Λουκας Δ. Παπαδακης*, «Το ρολοι με τις γατες στον δρομο της Κλειως»

Παρουσίαση συλλογών Άγγελου Ευθ. Αγγελόπουλου, «Η Κλειώ φοβόταν τις γάτες και άλλα αφηγήματα», εκδόσεις Κοράλλι, Αθήνα 2023 & «Ο δρόµος και το ρολόι – 31 αφηγήματα», εκδόσεις Παρατηρητής της Θράκης, Κομοτηνή 2023

Γνωριστήκαμε με τον αγαπητό μου Άγγελο Αγγελόπουλο πριν από λίγα χρόνια, όταν ο κοινός μας φίλος, ο ποιητής Τάσος Γαλάτης, από τους σημαντικότερους του καιρού μας, με προσκάλεσε να συναντηθούμε σ’ ένα καφέ στην πλατεία τού Αγίου Ιωάννη στην Αγία Παρασκευή, όπου σύχναζε τότε τα πρωινά του Σαββάτου η λογοτεχνική συντροφιά του. Η πρώτη μου εντύπωση για τον Άγγελο ήταν ότι πρόκειται για άνθρωπο με έμφυτη ευγένεια και ήθος, για άνθρωπο συγκροτημένο, χαμηλών τόνων, που έχει μάθει να ακούει προσεκτικά και με υπομονή τον συνομιλητή του και να ομιλεί όποτε και όσο πρέπει. Αυτή η πρώτη μου εντύπωση δεν άργησε να επαληθευτεί.

Από καιρό σε καιρό ο Άγγελος μου έστελνε διηγήματά του στο email, τα οποία είχαν πράγματι το ενδιαφέρον τους, όμως έτσι, αποσπασματικά ιδωμένα, με δυσκόλευαν να αξιολογήσω συγγραφικά τον φίλο μου. Είναι μια δυσκολία μου προς όλους τους συγγραφείς, φοβούμενος μην αδικήσω κάποιον. Η μελέτη της ποίησης με έχει κάνει επιφυλακτικό, διότι και ο χειρότερος ποιητής θα γράψει μισή ντουζίνα ποιήματα, που μπορούν να διαβαστούν στον καιρό τους. Αλλά και για τα υπόλοιπα κατασκευάσματα πόσο σίγουρος μπορεί να είναι κανείς; Ο χρόνος φανερώνει τα πάντα, όταν εμείς θα έχουμε πια αποχωρήσει.

«Στην “Κλειώ” ο άνθρωπος συναντιέται με τον θάνατο, τη μοναξιά, την άνοια, θαρρείς πως το συναίσθημα της απώλειας κινεί το σύμπαν, ο άνθρωπος συναντιέται με τον άνθρωπο. Βεβαίως το σκηνικό δεν είναι στατικό και αυτό ακριβώς μας τοποθετεί στην πραγματικότητα και όχι απλώς μέσα στα πράγματα. Σε ένα αφήγημά του μας λέει ότι έξι χρονών “είχε την πρώτη του γνωριμία με τους οικονομικούς νόμους της αγοράς”, έχοντας μετατρέψει το δωμάτιο του παππού του σε βιβλιοπωλείο»

Πιάνοντας λοιπόν στα χέρια μας τις δύο συλλογές αφηγημάτων του, «Η Κλειώ φοβόταν τις γάτες και άλλα αφηγήματα» και «Ο Δρόμος και το Ρολόι – 31 αφηγήματα», που εκδόθηκαν με διαφορά δύο μηνών η μια από την άλλη, έχουμε συγκεντρωμένο ένα ικανό δείγμα της δουλειάς του, ώστε να μπορούμε όχι μόνο να μιλήσουμε γι’ αυτόν με κάποια ασφάλεια, αλλά και να γνωρίσουμε βαθύτερα τον φίλο μας και ως προς τις περί ζωής αντιλήψεις του.

«Η Κλειώ φοβόταν τις γάτες»

Διαβάζοντας τη συλλογή «Η Κλειώ φοβόταν τις γάτες», σημείωσα:«Ο αφηγητής αναδημιουργεί έναν κόσμο οικείο, για να μας συστηθεί, όπως συμβαίνει όταν πρωτογνωριζόμαστε με κάποιον και ψάχνουμε για το πού θα μπορούσαμε να έχουμε συναντηθεί ή συνυπάρξει κατά το παρελθόν, ψάχνουμε δηλαδή να μας φέρει κοντά ή και, κατά κάποιο τρόπο, να μας συγγενέψει κοινός τόπος ή εμπειρία».

Πρέπει εδώ να σας πω ότι σε συνομιλία, που είχα πρόσφατα με τον συγγραφέα, μου επισήμανε πως τα κείμενα της δεύτερης στη σειρά έκδοσης συλλογής, δηλαδή του Ρολογιού, γράφτηκαν πρώτα, όμως η έκδοση παρουσίασε κάποια καθυστέρηση. Ήταν ευκαιρία να σκεφτώ πως στην ουσία με το κάθε μας νέο βιβλίο δίνουμε στον αναγνώστη καινούργιες συστάσεις. Όσοι γράφουμε, για να επιβεβαιώσουμε τις προηγούμενές μας συστάσεις, νομίζω ότι ο λόγος που βγάζουμε βιβλία είναι για να αυτοεπιβεβαιωνόμαστε.

Στην «Κλειώ» ο άνθρωπος συναντιέται με τον θάνατο, τη μοναξιά, την άνοια, θαρρείς πως το συναίσθημα της απώλειας κινεί το σύμπαν, ο άνθρωπος συναντιέται με τον άνθρωπο. Βεβαίως το σκηνικό δεν είναι στατικό και αυτό ακριβώς μας τοποθετεί στην πραγματικότητα και όχι απλώς μέσα στα πράγματα. Σε ένα αφήγημά του μας λέει ότι έξι χρονών «είχε την πρώτη του γνωριμία με τους οικονομικούς νόμους της αγοράς», έχοντας μετατρέψει το δωμάτιο του παππού του σε βιβλιοπωλείο.

Τον φίλο σου τον μαθαίνεις μια φορά όταν τον ακούς, μια δεύτερη στα νταραβέρια του και μια τρίτη όταν τον διαβάζεις. Ως συγγραφέας, η αντίληψή μου είναι πως κυρίως στα γραπτά μας είναι που στέκεται αδύνατον να κρυφτούμε. Καταθέτει λοιπόν στο αφήγημά του «Το παράπονο του ζωγράφου», γραμμένο για τον Γιάννη Δημάκη, του οποίου η τέχνη «έλαμπε σαν φως μέσα στο όνειρο. Και το τοπίο του χυνόταν σαν πυρωμένο μέταλλο, ερωτικό χωρίς χρόνο»: «…Σκέφτομαι αν ήμουν πάντα εγώ ο ηθικά σωστός…». Δεν υπάρχει πικρία που να μπορεί να σβήσει τελείως την αγάπη.

Αλλά για μένα το μείζον ενδιαφέρον στο βιβλίο τής Κλειώς υπάρχει προς το τέλος, όπου ο Άγγελος διασώζει τις ημέρες και κυρίως το ύφος και το ήθος τής λογοτεχνικής συντροφιάς του. Εκτός από τον Τάσο Γαλάτη, στις συναντήσεις δίδουν το «παρών» ο Δημήτρης Πλατανίτης και ο Άλκης Άβερμπαχ. Παλαιότερα ερχόταν και ο μακαρίτης Χρίστος Ρουμελιωτάκης. Μας έφυγε από το Ναύπλιο τον Ιούλιο του 2018.

Ψυχή τής συντροφιάς αυτής ήταν ο επίσης μακαρίτης Λουκάς Κούσουλας, που μας έφυγε τον Μάη του 2019. Στο αφήγημα «Η πλατεία του Άι-Γιάννη» περιγράφει το κλίμα και τον μέντορά του: «Εκεί γνώρισα τους τακτικούς του φίλους, άλλους ποιητές και λογοτέχνες, που τον επισκέπτονταν μια φορά την εβδομάδα, και κάποιους άλλους που έρχονταν εκτάκτως. Όλοι τους λάτρεις της λογοτεχνίας, μα το κεντρικό πρόσωπο ήταν πάντα ο Λουκάς Κούσουλας. Γιατί δεν ήταν μόνο η ευφυΐα το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του. Ήταν το σκωπτικό του χιούμορ και η κρυφή ειρωνεία του ύφους του που σε έκαναν να γελάς και ταυτόχρονα να προβληματίζεσαι…».

Σε ένα άλλο αφήγημα,στις «Σκοτεινές λέξεις», αποτυπώνεται η τρυφερότητα, με την οποία με είχε παροτρύνει να προτρέπω τον αγαπημένο μας ποιητή, (όσοι κατάλαβαν, κατάλαβαν), να απαγγέλλει ποιήματα, για να ασκείται η μνήμη του: «Όταν βρίσκει αφορμή, συνήθως εξαιτίας κάποιας λέξης που κάτι του θυμίζει, τότε διακόπτει την κουβέντα μας και με ικανοποίηση απαγγέλλει στίχους αγαπημένων του ποιητών, όλο νόημα και πάθος. Και προτιμά περισσότερο τους «καταραμένους ποιητές». (…) Κάποτε αναρωτιέμαι, μήπως ασυνείδητα ζητάει να έχει όχι μόνο κάποια δική μου επιβεβαίωση για την ισχυρή του μνήμη, αλλά και μια δικαίωση με υπαρξιακό βάθος για ό,τι στη ζωή του έχει κάνει και ακόμη ότι ο παρελθόντας χρόνος του δεν έχει πάει χαμένος». Άνθρωποι είναι οι ποιητές, μόνο που δεν κρίνονται με τα κοινά για τους ανθρώπους μέτρα.

«Ο Δρόμος και το Ρολόι»

Και περνούμε στη συλλογή «Ο Δρόμος και το Ρολόι». Ο συγγραφέας με τον λόγο του προβάλλει πρόσωπα που αντέχουν, και μας αντέχουν, και παραμένουν μέσα μας, σε πείσμα αλλά και εξαιτίας όλων αυτών των καταστάσεων που μας πλήττουν αδυσώπητα, διατηρούν μάλιστα αυτά τα πρόσωπα τη φρεσκάδα των αγήραντων, ώστε να μας επιστρέφουν πάλι και πάλι στο περιβάλλον τους, δηλαδή στη νεότητά μας και στον τόπο που είδαμε πρώτη φορά το φως τού ήλιου. «Όση ώρα μας μιλούσε, ο τρόπος που εκφραζόταν, οι αναφορές του στον γενέθλιο τόπο και στο παρελθόν, με έκαναν να σκεφτώ ότι ο άνθρωπος αυτός είχε περιστασιακά μόνο σχέση με το ολόγυρα ορατό περιβάλλον του» (Σταθερής αξίας άνθρωποι). Τα κάτω μας χρόνια κι ο κάτω μας τόπος είναι μια άλλη πρόταση, η επιστροφή στην αφετηρία μας, και ο λόγος είναι μυστηριακή τελετή αναγέννησης, που αντιδιαστέλλεται και προς τις δύο εδραιωμένες και αντιμαχόμενες αλλήλοις παραδοχές: «Δεν ελπίζω, δεν υπάρχει τίποτα μετά τον θάνατο» ή «Ελπίζω στην αθανασία της ψυχής». Ότι το θείο, ως παρουσία ή απουσία, βγαίνει από το κάδρο και τη θέση του παίρνει μια μοίρα που την παρατηρούμε και την υφιστάμεθα, ενώ ταυτόχρονα επιχειρούμε το ακατόρθωτο, να την ελέγξουμε ή και να την αμφισβητήσουμε, πριν να την αποδεχθούμε. Είναι το μόνο που μας διαφορίζει από τους μοιρολάτρες. Θα επανέλθουμε παρακάτω.

Δεν ξέρω αν ήταν στις προθέσεις τού Αγγελόπουλου απλά να μας συμπαρασύρει στο δικό του ταξίδι στον χρόνο: «Αυτό το βιβλιοπωλείο έκρυβε μέσα του έναν σπάνιο θησαυρό. Υπήρχε εκεί ένα τεράστιο στοκ βιβλίων αστυνομικής και ξένης κλασικής λογοτεχνίας που φάνταζε σαν κόσμος μαγικός (…) Αναρωτήθηκα αν θα υπάρξουν στο μέλλον παιδιά με την εμπειρία και την αίσθηση της δροσιάς αυτού του χώρου. Εκτός από τον θόρυβο των τυπογραφικών μηχανών, ήταν και η μυρωδιά του μελανιού που έδινε κάτι ξεχωριστό στην ατμόσφαιρα. Το τυπωμένο χαρτί έκρυβε μέσα του μια μυστηριακή ενέργεια» (Το παλιό βιβλιοπωλείο που κάηκε). Σε πολλά του αφηγήματα, όπως αυτό εδώ, ο συγγραφέας μού βγάζει δώρο το εισιτήριο στην άρτι ιδρυθείσα γραμμή Λεχαινών – Ιεράπετρας. Ο προορισμός γίνεται παρευθύς αφετηρία, για να βρεθώ πάλι στο «παρακατιανό» βιβλιοπωλείο, περιοδικάδικο για την ακρίβεια, της γειτονιάς τών παιδικών μου χρόνων.

«Ο συγγραφέας με τον λόγο του προβάλλει πρόσωπα που αντέχουν, και μας αντέχουν, και παραμένουν μέσα μας, σε πείσμα αλλά και εξαιτίας όλων αυτών των καταστάσεων που μας πλήττουν αδυσώπητα, διατηρούν μάλιστα αυτά τα πρόσωπα τη φρεσκάδα των αγήραντων, ώστε να μας επιστρέφουν πάλι και πάλι στο περιβάλλον τους, δηλαδή στη νεότητά μας και στον τόπο που είδαμε πρώτη φορά το φως τού ήλιου»

Ορισμένα αφηγήματα δίδουν την αφορμή να συλλογιστούμε πάνω στο τι είναι αυτό που κάνει ένα τραγικό συμβάν να θεωρηθεί αξιομνημόνευτο και να λειτουργήσει μέσα στον λόγο, προφορικό ή γραπτό, πεζό ή έμμετρο. Μια οικογενειακή τραγωδία μάς αφηγείται ο συγγραφέας και την τιτλοφορεί «Το όπλο του φονικού». Πρόκειται για το μάουζερ που πήρε λάφυρο από νεκρό Τούρκο αξιωματικό στον Σαγγάριο ένας στρατιώτης μας και που κατέληξε, ύστερα από χρόνια, στα χέρια του πιο πλούσιου στο χωριό, για να φονεύσει με αυτό τη γυναίκα του και τις δύο κόρες του.

Εδώ ο συγγραφέας αφηγείται ένα έγκλημα, από εκείνα που συμβαίνουν σε κάθε εποχή και δεν έχουν την σπανιότητα που νομίζουμε. Όμως ελάχιστα από αυτά τα όντως ειδεχθή εγκλήματα επέζησαν στο στόμα τού λαού, στους θρύλους και τα παραμύθια, στις εμπνεύσεις της δημοτικής ή λαϊκής μούσας. Είναι τα ανοσιουργήματα εκείνα που αναδεικνύουν ή υπονοούν την κάθαρση. Νομίζω ότι η λόγια ποίηση δεν έχει να παρουσιάσει παρά ελάχιστα σπουδαία δείγματα, τα οποία μάλιστα ακολουθούν τον ρυθμό ενός δωρικού, θα έλεγα, λυρισμού, τίποτε το υπερβολικό, τίποτε το περιττό, που εισήγαγε το θρηνητικό τραγούδι και το χαρακτηρίζει.

«Ο Αγγελόπουλος μας ξυπνά μνήμες, μάλιστα μνήμες παιδικές»

Είναι ένα αφήγημα, που επιγράφεται «Ο ξάδερφός μου στο Παρίσι». Διαβάζουμε: «Από την πρώτη μέρα που μας ξενάγησε, όταν μας πήγαινε σε διάφορα σημεία της πόλης, δεν ξεχνούσε να ρωτήσει για τους παιδικούς του φίλους και να μας διηγηθεί κάποιο περιστατικό που συνέβη στο παρελθόν, πριν γίνει μετανάστης. Έτσι, όταν αντίκριζες μπροστά σου τον Σηκουάνα ή την Παναγία των Παρισίων, αυτός σου μιλούσε για τις παιδικές του αναμνήσεις εκεί, στην παραλία του Αϊ-Θανάση». Ναι, ο Αγγελόπουλος μας ξυπνά μνήμες, μάλιστα μνήμες παιδικές, διότι, κατά την αντίληψή του, «η μνήμη των παιδικών μας χρόνων, η μνήμη των χαμένων πρώτων αισθήσεων, είναι η δική μας Ιθάκη». Αλλά γράφει γι’ αυτό; Είναι πολύ εύκολο, αυτονόητο, προϊούσης της ηλικίας. Κλείνοντας το βιβλίο σκέφτομαι πως στην πραγματικότητα γράφει, για να διασώσει τον κόσμο του, να τον διασώσει ακόμη και από τη μνήμη του. Διότι, όπως λέγει σ’ ένα της ποίημα η Λουίζ Γκλικ, «Κοιτάμε τον κόσμο μια φορά, / στην παιδική ηλικία. / Τα υπόλοιπα είναι μνήμη».

Επειδή πρόκειται για ένα κείμενο σύντομο, μάλιστα όχι ιδιαίτερα περίπλοκο, συνήθως εύπεπτο, πιστεύεται από τον κόσμο πως είναι μάλλον εύκολο να γραφτεί ένα διήγημα/ αφήγημα. Και επειδή ακόμη είναι σπάνια τα αριστουργήματα σε αυτό το είδος του γραπτού λόγου, (συστήνω να διαβάσετε τον Επικήδειο του Κονδυλάκη), θεωρείται μειωμένης λογοτεχνικής αξίας. Στην πραγματικότητα είναι πιο εύκολο να γράψεις μια νουβέλα, ακόμη ευκολότερο ένα μυθιστόρημα· η φλυαρία και το ανούσιο κρύβονται καλύτερα στις εξακόσιες σελίδες απ’ όσο στις δύο. Το διήγημα απαιτεί μια τέτοια οικονομία λέξεων, σκέψεων, συναισθημάτων και δομής, που ακριβότερη μόνο στην ποίηση μπορούμε να βρούμε.

Τελευταία το διήγημα/ αφήγημα γνωρίζει πάλι κάποια άνθηση, οι διηγηματογράφοι όμως φαίνεται να θεωρούν μόνη τους τεχνικής φύσης υποχρέωση το να εκθέτουν την ιστορία τους σε ένα βραχύ κείμενο. Γράφουν διαισθητικά και αγνοούν τους κινδύνους από τη μη τήρηση κατά τη γραφή τών λοιπών όρων τού είδους αυτού της αφηγηματικής πεζογραφίας.

Ο Αγγελόπουλος όμως, δεν γνωρίζω αν θεωρητικά ή διαισθητικά, έχει συλλάβει τις αρχές, πάνω στις οποίες δομείται το είδος αυτό τού γραπτού λόγου, και το υπηρετεί με συνέπεια ως προς την τεχνική και με εντιμότητα. Νομίζω ότι πολύ έχουν συμβάλει σε τούτο τα διαβάσματά του, επίσης οι συζητήσεις, ειδικές ή χαλαρές, με τους λογοτέχνες της συντροφιάς του, κυρίως όμως το ήθος του, το οποίο στερέωσαν οι επιλογές του με τα όσα και παρά τα όσα διαδραματίστηκαν κατά τη διάρκεια του βίου του, σε προσωπικό, κοινωνικό, ακόμη και εθνικό επίπεδο. Σε αρκετά αφηγήματά του ξύνει και γλύφει πληγές, που κατέλιπαν η Κατοχή και ο Εμφύλιος. Βασική επιλογή του έγινε η υποχρέωση κατανόησης του «άλλου», του διαφορετικού από τον ίδιο, του ασθενούς στο σώμα και την ψυχή, του τόσο ίδιου με εμάς, και αυτό δεν γίνεται χωρίς να έχεις την αγάπη μέσα σου.

*Ο Λουκάς Δ. Παπαδάκης είναι ποιητής ιστορικός και οδοντίατρος. Το κείμενο είναι η ομιλία του στην εκδήλωση παρουσίασης των συλλογών του Άγγελου Ευθ. Αγγελόπουλου, «Η Κλειώ φοβόταν τις γάτες και άλλα αφηγήματα» (εκδόσεις Κοράλλι, Αθήνα 2023) και «Ο δρόµος και το ρολόι – 31 αφηγήματα» (εκδόσεις Παρατηρητής της Θράκης, Κομοτηνή 2023), το Σάββατο 25 Νοεμβρίου 2023 στον χώρο του βιβλιοπωλείου «Επίκεντρον» και διοργανώθηκε από το βιβλιοπωλείο «Επίκεντρον», τις εκδόσεις Κοράλλι και τις εκδόσεις Παρατηρητής της Θράκης στον χώρο του Βιβλιοπωλείου «Επίκεντρον».

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.