Παιδι με καθηκοντα μανας, στη δεκαετια του 40

Πριν λίγο καιρό, συζητώντας με συγγενικό μου πρόσωπο, είπε μια ωραία ατάκα, για τη μόρφωση, για τα γράμματα, όπως έλεγαν οι Μεσσουνιώτες.

-Ιατί μαρή Ντέλου δεν αγαπάς τα γράμματα.

-Τί λες μαρή, απάντησε, ιγώ πουλί τα αγαπού τα γράμματα, αμά η καρδιάμ΄ δεν τα θέλ΄.

Έστειλα την ατάκα, με μικρή σημείωση στη φίλη μου κόρη της και εκείνη, απαντώντας ανάφερε τα παρακάτω:

Καλό μεσημέρι Τάσο…..

Ναι, η ατάκα είναι της μάνας μας, την ξέρουμε από παλιά, όλη η οικογένεια…., αυτή και πόσες άλλες ατάκες που καθημερινά έλεγε.

Την πρωτοείπε στο δάσκαλό της.

Ο πατέρας της και παππούς μας ο Σ….., αναγκαστικά την έγραψε, αλλά δεν την έστελνε στο δημοτικό σχολείο καθημερινά.

Έμεινε ορφανή μικρό κοριτσάκι, δέκα χρονών.

Η μάνα της, η γιαγιά Αναστασία αρρώστησε λίγο μετά τα μέσα της δεκαετίας του σαράντα και μεταφέρθηκε στο μικρό Σισμανόγλειο νοσοκομείο. Πέρασαν πολλές ημέρες και όταν ο παππούς, με τη μικρή μάνα μας, πήγαν να τη δουν στο νοσοκομείο, τους ενημέρωσαν ότι έφυγε από τη ζωή πριν πολλές ημέρες και σαν αζήτητη, ετάφη κάπου στα νεκροταφεία της Κομοτηνής.

Γύρισαν λοιπόν στο σπίτι, χωρίς τη μάνα, δεν έψαξαν ούτε τον τάφο.

Μέχρι που πέθανε η μάνα μας απέφευγε να περάσει από το νοσοκομείο, τέτοιο ήταν το σοκ που ένοιωσε και ποτέ δεν το προσπέρασε. Θυμόταν αυτή τη στιγμή, προσπαθούσε να θυμηθεί τη μάνα της, που πριν καλά καλά τη γνωρίσει την έχασε,  χωρίς να έχει έστω ένα μνήμα να την κλάψει, ένα σταυρό να την παρηγορεί.  

Δεν έφθανε η τεράστια απώλεια της μάνας, έπρεπε, σύμφωνα με τη γνώμη του πατέρα και της τότε κοινωνίας του χωριού μας, να αναλάβει ολοκληρωτικά και τις υποχρεώσεις του νοικοκυριού, που αντιστοιχούσαν στη νεκρή.

Φροντίδα της οικογένειας, πατέρας και δυο αγόρια αδέλφια, το ένα μωρό της αγκαλιάς και της κούνιας. Ζύμωμα, μαγείρεμα, πλύσιμο, φροντίδα ζώων, δουλειές στα χωράφια, λάτρα σπιτιού και ότι άλλο έκανε πριν η ενήλικη νοικοκυρά του σπιτιού, από ένα μικρό παιδί, ούτε καν έφηβη.  

Η ορφάνια, εκείνα τα χρόνια, ήταν ποδοπάτημα στοιχειωδών παιδικών δικαιωμάτων και ελευθεριών.

Λαχταρούσε το σχολείο, αλλά από τις  υποχρεώσεις, πώς να πάει, να ακούσει και να μάθει κάτι από το δάσκαλο; Πώς να κάνει φιλενάδες, να παίξει, να κοινωνικοποιηθεί,  δεν περίσσευε χρόνος.

 Όταν κρυφά ξέκλεβε κάποια ώρα και εμφανιζόταν στο σχολείο, εκεί έτρωγε τις ξυλιές της από το δάσκαλο, για τα κενά και τις πολλές απουσίες.

Τελικά, ξύλο από το δάσκαλο για τις απουσίες, ξύλο και από τον πατέρα για τις δουλειές που έμεναν πίσω, τα αδέλφια της που έκλαιγαν αβοήθητα, σύντομα αποφάσισε και έκλεισε γι΄ αυτή η πόρτα του σχολείου.

Δεν ξαναπάτησε στην αυλή του σχολείου, μέχρι που έφερε, μετά από είκοσι χρόνια, εμάς, τα παιδιά της, στο δημοτικό.  

Μετά από καιρό, αφού σταμάτησε το σχολείο, την αντάμωσε ο δάσκαλος, ενώ κρατούσε αγκαλιά το μικρό της αδελφό και τη ρώτησε:

-Γιατί Σιδερή σταμάτησες το σχολείο, δεν αγαπάς τα γράμματα;

Και εκείνη τότε, θέλοντας να εκφράσει το παράπονό της και να δηλώσει το μεράκι και την αγάπη της για τη μόρφωση, ότι αγαπά πολύ τα γράμματα, είπε το περίφημο:

-Τί λες δάσκαλε, ιγώ αγαπού πουλί τα γράμματα, αμά η καρδιά μ΄ δεν τα θέλ(ει).

Η μάνα μας, με την εξυπνάδα, τον εγωισμό, την καπατσοσύνη και τον τσαγανό της, ελάχιστη κατανόηση και βοήθεια αν είχε, θα μπορούσε να σπουδάσει, να κάνει πράγματα, όπως λένε τώρα τα εγγόνια της.

Πάντα τη θυμόμαστε, καλά να είναι εκεί που βρίσκεται.

Τα δύσκολα της ζωής της, έγιναν μεράκι και προορισμός για παιδιά της.

Διαβάστε έλεγε, μόνο διαβάστε, αφήστε τις δουλειές. Δεν θέλω τίποτε να κάνετε άλλο εκτός από το διάβασμα. Τα παιδιά μου θέλω να μεγαλώσουν σαν παιδιά. Με το σχολείο, τους φίλους, τις παρέες, τις βόλτες, ξεκούραστα. Σα μεγαλώσουν, τότε να αναλάβουν τις ευθύνες τους.  Έτσι μας μεγάλωσε, με απεριόριστη αγάπη, όπως όλες οι μανάδες του χωριού και του κόσμου, συγχρόνως όμως και πολύ πιεστικά, αποτέλεσμα από τα τρομερά κατάλοιπα της  τυραννισμένης και δύσκολης παιδικής και εφηβικής της ηλικίας. Τα παιδιά και τα εγγόνια της την ανταμείψαμε, κάνοντας πραγματικότητα τα όνειρά της, όμως πάντα κάτι παραπάνω ήθελε

-Διαβάστε έλεγε, μόνο διαβάστε, αφήστε τις δουλειές. Δεν θέλω τίποτε να κάνετε άλλο εκτός από το διάβασμα. Τα παιδιά μου θέλω να μεγαλώσουν σαν παιδιά. Με το σχολείο, τους φίλους, τις παρέες, τις βόλτες, ξεκούραστα. Σα μεγαλώσουν, τότε να αναλάβουν τις ευθύνες τους.

Έτσι μας μεγάλωσε, με απεριόριστη αγάπη, όπως όλες οι μανάδες του χωριού και του κόσμου, συγχρόνως όμως και πολύ πιεστικά, αποτέλεσμα από τα τρομερά κατάλοιπα της  τυραννισμένης και δύσκολης παιδικής και εφηβικής της ηλικίας.

Τα παιδιά και τα εγγόνια της την ανταμείψαμε, κάνοντας πραγματικότητα τα όνειρά της, όμως πάντα κάτι παραπάνω ήθελε.

Έβλεπε στην προκοπή και την  πρόοδό μας και τον εαυτό της.

 Ήθελε, πρώτα να πει στον πατέρα της:

-Πατέρα με αδίκησες………  

 Ήθελε να πει και στο δάσκαλό της:

-Δάσκαλε, ποιός σου είπε ότι δεν αγαπούσα τα γράμματα; Γιατί δεν έβλεπες και εσύ; Είχες υποχρέωση, σα δάσκαλος και μορφωμένος που ήσουν, να με βοηθήσεις. Να συμβουλεύσεις, ακόμη και να απειλήσεις τον αγράμματο πατέρα μου και να μου δόσεις ευκαιρίες. Μια ευκαιρία ζητούσα και εγώ.

Αυτή ήταν η Ντέλου, αυτή ήταν η μάνα μας, αγαπητέ φίλε και γείτονα Τάσο.

Γνώριζα καλά τη Σιδερή (Ντέλου), ήταν το αγοροκόριτσο στα νιάτα της, δεν έκανε πουθενά πίσω, κέρδιζε με το σπαθί της. Δεν έμαθε διπλωματία, δεν είχε ελιγμό. Μπροστά και κοφτερά, με το σπαθί της, με τη ζωή που σπούδασε. 

Έγινε μάνα για τα αδέλφια της πριν ακόμη γίνει παιδί.

Μόνο με τη φυσική δύναμη και την επανάσταση, όταν ωρίμασε, πήρε, με το έτσι θέλω και λίγο παραπάνω, τα δικαιώματά της.

Τεράστια ήταν η θέλησή της για την οικογένεια, ήθελε τα καλύτερα για σύζυγο και παιδιά, δούλεψε σα να έζησε τρεις ζωές.

Πιεστική σύντροφος, όχι μόνο δίπλα, αλλά και πάνω στα παιδιά της, μια μάνα κλώσα που δεν εννοούσε να τα αφήσει ούτε στιγμή απροστάτευτα, ακόμη και όταν εκείνα προκομμένα έκαναν τη ζωή τους.

Έγινε ΜΑΝΑ και στη θέση της ΜΑΝΑ ΤΗΣ, που δεν θυμόταν ούτε τη μορφή της, μοναδική ΜΑΝΑ δυο γενεών, των αδελφών και των φυσικών της παιδιών. 

Ας είναι καλά εκεί που είναι, πιστεύω ότι ο Μεγαλοδύναμος δικαίωσε την απίθανη Σιδερή.

Στην αγκαλιά της μάνας της τώρα, συγχώρεσε τον πατέρα της και ζήτησε ιδιαίτερα μαθήματα από το δάσκαλό της, χωρίς χαστούκια και χαρακιές στα χέρια, για κάποιες απουσίες που κάνει, όταν εύχεται και προσεύχεται για τα παιδιά και τα εγγόνια της.

Θυμούμαι με πικρία ότι δεν ήταν η μόνη στο χωριό. Υπήρξαν και άλλα παιδιά που αναγκάστηκαν να γίνουν μανάδες όταν ορφάνεψαν από μάνα και δυστυχώς ποτέ δεν επαναστάτησαν.

Λυπούμαι που η μικρή μας κοινωνία, νομίζω ότι φέρθηκε μικρόψυχα, για μια ζωή, σε αυτές τις τραυματισμένες ψυχούλες.

Χρόνια Πολλά στις μανούλες όλου του κόσμου.

Καθημερινό τρισάγιο, οι σκέψεις και οι θύμισες των παιδιών για τις μανάδες τους που βρίσκονται δίπλα στο Μεγαλοδύναμο.

Μάνα, σημαίνει ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ. 

Μάιος 2021

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.