Ο κρυφος φοβος του Κυκλωπα

Μια ψυχαναλυτική υπόθεση

Δεν φοβάσαι κανέναν, δήλωσες! Ζεις στην άκρη του κόσμου, ολομόναχος στο νησί σου, σε μια σπηλιά. Κανείς δεν μπορεί να σε φτάσει εκεί και κανένας δεν θέλει την παρέα σου. Ούτε κι εσύ θέλεις την παρέα κανενός. Είσαι ευτυχισμένος και αυτάρκης με το κοπάδι σου. Τρυφερός και συναισθηματικός μόνο με τα αιγοπρόβατά σου.

Και τι γλυκά που τους μιλούσες… «Κριάρι μου καλό», «Κριέ πέπον» (Οδύσσεια, ι 447), είπες στο αγαπημένο σου κριάρι, «πώς και γιατί απ’ όλο το κοπάδι τελευταίο βγαίνεις κι αφήνεις τη σπηλιά; Δεν το συνήθιζες πιο πριν ν’ ακολουθείς και να ξεμένεις πίσω… Μάλλον θ’ αποζητάς του αφεντικού σου το μάτι που το τύφλωσε ο κακός εχθρός κι οι άθλιοι σύντροφοί του, αφού του σκότισε τον νου με το κρασί ο Ούτις…»[1]

Νοικοκύρης στη σπηλιά σου! Τι να τους κάνεις τους ανθρώπους, τη συναναστροφή μαζί τους και τον πολιτισμό τους; Αρρώστια και μπελάς είναι, σκέφτεσαι. Δεν τους έχεις και ανάγκη. Δεν τους φοβάσαι, ούτε αυτούς ούτε τους θεούς τους, ούτε και τον Δία το ίδιο και την οργή του! Είσαι τεράστιος, «ἀνὴρ πελώριος» (Οδύσσεια, ι 187), άγριος και απολίτιστος. Και με ένα φριχτό μεγάλο μάτι στο μέτωπο. Καθόλου γοητευτικός.

Στο νησί σου που βόσκεις το κοπάδι σου, διακρίνεσαι από μακριά, καθώς μοιάζεις με δασωμένο ακρωτήρι που ξεχωρίζει μόνο του επάνω στα ψηλά από τις άλλες κορυφές. Κτηνοτρόφος, τροφοσυλλέκτης και ανθρωποφάγος. Ναι, είσαι κανίβαλος και δεν δίνεις λόγο σε κανέναν για αυτό. Και ποιος θα τολμούσε να σου ζητήσει τον λόγο; Είσαι έξω από τον νόμο! Σε φοβούνται δεν τους φοβάσαι! Αυτά δήλωσες.

Δεν φοβάσαι κανέναν, Κύκλωπα Πολύφημε, γιε του Ποσειδώνα και της θαλασσινής Νύμφης Θόωσας! Αυτό δήλωσες στον Οδυσσέα που ζήτησε φιλοξενία στο νησί σου. Αλλά δεν είμαστε ό,τι δηλώνουμε, έτσι δεν είναι; Κι αυτό ο πολυμήχανος Οδυσσέας το ήξερε, ενώ εσύ το έκρυβες από τον ίδιο σου τον εαυτό. Πριν από τον Φρόιντ γνώριζε ο πολυμήχανος Οδυσσέας για τον μηχανισμό της απώθησης. Ενώ εσύ ο άγριος και απολίτιστος αθώος κανίβαλος δεν είχες ιδέα από ψυχανάλυση.

Τι κι αν είσαι τεράστιος, «ἀνὴρ πελώριος», κατά πως σε χαρακτηρίζει ο πολυμήχανος! Τι κι αν ζεις ολομόναχος στην άκρη του κόσμου και μακριά από τον πολιτισμό! Τι κι αν είσαι φριχτός στην όψη με το κυκλώπειο μάτι σου! Τι κι αν είσαι κανίβαλος και ζεις έξω από τον νόμο! Δεν μπορείς να ξεφύγεις από τον κρυφό σου φόβο. Ο φόβος κατοικεί μέσα σου. Στα όνειρά σου, στις συγκινήσεις, στις φαντασιώσεις, στις μνήμες σου. Όσο και αν η συνείδησή σου να τον απωθεί στο υποσυνείδητό σου, ο σπόρος του φόβου είναι εκεί και περιμένει κάποιον να τον ποτίσει για να φυτρώσει. Και πόσο γρήγορα φυτρώνει αν ποτιστεί καλά…

Και τον πότισε καλά αυτός ο «Ούτις», ο «Κανένας», ο πολυμήχανος Οδυσσέας. Τον πότισε τον σπόρο του φόβου σου με το μαύρο γλυκόπιοτο δυνατό κρασί του Ισμάρου. Και πώς το ευχαριστήθηκες αυτό το κρασί, ε; Βγάζει κρασί κι η χώρα των Κυκλώπων, αλλά σαν κι αυτό δεν είναι, δήλωσες. Απόσταγμα από αμβροσία και νέκταρ το κρασί του πολυμήχανου, αυτό είπες. Κι ήθελες κι άλλο κρασί και του υποσχέθηκες ότι θα τον φας τελευταίο. Αυτό θα είναι το δώρο φιλοξενίας που θα του κάνεις. Τόσο πολύ σου άρεσε το κρασί. Και άδειασες όλο το ασκί. Και ήπιες το κρασί χωρίς να το νερώσεις. Άκρατο το ήπιες. Και βυθίστηκες στον ύπνο μεθυσμένος καθώς ήσουν.

Και ο φόβος φύτρωσε, γιατί ο απωθημένος φόβος φυτρώνει με το κρασί. Πόσο μάλλον αν είναι άκρατο, γλυκό θεϊκό κρασί του Ισμάρου. Και νόμιζες ότι είδες όνειρο, ένα παλούκι πυρακτωμένο να περιστρέφεται σαν τρυπάνι μέσα στο μοναδικό σου μάτι. Και να τρίζουν και να τσιρίζουν οι ρίζες του ματιού σου από την πυρωμένη αιχμή του. Και ξύπνησες βγάζοντας φωνή μεγάλη από τον πόνο. Αλλά δεν ήταν όνειρο. Όχι, δεν ήταν όνειρο. Ήταν πραγματικότητα αυτό που ζούσες. Ο Ούτις, ο Κανένας, ο πολυμήχανος δολερός Οδυσσέας σε τύφλωσε. Αυτός ο τιποτένιος που δεν τον έπιανε ούτε το ένα και μοναδικό σου κυκλώπειο μάτι, τόσο αχαμνός που ήταν. Όχι, δεν ήταν εφιάλτης αυτό που ζούσες. Δεν ήταν κακό όνειρο σαν κι αυτά που έβλεπες τα βράδια στη σπηλιά σου όταν είχες παραφάει. Ήταν πραγματικότητα αυτός ο φόβος.

Και τότε ξύπνησες. Και τότε θυμήθηκες. Έτσι, γίνεται πάντα. Ο πόνος ξυπνάει τη μνήμη. Τη μνήμη του φόβου που την είχες απωθήσει στο υποσυνείδητό σου, όπως θα έλεγε και ο ψυχαναλυτής σου αν ξάπλωνες στο ντιβάνι του. Μα εσύ σαν άγριος και απολίτιστος δεν δέχεσαι την ψυχανάλυση.

Άκουσες το όνομα του Οδυσσέα από τα χείλη του «Κανένα» και θυμήθηκες μέσα στον πόνο σου τα λόγια του μάντη Τήλεμου που ζούσε ως τα βαθιά του γεράματα στη χώρα των Κυκλώπων και ψυχανέλυε, μάντευε θέλω να πω, στους Κύκλωπες.

Βλέπεις, ακόμη και οι άφοβοι Κύκλωπες είχαν ανάγκη από μάντεις, κάτι σαν ψυχαναλυτές της εποχής εκείνης, για να ψυχαναλύουν τους φόβους τους. Και μετά δήλωσες πως εσείς οι Κύκλωπες κανέναν δεν φοβάστε. Πίσω από τον «Κανένα» όμως μπορεί να κρύβεται ο φόβος με ονοματεπώνυμο: Οδυσσέας Λαερτιάδης. Η ζωή είναι γεμάτη εκπλήξεις. Και στον φόβο αρέσουν οι εκπλήξεις.

Θυμήθηκες τι σου έλεγε ο μάντης Τήλεμος  Ευρυμίδης, τα παλιά μαντεύματά του, «τα παλαίφατα θέσφατα» (Οδύσσεια, ι 506). Αυτός τα πάντα σου προφήτευε όσα στο μέλλον θα συμβούν. Και πως θα χαθεί το φως σου από το χέρι κάποιου Οδυσσέα. Κι εσύ χρόνια περίμενες έναν άντρα ψηλό κι όμορφο, «μέγαν και καλόν» (Οδύσσεια, ι 513), να φτάσει στο νησί σου, που να ’χει αντρεία μεγάλη. Και τώρα σου χάλασε το μάτι κάποιος αχαμνός, ασήμαντος και λίγος, αφού πρώτα σε νάρκωσε με το κρασί του. «’Ολίγος τε καὶ οὐτιδανὸς καὶ ἄκικυς» (Οδύσσεια, ι 515) ήταν αυτός που σου πήρε το φως!

Και τώρα που έχασες το μάτι σου είδες τον φόβο που κρυβόταν μέσα σου. Τώρα θυμήθηκες και την προφητεία του μάντη Τήλεμου ότι κάποιος Οδυσσέας θα σε τύφλωνε. Αλλά δεν περίμενες να είναι μικρόσωμος, αδύναμος και τιποτένιος αυτός, αλλά κάποιος σαν κι εσένα τεράστιος και δυνατός. Αυτόν περίμενες, αυτόν φοβόσουν και ήρθε ο άλλος ο αχαμνός, ο ασήμαντος, ο λίγος.

Όταν είχες το μάτι σου δήλωνες ότι δεν φοβάσαι κανέναν. Ούτε τον ίδιο τον Δία. Αλλά δεν είμαστε ό,τι δηλώνουμε. Κι όταν δηλώνουμε κάτι με τόση έπαρση και βεβαιότητα, όπως εσύ, ίσως απωθούμε κάτι, ίσως κρύβουμε κάτι. Κι εσύ έκρυβες τον φόβο σου Κύκλωπα Πολύφημε. Τον έκρυβες καλά. Όμως το γλυκόπιοτο δυνατό κρασί του Ισμάρου, που το ήπιες μονορούφι και ανέρωτο, μπορεί να σου στέρησε το φως σου, αλλά σου φανέρωσε τον φόβο σου! Τον κρυφό σου φόβο.

*Ο Δημήτρης Βλάχος είναι φιλόλογος-συγγραφέας, τέως σχολικός σύμβουλος φιλολόγων Ροδόπης. Το αφήγημα αυτό περιλαμβάνεται στο βιβλίο Δημήτρης Βλάχος – Κωνσταντίνος Βλάχος, Ξεκόλλα απ’ τη σχεδία! Μαθήματα ζωής από την ομηρική Οδύσσεια, εκδ. Ρώμη 2023. Και σε podcast μπορείτε να το ακούσετε στην εκπαιδευτική διαδικτυακή πλατφόρμα για την προώθηση της ελληνικής γλώσσας και του πολιτισμού των Glossonauts στο spotify με τίτλο «Ο κρυφός φόβος του Κύκλωπα»: https://open.spotify.com/episode/6ypJrHzq3E0wNSWLeG0msP?si=9b702cd276c346e5


[1] Η μετάφραση των στίχων από την ομηρική Οδύσσεια στο αφήγημα αυτό είναι του Δημήτρη. Μαρωνίτη (Δημήτρης Μαρωνίτης, Δ. Ν. Μαρωνίτης (μτφρ.), Ομήρου Οδύσσεια, εκδ. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών – Α.Π.Θ., 2018).

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.