«Οι “Δενδριτες” της Καλλιας Παπαδακη ειναι ενα συγχρονο κοινωνικο-πολιτικο μυθιστορημα για την ξενικοτητα οπου γης, την οικονομικη κριση, την αλλοτριωση, τις διαλυμενες ζωες»

«Η μνήμη δύσκολα χειραγωγείται, η φαντασία δεν αστυνομεύεται» έχει πει ο φετινός βραβευμένος με το Νόμπελ Λογοτεχνίας Καζούο Ισιγκούρο. Πόσο μάλλον δυσκολότερο είναι κάτι τέτοιο αρκεί να αποπειραθούμε να εικονοποιήσουμε τη μνήμη δίνοντάς της το δαιδαλώδες και διαρκώς μεταβαλλόμενο σχήμα των δενδριτών. Εκείνων δηλαδή των ουκ έστιν αριθμός διακλαδιζόμενων κυτταρικών προεξοχών, αποφύσεων, συμφύσεων, συνδέσεων και συνάψεων των νευρώνων που προσλαμβάνουν τη γνώση και συγκρατούν τις αναμνήσεις.
Ή
Το εφήμερο υπερ -κάλλος του αριστουργηματικού σχήματος της χιονονιφάδας- δενδρίτη, που ανιχνεύεται μόνο πίσω από το μικροσκόπιο και που προορίζεται να λιώσει αυτοστιγμεί χωρίς να αφήσει κανένα αποτύπωμα πίσω της.
 
«Δεν υπήρξε άνθρωπος που να μη στάθηκε μισό λεπτό στην πόρτα ή στο παράθυρο, λίγο πριν βγάλει τις μπότες ή φορέσει τα γάντια, να συλλογιστεί και να χαζέψει την εκκωφαντική σιωπή της νιφάδας που πέφτει και χάνεται» διαβάζουμε στη σελ. 116 του βιβλίου.
 
Στους «Δενδρίτες» η Κάλλια Παπαδάκη γνωρίζει εκ των προτέρων ότι το εγχείρημα είναι δυσκολοκατόρθωτο, αλλά τολμά να αποπειραθεί και να το φέρει επιτυχώς εις πέρας μέσω της γλώσσας. Μιας γλώσσας που απηχεί την οξύνοια του πνεύματός της. Της γλώσσας, που δεν είναι απλώς ένα όργανο επικοινωνίας και έκφρασης, μα φορέας μνήμης και αποκάλυψης βαθύτερων ζωογόνων και παραισθησιογόνων του βίου. Οι λέξεις κουβαλούν το βάρος των νοημάτων τους, ναι, μα και το άχθος της πολυσημίας τους, καθώς συνήθως διαβάζουμε αυτό που θέλουμε να διαβάσουμε και αντιλαμβανόμαστε όσα αποζητούμε να αντιληφθούμε. «Πέρας γαρ ουδέν μη δια γλώσσης ιόν». Φράση του Ευριπίδη που έχει ιδιαίτερη σημασία. Διότι, πράγματι, αν το καλοσκεφτούμε, «τίποτα δεν τελειώνει αν δεν περάσει από τη γλώσσα.»
 
Η συγγραφέας με γλώσσα που μετουσιώνεται σε γραφή ιδιαίτερη, γοργή, ασθμαίνουσα, μακρόταλη, απολαυστικά ατέρμονη, σχεδόν παραληρηματική, περίπου αυτόματη διαστέλλει το υλικό της, που θυμίζει εύπλαστη ζύμη, για να μας εξασφαλίσει τον άρτον ημών τον επιούσιον, εκείνον, όμως, που θρέφει το πνεύμα και την ψυχή. Διότι ουκ επ’ άρτω μόνο ζήσεται άνθρωπος. Και πολλοί ομότεχνοι της Κάλλιας Παπαδάκη έχουν- έχουμε πολλά ψωμιά να φάμε ακόμη μέχρι να μάθουμε να «πλάθουμε» τοιουτοτρόπως γλώσσα, ύφος και δομή. Για να μπορούμε να τεντώνουμε τον λόγο σαν χορδή, όχι όμως, άνευ λόγου και αφορμής. Για να ποιούμε λογοτεχνία και όχι απλώς να συγγ-ράφουμε. «Άλλωστε οι λέξεις του, όπως και οι σκέψεις του δεν τρώγονται και δεν χορταίνουν, δεν τρέφουν και δεν τρέφονται παρά με ψευδαισθήσεις» διαβάζουμε στη σελ. 86.
 
Με την επικουρία στίχων του Ουίτμαν και χαϊκού του Βιργίλιου η συγγραφέας μας εισάγει στο σύμπαν των Δενδριτών, όπου συνυπάρχουν και συμπλέουν το ατομικό με το οικουμενικό, το τοπικό με το κοσμοπολίτικο, η προέλευση με τον προορισμό, το υπαρξιακό με το συλλογικό φαντασιακό, το παρελθόν με το παρόν και το μέλλον. Τρεις γενιές μεταναστών αλληλεπιδρούν και τριχάζονται, όπως διχάζονται τα δύο φύλα μεταξύ τους σε μιαν άνιση, σπαρακτικά λυσσαλέα αναμέτρηση.
 
Τα επίπεδα ανάγνωσης προκύπτουν αβίαστα σαν γεωλογικά στρώματα που φέρνει στο φως η αναγνωστική δεινότητα του καθενός. Η δε ενδελεχής έρευνα, που είναι φανερό ότι προηγήθηκε της συγγραφής του βιβλίου γίνεται αντιληπτή μόνο στο ασκημένο μάτι. Οι μακροσκελείς παράγραφοι δίχως τη βολική διαμεσολάβηση της τελείας προάγουν την απνευστί ανάγνωση και διευκολύνουν την υποκειμενική απόδοση και ερμηνεία. Η χαμηλότονα υπόκωφη έως επίπεδη, όμως, αφήγηση καθιστά, επί τούτου θαρρείς, δύσκολη τη συγκράτηση των πληροφοριών για τα πρόσωπα, τις ζωές τους, τους μεταξύ τους δεσμούς, τις χρονικές περιόδους και τις γεωγραφικές παραμέτρους που πυκνώνουν και συμπυκνώνουν το γίγνεσθαι του βιβλίου.
 
Το ίδιο ακριβώς δεν συμβαίνει και στην αληθινή ζωή; Πόσα μετατρέπονται σε αναμνήσεις, πόσα θηρεύει η λησμοσύνη, πόσα πετρώνει η λήθη και τι πραγματικά συνιστά η μνήμη;
 
«Και τώρα η Μίνι μαζεύει και ξεχωρίζει τα μεγάλα κομμάτια, προσπαθεί να τα συνταιριάξει, να δει πόσο μεγάλη είναι η ζημιά, κι αν αυτό που έχει χαθεί, η συμπαγής εικόνα ενός πράγματος, μπορεί να επανέλθει»(σελ. 159).
 
Θύμησες, μνήμες, ιστορία, παραμυθία συνομιλούν με προσδοκίες, ευσεβείς πόθους, διαψεύσεις, ματαιώσεις, ανομολόγητους φόβους, τύψεις, ενοχές και βιώματα οικεία στον αναγνώστη, σε όλους μας. Ερμηνείες, κριτική, αναθεωρήσεις παραμένουν μέχρι τέλους πεδία μάχης αφύλαχτα από μονομέρειες. Μα τι είμαστε εξάλλου, δεν είμαστε οι εμμονές μας, οι ανεπάρκειές μας, οι ψευδαισθήσεις μας, οι ήττες, οι μωροφιλοδοξίες μας; Δεν είμαστε κυρίως οι αντιφάσεις μας; Η διαλεκτική του υπέρτατου και του μηδαμινού συνάμα δεν καθορίζει την ίδια τη ζωή στις αέναες κατατμήσεις του χρόνου στα γεωγραφικά μήκη και πλάτη;
 
«Μικρές κακόβουλες, εκδικητικές πράξεις, που είχαν δύναμη σωρευτική και αθροίζονταν, στοιβάζονταν, στριμώχνονταν σαν ξέχωρες ψηφίδες σ’ ένα μισητό, αποτρόπαιο ψηφιδωτό που απεικόνιζε την αγία οικογένεια και δεν έλεγε με τίποτα να τελειώσει» διαβάζουμε. Και παρακάτω: «ο θάνατος της μάνας του τον απελευθέρωσε από τις ενοχές που τον κρατούσαν πίσω» (σελ 37). Μια χαρακτηριστική φράση που ευθέως παραπέμπει στον «Ξένο» του Καμύ.
 
Οικογένεια, πατρίδα, ξενιτιά. «Πατρίδα μας η παιδική μας μνήμη», ναι, μα και τα πάτρια εδάφη, το χώμα που μέτρησε τα πρώτα μας βήματα. Πατρίδα, όμως, δεν είναι και το μεταρίζωμα για τους μετανάστες της δεύτερης και τρίτης γενιάς;
 
Όλα αυτά λοιπόν, τα πεζά, τα καθημερινά, τα συνήθη, που συναρτούν την «εποποιία της καθημερινότητας» όπως αριστοτεχνικά ονομάτισε ο ποιητής, όλα συμπλέκονται πρωτότυπα σε ένα γαϊτανάκι ιστοριών μετανάστευσης, μικρότερων ή μεγαλύτερων γύρω από το λεγόμενο «αμερικάνικο όνειρο». Το αμερικάνικο όνειρο που έγινε το καταραμένο δισκοπότηρο της ευζωίας ευτελίζοντας παραδόσεις, ισοπεδώνοντας αρχές και αξίες, αποδυναμώνοντας σχέσεις, αποθηριώνοντας ανθρώπους, σμπαραλιάζοντας υπάρξεις, διαδίδοντας με ρυθμό μεταδοτικού νοσήματος τον αθεράπευτο μικροαστισμό.
 
«Στο μυαλό του κάθε Αμερικανού ήσουν αυτό που προσπαθούσες να γίνεις» διαβάζουμε στη σελ. 37 του βιβλίου. Το αμερικάνικο όνειρο που επί των ημερών μας έχει τρόπον τινά επανανακαλυφθεί ως θρίαμβος του παγκοσμιοπιημένου καπιταλισμού και ως αδιαπραγμάτευτος δυτικός τρόπος ζωής της πάλαι ποτέ ακμάζουσας και νυν καταρρέουσας μεσαίας τάξης.
 
Οι τερατώδεις ανισότητες, οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις της αλόγιστης δραστηριότητας για υπερκέρδη, οι «ανθρωπιστικοί» πόλεμοι, η εκμετάλλευση και καταλήστευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών του λεγόμενου τρίτου κόσμου δημιουργούν στρατιές από αποκλεισμένους, πλάνητες, παρίες, αποσυνάγωγους, ανέστιους, είτε ως πρόσφυγες είτε ως οικονομικούς μετανάστες, περιφερόμενους στο καύκαλο της γης με προορισμό τη Δύση.
 
Εκεί όπου το όνειρο ταυτίζεται με το καταναλωτικό μοντέλο ζωής και τον δήθεν θρίαμβο των ατομικών ελευθεριών προκαλώντας στους απόκληρους μιαν άκρατη «επιθυμία για Δύση» , όπως εύστοχα την ορίζει ο γάλλος διανοητής Αλαίν Μπαντιού. Το ανεστραμμένο είδωλο αυτής της επιθυμίας δεν είναι αλήθεια οι διαψευσμένες ελπίδες που προκαλούν την τυφλή βία, τις τρομοκρατικές επιθέσεις, το κλίμα ζόφου σε Αμερική και Ευρώπη; Εν αντιθέσει με παλαιότερα, τότε που οι διεκδικήσεις για διεύρυνση των εργασιακών δικαιωμάτων και για βελτίωση των συνθηκών ζωής εκφράζονταν συλλογικά με μαζικούς αγώνες και έκαναν λόγο για μιαν άλλη οργάνωση παραγωγής, για διεύρυνση της δημοκρατίας ακόμη και για μετασχηματισμό της κοινωνίας.
 
Οι χρονικές αποφύσεις και οι ετεροχρονισμένες συνάψεις στους «Δενδρίτες» αποδίδουν εξαιρετικά τις αλλαγές στη μετανάστευση κατά τη διάρκεια εξήντα περίπου χρόνων εντός του εικοστού αιώνα, τότε που η υπερ-τάξη των οικονομικών κολοσσών λίγο πριν το τέλος αυτού του αιώνα δεν είχε τίποτα απολύτως κοινό με τους μετανάστες, όπως δεν είχε και στην αρχή του. Τίποτα εκτός από το ίδιο …κοινό στο αειθαλές αμερικανικό όνειρο.
 
Οι δενδρίτες του παγκόσμιου και παγκοσμιοποιημένου εγκεφάλου με τις ετερόκλητες αναμνήσεις και την αληθινή γνώση που, όμως, προορίζεται για τους εκλεκτούς του έχειν και του φαίνεσθαι. Για τους άλλους αρκούν οι πληροφορίες και το fun του μαζάνθρωπου στην οικόσιτη TV, τότε και τώρα ή στα drive in τότε και στα αχανή εμπορικά κέντρα με τις πανομοιότυπες κινηματογραφικές αίθουσες και τα χολιγουντιανά υπερθεάματα. Θεάματα άνευ άρτου.
 
Οι «Δενδρίτες» της Κάλλιας Παπαδάκη είναι ένα σύγχρονο κοινωνικό-πολιτικό μυθιστόρημα για την ξενικότητα όπου γης, για την οικονομική κρίση, την αλλοτρίωση, τις διαλυμένες ζωές, τη νοσταλγία του παρελθόντος, τις διαψεύσεις για μια καλύτερη ζωή.
 
«Έρχονταν δύσκολες εποχές, το ένιωθες το αναπόφευκτο σαν τον θάνατο που χτυπά τις πόρτες των διπλανών σου, το ψυχανεμιζόσουν πως βάραινε η ελπίδα την ατμόσφαιρα με ψευδαισθήσεις, το έβλεπες στα ερημωμένα σπίτια και τα εγκαταλειμμένα εργοστάσια, που μήνα με τον μήνα πλήθαιναν με πρόοδο γεωμετρική» (σελ. 20-21) και «Θεέ μου, πού πάει αυτός ο κόσμος, απ’ το κακό στο χειρότερο, τι θα κάνει, οι φόροι εισοδήματος τον έχουν γονατίσει, ο κόσμος δεν έχει δουλειές και οι τιμές ολοένα ανεβαίνουν» (σελ. 56).
 
Το φινάλε, όπως άλλωστε και ολόκληρο το βιβλίο, βρίθει συμβολισμούς και είναι σαν να ολοκληρώνονται μαζί του με αυτόν τον τρόπο οι μεγάλες αφηγήσεις του 20ου  αιώνα χωρίς, όμως, και να τελειώνουν. Η σύνδεση αυτού του φινάλε με τον τίτλο του βιβλίου είναι επίσης εντυπωσιακή. Προσωπικά μάλιστα με άγγιξε βαθιά επειδή μου θύμισε –σε σημείο που να αναρωτηθώ μήπως είναι φόρος τιμής– τον μεγάλο Σκιαθίτη των γραμμάτων μας, τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και το συγκλονιστικό διήγημά του «Έρωτας στα χιόνια».
 
Όσο περνούν τα χρόνια και πληθαίνουν οι έμμεσες εμπειρίες από τα διαβάσματα και στεριώνει η ματιά καθώς ασκείται να διακρίνει καλύτερα, καταλαβαίνω ότι η περιγραφή δε συνιστά λογοτεχνία. Ότι η λογοτεχνία δεν είναι η περιγραφή ενός προσώπου, ενός γεγονότος ή μιας κατάστασης, αλλά η αφήγηση εκείνη που την υπερβαίνει. Ότι η λογοτεχνία είναι το αφηγηματικό σπάσιμο της περιγραφής.
 
Η Κάλλια Παπαδάκη με τους «Δενδρίτες» ανοίγει δρόμους στη λογοτεχνία με την εισαγωγή καινοτομιών ύφους και φόρμας. Τολμά την αυτοκριτική ακόμη και την αυτοαμφισβήτηση όταν αποκαλύπτεται βάζοντας τον αφηγητή να λέει για έναν από τους πρωταγωνιστές, τον Μπέιζελ Καμπάνη, που ονειρεύεται να γίνει συγγραφέας : «η θεματολογία του ήταν σχεδόν πάντα άκαιρη και άτοπη και οι προτάσεις του σωστός σιδηρόδρομος, μακροσκελείς και σχολαστικές, να μη σ’ αφήνουν να πάρεις ανάσα, τουλάχιστον να έλεγε και κάτι ενδιαφέρον, κάτι συναρπαστικό, κάτι πιασάρικο…».
 
Μιλώντας εκ πείρας η συγγραφή ενός βιβλίου δεν είναι ποτέ εύκολη υπόθεση και υποβάλλει τον δημιουργό σε διάφορες δοκιμασίες και έσωθεν αναμετρήσεις. Με την προϋπόθεση ότι πρόκειται –επιτρέψτε μου τον αφορισμό– για ΚΑΛΗ λογοτεχνία.
 
«Όσο το ολόγιομο φεγγάρι πάντα προβάλλει στον ουρανό, ως υπόλευκο μηδενικό, κρεμασμένο πάνω από το κεφάλι των ανθρώπων σαν δαμόκλειος σπάθη, τόσο και η ζωή θα συνεχίζει το ρυθμό της» μας υποδεικνύει και αποδεικνύει τι εστί ατόφια λογοτεχνία.
 
*To κείμενο είναι η ομιλία της συγγραφέως και δημοσιογράφου  Σωτηρίας Μαραγκοζάκη στην εκδήλωση που διοργάνωσε το Ιστορικό Μουσείο Αλεξανδρούπολης για την παρουσίαση του βιβλίου «Δενδρίτες» της εβρίτισσας συγγραφέα,  βραβευμένης με το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας 2016, Κάλλιας Παπαδάκη.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.