Σπυρος Κιοσσες* «Επιβιωνοντας τη γραφη: μια δυσκολη τεχνη»

Σωτήρη Παστάκα, «Οδηγός επιβίωσης για νέους λογοτέχνες», εκδ. Απόπειρα, Αθήνα 2018

Η Virginia Woolf σε δοκίμιό της με τίτλο «Πώς πρέπει κάποιος να διαβάζει ένα βιβλίο;» (1925) ξεκινά με την ακόλουθη «συμβουλή»: «Η μόνη συμβουλή που μπορεί να δώσει ένας άνθρωπος σε έναν άλλον σχετικά με την ανάγνωση είναι να μην δέχεσαι συμβουλές, να ακολουθείς το δικό σου ένστικτο, να χρησιμοποιείς τη δική σου λογική, να συνάγεις τα δικά σου συμπεράσματα. […] Το να επιτρέπουμε αυθεντίες, όσες περγαμηνές κι αν κουβαλούν, στις βιβλιοθήκες μας και να τους αφήνουμε να μας λένε πώς να διαβάζουμε, τι να διαβάζουμε, τι αξία να θέτουμε σε αυτά που διαβάζουμε, σημαίνει να καταστρέφουμε το πνεύμα της ελευθερίας που συνιστά το εύρος αυτών των αδύτων. Οπουδήποτε αλλού μπορεί να δεσμευόμαστε από νόμους και συμβάσεις –εκεί δεν ισχύει κανένας».
 
Ωστόσο, όπως τονίζει η ίδια αμέσως μετά, η απόλαυση της αναγνωστικής ελευθερίας σημαίνει επίσης έλεγχο του εαυτού μας. Δεν πρέπει να σπαταλάμε άσκοπα και με άγνοια τις δυνάμεις μας, αλλά να τις «εκπαιδεύσουμε», ώστε να επιτυγχάνουμε την πιο βαθιά και εκτενή απόλαυση από αυτό που διαβάζουμε. Εάν έπρεπε να εντάξω τις απόψεις του Παστάκα ως προς το ζήτημα της γραφής, συγκεκριμένα της απόπειρας λογοτεχνικής γραφής από νέους λογοτέχνες, θα την τοποθετούσα σε αυτήν ακριβώς τη μεταιχμιακή θέση: από τη μια είναι υπέρμαχος της συγγραφικής ελευθερίας –πώς αλλιώς θα κατακτήσει κανείς το μέγα ζητούμενο της ιδιοφωνίας;– κι από την άλλη τονίζει την απόλυτη ανάγκη του αυτοελέγχου. Στόχος του συγκεκριμένου «Οδηγού», κατά τη δική μου ανάγνωση, είναι η κατάκτηση, αρχικά, αυτής ακριβώς της ισορροπίας ανάμεσα στους δύο παραπάνω πόλους. Κι έπειτα, η επίτευξη μιας εσωτερικής εναρμόνισης δύο αντίρροπων τάσεων που συνδέονται με το λογοτεχνικό φαινόμενο: της φυγόκεντρης τάσης για προβολή, έκθεση, αναγνώριση από κοινό και κριτικούς· και της κεντρομόλου τάσης εγκλεισμού στην υποκειμενικότητα της γραφής, σε ένα ιδιοσυγκρασιακό «η τέχνη (μου) για την τέχνη (μου)» (και δεν με νοιάζουν οι απόψεις των άλλων). Η πρώτη τάση οδηγεί αναπόφευκτα στα πρόθυρα της διάχυσης και της κατασπατάλησης των (όποιων) δημιουργικών δυνάμεών σου. Η δεύτερη σε μια δονκιχωτική υπεράσπιση της (θεωρούμενης) αυταξίας σου. Ο συγκεκριμένος «Οδηγός» που συντάσσει ο Παστάκας αποτελεί ένα καλό εφόδιο στον προσωπικό αγώνα να επιτύχει κανείς ισορροπίες δύσκολες και λεπτές, απαραίτητες όμως για την επιβίωση νέων (και όχι μόνο) λογοτεχνών. 
 
Βρίσκω τον τίτλο ευφυή και ανταποκρινόμενο απόλυτα στο περιεχόμενο του βιβλίου. Το έργο δεν διατείνεται ότι συνιστά «Οδηγό γραφής», του τύπου «πώς να γράψεις ποιήματα ή/ και μυθιστορήματα, σε απλά βήματα». Δεν περιέχει κανόνες, συμβουλές ή οδηγίες για την ίδια τη διαδικασία της γραφής σε ποιητικό ή πεζό λόγο, του τύπου «πώς να γράψετε δυνατές μεταφορές ή πώς να συνθέσετε πειστικούς χαρακτήρες», όπως συμβαίνει με αρκετά εγχειρίδια στον συγκεκριμένο τομέα της ελληνικής και ξένης παραγωγής.[1] Δεν περιέχει, επίσης, τσιτάτα διάσημων συγγραφέων, αποσπασμένων από τα συμφραζόμενα του αρχικού έργου, κι έτσι ανούσιων και, στην πράξη, ανώφελων. Αυτό που κάνει ο Παστάκας στο βιβλίο του είναι να απαντήσει σε 99 βασικές ερωτήσεις που έχει θέσει ο ίδιος ή άλλοι σε αυτόν, και που αφορούν περισσότερο την ίδια τη συνθήκη της λογοτεχνικής γραφής και τα παραφερνάλιά της, στο σύγχρονο συγγραφικό, εκδοτικό, κριτικό και αναγνωστικό πεδίο της χώρας μας. Ο «Οδηγός» του λειτουργεί, έτσι, περισσότερο ως «ταξιδιωτικός οδηγός» για αυτούς που ετοιμάζονται να διασχίσουν για πρώτη φορά τη συγγραφική ενδοχώρα. Αποτελεί μια ευσύνοπτη και χρήσιμη χαρτογράφηση του πεδίου της: παρουσιάζονται ανάγλυφα οι εύφορες εκτάσεις της, οι ανθηροί λειμώνες της, οι δροσερές πηγές της, αλλά και οι ανηφορικοί δρόμοι, αγροτικοί, επαρχιακοί κατά τον Παστάκα, προς την κορυφή της ποιητικής δημιουργίας. Δρόμοι συχνά λασπώδεις και ολισθηροί, γεμάτοι απότομες στροφές, ώστε να κινδυνεύεις μ’ ένα σου λάθος βήμα να καταποντιστείς στον γκρεμό των δημόσιων σχέσεων, της αναζήτησης εύκολης προβολής σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή της ομφαλοσκόπησης.
 
Τα περισσότερα από τα 99 σύντομα κεφάλαια του βιβλίου έχουν τη μορφή απεύθυνσης στον αναγνώστη, συνιστώντας μικρές απολαυστικές ιστορίες που κρυσταλλώνουν ψήγματα της εμπειρίας του λογοτέχνη προς νέους επίδοξους ομοτέχνους του –νέους με την έννοια του πρωτοεμφανιζόμενου ή πρωτο-δοκιμαζόμενου. Ταυτόχρονα όμως είναι και μια τυπολογική «πινακοθήκη», στην οποία, ο αναγνώστης δεν μπορεί παρά να βρει κάπου στοιχεία που του προσιδιάζουν, εάν σε κάποια στιγμή της ζωής του έχει φλερτάρει με την ιδέα να βρεθεί ο ίδιος στην «απέναντι» θέση, αυτή του συγγραφέα. Ο Παστάκας φαίνεται να αντλεί από προσωπικά βιώματά του, από συζητήσεις με φίλους του, από πλήθος αναγνωσμάτων, από την «εμπειρική παρατήρηση» και αυτοπαρατήρηση, και εν γένει από την πολυετή του τριβή στον χώρο της συγγραφής, της έκδοσηςκαι της κριτικής· από τη στενή του επαφή με τα κείμενα και τα λογής περικείμενά τους.
 
Ανάμεσα στα ζητήματα που θίγονται ή σχολιάζονται είναι η κατάρτιση του βιογραφικού του λογοτέχνη, το άγχος της επίδοσης, τα πνευματικά δικαιώματα, η Εταιρεία των Συγγραφέων, οι δικαιολογίες της (μη) συγγραφής, η παγίδα της δημοσιότητας και της δημοφιλίας, η ομοιομορφία της γραφής και των αναγνωσμάτων, η αναζήτηση «χορηγών» για την έκδοση των λογοτεχνικών έργων, η διαδικασία της μαθητείας στην τέχνη, η έμπνευση, οι λογοτεχνικές έριδες, η παρεο-λογοτεχνία, οι βιβλιοπαρουσιάσεις, οι δημόσιες αναγνώσεις, κ.ά. Πέρα από το μεγάλο ενδιαφέρον που έχουν τα ίδια τα ζητήματα, αυτό που απολαμβάνει ο αναγνώστης είναι ο τρόπος χειρισμού τους, το ύφος, η γλωσσική διατύπωση, που όλα ξεκινούν από τη στάση που υιοθετεί ο συγγραφέας. Στάση που δεν θυμίζει παρωχημένη διδαχή από καθέδρας, αλλά μοίρασμα εμπειρίας από φίλο που ξέρει περισσότερα, γιατί πολλά είδε και πολλά έπαθε κι ο ίδιος. Είναι έκδηλη στο βιβλίο η ειρωνεία, ο σαρκασμός και ο αυτοσαρκασμός. Και σίγουρα ο Παστάκας δεν μασάει τα λόγια του. Δεν υπεκφεύγει: αποτυπώνει ξεκάθαρα καταστάσεις, αναφέρει ονόματα, «δίνει διευθύνσεις». Δεν μιλάει εκ του ασφαλούς. Αντισυμβατικός ο ίδιος, καλεί τους νέους να διακρίνουν την υποκρισία, να αποφύγουν το βόλεμα και να «ξεκαβαλήσουν» τα λογής καλάμια που φυτρώνουν άφθονα στις παρυφές (και όχι μόνο) του συγκεκριμένου χώρου.
 
Θα αναφέρω λίγες μόνο από τις φράσεις που μου εντυπώθηκαν διαβάζοντας το βιβλίο: 
–«όσο μεγαλύτερο το βιογραφικό, οι τίτλοι, τα βραβεία, οι εύφημες μνείες, τόσο ανύπαρκτο το περιεχόμενο», «εκ του υστερήματος προκύπτει η ποίηση»,
–«περνάν μέσα από τη γραφή ανέγγιχτοι, ατσαλάκωτοι, επιτηδευμένοι στις κρατικές διακρίσεις, τα κρατικά βραβεία, τις ιν συναναστροφές και τις ολοσέλιδες συνεντεύξεις, και το μόνο που έχω να κάνω είναι να τους καταραστώ. […] λίγη κακοτυχιά σας εύχομαι παλικάρια μου χομπίστες ποιητές. “Λίγη κακοτυχιά” μπας και γράψετε ουσιαστικά.»,
–«Αν θέλεις λοιπόν ν’ αποκτήσεις εχθρούς, νεαρέ μου λογοτέχνη, ασχολήσου με την κριτική.»,
–«Το ποίημα και ανάποδα να το γράψεις δεν θα μείνει αν δεν έχει κάτι να πει. […] Ο καινούριος τρόπος βρίσκεται πάντα στην εκφορά του λόγου κι όχι στην τυπογραφική του απεικόνιση.»,
–«το κείμενο πρέπει να μπορεί να σταθεί μόνο του στα πόδια, χωρίς τα δεκανίκια τρίτων. Να μιλάει από μόνο του και να παίρνει κεφάλια, χωρίς την επεξήγηση κανενός, ούτε καν του ίδιου του συγγραφέα.»,
–«Βάζοντας όρια στη γραφή μου γίνομαι πιο ουσιαστικός. Μαθαίνω την οικονομία των λέξεων. Αποφεύγω χάσματα και επαναλήψεις. Δεν κοιμίζω τον αναγνώστη. Τον κάνω να ακονίσει το μυαλό του. Αν όμως διαβάζει κάτι και δεν βγάζει νόημα, τότε το φταίξιμο είναι όλο δικό μου.»,
–«Μόνο δια της (αυτο-)καταστροφής δίδεται το προνόμιο της δημιουργίας.»,
–«Ο τεχνίτης κρίνεται από το λιμάρισμα των κειμένων του. Από τα σβησίματα των επιθέτων και την αντικατάσταση των λέξεων, τον ακαριαίο πλούτο ενός και μόνου συνωνύμου από τα πολλά, την επιλογή με ακρίβεια νευροχειρουργού του ουσιαστικού και των κυρίων ονομάτων.»,
–«ψεύτικη ποίηση είναι η ποίηση που ποιητικίζει. Αυτή που πιθηκίζει την πεπατημένη της παραδομένης ποίησης. Αυτή που γράφεται εντός ορίζοντα αναμονής ενός επαρκούς αναγνώστη ποίησης της σήμερον. Αυτή που βροντοφωνάζει πως είναι ποίηση. Αυτή που το έχει γραμμένο στο κούτελο “εδώ πωλούνται καλά αισθήματα, υψηλές ιδέες και φιλανθρωπία”. Αυτή που κάνει ευτελή συναισθηματισμό κι ανέξοδες επιθέσεις ενάντια στο καλό γούστο. Αληθινή ποίηση είναι αυτή που εκ πρώτης όψεως δεν φαίνεται για ποίηση. […] Η αληθινή ποίηση είναι δημιουργός μεταφορών: φέρνει κοντά ετερόκλητα πράγματα και δημιουργεί νέες συγγένειες. Η αληθινή ποίηση κάνει τη θάλασσα άλλοτε να γίνεται κρασί (από το αίμα) κι άλλοτε να γεμίζει προβατάκια (απ’ το λευκό μαλλί των αφρισμένων κυμάτων της). Η ψεύτικη ποίηση είναι χαρτονόμισμα πληρωτέο (με βραβεία, διακρίσεις) επί τη εμφανίσει. Η αληθινή ποίηση είναι επένδυση υψηλού ρίσκου στην τράπεζα του μέλλοντος.».
 
Διαβάζοντας κάποιες από ιστορίες του «Οδηγού» νιώθεις να ακούς συμβουλές σχεδόν ψυχ-αναλυτικές: βρίσκεις λέξεις και σκέψεις που σε σκάβουν υποδόρια, γκρεμίζουν στερεότυπες εικόνες, σε κάνουν να δεις τα πράγματα, τη γραφή και τον εαυτό σου κατάματα. Κάποιες πάλι φράσεις σού μένουν στο μυαλό με την εκφραστική δύναμη και τη συμπύκνωση συνθήματος: σαν να βλέπεις τον συγγραφέα να σχεδιάζει γκράφιτι σε άχρωμες, βαριά φορτωμένες ή άγραφες (ακόμη) σελίδες νέων συγγραφέων και να σου κλείνει συνωμοτικά το μάτι. Και ως επίγευση της ανάγνωσης σου μένει η αίσθηση ότι ο Παστάκας, σε μια εποχή έντονης γραφομανίας, όπως αυτή που διανύουμε, μας βοηθά να διαχειριστούμε και τα δύο συνθετικά της λέξης: τόσο τη «γραφή» όσο και τη (συνοδευτική) «μανία» της. Κι επειδή δεν μπορούμε να απαλλαγούμε ούτε από τη μία ούτε από την άλλη, προτείνει τρόπους να επιβιώνουμε, τουλάχιστον, αξιοπρεπώς μαζί τους.
 
* O Σπύρος Κιοσσές είναι Μέλος Ε.ΔΙ.Π. του Τμήματος Ελληνικής Φιλολογίας ΔΠΘ και ποιητής. Πρόσφατα βιβλία του, η μελέτη «Εισαγωγή στη δημιουργική ανάγνωση και γραφή του πεζού λόγου» (εκδ. Κριτική) και η ποιητική συλλογή «Το κάτω κάτω της γραφής», (εκδ. Μελάνι).

Αναλυτικά το ρεπορτάζ από τη βιβλιοπαρουσίαση εδώ



[1] Ως «εξαιρέσεις» στη σχετική παραγωγή «συμβουλών προς νέους λογοτέχνες» ας παρατεθούν, πρόχειρα, τα εξής αξιόλογα: «Γράμματα σ' ένα νέο ποιητή» του Ράινερ Μαρία Ρίλκε, «Γράμμα σε έναν νέο ποιητή» της Βιρτζίνια Γουλφ, «Η τέχνη της γραφής. Συμβουλές σε ένα νέο συγγραφέα» του Άντον Τσέχοφ, «Συμβουλές σ' ένα νέο ποιητή» του Μαξ Ζακόμπ.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.