Μεσσουνιωτικα ρητα και παροιμιες, στο Σιναπλιωτικο-Καβακλιωτικο γλωσσικο μας ιδιωμα

Του Τάσου Γιοβανούδη

Κάθε γλωσσικό ιδίωμα κρύβει ρητά και παροιμίες, πραγματικά μαργαριτάρια σοφίας, εξυπνάδας, κουτοπονηριάς και αυτοσαρκασμού, που χαρακτηρίζουν και προσδιορίζουν την καταγωγή, τη ράτσα. Ο ήχος της προφορικής τους αναφοράς μεγιστοποιεί την αξία και τη σημασία τους, πράγμα που δεν μπορεί να αποτυπωθεί στο γραπτό λόγο.
 

Σε παρέες, σαν την εικονιζόμενη στη φωτογραφία, πόσες και πόσες παροιμίες και ρητά δεν ακούσθηκαν. Με τα ποτήρια στο χέρι, γεμάτα με το περίφημο «νέκταρ» της Μεσσούνης από τα περίφημα παμίδια του αμπελώνα, την κανάτα μισοάδεια στο τραπέζι, καθισμένοι κάτω από τον χειμωνιάτικο ήλιο, μπροστά στο καφενείο του μπαρμπα Δήμου, ιστορικές μορφές του χωριού συζητούν και φιλοσοφούν: Από αριστερά, με τα γυαλιά, ο μπαρμπα Γιώργης ο Μάγγανος (Γιοβανούδης), που έλεγε τα καλύτερα «μακάμια» και όρθιος ο γιος του Χρήστος ο Σαλιαμπάλιας. Δεύτερος ο μπαρμπα Δημήτρης Ν. Παρασκευούδης. Από δεξιά ο μπαρμπα Δήμος Παρασκευούδης, ο καφετζής και στη μέση καθισμένος ο γιος του Γκόγκος ή Μαυρόκοτα. Με το αρχοντικό του στυλ, το παχύ μουστάκι, το κασκέτο στο κεφάλι, φορώντας το γούνινο παλτό του ο μπαρμπα Βασίλης ο Καρακασίδης. 
 

Με τη γραπτή καταγραφή των ρητών και των παροιμιών που επιχειρούμε, ελπίζουμε και πιστεύουμε ότι θα διασωθούν και θα μεταφερθούν στους νεώτερους και αυτοί σαν καλοί δέκτες, καλό είναι να τα χρησιμοποιούν στις παρέες τους. Ίσως έτσι διατηρήσουμε και την προφορική τους αξία, στην όμορφη Σιναπλιώτικη ντοπιολαλιά μας. 

  1. Αϊλιάκους κώους τσάπουρνα χαλέβ΄. (Άνθρωπος που δεν έχει τίποτε να κάνει, φρούτα-τσάπουρνα ζητά).
  2. Αντά βρουντά πουλύ, δε βρέχ΄. (Όταν έχει πολύ φασαρία, τίποτε δεν συμβαίνει ή αλλιώς, η φασαρία για την φασαρία γίνεται).
  3. Αυτή η γκιζιαρόκωλη, δεν κάθιτι στ΄ αυγά τ΄ς.  (Αυτή, που γυρίζει πολύ, δεν κάθεται, όπως η κλώσα, να φροντίζει τα παιδιά της – το νοικοκυριό της)
  4. Αυτουσά είνι κιλιπιρτζής. (Αυτός εδώ είναι καταφερτζής-μικροαπατεώνας-λαοπλάνος)
  5. Άφκιτουνε, αυτός είναι ιά λουμπούτ. (Άφησέτον βρέ, αυτός είναι για ξύλο).
  6. Δα τουνι ουάσουμι του ιατρό. (Θα τον γελάσουμε το γιατρό. Δεν θα ακολουθήσουμε την αγωγή του).
  7. Δώσι µι τα χέρια κι χάλιβι µι τα πουδάρια. (Να δίνεις-δανείζεις με προσοχή, γιατί, με τα χέρια τα δίνεις και πηγαινοέρχεσαι χωρίς να μπορείς να τα πάρεις).
  8. Είδε η αουπού τουν κώουτς κι θάρσει ήταν ιαράς. (Είδε η αλεπού τον κώλο της και νόμισε ήταν πληγή).
  9. Έμ κείνους είνι για του γκουντούλ. (Εκείνος είναι για στήσιμο στον κορμό (γκουντούλ) του δένδρου στην αυλή και σφάξιμο,  όπως έσφαζαν τις κότες με το τσεκούρι, χωρίς λύπη).
  10. Η  κατσίβϊους άµα έχ΄πιτµέζ΄, δε µπουρεί να κοιµθεί του βράδ΄. (Ο αχαΐρευτος μόλις αποκτήσει κάτι πρέπει αμέσως να το ξοδέψει).
  11. Η µουκρός αντά δλέβ΄, η τρανός πεινά. (Ο μικρός όταν δουλεύει, ο μεγάλος μένει στην πείνα).
  12. Η άντρας να κουβαλεί µι του κάρου κ’ η υναίκα να δίν΄ µι του βϊόν΄. (Η γυναίκα πρέπει να κάνει καλό κουμάντο, αλλιώς χάθηκες).
  13. Η μάνα μου έλεγε:  Όποιος γυρίζει μοσχομυρίζ(ει) και όποιος κάθετε βρομίζ(ει).
  14. Η χουρταµένους του νησκό δεν τουν αδουκιέτι. (Ο χορτάτος τον πεινασμένο δεν τον θυμάται).
  15. Κάθι πέτνους σ’ν γκουπριά τ’ ουαλεί. (Κάθε πετεινός-αφέντης, στην κοπριά-στο σπίτι του κελαηδά-κάνει κουμάντο).
  16. Κοίταξτου, κοίταξτου ε μπάτη, μικρό Βουργαρούδ πουά Βουργάρκα που χουρατέβ, γω γκουτζιαμάν άντρας ούτι ένα δεν απχάζου. (Δες αδελφέ μου, μικρό βουλγαράκι, πολλά βουλγάρικα που μιλάει, εγώ ολόκληρος άνδρας, ούτε ένα δεν καταλαβαίνω).
  17. Κρούει τουν παραστάθ΄ ν’ ακούσ΄ η θύρα. (Χτυπά το διπλανό ξύλο-παραστάθη να ακούσει η πόρτα, δηλ., τα λέει κάπου για να ακούσουν οι άλλοι, δεν τα λέει κατάμουτρα).
  18. Μάνα μ΄,!!!!! τί τρανό σουμούν΄ είνι αυτό. Έναν κόθουρου κι στου χουράφ. (Μάνα μου!!!!, τί μεγάλο ψωμί είναι αυτό, μια φέτα φθάνει για ολόκληρη τη μέρα στο χωράφι)
  19. Μαχνίζω. Το αχ, οι Σιναπλιώτες το έκαναν μαχ, πρόσθεσαν και την κατάληξη των ρημάτων  -ίζω και έκαναν το δικό τους ρήμα: μαχνίζω.
  20. Μέτρημα αποστάσεων. Δείχνουν με το δάχτυλο  το αντικείμενο και λένε: Κοντινό αντικείμενο (ικιά), λίγο μακρύτερα (ίιιιικιά), αρκετά μακριά (ίιιιιιιιιιιιικιά), πολύ μακριά (ίιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιικιά) και όσο μεγαλώνει η απόσταση, τόσο περισσεύουν τα ίιιιι,,,,,,,,,,,,  (ικιά Συναπλιώτικα σημαίνει : εκεί ακριβώς)
  21. Μι του ουσούλ. (Σιγά-σιγά, απαλά-απαλά, προσοχή,  μην ενοχλήσουμε, μην μας αντιληφθούν)
  22. Ξαώνσατι ε, ξαώνσατι. – Τί να κάμουμι, ξαώνσαμι κι τώρα κάαααθομαστι. (Ρωτούσε ο περαστικός την παρέα που τέλειωσε το φαγοπότι και καθόταν χαλαρά και αναπαυτικά στις καρέκλες του καφενείου. –Τελείωσε ο αλωνισμός, παρομοιάζοντας το φαγοπότι με την αλωνιστική μηχανή που δεν χορταίνει τάισμα. –Τί να κάνουμε τελειώσαμε τον αλωνισμό και τώρα καθόμαστε, ήταν η απάντηση)
  23. Ξιαπουσταμένους κώους, βίτσις που θέλ΄. (Ξεκούραστος-τεμπέλης άνθρωπος ξυλιές που θέλει)
  24. Οι Τούρκ΄ ’ντά φκιάν ραµαζάν΄σ΄κατσιβέλ΄ δε σ΄ρουτούν. (Οι τούρκοι όταν κάνουν ραμαζάνι δεν ρωτούν τους γύφτους, δηλ. το αφεντικό αποφασίζει, δεν ρωτά τους παρατρεχάμενους)
  25. Οι τριλοί κέρατα δεν έχν. (Οι τρελοί κέρατα δεν έχουν, δηλ. προσοχή, τους προβληματικούς-τρελούς, δεν μπορείς να τους διακρίνεις εύκολα)
  26. Όταν ένας άνθρωπος ήταν πολύ κοντός έλεγαν: Μάνα μ΄!!!!, αυτούσα νοισιάν είνι. (μάνα μου!!!, αυτός εδώ, σαν σημείο-τελεία, είναι)
  27. Που του κιφάλ΄ τραβούν κι τα πουδάρια. Από το κεφάλι υποφέρουν και τα πόδια, δηλ., πρέπει κανείς να σκέφτεται πολύ πριν αποφασίσει, για να μην έχει προβλήματα από αυτή του την απόφαση).
  28. Πουάζ αναϊάτια, τρανή  ου φτώχεια. (Πολλά επαγγέλματα, μεγάλη φτώχια)
  29. Σκυλί  που ΄λυχτά δε δαγκών(ει)
  30. Σκρόμπους ειν΄,  αυτά π΄ λέει αυτουσά.. (Σα σκόνη του δρόμου είναι αυτά που λέει αυτός εδώ)
  31. Σκρόπσαν τ ’ν γκαµήουα. (Σκόρπισαν την καμήλα, εννοώντας το έθιμο της καμήλας, δηλ., χάλασαν τον συνεταιρισμό-την οικογένεια-το σπίτι)
  32. Σκών(ει) ντουμάν(ι) αυτουσά. (Μόνο σκόνη σηκώνει, χωρίς περιεχόμενο, αυτός εδώ)
  33. Σνικουκέφαους.  (Χοντροκέφαλος). (Το σνί(κ),  ήταν ξύλινη κατασκευή, μέτρο παραγωγής και ανταλλαγής προϊόντων, που αντικαταστάθηκε με τους γκαζοτενεκέδες)
  34. Τάσιου, μιντιμή-μιντιμή του σκουμπρί, έλεγε η μπάμπου. (Τάσο, με τιμή-με τιμή, λίγο-λίγο, να τρως το σκουμπρί, έλεγε η γιαγιά, δηλ, με οικονομία. Το ίδιο ίσχυε και για το τυρί, τις ελιές κτλ)
  35. Τί ήγκιν ε μπάτη στου πάλιμα. -Τί να ιέν, νιά ιγώ που κάτ΄ , νιά αυτός που απάν, τουνάνκσα. (Τί έγινε αδελφέ στο πάλαιμα. -Τί να γίνει, μια εγώ από κάτω, μια αυτός από πάνω, τον νίκησα).
  36. Τί κάμνς νταή. -Τί να κάμου, δλειά δεν έχου, κάθουμι στουν κάμπου, νο ντιλιμπάσκου πρόατου. (Τί κάνεις θείο. -Τί να κάνω, δουλειά δεν έχω, τριγυρίζω στην αυλή, σαν παλαβό πρόβατο)
  37. Τί κάνετε Μιχάλη, ρώτησα συνομιλώντας τηλεφωνικά τον αδελφό μου. -Καλάαααα, είπε, κώθομασταν όιρα, όιρα κι μαχνίζουμι. (Καλούτσικα, είπε, γυρνάμε γύρω γύρω  και αναστενάζουμε)
  38. Τί λυχτάς νο λυσιάρκου σκυλί. (Τί φωνάζεις, χωρίς λόγο, σα λυσσασμένο σκυλί)
  39. Του σκλί η στράτα του ιράζ. (Ο σκύλος στο δρόμο περνά τα γεράματα, δηλ., ο ανοικοκύρευτος στα γεράματά του γίνεται ρεζίλι).
  40. Τουν τρώει η ράχη. (Ξύνεται η πλάτη του, για ξύλο)
  41. Τουπούζου ή τζιουμάκα στου τσιακάτ.. (Χτύπημα με χοντρή βέργα στο μέτωπο, για τον άχρηστο).
  42. Φάε νούνι και τσιουρβά ή πλιγούρι. Κ΄ οι μοίρις καλές είνι, αποκρινόταν η νούνους. (Φάε νουνέ και σούπα ή πλιγούρι.  Και τα κομμάτια κρέας καλά είναι, απαντούσε ο νουνός, που είχε την τιμητική του στο γάμο)
  43. Χαλέβ΄ πού τουν κατσίβϊου προυζύµ΄. (Ο αχαΐρευτος από τον γύφτο ζητά προζύμι να ζυμώσει ή ο βλάκας από το γύφτο που ποτέ δεν ζύμωσε ζητά προζύμι)
  44. Χίτς δεν ουαχταρνά. (Παντελώς αδιάφορος-Καθόλου δεν λαχταρά – Δεν καταλαβαίνει τίποτα)
  45. Χόρτασι η ψείρα κι βγήκι στου τσιακάτ. (Χόρτασε η ψείρα και βγήκε στο μέτωπο, αφορά τον νεόπλουτο)
  46. Χουϊλούιζ άθραπους, χουϊλούζ και ουάδια έχ(ει). Ανάποδος άνθρωπος, ανάποδα ζώα έχει)

 

Τάσος Γιοβανούδης
Απρίλιος 2019

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.