Πετρος Φιλιππιδης, εκπαιδευτικος – συγγραφεας

«Η σημερινή μέρα για μένα είναι μέρα δικαίωσης»

Γεννήθηκα από πρόσφυγες γονείς σ’ ένα χωριό, στην Καρυδιά,

Στα δύσκολα χρόνια για την πατρίδα μου,

τότε που στέναζε κι αγκομαχούσε,

έψαχνε δρόμο για να βρει, να μην καταστραφεί,

ακέραια να μείνει.

Απ’ όλα αυτά τα χρόνια, τριάντα ένα τα ’ζησα στην πόλη

μα πάλι κάθε μέρα ερχόμουνα στις ρίζες μου, στην Καρυδιά

στους σεβαστούς και άξιους γονείς μου

κι όλα τ’ άλλα χρόνια, τα υπόλοιπα,

έμενα στο χωριό, στην Καρυδιά.

Τ’ αγάπησα πολύ το χωριουδάκι μου,

το λάτρεψα πιστά, το έζησα.

Στόχους μεγάλους έβαλα γι’ αυτό,

νομίζω, πως, τους πέτυχα, Καρ(υ)διά μου,

το έκανα σπουδαίο και γνωστό παντού, όσο μπορούσα.

Χρέος το είχα,

η μάνα μου με γέννησε σ’ αυτό, στην Καρυδιά,

μ’ ανάθρεψαν, οι άνθρωποί του οι πρόσφυγες,

με τα δικά τους ήθη,

αλλά και η εκκλησιά του, το όμορφο ποτάμι του,

οι καρυδιές και τα πλατάνια του, τα γάργαρα νερά του

οι δρόμοι του οι χωμάτινοι, οι καθαρές αυλές του,

πιστεύω, πως, συνέβαλαν κι αυτά.

Και το σχολειό που πήγα, ήταν μικρό πολύ μικρό

μα τα μαθήματα πολλά κι οι αξίες του που μού ’δωσε μεγάλες,

κι εγώ απ’ όλες ξεχώρισα τις αρετές,

το ήθος και την ανθρωπιά,

χωριό μου, Καρ(υ)διά μου ! Πόσο σ’ αγαπώ !

Αγαπητοί φίλες και φίλοι,*

 Σ’ αυτό το χωριό γεννήθηκα, λοιπόν, από πρόσφυγες γονείς, στο ληξιαρχείο του είμαι γραμμένος, σ’ αυτό ψέλλισα τις πρώτες μου λέξεις, σ’ αυτό ανατράφηκα κι έμαθα τα πρώτα μου γράμματα, στους χωμάτινους δρόμους του και στις αλάνες του μάτωσα, ένιωσα χαρές και πίκρες, σ’ αυτό ανδρώθηκα, ερωτεύτηκα, παντρεύτηκα και δημιούργησα μια όμορφη οικογένεια. Σ’ αυτό τώρα ζω μόνιμα με την οικογένειά μου και φυσικά στα άγια για μένα χώματά του θέλω ν’ αναπαυτώ.

Είναι μικρός αυτός ο τόπος μου, βέβαια, αλλά αυτό που τον χαρακτηρίζει, είναι η φιλοξενία που πρόσφερε στους άδικα ξεριζωμένους από την πατρίδα τους πρόσφυγες του ’22 και συνεχίζει αδιάκοπα να προσφέρει σ’ όποιον τον επισκέπτεται. Στο χωριό αυτό, λοιπόν, που ολοένα εμπλουτίζεται λόγω της ομορφιάς του, και με νέο δυναμικό άξιων επιστημόνων και δραστήριων επιχειρηματιών, έπρεπε κάποιος να αναζητήσει την ιστορία του, να ψάξει για τις ρίζες, τα ήθη και έθιμα των προσφύγων κατοίκων του και, αφού τα καταγράψει, να τα παραδώσει στους απογόνους τους.

 Κάπως έτσι, λοιπόν, σκέφτηκα να ενεργήσω από την ημέρα που αποφοίτησα από τη Ζαρίφειο Παιδαγωγική Ακαδημία της Αλεξανδρούπολης, για να μη χαθεί τίποτε απ’ αυτό το χωριό. Η ευαισθησία μου για την έρευνα αυτή προκειμένου, να συγγράψω αυτό το βιβλίο κέρδισε, σχεδόν, ολόκληρο τον ελεύθερο χρόνο μου την τελευταία 20ετία. Αυτό οφείλεται και στη μεγάλη αρετή, την υπομονή, που έδειξα, όλα αυτά τα χρόνια στα μεγάλα προβλήματα που μου παρουσιάστηκαν και χάρη στην οποία, όχι μόνο εγώ αλλά και ο κάθε άνθρωπος ανασυγκροτεί καλύτερα τις σκέψεις του.

Ο πατέρας μου γεννημένος στη Νικομήδεια της Μικράς Ασίας το 1914 και η μητέρα μου στην Κωνσταντινούπολη το 1915, την εποχή του πρώτου διωγμού των γονιών της από το Σκεπαστό, το 1914,     έζησαν στην Καρυδιά μαζί με τους δικούς τους γονείς, χωρίς ποτέ να ξεχάσουν τα πρώτα παιδικά τους χρόνια, που έζησαν στην πατρίδα τους. Στην Καρυδιά λοιπόν, μέσα σ’ ένα περιβάλλον που το αποτελούσαν πρόσφυγες συγχωριανοί και συμπατριώτες των γονιών μου, μεγάλωσα κι εγώ παρέα με τ’ αδέρφια μου και τους συνομήλικούς μου.

Τη δεκαετία του ’50 στα νυχτέρια που πραγματοποιούσε σε άλλα σπίτια του χωριού η οικογένειά μου, έδειχνα μεγάλο ενδιαφέρον στις συζητήσεις των ηλικιωμένων, που μου φαίνονταν μυθικές ιστορίες χωρίς, βέβαια, να καταλαβαίνω κάτι το συγκεκριμένο. Στη δεκαετία του ΄60, από τις συζητήσεις στο μικρό και φτωχικό καφενεδάκι του πατέρα μου στο χωριό, οι εικόνες των Πατρίδων έμειναν ανεξίτηλες στη μνήμη μου. Και ως μαθητής γυμνασίου πλέον, άρχισα να καταγράφω τις μαγικές αφηγήσεις τους και να τις συνδέω με όσα μάθαινα από την επίσημη Ιστορία των σχολικών βιβλίων, που τίποτε δεν έγραφαν γι΄ αυτό. Των βιβλίων που δεν είναι δυνατόν, βέβαια και να αποτυπώσουν τους προσωπικούς καημούς, τις απογοητεύσεις και τα όνειρα των ξεριζωμένων.

Στις δεκαετίες του ’70 του ΄80 και του ’90 με το όποιο κύρος μου έδινε η ιδιότητα του δασκάλου αλλά και του εκλεγμένου Προέδρου του Πολιτιστικού Συλλόγου Καρυδιάς και Φίλων, έγινα κοινωνός προσωπικών προφορικών εκμυστηρεύσεων και αποδέκτης γραπτών και άλλων «ντοκουμέντων», που τεκμηρίωναν όσα απλώς μέχρι τότε «λέγονταν» ή κινούνταν στα όρια του θρύλου. Συχνά άκουγα από γηραιούς αφηγητές τη φράση: «δάσκαλε, τα δικά μου που θα σου πω, θέλω να τα γράψεις όπως ακριβώς τα λέω ».

Και η επιθυμία ν’ ασχοληθώ με την καταγραφή όλων όσων άκουγα, εκδηλώθηκε ακόμη περισσότερο μέσα μου από αυτές τις νοσταλγικές διηγήσεις τους. Διηγήσεις, που μιλούσαν για όμορφα μεγάλα και διώροφα σπίτια πλαισιωμένα από μεγάλους στάβλους και αποθήκες, για μεγάλους και απέραντους κάμπους, για χωράφια και αμπέλια με καλά κόκκινα και μαύρα χώματα, για την πληθώρα των δικών τους γεωργικών προϊόντων. Διηγήσεις, που μιλούσαν για όσα τράβηξαν μέχρι να φτάσουν στην ελεύθερη Ελλάδα και τη δύσκολη προσαρμογή και εγκατάστασή τους στο Κουζλούκιοϊ, το οποίο έξι χρόνια αργότερα μετονομάστηκε σε Καρυδιά.

Και το όνειρό μου, που ήταν όνειρο τόσων χρόνων, άρχισε να αποκτά σάρκα και οστά και με την 30ντάχρονη δραστηριότητα που ανέπτυξα μέσα στους κόλπους του Συλλόγου, μού δόθηκε η ευκαιρία να υλοποιήσω την επιθυμία μου αυτή. Στις αμέτρητες σελίδες του βιβλίου ο αναγνώστης θα ταξιδέψει ατέλειωτες ώρες και στο πολυπληθές φωτογραφικό υλικό, θα αντιληφθεί το λόγο για τον οποίο ο συγγραφέας του αφιέρωσε τόσα χρόνια για την έρευνά του αυτή, η οποία εμφάνισε κυριολεκτικά τις πραγματικές ρίζες και τα ριζίδια του κάθε απόγονου των προγόνων μας, προσφύγων Καρυδιωτών.

 Όμως, μέχρι την ολοκλήρωση αυτής της μεγάλης έρευνάς μου ομολογώ, πως έζησα ένα εντυπωσιακό προσωπικό ταξίδι, που κράτησε 30 ολόκληρα χρόνια. Ναι, τόσα χρόνια δαπάνησα από τη ζωή μου με την ανοχή και βοήθεια, βέβαια, της συζύγου μου, για να δημιουργηθούν με την έμπνευση, τη συμβολή μου και  την εργατικότητά μου και αρκετά άλλα πράγματα, που αφορούν στον πολιτισμό του χωριού μου, όχι, ως ένας άνθρωπος, που επιδιώκει το υλικό κέρδος, τη διαφήμιση ή οτιδήποτε άλλο, αλλά, ως ένας αληθινός εργάτης του πολιτισμού. Σε όλη αυτή την πολύχρονη διαδρομή μου δραστηριοποιήθηκα σε μεγάλο βαθμό, αγωνίσθηκα με θέληση και σθένος, υπερασπίσθηκα ιερά και όσια των προγόνων μας, αδιαφορώντας για την καλή κι ευχάριστη διαβίωσή μου με σκοπό την επιτυχία του έργου, για το οποίο τάχθηκα, πραγματικά, να πραγματοποιήσω προς όφελος των απανταχού Καρυδιωτών και των απογόνων τους.

Και να, η σημερινή μέρα για μένα είναι μέρα δικαίωσης, αφού το μεγάλο όνειρό μου που επεδίωξα να γίνει και όνειρο των συνεργατών μου μελών του ΔΣ του Πολιτιστικού Συλλόγου Καρυδιάς και Φίλων σε ολόκληρη τη δεκαετία του ‘90, είναι πλέον πραγματικότητα. Μαζί μ’ αυτούς δημιουργήσαμε στο χώρο του ιστορικού δημοτικού σχολείου, για πρώτη φορά, πολιτιστικό κέντρο, βιβλιοθήκη, εντευκτήριο, χορευτικό συγκρότημα, χώρο εκδηλώσεων και ένα αξιόλογο —θα έλεγα— λαογραφικό μουσείο, με εκθέματα αποκλειστικά του χωριού και των προσφύγων κατοίκων του. Και με τη συγγραφή, λοιπόν, των λαογραφικών και ιστορικών στοιχείων του σ’ έναν πολυτελή τόμο με τίτλο, «ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΑΡΥΔΙΩΤΩΝ», για την παρουσίαση του οποίου βρισκόμαστε σήμερα εδώ  και το οποίο αρχίζει από τα χρόνια της Μικρασιατικής Εκστρατείας και φτάνει μέχρι τις μέρες μας, φαίνεται πως κλείνει και ο κύκλος της πολύχρονης πολιτιστικής μου δράσης.

Τώρα είμαι ένας συνταξιούχος εκπαιδευτικός. Στα 36 χρόνια της πραγματικής υπηρεσίας μου, ως μάχιμος δάσκαλος, γεύθηκα με το παραπάνω όσα μου αναλογούσαν για την προσφορά μου στην εκπαίδευση κι ένιωσα παράλληλα τη μεγάλη ανταπόκριση του κόσμου και την ευγνωμοσύνη του προς εμένα. «Θεληματικά μπήκα σ’ αυτή τη δράση κι ένιωσα τη χαρά που δίνει ο αγώνας, η νίκη, η αναγνώριση, όσο ακριβά κι αν αυτά πληρώνονται αρκετές φορές με απογοητεύσεις, με πικρίες, ακόμη και με ταπεινώσεις ».Και παρά ταύτα αγκάλιασα στο τέλος τη νίκη με την ολοκλήρωση του πολιτιστικού έργου μου κι ένιωσα μέσα μου την αναγνώριση, μυστικά και φανερά, απ’ όλους σχεδόν τους συγχωριανούς μου και περισσότερο ακόμη, θα έλεγα, από τους απανταχού απόδημους Καρυδιώτες, εσωτερικούς και εξωτερικούς μετανάστες, που μας στήριξαν, πραγματικά σε όλη αυτή την προσπάθειά μας.

Και ξέρετε κάτι ακόμα ; Τα έχω πει όλα αυτά, γιατί, είναι αλήθεια, ότι έχουμε χάσει πολλά, ως λαός. Αν εμβαθύνουμε λιγάκι, νομίζω, ότι θα ξαναβρούμε και πάλι όλα εκείνα, που μας κάνουν να αισθανόμαστε Έλληνες. Πολλά, όμως, όταν η ζημιά είναι μεγάλη, δεν επανέρχονται κι αυτό, νομίζω, ότι το γνωρίζετε οι περισσότεροι. Και εκεί, πρέπει να εστιάσουμε τη μεγάλη ευθύνη μας ».

Από τα πεπραγμένα μου μέχρι τώρα για ό,τι, αφορά στον πολιτισμό, στην ιστορία και στην Παράδοση του χωριού μου, προσωπικά, είχα πάντα, ως σκοπό, να είναι γερά θεμέλια, χρήσιμα, ωφέλιμα και δημιουργικά στα παιδιά και στα εγγόνια μας,  στους Καρυδιώτες και στο χωριό, που τόσο πολύ αγάπησα από τα πρώτα χρόνια της ζωής μου. Και δεν λέω ποτέ πως είναι πολλά, θεωρώ, πως είναι ένα μικρό λιθαράκι στη γενέτειρά μου. Αν ο καθένας μας από τη θέση που κατέχει, σκεφτεί, τι πρέπει να παραδώσει στους απογόνους του, να είστε σίγουροι, ότι κάτι ωφέλιμο θα πράξει για την Πατρίδα και το Έθνος.

Για μένα προσωπικά, Παράδοση είναι κάθε τι, που μας εκφράζει, ως έθνος και ως λαό. Και να ξέρετε, η Παράδοση δεν είναι έργο ενός ανθρώπου. Είναι έργο πολλών και πολλών γενεών ».

Ευχαριστίες

 Ευχαριστώ, τους άξιους και καλούς γονείς μου που μου ανέθρεψαν με τέτοια συναισθήματα, τη σύζυγό μου και τα κορίτσια μου για την  υπομονή τους και την ηθική στήριξη, το δάσκαλό μου της περιόδου 1954 – 1973 στο Δημοτικό Σχολείο Καρυδιάς, αείμνηστο Μιχάλη Νάστο, για όλο το σχολικό φωτογραφικό υλικό και για τα πληροφοριακά κείμενα ιστορικού και λαογραφικού περιεχομένου, που δημοσιεύθηκαν κατά καιρούς στο περιοδικό «Καρυδιά», η συμβολή των οποίων αποδείχθηκε πολύ σημαντική, για τη συγγραφή πολλών ενοτήτων αυτού του βιβλίου. Λυπήθηκα, βέβαια, που έφυγε πρόσφατα από τη ζωή χωρίς να προλάβει, να ξεφυλλίσει τις σημαντικές και γι’ αυτόν σελίδες αυτού του ιστορικού πονήματος, που τόσο πολύ επιθυμούσε να δει ολοκληρωμένο από έναν μαθητή του της δεκαετίας του 50.

Τι μπορούσε, όμως, να γίνει ; ξέρετε, ότι η ολιγωρία των αρμόδιων φορέων για την επίτευξη σημαντικού σκοπού, πολλές φορές μας οδηγεί σε τέτοιες καταστάσεις, που, ειλικρινά, καταστρέφουν ολοκληρωτικά τα όνειρα και τις δραστηριότητές μας, που έχουν την πρώτη  θέση στη συνείδησή μας για την πραγματοποίησή τους προς όφελος της Πατρίδας μας.   

Ευχαριστώ από καρδιάς όλους τους συγχωριανούς μου, που με βοήθησαν με πληροφορίες, διηγήσεις, παλιά έγγραφα και φωτογραφίες και όσους μού έδωσαν θάρρος στο ξεκίνημα αυτής της σημαντικής εργασίας μου.

Τον εαυτό μου, φυσικά,  δεν το λυπάμαι καθόλου, που επί τόσα χρόνια αφιέρωσα όλο τον πολύτιμο ελεύθερο χρόνο μου θυσιάζοντας ακόμη και τις ξεχωριστές-δημιουργικές ώρες του πιο αγαπημένου μου χόμπυ —της ζωγραφικής—  προκειμένου ν’ ανασκάψω ερημωμένα παλιά σπίτια του χωριού μου, για να φέρω στην επιφάνεια αντικείμενα και φωτογραφίες, πριν προλάβει να εξαφανίσει ο πανδαμάτορας χρόνος, που θα μιλούσαν για την Παράδοση και την ιστορία του χωριού μου. Και όλα αυτά, πρέπει να ξέρετε, δεν μου τα επέβαλε κανείς. Τα θεώρησα χρέος μου.

 Παρά τις όποιες αναστολές και δυσκολίες τα τελευταία εννιά χρόνια και μολονότι δεν διεκδίκησα ποτέ τον τίτλο του «συγγραφέα», αποφάσισα τελικά την έκδοση αυτού του βιβλίου, με τον Πολιτιστικό Σύλλογο Καρυδιάς και Φίλων για ευνόητους λόγους, με μοναδικό σκοπό να γίνουν κτήμα των νεότερων η δύναμη της θέλησης, η αγωνιστικότητα, η καρτερία και το πάθος για ζωή των προγόνων μας, που φέρουμε, βέβαια, με περηφάνια τα ονόματά τους, συχνά όμως προσπερνούμε τα σημαινόμενα στο βλέμμα των ασπρόμαυρων φωτογραφιών τους που κοσμούν τα σπίτια μας.  

Τελειώνοντας, ευχαριστώ το Θεό, που μου έδωσε υγεία, δύναμη αλλά και αρκετό κουράγιο, να φτάσω αισίως εδώ που έφτασα, πάντα δημιουργώντας, για ν’  απολαύσω στα τελευταία χρόνια της ζωής μου τους καρπούς που προέκυψαν απ’ όλη αυτήν την πολιτιστική πορεία μου.

 Κλείνω με τα λόγια του μεγάλου και σπουδαίου λογοτέχνη μας, Νίκου Καζαντζάκη: «Το πρώτο σου χρέος, εκτελώντας τη θητεία σου στη ράτσα, είναι να νιώσεις μέσα σου όλους τους προγόνους. Το δεύτερο, να φωτίσεις την ορμή τους. Το τρίτο σου χρέος, να παραδώσεις στο γιο τη μεγάλη εντολή να σε ξεπεράσει».

*Το κείμενο είναι η ομιλία του συγγραφέα  στην εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου του, «Ένα ταξίδι στην ιστορία των Καρυδιωτών- Επί τη επετείω των 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή», Πολιτιστικός Σύλλογος Καρυδιάς και Φίλων, Κομοτηνή 2021, που διοργανώθηκε την Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2021, στην Τσανάκλειο Δημοτική Βιβλιοθήκη Κομοτηνής.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.