και από την άλλη τελειώνει άδοξα, μετά τον φόνο, ο έρωτας ενός ντόπιου κοριτσιού και ενός φαντάρου. Έτσι η στοίβα από τα κούτσουρα δεν είναι μόνο το σκηνικό αλλά και το αφηγηματικό κέντρο, το εύρημα που συνέχει και συγκρατεί τις δύο εκ πρώτης όψεως ασύμβατες υποθέσεις.
  5. «Μπριτς!». Κατά τη γνώμη μου το πεζό αυτό εμπεριέχει τις πιο πυκνές πολιτικές και πλαγίως αυτοβιογραφικές αναφορές του συνόλου των κειμένων. Αφορά έναν τρυφερό παιδιάστικο έρωτα που η κορύφωσή του αλλά και το τέρμα του συμπίπτει με την επανάσταση του Φιντέλ Κάστρο στην Κούβα. Οι απόηχοι της παγκόσμιας πολιτικής κρίσης αναστατώνουν τη μικρή επαρχιακή πόλη του διηγήματος. Το αγόρι καταλήγει μετανάστης στη Γερμανία και το κορίτσι αλλοτριωμένη διανοούμενη της Αριστεράς. Παρότι η ηρωίδα όταν μεγαλώνει απορρίπτει τελικά τις αναμνήσεις της ως αφελείς και κακόγουστες για τη «μοντέρνα» πλέον λογική της, η διάχυτη νοσταλγία της αφήγησης τη διαψεύδει. 
  6. «Ο κύριος Ρο».  Ο ήρωας, που προφέρει με ιδιαίτερα αισθησιακό τρόπο το σύμφωνο ρο, επιστρέφει μετά από δεκαοχτώ χρόνια στην πόλη της στρατιωτικής του θητείας για να σμίξει σύντομα, σε κάποιο φτηνό ξενοδοχείο, με την παλιά του αγαπημένη, από την οπτική γωνία της οποίας δίδεται το περιστατικό. Ωστόσο, η συνεύρεση δεν στέκεται ικανή να άρει το ερωτικό αδιέξοδο. 
  7. «Ο Γκρίζος». Αφήγημα για έναν τρελό νεανικό έρωτα της ηρωίδας με έναν έφεδρο αξιωματικό που ξεκινά στην επαρχία και ακυρώνεται στην πρωτεύουσα μέσα στον αναβρασμό των φοιτητών εναντίον της Χούντας. Η μαθήτρια μεταμορφώνεται σε μαχητική φοιτήτρια και ο εραστής απομαγεύεται, καθώς στέκεται απόμακρα από τους πολιτικούς αγώνες και κοιτά τη βολή του και την καριέρα του. 
  8. «Dior». Και πάλι η αφήγηση εστιάζει στις πληγές ενός αποτυχημένου έρωτα ανάμεσα σε μια κομμώτρια στην επαρχία με αριστερό συγγενή και έναν αξιωματικό που δειλιάζει να θέσει σε κίνδυνο την καριέρα του. Η κομμώτρια φτιάχνει τη ζωή της και ονειρεύεται τον έρωτά της που αδυνατεί να βιώσει την ευτυχία.
  9. «Κι η ψυχή με βάτες ωσάν άγγελου φτερά …».  Πρόκειται για διακειμενική συνομιλία που ανοίγει η συγγραφέας με το διήγημα «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον»του Γεωργίου Βιζυηνού, καθώς αποτελεί τη συμβολή της στο αφιέρωμα του περιοδικού «Εξώπολις» για τον Βιζυηνό. Τέμνεται σε παραγράφους-σκηνές, όπου προτάσσονται χωρία «ραφτικού» περιεχομένου από το κείμενο του Βιζυηνού. Μάλιστα ολόκληρος ο επίλογος συνιστά απόσπασμα από τις σκέψεις του παιδιού-αφηγητή του Βιζυηνού. Επιπλέον, στο τέλος προστίθεται γλωσσάρι όρων ραφτικής λόγω των πολλών ιδιωματισμών.  Εδώ η Σκάβδη, μιμούμενη συνειδητά το ύφος και τη γλώσσα του Θράκα διηγηματογράφου, αποδίδει την ισόβια σχέση μιας γυναίκας της παραδοσιακής κοινωνίας −από τα παιδικά της χρόνια μέχρι τον θάνατο− με το ράψιμο ως επιβαλλόμενο εργόχειρο του φύλου της.
  10. «Παντιέρα Ρόσα». Η αφήγηση επικεντρώνεται στον έρωτα μιας μαθήτριας και ενός φαντάρου αριστερών φρονημάτων το καλοκαίρι του 69. Η μαθήτρια γοητεύεται από το επαναστατικό ταπεραμέντο του φαντάρου αλλά ο έρωτας παραμένει αδικαίωτος.

Όλα τα παρουσιαζόμενα διηγήματα της Ελένης Σκάβδη ανήκουν τυπικά στη γυναικεία γραφή, εφόσον η οπτική της είναι γένους θηλυκού, και παρουσιάζουν αξιοσημείωτη υφολογική και θεματική ομοιογένεια. Συνιστούν παραλλαγές του ίδιου μοτίβου, προβάλλουν κοινές αντιλήψεις και οικοδομούνται από όμοια συστατικά. Όλα τα πεζογραφήματά της εδραιώνονται στον θεμελιακό άξονα του χωροχρόνου. Σημασιοδοτούνται από την κυρίαρχη αντίθεση του εδώ/τώρα με το αλλού/τότε. Οι ήρωες και ο αφηγητής της αναπολούν το παρελθόν της Αλεξανδρούπολης από τη δεκαετία του 1950 έως τα ζοφερά χρόνια της Χούντας. Αν και βρίσκονται αλλού νοσταλγούν τη γενέθλια πόλη, δεν αισθάνονται βολικά στο παρόν και γυρίζουν ξανά στο παρελθόν για να γευτούν τη χαμένη αθωότητά τους.

Η Σκάβδη καταγράφει με εμμονή το τοπογραφικό στίγμα των χαρακτήρων της και εντάσσει με λεπτομέρεια τις κινήσεις τους στο νοερό χάρτη της πόλης. Δείχνει ξεχωριστή προτίμηση στις απόκεντρες προσφυγικές και εργατικές συνοικίες. Φυσικά η επιλογή αυτή υπαγορεύεται και για λόγους αληθοφάνειας, αφού τα πρόσωπα είναι άνθρωποι του μεροκάματου. Μεγαλύτερη ακόμη επιμονή εκδηλώνεται στην προβολή του σιδηρόδρομου. Η Αλεξανδρούπολη δεν χρησιμοποιείται ως παράδειγμα επαρχιακής πόλης σε μια πεζογραφία που τρέφεται από το κλίμα ή τα προβλήματα της επαρχίας αλλά είναι το κύριο θέμα της διήγησης

Μόνιμο τοπογραφικό πλαίσιο κάθε αφήγησης είναι η Αλεξανδρούπολη. Παντού αφθονούν τοπωνύμια σχετικά με τις γειτονιές, τα κτίρια, τους δρόμους και τους κοντινούς οικισμούς της πρωτεύουσας του Νομού Έβρου. Η πεζογράφος καταγράφει με εμμονή το τοπογραφικό στίγμα των χαρακτήρων της και εντάσσει με λεπτομέρεια τις κινήσεις τους στο νοερό χάρτη της πόλης. Δείχνει ξεχωριστή προτίμηση στις απόκεντρες προσφυγικές και εργατικές συνοικίες. Φυσικά η επιλογή αυτή υπαγορεύεται και για λόγους αληθοφάνειας, αφού τα πρόσωπα είναι άνθρωποι του μεροκάματου. Μεγαλύτερη ακόμη επιμονή εκδηλώνεται στην προβολή του σιδηρόδρομου. Η Αλεξανδρούπολη δεν χρησιμοποιείται ως παράδειγμα επαρχιακής πόλης σε μια πεζογραφία που τρέφεται από το κλίμα ή τα προβλήματα της επαρχίας αλλά είναι το κύριο θέμα της διήγησης. Η συγγραφέας επιθυμεί να διαλεχτεί με τη μετεμφυλιακή Ιστορία της πόλης και να αναμετρήσει τις μνήμες ή τις πληγές που αφήνει στους ήρωές της. Έτσι η Αλεξανδρούπολη δεν παραμένει στο επίπεδο του σκηνικού, παρά μετατρέπεται σε βασικό χαρακτήρα του έργου που δρα και πάσχει. Οι προβαλλόμενοι ήρωες στοιχειοθετούν ζωντανό κομμάτι της μυθικής ανθρωπογεωγραφίας της γενέθλιας πόλης και αυτή ακριβώς είναι η αποστολή τους: να δώσουν υπόσταση στην ιδεατή εικόνα της πόλης. Γιατί εν τέλει η Σκάβδη κατασκευάζει μια Αλεξανδρούπολη που αν και ενσωματώνει την Ιστορία στερείται ιστορικότητας. Εννοώ ότι η κειμενική της Αλεξανδρούπολη είναι πλαστή, απατηλή και ανύπαρκτη• υπάρχει μόνο ως προσωπικός λογοτεχνικός μύθος, ανεξάρτητα από την πραγματική πόλη και έξω από τις ομοιότητες που επικαλείται μ’ αυτήν.

*Ο Θανάσης Κούγκουλος είναι Επίκουρος Καθηγητής Σημειωτικής: Λογοτεχνικής ανάλυσης και πολιτισμικής ερμηνείας στο ΤΙΕ/ΔΠΘ. Το παρόν κείμενο είναι η ομιλία του στην εκδήλωση παρουσίασης  της συλλογής  διηγημάτων  της Ελένης Σκάβδη «Ροζ και γκρίζο», που διοργανώθηκε από τον Σύλλογο Κυριών και Δεσποινίδων Αλεξανδρούπολης και τις εκδόσεις Πρόκνη, την Τετάρτη 13 Μαρτίου 2024, στον χώρο του Εντευκτηρίου του Συλλόγου. 

Δείτε το ρεπορτάζ της εκδήλωσης εδώ.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.