Ο  ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ ΞΥΛΟΥΡΓΟΣ

Short Story

Στην κωμόπολη οι παλιοί άνθρωποι θα θυμούνται καλά αυτό το εργαστήρι ξυλουργικής. Δούλευαν μαζί πατέρας και γιος. Ο μπάρμπα Νίκος ήταν ένας ψηλός και λιγνός άνδρας, όλο νεύρο και κίνηση κι ο γιος του ο Αυγερινός, ένας νέος άνδρας μελαχρινός και όμορφος με ελαφρά γαμψή μύτη, που ήταν πιο ήρεμος και λιγότερο κινητικός. Ο γιος, στην αρχή ήταν ασκούμενος στο ξυλουργείο, δίπλα στον πολύπειρο πατέρα του. Κοιτούσε με το ζωηρό και αεικίνητο μάτι του και φαινόταν πως όλο κάτι σκεφτότανε που τον απασχολούσε. Είχε στερεωμένο ένα μολύβι πάνω στο αυτί του για να σημειώνει στο χαρτί ή να σημαδεύει πάνω στο ξύλο, την ώρα της δουλειάς.

    Το εργαστήριο ήταν στο ισόγειο του σπιτιού τους, γεμάτο από εργαλεία μικρά και μεγάλα, πλάνες, πριόνια, σκεπάρνια, ξύστρες και άλλα πολλά, σκόρπια πάνω στον ξύλινο πάγκο, στη μέση του χώρου, που από τις δουλειές και τα κτυπήματα που δέχονταν είχε πάψει να έχει λεία επιφάνεια. Στο δάπεδο και γερτά στη μια άκρη του τοίχου ήταν ακουμπισμένα πλήθος από σανίδες και καδρόνια, με σειρά ως προς το μέγεθος κι άλλα εργαλεία κρεμασμένα σε πρόκες στα πιο ψηλότερα σημεία των τοίχων. Και υπήρχε κυρίαρχη σ΄ όλο τον χώρο, η μοσχοβολιά του φρέσκου και πλανισμένου ξύλου.

   Κάποιες μέρες, που με άφηναν οι γονείς μου στο σπίτι τους για να με προσέχει η αδελφή της γιαγιάς μου, παρακολουθούσα από κοντά τη δουλειά τους και αισθανόμουν σχεδόν μαγικά στην πρώτη μου επαφή με την ξυλουργική τέχνη. Έβλεπα τους ξυλουργούς αυτούς πώς δούλευαν, πώς έκοβαν τα καδρόνια με το πριόνι, πώς τα πλάνιζαν κι ένωναν τα κομμάτια φτιάχνοντας πόρτες, παράθυρα, κάσες και είχαν τα πρόσωπά τους ιδρωμένα και λερωμένα με πριονίδια και σκόνες από τα τριψίματα των ξύλων.

 Αργότερα, μαθητής, στον δρόμο για το δημοτικό σχολείο, πέρναγα σχεδόν καθημερινά μπροστά από το ξυλουργείο. Και θυμάμαι κάποτε να δείχνω στον Αυγερινό αυτά που κατασκεύαζα στο μάθημα της ξυλογλυπτικής. Αυτός, όταν του ζητούσα, μου χάριζε μικρά κομμάτια από κόντρα πλακέ, χρήσιμα για να τα δουλέψω κι ακόμη δεν ξέχναγε να με επιβραβεύσει για τις προσπάθειές μου τις καλλιτεχνικές, όταν έβρισκα θάρρος να τις επιδείξω. Αλλά και στο μάθημα των θρησκευτικών δεν χρειάστηκε καθόλου να κουραστώ. Μες στο μυαλό μου είχα έτοιμη από καιρό την εικόνα των βιβλικών προσώπων, του πατέρα Ιωσήφ και του γιου Εμμανουήλ, που ήταν ίδια με εκείνη των δυο ξυλουργών των παιδικών μου χρόνων.

Όταν αργότερα ενηλικιώθηκα, έμαθα ότι στον εμφύλιο πόλεμο, το 1947, τον νεότερο ξυλουργό τον είχαν στείλει εξορία. Ήταν μεγάλη η απορία που ένιωσα τότε και εξακολουθεί ακόμη να είναι ισχυρή. Πώς είναι δυνατόν αναρωτιόμουν, αυτόν τον παναγιώτατο άνθρωπο, κάποιοι να το έχουν κακολογήσει, να του έχουν προσάψει κατηγορίες και προπαντός να του επιβάλουν τέτοια τιμωρία…. Κι έμαθα ότι το «αμάρτημά» του ήταν πως το 1944 οι Γερμανοί είχαν εκτελέσει τον αδελφό του, μαζί με άλλους πατριώτες, για αντιστασιακή δράση. Και η ανυπακοή αυτών των πατριωτών ήταν κάποιες θεατρικές παραστάσεις της νεολαίας ΕΠΟΝ που είχαν οργανώσει στην κωμόπολη.   

    Σε μια φωτογραφία του στην Ανάφη, στην εξορία εκείνη την εποχή, που έτυχε να  δω, αυτός δούλευε ξυλουργός, μαζί με άλλους, χωρίς να ξεχωρίζει από τους ντόπιους κατοίκους του νησιού και έμοιαζε σαν να ήταν ένας συγχωριανός τους. Και ο ίδιος ο Αυγερινός μου είχε πει ότι όταν βρέθηκε στην Ανάφη, οι συνεξόριστοί του τον αναζητούσαν για να τους αφηγείται ιστορίες και να διασκεδάζουν. Και όντως είχε ικανότητα και ήταν καλλιτέχνης της αφήγησης, που έβρισκε και στα πιο τραγικά γεγονότα κάτι να σε κάνει να γελάσεις.

Ήταν μεγάλος σε ηλικία πια, όταν τον συνάντησα στον δρόμο να περπατά αργά και να δυσκολεύεται στην αρχή να με αναγνωρίσει. Όταν πλησίασα κοντά και με κατάλαβε, χαμογελώντας είπε: «Έχω γεννηθεί τον Αύγουστο του 1916, πριν γίνει επανάσταση στη Ρωσία και πλησιάζω τώρα έναν αιώνα ζωής. Όταν ήμουν στην Ανάφη, εξόριστος, με φώναζαν για να τους πω αν έρχεται το καράβι της τροφοδοσίας. Φαντάσου τι μάτια είχα και πόσο έβλεπα μακριά, καλύτερα κι από τα κιάλια! Τώρα πρέπει να πλησιάσω τον άλλον πολύ κοντά για να καταλάβω ποιος είναι».

   Έδειξε με το χέρι του ψηλά στα σπίτια του δρόμου και μου είπε: «Έχω φτιάξει πολλές σκεπές προπολεμικά, μαζί με τον πατέρα μου». Τότε, ξανάνιωσε και άρχισε να μου μιλά αναλυτικά για τις στέγες, διανθίζοντας τον λόγο του με λέξεις των τεχνιτών: πάτερο, μαχιάς, κορφιάς, ποταμός, ψαλίδια και άλλες και να μου εξηγεί πως οι τεχνίτες διαλέγουν τα καλά ξύλα και πώς τα συναρμολογούν φτιάχνοντας γερές κατασκευές. Αλλά προπαντός μίλησε για εκείνη τη μακρινή γραμμή που χωρίζει τη γη και τη θάλασσα από τον ουρανό. Και για το πως πρέπει ο καλός τεχνίτης να βρίσκει την ορθή κλίση της στέγης, κοιτάζοντας στο βάθος, πολύ μακριά, έχοντας τη γραμμή του ορίζοντα για οδηγό του. Κι έμοιαζε όταν μου μιλούσε σαν να βρισκόταν σε κάποια από αυτές τις σκεπές και με νεανική σβελτάδα να ισορροπεί πάνω στα δοκάρια. Και από εκεί να βλέπει σαν τα άγρια πουλιά,όταν πετούν στον ουρανό τις ζεστές αυγουστιατικές μέρες του ηλειακού κάμπου.

Τότε στον δρόμο, ήταν στο πλάι μας κι ένα αρχοντικό σπίτι. Ο Αυγερινός μου είπε ότι την εξωτερική πόρτα του την είχαν μαζί με τον πατέρα του κατασκευάσει. «Η πόρτα αυτή άντεξε στον χρόνο τόσο, που οι νεότεροι ιδιοκτήτες τη συντήρησαν και την τοποθέτησαν στο νεόκτιστο σπίτι τους», είπε συγκινημένος. Καικατέληξε:«Ήρθα στον κόσμο φτωχός και φτωχός θα σας χαιρετίσω».

Ύστερα, εγώ θυμήθηκα την επικούρεια ρήση, χωρίς άλλο να ξαναμιλήσω:«Τίποτα δεν είναι αρκετό, για όποιον είναι λίγο το αρκετό»[1], αναλογιζόμενος την ταπεινότητα  του σοφού συνομιλητή μου. Κι ακόμη αναρωτήθηκα, εάν ήταν η ενασχόλησή του με την τέχνη της ξυλουργικής και η οικογενειακή παράδοση που διαμόρφωσαν αυτόν τον ξεχωριστό άνθρωπο σε καλαισθησία και χαρακτήρα ή αν ήταν, αλλιώς, εκ των προτέρων δεδομένη η χάρη, η φυσική κλίση του καλλιτέχνη, που τον έσπρωξε να ανυψωθεί σε ανθρώπινο ανώτερο σημείο.

23/4/2024


[1]  «ᾯ ὀλίγον οὐχ ἱκανόν, ἀλλὰ τούτῳ γὲ οὐδὲν ἱκανόν».

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.