«Ορια ωραια κι ορεα» του Κωστα Δρουγαλα

Με αφορμή το ναυάγιο στην Πύλο και… για κάθε ναυάγιο φρίκης και πόνου

«Κανένας δεν αφήνει την πατρίδα του,

εκτός αν πατρίδα είναι το στόμα ενός καρχαρία»

Ουαρσάν Σαίρ, «Πατρίδα»

Τις τελευταίες ημέρες παρακολουθούμε ενεοί τα όσα εκτυλίσσονται γύρω από το ναυάγιο στην Πύλο. Εικόνες με εκατοντάδες τρομαγμένες ψυχές, στοιβαγμένες σε βάρκες θανάτου, εμφανίζονται στις οθόνες μας, αλλά και συνεντεύξεις, ρεπορτάζ και αναλύσεις κατακλύζουν τα δίκτυα ενημέρωσης, στην προσπάθειά τους να φωτίσουν τη διαδρομή της βάρκας, να εντοπίσουν τους υπεύθυνους διακινητές, αλλά και να αναδείξουν τον ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ελληνικής πολιτείας στις προσφυγικές ροές. Με όση όμως πληροφόρηση και να κατακλυζόμαστε, με όσες λεπτομέρειες και αν βομβαρδιζόμαστε καθημερινά, μπορεί κανείς από εμάς να αισθανθεί στο απόλυτο τον πόνο αυτών των ανθρώπων; Να αντικρίσει στα μάτια τους τις φρικαλεότητες που έχουν υποστεί;

Βιώνοντας την επίγεια κόλαση, οι περισσότεροι απ’ αυτούς, δεν επέλεξαν εν μία νυκτί να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους, τα χώματά τους, τις ζωές τους, δίχως λόγο. Όταν έρχεσαι καθημερινά αντιμέτωπος με τον θάνατο, τι άλλο μπορεί να σταθεί εμπόδιο στα βήματά σου; Σε μια ύστατη προσπάθεια να απολαύσουν τους καρπούς της ελευθερίας, που κάποτε είχαν γνωρίσει, οδηγούνται σε ένα οδυνηρό και πολυδάπανο ταξίδι προς τον «παράδεισο», της Ευρώπης και της Δύσης, ένα ταξίδι… που αρκετούς από αυτούς τους οδηγεί τελικά στην ουράνια ελευθερία, αλλά και στους υπόλοιπους δεν υπόσχεται ένα ευτυχές τέλος. Βρίσκουν ενδεχομένως νέα πατρίδα, αλλά και νέα βάσανα. Αντικρύζουν και πάλι την τερατώδη πλευρά του ανθρώπου.

Φρίκη ανείπωτη το ναυάγιο αυτό, η οποία δυστυχώς επαναλαμβάνεται. Ήταν το πρώτο ή θα είναι το τελευταίο ναυάγιο; Μήπως και πάλι θα περάσουν λίγες ημέρες, ή και λίγες εβδομάδες, και θα οδηγηθεί και αυτή η τραγωδία στη λήθη; Πόσο δύσκολο είναι τελικά να ξεπεράσουμε το αφήγημα της πολιτισμένης Δυτικής Κοινωνίας, αυτής που προασπίζει τα δικαιώματα του ανθρώπου στη ζωή και στην ευημερία;

Δύσκολο να γνωρίσουμε τις ιστορίες αυτών των ανθρώπων και το προσωπικό τους δράμα, όμως η λογοτεχνία, και δη το διήγημα του Κώστα Δρουγαλά «Όρια ωραία κι όρεα» από τη συλλογή «Από πού έρχεται η νύχτα – Διηγήματα» (εκδ. Παρατηρητής της Θράκης, Κομοτηνή 2022, σ. 89-102), μπορεί να μας προσφέρει μια θέση σε ένα ανάλογο «κινούμενο φέρετρο» και μαζί με τον Ελίας και την κόρη του Αμάγια να ταξιδέψουμε από το Χαλέπι και στη Χίο…

… μήπως και τελικά, έστω η λογοτεχνία μας αφυπνίσει και δούμε τον Άνθρωπο.(Ν.Μ.)

«Όρια ωραία κι όρεα» λοιπόν…

Ξεπόρτιζε το απόγευμα, την ώρα που έπεφτε ο ήλιος. Νυκτόβιο πλάσμα κι ο ίδιος, απέφευγε τους ανθρώπους. Στον κολπίσκο έφτανε βράδυ. Έκανε τη διαδρομή μια φορά την εβδομάδα· παλιά, όταν ήταν πιο νέος, μπορεί να πήγαινε και κάθε μέρα. Έπαιρνε συντροφιά έναν ψηλό πλαστικό κουβά κι ένα καλσόν της Ειρήνης, τρυπημένο από χίλιες μεριές. Ούτε κοτόπουλο, ούτε γαρίδα, ούτε κατσιμάμαλο για δόλωμα. Μόνο κουβάς και καλσόν. Τύλιγε τον δείκτη του χεριού του με το καλσόν και το κρατούσε ακίνητο έξω απ’ τις σχισμές των βράχων. Ή πάνω από πλακωτές πέτρες. Τα καβούρια γράπωναν το καλσόν, οι δαγκάνες τους αγκιστρώνονταν στο ύφασμα και ύστερα, με αργές κινήσεις, σήκωνε το χέρι στον αέρα και τα πετούσε στον πλαστικό κουβά. Μπορούσε να πιάσει κι είκοσι καβούρια σ’ ένα βράδυ μ’ αυτό το τέχνασμα. Όχι τώρα, παλιά. Τώρα ήταν γέρος.

Φόρεσε το καλσόν στο δάχτυλο, κοιτάζοντας ολόγυρά του. Το φεγγάρι φώτιζε τον κολπίσκο. Παντού σκουπίδια. Κοντεύει χρόνο αυτή η κατάσταση. Έχει να κάνει με τις βάρκες –ποιες βάρκες δηλαδή, πλεούμενα φέρετρα πες καλύτερα– που έρχονται απ’ τη Σμύρνη, το Τσεσμέ, κι ένας Θεός ξέρει από πού αλλού. Οι ταλαιπωρημένοι παρατούν στην ακρογιαλιά τα χαλασμένα και τα αχρείαστα. Και τι δεν έβρισκε στον κολπίσκο κάθε βδομάδα. Μπάλες, ομπρέλες και παιχνίδια. Αρκουδάκια, γάντια και σκουφιά. Τσάντες, σχολικές και γυναικείες. Κυρίως όμως έβρισκε παπούτσια. Παιδικά, αθλητικά και πάνινα. Ορειβατικά, μπαλαρίνες και σανδάλια. Ντουζίνες παπούτσια που ξέβραζε η θάλασσα κι ακόμη περισσότερα που θα τα χώνευε ο βυθός της. Πηγαίνοντας προς τους βράχους, προσπέρασε δεκάδες τέτοια παπούτσια, είτε μονά είτε σε ζευγάρια.

Πλησίασε το δάχτυλο μπροστά από μία σχισμή του βράχου. Προσπαθούσε, όσο μπορούσε, να μείνει ακίνητος. Δεν άργησαν να εμφανιστούν δύο δαγκάνες στο άνοιγμα. Στην αρχή το καβούρι δίσταζε, αλλά με μια γρήγορη κίνηση άρπαξε το δάχτυλο και πιάστηκε στο καλσόν. Ο Χριστόφορος το σήκωσε επιδεικτικά. Γυάλιζε το ανοιχτόχρωμο μέρος της κοιλιάς στο φως του φεγγαριού. Ύστερα το έριξε στον κουβά. Απεγνωσμένες κινήσεις, ταραγμένος ήχος. Πόδια και δαγκάνες να χτυπιούνται. Μάταια προσπαθούσε να δραπετεύσει απ’ την πλαστική φυλακή του.

Έπιασε δύο καβούρια ακόμη. Μετά έβγαλε τις παντόφλες και γύρισε τα ρεβέρ στο παντελόνι. Πήρε τον κουβά και πήγε στον παραδιπλανό βράχο, που κρυβόταν ο μισός στη θάλασσα. Σ’ ένα εξόγκωμά του βρήκε ένα λούτρινο παιχνίδι. Τι παράξενο θέαμα. Ένας λαχανί αρκούδος μ’ έναν λευκό κύκλο στην κοιλιά σαν ξέφωτο. Μια μαύρη τοξωτή γραμμή στο πρόσωπο φανέρωνε πως ο αρκούδος χαμογελούσε από καθαρή ευτυχία. Δεν είχε ξαναδεί τέτοιο παιχνίδι. Ακούμπησε τον κουβά στον βράχο κι έπιασε τον αρκούδο στα χέρια του.

Αμέσως τον διαπέρασε ρεύμα. Μια ηλεκτρική εκκένωση που δεν μετέδιδε την αίσθηση ηλεκτρισμού, αλλά κάτι άλλο, που ένιωθε πρώτη φορά και που δεν μπορούσε να ονοματίσει. Το πρόσωπό του ίδρωνε –ένιωθε το μέτωπό του παγωμένο– και τα χέρια του έτρεμαν. Μια ζαλάδα τον ανάγκασε να γονατίσει, ενώ συνέχιζε να κρατά το λούτρινο παιχνίδι. Το κορμί του απ’ τη μέση και κάτω βρισκόταν στο νερό. Η πλάτη του σχημάτισε το τόξο μιας καμπούρας. Εκτός απ’ την όραση, οι υπόλοιπες αισθήσεις του έπαψαν να λειτουργούν. Ο χώρος κι ο χρόνος δεν είχαν καμία σημασία, μόνο το ζωγραφισμένο όνειρο στο πρόσωπο του αρκούδου. Μέσα στη βαθουλωμένη γραμμή της ευτυχίας έβλεπε μια βάρκα. Είχε κόσμο. Τους βρήκε εκεί.

Ήτανε μπαμπάς και κόρη.

Η μηχανή είχε χαλάσει. Απ’ την πρώτη στιγμή του ταξιδιού έβγαζε έναν περίεργο θόρυβο, και να που τελικά, μισή ώρα μετά, σταμάτησε να λειτουργεί. Οργή, θλίψη, φόβος. Χωριστά, κι ύστερα όλα μαζί. Φωνές μπλέκονται με φωνές, κραυγές, ψίθυροι, κλάματα, βλαστήμιες. Ο Ομπάν κοιτάζει γύρω του σαν χαμένος. Κάποιος τον αρπάζει απ’ τον γιακά.

«Άσ’ τον», του φωνάζει ο Ελίας, «δεν φταίει ο έρμος σε τίποτα. Οι διακινητές φταίνε, δεν έβαλαν αρκετά καύσιμα στο ντεπόζιτο».

«Τι θα κάνουμε;» ρωτάει η Αζάρ.

Κάποιος προτείνει να κάνουν κουπί όλοι μαζί. Σχεδόν στο σύνολό τους οι πρόσφυγες διαφωνούν. Θα εξαντλούνταν γρήγορα και θα απογοητεύονταν. Χώρια που δεν θα πήγαιναν μακριά. Έτσι άφησαν τη βάρκα να πλέει μόνη της.

Θα περίμεναν, δεν είχαν άλλη επιλογή. Ήταν ακόμη πρωί κι ήλπιζαν να τους βρει το λιμενικό ή τουλάχιστον κάποιος βαρκάρης. Η Αμάγια έπαιζε με τον αρκούδο της. Ο Ελίας έπιασε το παγούρι που είχε περασμένο απ’ τον λαιμό του. Ζύγισε με το χέρι το νερό που ’χε απομείνει. Η ποσότητα είχε λιγοστέψει δραματικά.

Το μεσημέρι ο ήλιος τούς θέρισε. Τα μέτωπα έκαιγαν. Χείλη ξερά. Πρόσωπα ιδρωμένα κι αναψοκοκκινισμένα. Φωνή καμιά. Όλοι μουγκοί. Κρατούσαν τις δυνάμεις τους.

«Μπαμπά, θέλω νερό».

Ο Ελίας έβγαλε το παγούρι κι η Αμάγια ήπιε μικρές, μετρημένες γουλιές. Το επέστρεψε στον πατέρα της.

«Κράτησα και για σένα».

Ο Ελίας τής χάιδεψε τα μαλλιά. Το κοριτσάκι του. Γι’ αυτήν τα έκανε όλα. Αν δεν ήταν για την Αμάγια, δεν θα ’φευγε ποτέ απ’ το Χαλέπι. Κι ας τον έκαναν κομμάτια οι βόμβες, δεν θα τον άφηνε τον τόπο του. Για κείνη έφυγε.

Μόνο οι δυο τους είχαν απομείνει απ’ το σόι. Έφυγαν σαν τους κυνηγημένους για την Τουρκία. Ακσεράι, Κωνσταντινούπολη. Δύο χρόνια σ’ ένα υπόγειο προσπαθώντας να συγκεντρώσει χρήματα. Δουλειές του ποδαριού. Χαμάλης σε μεταφορικές. Βαφέας. Τσιλιαδόρος. Ύστερα στη Σμύρνη. Έψαχνε τους διακινητές στο Μπασμανέ. Πλήρωσε σ’ έναν λαθρέμπορο χίλια ευρώ, πεντακόσια για τον ίδιο και πεντακόσια για την Αμάγια. Η βάρκα θα αναχωρούσε την επόμενη το βράδυ με κατεύθυνση τη Χίο.

Στη βάρκα είχαν πει πως θα έβαζαν δώδεκα άτομα και τελικά έβαλαν δεκαεννιά. Τα σωσίβια ήταν οχτώ. Όταν κάποιο θαρραλέοι διαμαρτυρήθηκαν, οι λαθρέμποροι έριξαν με τα καλάσνικωφ στον αέρα. Ο Ελίας έσφιξε την Αμάγια στην αγκαλιά του. Η κόρη του φορούσε σωσίβιο επειδή ήταν ανήλικη.

Ύστερα μπήκαν στη βάρκα απ’ τους τελευταίους. Δύο κορίτσια με κλαμένα μάτια, γύρω στα δεκαπέντε, στάθηκαν όρθια δίπλα τους. Η Λεϊλά κι η Αζάρ.

«Μπαμπά, γιατί κλαίνε τα κορίτσια;» ψιθύρισε, κι ο Ελίας το πέταξε το ψέμα του: «Τους λείπει το σπίτι τους και το Χαλέπι». Τι άλλο να της έλεγε εκτός από ψέματα; Ότι οι διακινητές τα κορίτσια από δώδεκα χρονών και πάνω τα βιάζουν;

Ο Ομπάν θα ήταν ο οδηγός τους. Γύρω στα τριάντα, αρχιτέκτονας. Με αραιά γένια και μια χαρακιά κάτω απ’ το αριστερό μάγουλο. Μάτια φοβισμένα. Δώδεκα ώρες πριν τον απόπλου, οι λαθρέμποροι του είχαν εξηγήσει πώς να χειρίζεται τη λέμβο.

Και μετά ήρθε το απόγευμα και κανείς δεν μιλούσε. Όλοι κρατούσαν τις δυνάμεις τους για το βράδυ. Τυλίχτηκαν με κουβέρτες και σλίπινγκ μπαγκ. Κάποιοι προνοητικοί, σαν τον Ελίας ας πούμε, κουβαλούσαν μαζί τους σκουφιά. Το ένα το φόρεσε στο κεφάλι της Αμάγια. Χρωματιστό, με αυτάκια και μια φούντα στην κορυφή. Το άλλο το χάρισε στην Αζάρ. Αγκαλιασμένοι, πατέρας και κόρη αποκοιμήθηκαν. Το φλοίσβισμα των κυμάτων τούς νανούριζε όλο το βράδυ.

Η δύσκολη στιγμή ήρθε το πρωί. Από νωρίς, ένας ήλιος πυρπολητής τούς έψηνε τα πρόσωπα. Πέταξαν από πάνω τους τις κουβέρτες και τα σλίπινγκ μπαγκ. Έβγαλαν τα μπουφάν. Κάποιοι έμειναν γυμνοί απ’ τη μέση και πάνω. Ούτε καπέλα ούτε γυαλιά ηλίου είχαν, αφού κανείς δεν είχε φανταστεί τέτοιον διαολεμένο ήλιο. Μόνη προστασία τα σκυμμένα κεφάλια ή τα χέρια γείσο στα μέτωπα. Κι ο χρόνος να μην περνάει. Ακίνητοι οι δείκτες σαν τον καταραμένο τον ήλιο εκεί ψηλά.

Ο Ελίας προσπαθούσε να διακρίνει στον ορίζοντα τα βουνά της Χίου, αλλά εκτός απ’ το απέραντο γαλάζιο και το εκτυφλωτικό φως, δεν υπήρχε τίποτε άλλο. Έκλεισε τα μάτια. Σ’ ένα παραλήρημα είδε πρόσφυγες, μετανάστες, αστυνομικούς, εθελοντές, μέλη μη κυβερνητικών οργανώσεων, σ’ ένα μέρος που το έλεγαν Ειδομένη. Ονειροφαντασίες κάτω απ’ τον Φοίβο. Του είχε μιλήσει γι’ αυτό το μέρος ένας συνάδελφος απ’ το σχολείο. Βρισκόταν εκεί μαζί με τον γιο του. Και τώρα, μέσα στην παραζάλη του ήλιου, σαν να την έβλεπε μπροστά του την Ειδομένη. Τα ατελείωτα χωράφια από σιτηρά. Λάσπες, βροχή, αντίσκηνα, ρημαγμένη γη. Η γη πριν τη γη της επαγγελίας. Κοντέινερς, χημικές τουαλέτες, εκατοντάδες μικρές σκηνές, πράσινες και μπλε. Μυρωδιά από καμένο πλαστικό. Φόβος, σοκ, οργή. Επιθετική συμπεριφορά. Το πένθος του ξεριζωμού. Η απώλεια προσφιλών προσώπων.

Άνοιξε τα μάτια. Χρυσαφί του ήλιου, έντονο. Αναγκάστηκε να τα ξανακλείσει. Πάλι η Ειδομένη. Κλειστή η συνοριακή γραμμή εδώ κι έναν μήνα. Απεργίες πείνας, ράψιμο στομάτων, διαδηλώσεις. Πλακάτ γραμμένα στα αγγλικά: “Open the borders, We must go, We want freedom”.

Ξύπνησε το μεσημέρι ταραγμένος. Άθελά του ξύπνησε και την Αμάγια. Ο ήλιος έψηνε τις επιδερμίδες. Αρκετοί εμφάνισαν ηλίαση. Ένας άντρας, πάνω-κάτω στην ηλικία του Ελίας, έκανε εμετό. Μια γυναίκα λιποθύμησε.

 «Μπαμπά, νομίζω πως θα λιποθυμήσω κι εγώ».

«Πάρε αυτό και μην κοιτάς προς τα κει», είπε ο Ελίας και της έδωσε να καταπιεί μια βιταμίνη μαζί με την τελευταία γουλιά νερό.

«Γιατί δεν παίρνεις κι εσύ μία;»

«Είμαι καλά», της απάντησε λέγοντας ξανά ψέματα. Τη δεύτερη βιταμίνη την κρατούσε κι αυτή για την κόρη του.

Η Αμάγια κοιμόταν στα πόδια του. Ο Ελίας κρατούσε το κορμί του σκυμμένο πάνω της για να μην τη σημαδεύει ο ήλιος. Παρατηρούσε την κόρη του σαν να μελετούσε την τεχνοτροπία κάποιου πίνακα. Το πρόσωπό της ήταν ξεφλουδισμένο στα μάγουλα και το μέτωπο, τα χείλη της σκασμένα. Το νερό στη λέμβο είχε σωθεί. Αργά το πρωί είδε έναν νεαρό να κατουράει στη θάλασσα και λίγο πριν τελειώσει να πίνει με τη χούφτα του μερικές σταγόνες απ’ τα ίδια του τα ούρα. Ο Ελίας ήλπιζε να τους βρουν μέχρι το βράδυ, ειδάλλως δεν θα την έβγαζαν καθαρή. Το μυαλό του είχε αρχίσει να επεξεργάζεται το σενάριο μήπως φόρτωνε την Αμάγια στους ώμους του και δοκίμαζε να φτάσει κολυμπώντας ως τη Χίο. Πόσο μακριά να βρίσκονταν άραγε; Είχε την αίσθηση πως πλησίαζαν, ο αέρας τού έφερνε μυρωδιές από στεριά.

Ο Ελίας έβαλε τα χέρια του γύρω απ’ τα μάτια και κοίταξε τον ορίζοντα. Είδε στο βάθος καμπυλόγραμμα σχήματα. Κορυφές μαγικές και παράδοξες. Τα βουνά της Χίου. Όρια ωραία κι όρεα. Ήταν ένας στίχος από κάποιο κρυμμένο ποίημα του Καβάφη. Λάτρευε τα ποιήματα του Αλεξανδρινού, γι’ αυτό και τα δίδασκε στο μάθημα της λογοτεχνίας. Το σχολείο και η βιβλιοθήκη του έγιναν στάχτη, κι έμειναν οι στίχοι σκόρπιοι στα φυσήματα του νου του: «Όμως, ευτυχισμένος, θυμήσου πόσα η φαντασία σου σ’ έπλασσεν· αυτά πρώτα· κ’ έπειτα τ’ άλλα· όρια ωραία κι όρεα». Ήξερε πως δεν υπήρχε η λέξη «όρεα», πως ήταν νεολογισμός του ποιητή, ωστόσο ηχούσε όμορφα στ’ αυτιά του.

Ένα ελληνικό νησί δεν θα αποτελούσε λύση στο πρόβλημά τους, ήταν ωστόσο μια αρχή. Ένα αραξοβόλι πριν την Ευρώπη. Έτσι, ξαφνικά, τον πλημμύρισε ενθουσιασμός. Ένιωθε πως μπορούσε να ψηλαφίσει την προοπτική μιας καλύτερης ζωής. Έγινε ξανά μικρό παιδί και δεν άντεξε, ξύπνησε την κόρη του και με το δάχτυλο έδειξε στο βάθος.

«Τα βλέπεις τα βουνά;» αλλά η Αμάγια δεν έβλεπε ούτε βουνά, ούτε καμπυλόγραμμα σχήματα, ούτε κορυφές μαγικές και παράδοξες. Δεν μπορεί να μην τα βλέπει, σκέφτηκε ο Ελίας κοιτάζοντας ξανά προς τον ορίζοντα. Τα βουνά ήταν εκεί. Το Πελιναίο. Ο Αίπος. Θυμόταν τα ονόματά τους από έναν τουριστικό οδηγό που είχε αγοράσει κοψοχρονιά σε κάποιο παζάρι στη Σμύρνη. Σηκώθηκε απότομα, τρομάζοντας την Αμάγια, και το είπε και στους υπόλοιπους πρόσφυγες. Βαριεστημένα, επιφυλακτικά, κοίταξαν προς το σημείο που έδειχνε ο Ελίας. Δεν έβλεπαν τίποτα. Ύστερα κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Μουρμουρητά, λοξά βλέμματα, αναιδή μειδιάματα.

«Έχεις πάθει ηλιακό έγκαυμα», είπε ο Ομπάν· ύστερα έδειξε τον ήλιο με το δάχτυλο, «Αυτός ο Νέρωνας εκεί ψηλά μάς έχει βάλει φωτιά το μυαλό!»

Το βράδυ το συζήτησαν εκτενώς και συμφώνησαν. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Όλοι μαζί, άντρες, γυναίκες, ηλικιωμένοι, παιδιά, αποφάσισαν να κάνουν κουπί με τα χέρια. Έβαλαν όλοι τα δυνατά τους, αλλά οι σχεδόν σαράντα οχτώ ώρες που είχαν περάσει μέσα σε μία λέμβο, καθώς κι η απότομη εναλλαγή απ’ το άγριο φως του μεσημεριού στο τσουχτερό κρύο της νύχτας τούς είχε ρουφήξει την ενέργεια. Σε συνδυασμό με την έλλειψη φαγητού και νερού, οι δεκαεννιά άνθρωποι της λέμβου έμοιαζαν περισσότερο με μαριονέτες, έτσι αδύναμα και μηχανικά που κουνούσαν τα χέρια τους στο νερό. Σύντομα, ένας γέρος ξέσπασε σε κλάματα. «Θέλω να πεθάνω», μονολογούσε. Η ασθένεια της παραίτησης δεν άργησε να μεταδοθεί. Ακούστηκαν κλάματα, κυρίως από παιδιά. Όχι όμως απ’ την Αμάγια. Ο Ομπάν πήγε προς το μέρος του και χάιδευε τον γέρικο σβέρκο ατενίζοντας κάπου ψηλά, σαν να προσπαθούσε να διακρίνει κάτι. Λίγο μετά ένα υδροπλάνο πέταξε χαμηλά κι όλοι οι πρόσφυγες σήκωσαν τα χέρια στον αέρα καλώντας το μηχανικό πουλί, που πέρασε χωρίς να δώσει σημασία. Το κλάμα κι ο μονόλογος του γέρου εντάθηκαν. Ο Ελίας αγρίεψε με τον γέρο κι αγρίεψε και με τον Ομπάν που συνέχιζε να τον νταντεύει σαν να ήταν απροστάτευτο παιδί. Η λιποψυχία σκορπούσε τρόμο και κλάματα στη λέμβο, όταν όλοι έπρεπε να είναι συγκεντρωμένοι και ψύχραιμοι.

«Μπαμπά, γιατί θέλει να πεθάνει;» ρώτησε η Αμάγια.

 Παρά την εξάντλησή του ο Ελίας κοίταξε την κόρη του και μεμιάς άναψε η φλόγα στα μάτια του.

«Επειδή ξέχασε πόσο σπουδαίο είναι να ’σαι ζωντανός».

Μετά τα μεσάνυχτα η θάλασσα αγριεύει σαν ζώο που απειλείται. Τα κύματα όλο και φουσκώνουν, όλο και αφρίζουν, χτυπώντας όλο και πιο μανιασμένα τη λέμβο. Ο Ελίας με το ένα χέρι κρατάει την Αμάγια και με το άλλο την πλαστική χειρολαβή. Πρέπει να ’χει τον νου του, η θάλασσα είναι θεριό που δεν πρόκειται να ηρεμήσει. Το καλό είναι ότι φυσάει λεβάντες, παρασέρνοντας τη βάρκα προς τη Χίο.

Κανείς δεν μιλάει, είναι σαν να περιμένουν να συμβεί κάτι από στιγμή σε στιγμή. Κρατιούνται απ’ τις λαβές. Τα κύματα τους βρέχουν. Στην αρχή το ακούν. Με έντρομη στωικότητα το παρακολουθούν να έρχεται καταπάνω τους. Ένα θεόρατο κύμα αδειάζει όλο το μένος του στη λέμβο. Και πριν προλάβουν να συνέλθουν, σκάει ένα ακόμη. Και μετά κι άλλο ένα.

Ο Ελίας, προσπαθώντας να συγκρατήσει την Αμάγια στην αγκαλιά του, χτυπάει το κεφάλι του στον κινητήρα. Το πρόσωπό του γεμίζει αίμα. Προσπαθεί να το κρύψει απ’ την Αμάγια. Ύστερα σκάει ένα ακόμη κύμα κι η φουσκωτή λέμβος σηκώνεται στον αέρα και μετά γυρίζει ανάποδα. Για ελάχιστα δευτερόλεπτα, ένα, δύο, όχι παραπάνω, ο Ελίας έχει την αίσθηση πως πετά. Μια βάρκα στο κενό. Στην Αμάγια αρέσει να την πετάει στον αέρα και μετά να την πιάνει. Βουτιά στο κενό. Τα πνευμόνια του γεμίζουν νερό. Τα μάτια ανοιχτά στο σκούρο μπλε. Κοιτάζει ένα κοπάδι σαργούς· είναι πολύ όμορφα τα ψάρια έτσι όπως γυαλίζουν στο νερό.

Κι ύστερα ακούει την Αμάγια. Τον καλεί. Ξέρει πως η φωνή δεν ακούγεται μέσα στο νερό, αλλά πώς αλλιώς να το δικαιολογήσει όταν στρέφει το κεφάλι του αριστερά και την αντικρίζει; Πατρικό ένστικτο. Τα έντρομα μάτια της παρακαλάνε για βοήθεια. Με επιδέξιες κολυμβητικές κινήσεις, ο Ελίας προλαβαίνει, βάζει τα χέρια του κάτω απ’ τις μασχάλες της και μαζί αρχίζουν την άνοδο.

Κύματα αφρώδη, μανιασμένα. Ο ήχος τούς ξεκουφαίνει. Στ’ αυτιά τους φτάνουν κραυγές απελπισμένων. Ο Ελίας νομίζει πως ακούει τη φωνή της Λεϊλά. Πότε βλέπουν κάποιο φωσφοριζέ σωσίβιο και πότε το κρύβουν τα κύματα. Απεγνωσμένα μάτια που ψάχνουν για στεριά. Τη λέμβο την έχουν παρασύρει πίσω τα κύματα. Ο Ελίας λέει στην Αμάγια να κρατηθεί γερά απ’ τον λαιμό του. Εκείνη υπακούει. Τα κύματα τους σπρώχνουν κι αυτούς προς την Τουρκία. Ο Ελίας αντιστέκεται. Η Αμάγια κρατιέται σφιχτά απ’ τον λαιμό του. Δεν βγάζει κιχ. Ήσυχο παιδί κι υπάκουο. Δεν είχε κλάψει στη γέννησή της ούτε τον είχε ξενυχτήσει ποτέ από κάποιο καπρίτσιο. Ήταν καλό παιδί κι έπρεπε να ζήσει με κάθε κόστος.

Ο Ελίας βλέπει μακριά, σαν φαντάσματα, τα μαύρα βουνά της Χίου. Το Πελιναίο. Τον Αίπο. «Όρια ωραία κι όρεα. Γεια σου, αγαπημένε μου Αλεξανδρινέ!» Αρχίζει να κολυμπά προς το νησί. Τα κύματα συνεχίζουν κι αυτά τον αγώνα τους· πότε σκάνε πάνω τους, πότε τους καθυστερούν. Όσο για τις φωνές των απελπισμένων, ή έχουν μείνει πίσω τους ή τα κύματα μπούκωσαν το στόμα τους με νερό κι αλάτι.

«Κρατιέσαι καλά;» ρωτάει την Αμάγια.

«Ναι», απαντά τυλίγοντας τα χέρια της πιο σφιχτά γύρω απ’ τον λαιμό του. Ο Ελίας αισθάνεται ζάλη κι έναν έντονο πόνο στο κεφάλι· το κόψιμο απ’ το χτύπημα πρέπει να ’ναι βαθύ. Συνεχίζει ωστόσο, με χέρια και με πόδια, να τα βάζει με τα κύματα. Είναι άνιση η μάχη, αλλά κρατάει καλά κόντρα στη φουρτούνα. Ξάφνου ακούει τη φωνή της Αμάγια.

«Μπαμπά, βουνά βουνά!»

Βουνά και καμπυλόγραμμα σχήματα. Κορυφές μαγικές και παράδοξες.

«Δεν σου το ’λεγα;» λέει ο Ελίας με θριαμβευτικό ύφος. Με ανανεωμένη πίστη κολυμπάει προς τη στεριά. Νιώθει ξανά έφηβος στα χρυσά χρόνια του σχολείου, που ήταν δεινός κολυμβητής με περγαμηνές. Κολυμπάει με μαεστρία και κάθε τόσο ρωτάει την Αμάγια αν είναι καλά.

«Ναι, ναι, ναι. Χίλιες φορές ναι».

Της βάζει να μετρήσει ως το είκοσι. Φωναχτά. Κολυμπάει και δεν την ακούει καθαρά, η ακοή του σταδιακά χάνεται, παρ’ όλα αυτά της λέει να τα ξαναπεί. Και μετά ξανά, απ’ την αρχή. Η ζάλη χειροτερεύει· νιώθει πως κυριεύει όλο και μεγαλύτερο χώρο μες στο κεφάλι του. Τι είναι μια μικρή ζάλη για έναν έφηβο πρωταθλητή κολύμβησης; Κολυμπάει και με το μυαλό του βλέπει εικόνες απ’ το Χαλέπι πριν τους βομβαρδισμούς. Όλοι κι όλα είναι εκεί, Αρμένιοι καλόγεροι, βεδουίνοι με καφτάνια, το παζάρι, ο πύργος που στέκεται φρουρός για αιώνες. Βλέπει άντρες με λευκά κεφαλομάντιλα και γυναίκες με τσαντόρ να καπνίζουν· σχεδόν ακούει το γουργουρητό του ναργιλέ.

«Μπαμπά, έχεις αίμα στο κεφάλι σου», και για πρώτη φορά απ’ την αρχή του ταξιδιού, η Αμάγια βάζει τα κλάματα.

«Μη φοβάσαι, καλά είναι ο μπαμπάς», της λέει, κι αυτομάτως ζει ανάμικτα συναισθήματα, αφού η στεριά πλησιάζει, καθώς η ζάλη μεγαλώνει, και νιώθει σαν τον άνθρωπο που βιώνει μια αόρατη θλίψη την ώρα που κάνει μια καλή πράξη.

Χωρίς σχεδόν να το αντιλαμβάνεται, οι δυνάμεις γλιστρούν από πάνω του, σαν τον κλέφτη μες στη νύχτα. Ο Ελίας συνεχίζει το κολύμπι· το ένα μάτι του έχει γεμίσει αίματα. Τα κύματα είναι ανελέητα. Κρύβουν μέσα τους μια οργή που δεν λέει να κοπάσει. Κι άλλες εικόνες απ’ το Χαλέπι, όλες ασύνδετες. Το τζαμί Ζακαρίγια, τα σοκάκια της παλιάς πόλης, δερβίσηδες με κωνικούς σκούφους, νερουλάδες με σαλβάρια, τεμένη με πράσινους θόλους. Από κάπου μακριά ακούει την αυστηρή φωνή του μουεζίνη.

«Θες να παίξουμε ένα παιχνίδι;»

«Τι παιχνίδι;» λέει η Αμάγια.

Ο Ελίας προς στιγμήν ξεχνιέται και δεν απαντάει αμέσως, γιατί το καλό του μάτι αντικρίζει τον κολπίσκο. Βλέπει τους βράχους. Πλησιάζουν, και παρότι γιατρός δεν είναι, το ξέρει, απ’ τους δύο, μόνο η Αμάγια θα φτάσει ζωντανή.

«Τι παιχνίδι;» ξαναρωτάει η Αμάγια.

«Θα δούμε ποιος μπορεί να κρατήσει την ανάσα του περισσότερη ώρα στο νερό. Παίζουμε;»

«Ναι».

«Ξεκινάω εγώ».

«Εντάξει».

«Αλλά δεν μπορείς να με σηκώσεις απ’ το νερό, αν δεν σηκωθώ εγώ από μόνος μου».

«Εντάξει».

«Μπορείς, καθώς θα παίζουμε, να κολυμπάς προς τη στεριά για να μην καθυστερούμε;»

«Μπορώ».

Και μετά είδε τη μονή της Παναγίας στη Σεντνάγια, παρότι δεν είχε πάει ποτέ ο ίδιος. Λέγανε πως το εικόνισμα της Θεοτόκου ήταν καμωμένο απ’ το χέρι του Ευαγγελιστή Λουκά. Η Ρίνα, η γυναίκα του Ελίας, είχε πιει λάδι απ’ το καντήλι κι είχε κοιμηθεί μόνη της στην εκκλησία. Μία καλόγρια της κρατούσε το χέρι στον ύπνο της. Ήταν η τελευταία της ελπίδα να κάνει παιδί. Μετά από οχτώ μήνες γέννησε ένα κοριτσάκι. Έξω απ’ το μαιευτήριο έβρεχε, γι’ αυτό κι Αμάγια[1]. Η Ρίνα όμως δεν άντεξε, πέθανε από αιμορραγία μετά τον τοκετό.

Με κάποιον τρόπο τα είχε καταφέρει. Είχε μεταφέρει με ασφάλεια την κόρη του απ’ το Χαλέπι ως τη Χίο, αλλά ως εδώ ήταν, τώρα άλλοι θα αναλάμβαναν τη φροντίδα της. Μακάρι, Θεέ μου, να βρίσκονταν σ’ αυτά τα χώματα καλοί άνθρωποι. Εικόνες απ’ τη ζωή του ξεπηδούσαν, καθώς τα χρώματα έσβηναν από γύρω κι από μέσα του. Έφηβος, δούλεψε στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου Μπαρόν. Την είδε να κατεβαίνει τις σκάλες. Η Σιμόν ντε Μποβουάρ έβαλε στο χέρι του ένα φιλοδώρημα που δεν θα ξεχνούσε ποτέ. Το τελευταίο πράγμα που είδε ο Ελίας απ’ τον κόσμο ήταν το χαμόγελό της, γενναιόδωρο σαν το φιλοδώρημά της. Ύστερα έπεσε με το κεφάλι νεκρός στο νερό.

Η Αμάγια δεν κατάλαβε το παραμικρό· κολυμπούσε σπρώχνοντας το άψυχο σώμα του πατέρα της, περιμένοντας, με μια ελαφριά αδημονία, τη σειρά της για να παίξει. Δεν περίμενε ποτέ πως ο μπαμπάς της μπορούσε να κρατήσει τόσην ώρα την ανάσα του κάτω απ’ το νερό. Τον θαύμασε· ήταν τόσο καλός όσο και μια θαλάσσια χελώνα.

Είχαν πλησιάσει τόσο κοντά στην ακτή, που μέχρι κι η Αμάγια πατούσε. «Μπαμπά; Μπαμπά; Θέλω κι εγώ να παίξω». Όμως ο μπαμπάς συνέχισε να κρατάει την ανάσα του, κι η Αμάγια δεν μπορούσε να το εξηγήσει με τα λόγια, αλλά το ένιωθε βαθιά μέσα της πως κάτι πήγαινε λάθος μ’ αυτό το παιχνίδι, κι έμπηξε τα κλάματα.

«Μπαμπά; Σήκω!» Καμία απάντηση. Τον σκούντηξε. «Μπαμπά, τι έπαθες; Σήκω σου λέω!»

Τη βρήκε ένας γέρος ναυτικός την ώρα που περνούσε για να πάει στο καφενείο. Η Αμάγια στεκόταν όρθια στην ακτή και τον κοίταζε στα μάτια με μια γλυκιά ελπίδα· ήταν σαν να κοίταζε απευθείας στην ψυχή του, αναζητώντας κάτι πέρα από ταλαιπωρία και θάνατο. Έτρεμε σύγκορμη. Στα χέρια της κρατούσε έναν χνουδωτό αρκούδο. Δίπλα της, ο πατέρας, ένα ανδρείκελο ριγμένο μπρούμυτα στην ακρογιαλιά.

«Ο πατέρας σου είναι;» ρώτησε ο ναυτικός δείχνοντας το άψυχο κορμί του Ελίας, κι η Αμάγια, παρότι δεν μπορούσε να καταλάβει τι της έλεγε, ήταν σίγουρη πως τη ρωτούσε για τον μπαμπά της, κι έτσι κούνησε το κεφάλι της σαν υπνωτισμένη: Ναι. Ναι, δεν είχε πια μπαμπά, ούτε και μαμά, ήταν μόνη της στον κόσμο. Τα μάτια του ναυτικού γυάλισαν στο πρωινό φως σαν το βρεγμένο μπουφάν της μικρής. Τη βοήθησε να βγάλει το πανωφόρι της και της φόρεσε το δικό του – ένα αμπέχονο που είχε την ηλικία του πατέρα της. Τράβηξε απ’ το νερό το πτώμα του Ελίας· στον λαιμό του ο ναυτικός είχε περασμένο ένα μαντίλι· το έβγαλε, κι αφού πρώτα σκούπισε τα δάκρυά του, το άνοιξε και κάλυψε μ’ αυτό το πρόσωπο του νεκρού.

«Πεινάς;» τη ρώτησε με μια κίνηση.

Η μικρή κούνησε το κεφάλι καταφατικά.

«Τότε πάμε».

Η Αμάγια πλησίασε τον μπαμπά της, τον φίλησε στο μεσόφρυδο και του ’βαλε τον αρκούδο στο δεξί του χέρι για να ’χει συντροφιά. Μισή ώρα αργότερα, ο οδηγός του ασθενοφόρου ήταν αυτός που πήρε τον αρκούδο απ’ το χέρι του Ελίας και τον άφησε πάνω στον βράχο. Προηγουμένως ο ναυτικός είχε πάρει την Αμάγια απ’ το χέρι και την είχε οδηγήσει στις λιμενικές αρχές για καταγραφή στοιχείων. Στη διαδρομή το κοριτσάκι ούτε μιλούσε ούτε έκλαιγε. Μόνο κρατούσε το χέρι του ναυτικού τόσο σφιχτά που ίδρωνε η παλάμη του. Απ’ το λιμενικό το κοριτσάκι οδηγήθηκε στο Κέντρο Υποδοχής στο Χαλκιό. Μπήκε στη Ζώνη Προστασίας Ανηλίκων.

Ύστερα είδε την Αμάγια στη Θεσσαλονίκη. Πρέπει να βρισκόταν στο Χαμόγελο του Παιδιού. Της μιλούσε μία ψυχολόγος. Ήταν καλή και γλυκιά μαζί της. Τη λέγανε Αθηνά.

Και μετά όλα χάθηκαν. Ο ηλεκτρισμός, η εκκένωση, η ζαλάδα. Ο Χριστόφορος επανήλθε στον κολπίσκο του Μεγάλου Λιμνιώνα. Έτρεμε σύγκορμος. Μπορούσε να μυρίσει τον ιδρώτα που ανέδιδε το κορμί του. Σηκώθηκε με δυσκολία. Προτού ακουμπήσει τον αρκούδο ευλαβικά πίσω στον βράχο, τον έφερε στα χείλη του και τον φίλησε σαν να ’ταν ιερό εικόνισμα. Πήρε τον κουβά και τις παντόφλες και τράβηξε τον δρόμο της επιστροφής, βαδίζοντας με τη διστακτικότητα νεογέννητου ζώου. Τα καβούρια μέσα στον κουβά πάλευαν για την ελευθερία τους.

Η τηλεόραση στο σπίτι αναμμένη. Τα φώτα σβηστά. Η Ειρήνη, μια σκοτεινή μορφή στον καναπέ απέναντι. Παλάμες πάνω στα γόνατα. Στα γυαλιά της, που ’χαν το σχήμα του μισοφέγγαρου, αντικαθρεφτίζονταν τα χρώματα της οθόνης. Όταν η πόρτα άνοιξε και μπήκε ο Χριστόφορος, εκείνη ούτε που γύρισε το κεφάλι της.

«Έφερα φαγητό γι’ αύριο», είπε και σήκωσε τον κουβά.

«Καλά έκανες», απάντησε εκείνη βαριεστημένα.

Ο Χριστόφορος κουβάλησε τον κουβά ως την κουζίνα. Τον απίθωσε στον πάγκο. Τα καβούρια πάλευαν να σωθούν. Μετά από λίγο μπήκε στην κουζίνα κι η Ειρήνη. Φορούσε πλεκτή ζακέτα με σχέδια και φούστα ως τον αστράγαλο. Τα κάτασπρα μαλλιά της ήταν πιασμένα σε κόμπο.

«Πεινάς;» τον ρώτησε.

«Σαν λύκος».

Η Ειρήνη έβγαλε δυο πιάτα απ’ το ψυγείο και τα ακούμπησε μπροστά του. Ομελέτα και μπρόκολο με λαδολέμονο. Κάθισε απέναντί του αμίλητη και τον παρακολουθούσε όσο έτρωγε, με τις παλάμες πάνω στα γόνατα, σαν να μην ήταν ο σύζυγός της αυτός που κοιτούσε, αλλά η τηλεόραση στο σαλόνι. Μόλις ο Χριστόφορος τέλειωσε τα φαγητό του, ανέσυρε ένα μακρύ μαντίλι απ’ την κωλότσεπη του τζιν και σκούπισε μ’ αυτό το στόμα του. Ύστερα σηκώθηκε μ’ ένα μακρύ χασμουρητό και πήγε στην κρεβατοκάμαρα. Μέχρι να φορέσει τις πιτζάμες του και να χωθεί κάτω απ’ το βαρύ πάπλωμα, τα είχε ξεχάσει όλα. Τον Ελίας, την Αμάγια, το ναυάγιο, τον λαχανί αρκούδο της…

Η Ειρήνη ξέπλυνε τα πιάτα και τα ’βαλε στο πλυντήριο. Ύστερα έριξε μια φευγαλέα ματιά στον κουβά. Τα καβούρια ήταν ακόμη ζωντανά. Σήκωσε τον κουβά βλαστημώντας κι άδειασε το περιεχόμενό του στον κάδο της κουζίνας. Έσβησε το φως και πήγε κι αυτή για ύπνο. Μέσα στο απόλυτο σκοτάδι και την καινούργια τους φυλακή, τα καβούρια πάλευαν ακόμη για το παλιό όνειρο.


[1] Βροχή.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.