Mνημες προσφυγιας απο την «εξοδο» του μικρασιατικου ελληνισμου

Την Κυριακή 18 Οκτώβρη θα γίνει επιμνημόσυνη δέηση στην Κομοτηνή για τα θύματα της Μικρασιατικής Καταστροφής. Τους δικούς μας πρόσφυγες, που ήρθαν για να γλιτώσουν τον χαμό στην πατρίδα, και γεύτηκαν όλα τα δεινά που συμπεριλαμβάνονται σε κάθε προσφυγική περιπέτεια: εγκλεισμό σε στρατόπεδα, καραντίνα, δίψα, πείνα, χλευασμό, όλο αυτά που ζουν οι σημερινοί πρόσφυγες τόσο μακριά τόσο κοντά μας.
 
Ο ερανισμός των αποσπασμάτων από την τετράτομη «Έξοδο» του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών του Οκτάβ και της Μέλπως Μερλιέ είναι του Τέλη Κελεσίδη, που τον έφτιαξε για τη σελίδα του στο fb, με αφορμή πιθανόν τόσο τη μέρα μνήμης όσο και την ημέρα των γονιών του Ωραιοκάστρου…
 
Είτε έτσι είτε αλλιώς η προσφυγιά και ήταν και εξακολουθεί να είναι απάνθρωπο γεγονός…
 
Ας θυμόμαστε λοιπόν κι ας πενθούμε, για τον άνθρωπο το αγριότερο θηρίο του σύμπαντος…Τ.Β. 

«“Μας κρατήσανε στη θάλασσα σαράντα μέρες καραντίνα” 

Το ταξίδι από τη Σαμψούντα μέχρι την Πόλη, αφηγείται η Σοφία Χατζίδου από το Χατζίκιοϊ του Μπακίρ-Μαντέν, «διήρκεσε πέντε μέρες. Σ’ όλο αυτό το διάστημα μας θέριζε η δίψα. Τραβούσαμε νερό από τη θάλασσα και το βράζαμε για να πιούμε. Συνέχεια πέθαιναν στο βαπόρι, τους ρίχνανε στη θάλασσα τους πεθαμένους» (σ. 95). «Χριστούγεννα του 1922 και Φώτα του 1923 ήμαστε στο Τιρέμπουλους της Συρίας, παραλιακή πόλη», θυμάται πάλι ο Αναστάσιος Βαρυτιμίδης από το Εντιρέκ της Νεοκαισάρειας. «Μας θέριζε η αρρώστια. Είχε πέσει τύφος και χολέρα. Μας βάλανε όλους σ’ ένα πλοίο και μας κρατήσανε στη θάλασσα σαράντα μέρες καραντίνα. Από κει μας πήγανε στο Μπαϋρούτ. Μάιος του 1923 ήτανε, μπήκαμε σ’ ελληνικό πλοίο και ήρθαμε Ελλάδα» (σ. 287). Κατά την ίδια διαδρομή, συμπληρώνει ο Ηλίας Μωυσιάδης από το Αλτίνογλου Τσιφλίκ, «στο πλοίο μέσα πεθαίνανε οι άρρωστοι και τους ρίχνανε στη θάλασσα» (σ. 353). 

“Για καραντίνα το είχανε, ένας μεγάλος κισλάς [στρατώνας] ήτανε” 

Μαζικοί θάνατοι αποδεκάτιζαν τους πρόσφυγες και κατά τον μεταβατικό στρατωνισμό τους στο Σελιμιέ της Κωνσταντινούπολης:
 
«Για καραντίνα το είχανε, ένας μεγάλος κισλάς [στρατώνας] ήτανε. Τι είδανε τα μάτια μας εκεί μέσα και πώς βγήκαμε ζωντανοί! Το συσσίτιο ήτανε ένα μαύρο ζουμί με μαϊμούδια μέσα και καμιά φορά έβλεπες και κανένα φασόλι. Η αρρώστια κι ο θάνατος δε λέγονταν. Οι διάδρομοι ήταν γεμάτοι, χάμω στις πλάκες, μ’ ανθρώπους που πεθαίνανε. Τους πεθαμένους κάθε μέρα πενηνταριές και κατοσταριές τους βγάζανε με καροτσάκι και τους ρίχνανε σ’ ένα μεγάλο λάκκο σε μια ερημιά. Ο Θεός έβαλε το χέρι του και βγήκαμε ζωντανοί, όσοι γλιτώσαμε» (σ. 270, μαρτυρία του Ιπποκράτη Πετρίδη, από τη Νεοκαισάρεια). 

“Κάθε μέρα κάποιον έθαβαν• μια μάνα έθαψε έξι παιδιά της” 

Παρόμοιες περιγραφές συναντάμε και στις καταθέσεις άλλων επιζώντων (σ. 55, 57, 307 & 363)…
 
«Ηρθαμε στη Θεσσαλονίκη, στο Καραμπουρνού», αφηγείται χαρακτηριστικά η Ευρυδίκη Γαλανού, από τα Ιμερα της Τραπεζούντας. «Ενα μήνα μείναμε στην καραντίνα. Υποφέραμε από αρρώστιες. Κάθε μέρα κάποιον έθαβαν. Μια μάνα έθαψε έξι παιδιά της» (σ. 406). Ο συντοπίτης της Χαράλαμπος Τσαχουρίδης, που έζησε τρεις μήνες στον ίδιο χώρο, συμπληρώνει ότι «πολλοί πέθαιναν από τύφο, λόγω του υπάρχοντος συνωστισμού. Εις όλο το διάστημα της λειτουργίας της καραντίνας απέθανον περί τις είκοσι χιλιάδες πρόσφυγες. Την ημέρα πέθαιναν ογδόντα έως εκατό» (σ. 408). Τα ίδια και στο λοιμοκαθαρτήριο του Αϊ-Γιώργη, στο Κερατσίνι: «Μας κουρέψανε όλους, άντρες, γυναίκες και παιδιά και περάσανε τα ρούχα μας από τον κλίβανο. Κι άλλοι πεθάνανε εκεί» (σ. 353). 

“Οσοι πέθαιναν δεν τους κατέβαζα• τους έκαιγαν στο φούρνο για κάρβουνο” 

Διαφωτιστικότερη απ’ αυτές τις λακωνικές αναφορές αποδεικνύεται η διήγηση του Ιωάννη Παναγιωτίδη από το Γαριπάντων της Αργυρούπολης, που δεν διστάζει να θίξει δύο θέματα ταμπού – τη ληστρική συμπεριφορά των ντόπιων απέναντι στους πρόσφυγες και, κυρίως, την εξευτελιστική μεταχείριση των πτωμάτων τους, που μετατράπηκαν σε καύσιμη ύλη:
 

«Στον Αγιο Γεώργιο, που υπηρέτησα ως υπάλληλος, πολλοί κλέφτες από τον Πειραιά έρχονταν με καΐκια στην καραντίνα και έκλεβαν ρουχισμό και άλλα πράγματα. Ανοιγαν στα απολυμαντήρια τα δέματα κι έκλεβαν μηχανές, χαλιά και άλλα. Ερχόταν ένα βαπόρι φορτωμένο με πρόσφυγες και πράγματα. Κατέβαζαν τους ανθρώπους και τους οδηγούσαν αμέσως στα απολυμαντήρια: κόψιμο τα μαλλιά αντρών και γυναικών και ίδια για τα λουτρά. Τα πράματα έμεναν. Τα κατέβαζαν και τα στοίβαζαν κάτω από μια στέγη του απολυμαντηρίου και τα απολύμαιναν.
 
Το πλοίο “Θέμις” που έφερε τέσσερις χιλιάδες Ποντίους απ’ τον Καύκασο, όλοι πέθαναν. Από αρρώστιες πέθαναν. Και εξόν που πέθαναν, ο Αγιος Γεώργιος είχε γεμίσει και δε μπορούσαν να τους κατεβάσουν. Τους είχαν μέσα στο πλοίο. Οσοι πέθαιναν δεν τους κατέβαζαν. Τους έκαιγαν στο φούρνο για κάρβουνο. Οσοι απόμειναν τους κατέβασαν. Τρεις μήνες στάθηκε το ‘’Θέμις’’ και δεν τους κατέβασαν. Ο Αϊ-Γιώργης ήταν γεμάτος, η Μακρόνησος γεμάτη» (σ. 395-6). 

“Oι επί του ατμοπλοίου ‘’Κίος’’ αφιχθέντες απεστάλησαν εις την Μακρόνησον” 

Ενα αποκαλυπτικό δημοσίευμα των ημερών επιβεβαιώνει την έκταση του θανατικού: «Οι μέχρι σήμερον μεταναστεύσαντες πρόσφυγες» μέσω Ρωσίας, διαβάζουμε, «ανέρχονται εις 14 χιλιάδας περίπου. Εκ τούτων οι επί του ατμοπλοίου ‘’Κίος’’ αφιχθέντες απεστάλησαν εις την Μακρόνησον, ένθα εγένοντο αι απαιτούμεναι εγκαταστάσεις. Οι δε εκ των πρώτων αφίξεων 8.600 κρατούνται εν τω λοιμοκαθαρτηρίω του Αγ. Γεωργίου και επί ατμοπλοίων. Επειδή δεν ελήφθησαν εγκαίρως τα απαιτούμενα υγειονομικά μέτρα της αραιώσεως, της απομονώσεως, της επιβαλλομένης καθαριότητος και διαίτης, επί των 8.600 προσφύγων ήδη έχουσιν αποθάνει περί τους χιλίους διακοσίους εντός πεντήκοντα μόνον ημερών» («Εμπρός», 21.7.1922, σ. 2). 

“Μωρά δεν έμειναν• πέθαναν σχεδόν όλα” 

Η προσπάθεια διαφυγής από αυτήν την κόλαση εξελισσόταν συνήθως σε φαύλο κύκλο, όπως εξηγεί ο Αλκιβιάδης Αφεντουλίδης από το Παρασκευάντων της Αργυρούπολης: «Φέρνουν [στη Μακρόνησο] ένα ρωσικό πλοίο, το ‘’Βίτιμ’’. Μας φορτώνουν σ’ αυτό, χωρίς νερό, χωρίς ψωμί, και μας φέρνουν στην Αλεξανδρούπολη. Στην Αλεξανδρούπολη ήρθε ένας γιατρός και δεν άφησε να αποβιβαστούμε. Είπε να ρίξουμε άγκυρα στα βαθιά. Τέσσερις μέρες μείναμε εκεί. Φωνάζαμε. Ηρθαμε στην ανάγκη να κάψουμε τα σανίδια απ’ τ’ αμπάρι για να βράσουμε στα σαμοβάρια μας τσάι, να βράσουμε στις χύτρες φασόλια. Οσοι πέθαιναν τους καίγαμε κάτω στα καζάνια για να μη δίνουμε ντόρο και μας κάνουν καραντίνα. Την Πέμπτη μέρα γύρισε πίσω στον Πειραιά το καράβι. Αλλοι διακόσιοι πενήντα άνθρωποι πέθαναν. Τους μισούς τους κάψαμε και τους άλλους τους ρίξαμε στη θάλασσα! […] Μωρά δεν έμειναν. Πέθαναν σχεδόν όλα. Με καΐκι μάς έφεραν φαγητό απ’ τη Σαλαμίνα. Ορμούσαμε πάνω στο φαγητό σαν άγριοι» (σ. 486-7)…»
 
«Η Έξοδος», Αθήνα, Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών 

«Μακρόνησος, έτσι λεγόταν ο τόπος, που πρωτόρθαμε στη μάνα γη» 

  

«Οι μαούνες, μία-μία φόρτωναν και ξεφόρτωναν και ξαναγύριζαν πίσω να επαναλαμβάνουν το ίδιο μέχρι αργά το βράδυ. Μα ποιο μέρος είναι αυτό, πώς το λέγανε; Δεν είχε ούτε ένα σπίτι, δεν είχε ούτε λίγο νερό να πιουν, να πλυθούν, να ξεβρωμίσουν, ένα δένδρο, λίγη βλάστηση;
Κράτα την αναπνοή σου, αγαπημένε μου αναγνώστη, κρατήσου καλά μην πέσεις, γιατί θα ακούσεις το φρικτό όνομα του τόπου αυτού, της γης αυτής, θα κρύψεις το πρόσωπό σου από ντροπή, διότι βρέθηκαν συνάνθρωποί σου να σκεφθούν να διαλέξουν τον τόπο αυτό για τα ξενιτεμένα τους αδέλφια, που τ’ όνειρό τους ήταν, αιώνες τώρα, πώς να έρθουν στη μάνα πατρίδα! «Φτούσου, άνθρωπε, και πάλι».
 
Χάθηκε τόσος τόπος, να βρεθεί μιά άκρη, μιά γωνιά σ’ ολόκληρη τη χώρα, που να έχει, αν όχι τίποτε άλλο, τουλάχιστον νερό! Να ξεδιψάσουν αυτοί, να βρέξουν και τα φλογισμένα απ’ τον πυρετό χείλη των αρρώστων! Κράτα την αναπνοή σου για να ακούσεις. Στηρίξου κάπου να μην πέσεις! Μακρόνησος.
 
  

Έτσι λεγόταν ο τόπος, που πρωτόρθαμε στη μάνα γη. Μακρόνησος είναι το όνομα, που θυμίζει φρίκη και ντροπή. Γιατί μας φέρανε σ’ αυτό τον «τρισκατάρατο» τόπο; Ποια εγκληματικά μυαλά το απεφάσισαν; Πουθενά, πουθενά δεν αναφέρεται, ότι εκεί πήγαν και πολλούς πρόσφυγες της Μικράς Ασίας, του Πόντου, για εξόντωση. Αυτό ας είναι μιά μαρτυρία για αυτούς, που θα γράψουν τη μελλοντική ιστορία. Ας μην κρύψει κανένας τη ντροπή εκείνη.
 
Λένε, πως τα παλιά χρόνια, στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία και κατοπινά στο Βυζάντιο, στέλναν για βέβαιη εξόντωση τους πολιτικούς τους αντιπάλους και στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Μας έδωσαν λίγο νερό, που το φέρναν από την αντικρινή στεριά, το Λαύριο. Ένα νερό, που σε κάθε άλλη περίπτωση θα το έφτυνες. Μέσα σε κάτι βυτιοφόρα, που η σκουριά τους μύριζε. Ήταν ανυπόφορη! Όμως το ‘πιαν! το ‘πιαν! Και πού να ξεδιψάσουν!»
 
«Αυτούς που δέρνει ο άνεμος. Μια ιστορία απανθρωπιάς του ανθρώπου», Θεσσαλονίκη, 1933, σελ. 98-99.
 

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.