Κυκλωπας και Γαλατεια

Το είχε σκεφτεί πολλές φορές η Γαλάτεια. Θα μπορούσε η ζωή της να εξελιχτεί διαφορετικά! Να κυλούσε ανέμελη κι ευτυχισμένη. Όπως στις ασπρόμαυρες ταινίες, που φέρναν στο χωριό. Όταν την γνώρισε ο δάσκαλος, είχε σχολιάσει εντυπωσιασμένος:
«Μα τι ωραίο όνομα που έχετε! Και τόσο σας πάει! Υπάρχει ο μύθος για τη νύμφη Γαλάτεια και τον κύκλωπα Πολύφημο!…»
 Δίστασε όμως να συνεχίσει. Δεν ήταν μόνη. Την συνοδεύει ο γείτονάς της, ο Μάρκος.
 «Κοίτα τι μαθαίνει κανείς!» είχε μειδιάσει ο συνοδός. Όπως πάντα ήταν εριστικός, έτοιμος για καβγά. Φερόταν σαν αγροίκος κι ο δάσκαλος είχε μαζευτεί αμήχανα.
 Τότε του βγήκε το παρατσούκλι του Μάρκου – Κύκλωπας. Ο ίδιος τάχα θύμωνε με αυτό:
 «Θα του σπάσω τη μούρη του φλώρου!» έλεγε. Έδειχνε όμως να το ευχαριστιέται: «Εμένα με φωνάζουν Κύκλωπα! Να το θυμάστε!» δήλωνε προκλητικά.
 «Αυτός ο αγριάνθρωπος διώχνει όλους αυτούς που θέλουν να σε πλησιάσουν!» προειδοποιούσαν τη Γαλάτεια οι φιλενάδες της, μα αυτή γελούσε με αυταρέσκεια:
 «Όποιος με θέλει πραγματικά, θα βρει τον τρόπο του!» Κι εννοούσε… τον δάσκαλο, τον κύριο Άκη…
 Ο ίδιος είχε ιδρύσει τον πολιτιστικό σύλλογο του χωριού. Μάζευε τους νέους στο σχολείο. Μιλούσαν για τη νέα γενιά και την πρόοδο. Μαθαίναν δημοτικούς χορούς και τραγούδια. Μάλιστα, έπαιζε ωραίο βιολί. Είχε προσαρμόσει δικά του στιχάκια στο γνωστό εμβατήριο «Μακεδονία ξακουστή» κι οι μαθητές τραγουδούσαν:
«Θα ‘θελα να χω ένα χωριό, να το ‘λεγαν Μαρώνεια!»
 «Πόσο ωραία το έχετε συνθέσει!», του έκανε φιλοφρόνηση η Γαλάτεια.
 Τον κορόιδευε βέβαια, μα αυτός ούτε που το κατάλαβε. Την ευχαρίστησε ντροπαλά, για να συμπληρώσει κοιτάζοντάς την στα μάτια:
 «Όταν είμαι μόνος το τραγουδάω διαφορετικά: «Γαλάτειά μου όμορφη, που έχεις τόσες χάρες!»
 «Μα, σας παρακαλώ! Είμαι σχεδόν λογοδοσμένη!» τον μάλωσε. Γιατί ο γείτονάς της, ο Μάρκος είχε μιλήσει με τους γονείς της. Και τα είχαν βρει στα βασικά. Η ίδια ήταν που καθυστερούσε τα πράγματα: «Δεν έχω αποφασίσει ακόμη!» έλεγε με πείσμα.
 Ένα απόγευμα η Γαλάτεια έτυχε να βρεθεί μόνη της στον σύλλογο με τον δάσκαλο. Δεν έχασε την ευκαιρία:
 «Είσαι δειλός!» του είπε. «Ούτε που τολμάς να με κοιτάξεις, πόσο μάλλον να με φιλήσεις!»
 «Μα, αφού… είσαι λογοδοσμένη…» πήγε να δικαιολογηθεί ο κύριος Άκης.
 «Ε, και;» γέλασε ειρωνικά η Γαλάτεια. Τον πλησίασε με θάρρος. Σήκωσε το πιγούνι του και τον φίλησε τρυφερά.
 Ο καημένος ο κύριος Άκης δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Δεν ανταπέδωσε το φιλί. Σαν να μην πίστευε πως όλα αυτά του συμβαίνανε στ’ αλήθεια.
 «Κι ούτε ξέρεις να φιλάς!» τον αποτελείωσε η Γαλάτεια και πήγε να φύγει. Μα ο δάσκαλος της είχε πιάσει το χέρι. Και το έσφιγγε δυνατά. Την τράβηξε κοντά του.
 «Τι! Θα με φιλήσεις με το ζόρι;» τον ρώτησε κοροϊδευτικά. Ούτε που της απάντησε. Έβγαλε τα γυαλιά του και τα πέταξε στο τραπέζι. Πόσο άλλαξε το πρόσωπό του! Τα χαρακτηριστικά του τώρα προβάλλανε αδρά. Χάθηκε εκείνη η φινέτσα, το εύθραυστο που υπήρχε στο ύφος του. Είχε λαχανιάσει. Φιλώντας την, δάγκωσε το φουσκωτό της χειλάκι.
 «Με πονάς!» γκρίνιαξε η Γαλάτεια, μα ο κύριος δάσκαλος δεν έδωσε σημασία. Ανάσανε γρήγορα κι οι κινήσεις του ήταν βεβιασμένες κι άγαρμπες. Σίγουρα ήταν παράλογο όλο αυτό που συνέβη. «Είμαι τρελή!» σκέφτηκε η Γαλάτεια και τον έσπρωξε στην άκρη. Μετά σηκώθηκε γρήγορα. Ο Άκης έτρεμε ολόκληρος.
 «Ευτυχώς που δεν μας είδε κανείς!» του είπε θυμωμένα. Ο άλλος είχε χλομιάσει. Αν τους πιάνανε σίγουρα, θα ακολουθούσε σκάνδαλο. Μπορούσε να χάσει και τη δουλειά του. Αυτό την πείσμωσε: «Άσε που ο Μάρκος θα σε μαύριζε στο ξύλο!» του είπε ειρωνικά.
 Ο κύριος Άκης έμοιαζε απελπισμένος. Βιάστηκε να φορέσει τα γυαλιά του και κοιτούσε δειλά.
 «Τι;! Φοβήθηκες;!» τον κορόιδεψε η Γαλάτεια. «Σε νόμιζα πιο γενναίο!» Μετά έφυγε γρήγορα.
 «Στάσου!» φώναξε ξωπίσω της ο δάσκαλός. Δεν την ακολούθησε όμως. Έμεινε στην αίθουσα με τα θρανία.

 Για πολύ καιρό η Γαλάτεια δεν ξαναπάτησε στον σύλλογο. «Έχω βαρεθεί! έλεγε! Όλο τα ίδια και τα ίδια!» Ο κύριος Άκης όμως την έψαχνε επίμονα. Προσπαθούσε να βρεθεί μαζί της και να της μιλήσει. Αυτή όμως τον απέφευγε. Ποτέ δεν την έβλεπε μόνη. Ήταν συνέχεια με τις φίλες της, ή με τον Μάρκο.

 Αρχές Μαρτίου, ο σύλλογος οργάνωσε εκδρομή στην Αγροτική Έκθεση στη Θεσσαλονίκη.
 Μόνο τότε η Γαλάτεια, πέρασε ξανά απ’ το σχολείο.
«Νόμιζα, πως δεν σας ενδιαφέρει πια ο σύλλογός μας!» ψέλλισε ο κύριος Άκης. Στο τέλος, κατάφερε να της χώσει στο χέρι το ραβασάκι
 «Είμαι τρελός για σένα!» έγραφε μέσα. «Ελπίζω στην εκδρομή να μπορέσω να σου μιλήσω για την αγάπη μου!!»
 «Άντε να δούμε!» μουρμούρισε η Γαλάτεια

 Με πόσο κέφι ξεκίνησαν γι αυτήν την εκδρομή. Δεν πήραν το τραίνο. Είχαν νοικιάσει λεωφορείο. Έβρεχε κι έκανε ψύχρα, μα αυτό δεν μπορούσε να τους χαλάσει τη διάθεση. Σ’ όλη την διαδρομή τραγουδούσαν. Η ίδια η Γαλάτεια είπε το: «Έχω ένα μυστικό» σχεδόν σαν την Αλίκη, με πολύ νάζι και τσαχπινιά. Έριχνε κλεφτές ματιές στον κύριο Άκη κι αυτός χαμογελούσε συγκρατημένα. Πού και πού γλυκοκοίταζε και τον Μάρκο. Όχι για να τον ενθαρρύνει, μα να… έτσι…
 Μετά, ο δάσκαλος τους έδειξε να παίξουν παντομίμα. Παρίστανε τον εύζωνο στον Άγνωστο στρατιώτη κι όλοι το μαντέψανε αμέσως. Όταν ήρθε η σειρά της, η Γαλάτεια έκανε πως παίζει βιολί.
 «Το βρήκα! Ο γυαλάκιας, ο φλώρος!» φώναξε ο Μάρκος κι οι νέοι γέλασαν μαζί του. Το παράξενο όμως ήταν πως ο κύριος Άκης δεν θύμωσε καθόλου, μάλιστα πρώτος χειροκρότησε την ερμηνεία της Γαλάτειας.

Έξι ολόκληρες ώρες κράτησε το ταξίδι Κομοτηνή – Θεσσαλονίκη. Κάνανε στάση στην Καβάλα και στην Ασπροβάλτα. Από όλους, μόνο ο Μάρκος κάθισε για φαγητό. Καταβρόχθισε μια τεράστια μπριζόλα. Κρατούσε το κόκαλο με το χέρι και μούγκριζε μ’ ευχαρίστηση.
 «Ο Κύκλωπάς μου!» τον πείραξε η Γαλάτεια κι ο Μάρκος της πρότεινε να φάνε μαζί. Δεν είχε όμως όρεξη. Προτίμησε τον καφέ και την συζήτηση με τους άλλους. Τα παιδιά θέλανε να δουν τα καινούργια τρακτέρ.
 «Εγώ θα πάρω αμερικάνικο!» φώναξε απ’ το τραπέζι του ο Μάρκος.
Τα κορίτσια δείχνανε ενδιαφέρον για τις πλεκτικές μηχανές. Με αυτές θα μπορούσανε να φτιάχνουν στο σπίτι εργοστασιακά πλεκτά και να τα πουλάνε για να αυξήσουν το εισόδημά τους.

Ένας νέος άνεμος έπνεε παντού, μια μέθη, μια ζαλάδα! Ήταν τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 60΄κι όλοι πιστεύανε πως επιτέλους η ζωή θα γινόταν πιο ευχάριστη, γεμάτη έρωτα και συναρπαστικά γεγονότα.
Για κάποιο δικό του λόγο, μόλις φτάσανε στη Θεσσαλονίκη, ο κύριος δάσκαλος εξαφανίστηκε. «Μόνο μια ωρίτσα θα λείψω!» εξήγησε. «Με έχουν καλέσει στην Πρωτοβάθμια!». Οι περισσότεροι όμως πιστεύανε πως πήγε κρυφά σε κάποια πολιτική συγκέντρωση.
 «Κρίμα!» σκέφτηκε η Γαλάτεια. Και τόσο ήθελε να διασκεδάσουν παρέα.
 «Την κοπάνησε ο φλώρος!» γέλασε δίπλα της ο Μάρκος. «Έλα μαζί μου! Να δεις πού θα σε πάω!»
 Πρώτα την κέρασε απ’ τα ξακουστά σάντουιτς με λουκάνικο. Το δικό του το αποτελείωσε με μια χαψιά, ενώ η Γαλάτεια πρόσεχε να μην λερωθεί με τη μουστάρδα. Μετά τρέξανε στο Λούνα παρκ, στα συγκρουόμενα. Όση ώρα περιμένανε τη σειρά τους, ακούγανε απ’ τα μεγάφωνα ιταλική μουσική– όλες τις μεγάλες επιτυχίες. Ευδιάθετος ο Μάρκος χόρεψε τουίστ! Για πλάκα το έκανε βέβαια, μα κέρδισε τις εντυπώσεις. Μετά, βαρέθηκε να περιμένει κι έδιωξε με τις κλοτσιές κάτι σχολιαρόπαιδα που δεν λέγανε να βγουν από το αυτοκινητάκι. «Άντε, να πάρουν κι άλλοι σειρά!» τους αγρίεψε και φώναξε τη Γαλάτεια πλάι του. «Τώρα θα δεις τι έχουν να πάθουν!» γέλασε. Όποιο αυτοκινητάκι έβγαινε μπροστά τους, έπαιρνε φόρα και το βαρούσε. Η ίδια τσίριζε δήθεν τρομαγμένη. Ήταν τρελός αυτός ο Μάρκος! Κάνανε τρεις γύρες στη σειρά. Όταν κατεβήκανε η Γαλάτεια ένιωθε λιγάκι ζαλισμένη. Από τα μεγάφωνα παίζανε το «Cuore»(Καρδιά)! με το μπάσο να παριστάνει τους κτύπους μιας ερωτευμένης καρδιάς!…
 Ω, αν ήταν κι ο κύριος Άκης εκεί!..
 Αυτός όμως είχε προτιμήσει τη συγκέντρωση της Πρωτοβάθμιας…
 «Δεν θα κλάψω κιόλας!» πείσμωσε η Γαλάτεια. Είχανε να πάνε ακόμη σε τόσα πολλά. Με τον Μάρκο κρατιόντουσαν από το χέρι κι αυτή γελούσε χαρούμενη. Πόσο διαφορετικός φαινόταν ο Μάρκος – ευχάριστος και μοντέρνος! Μόλις είχαν βγει τα πρώτα τζιν και φόραγε ένα στενό – σωλήνα, με μαύρο, δερμάτινο μπουφάν. Η Γαλάτεια καμάρωνε με την αδιάβροχη καμπαρντίνα της. Το συνθετικό της ύφασμα ήταν λεπτό σαν τσιγαρόχαρτο και μπορούσες να την μαζέψεις σε μικρό τσαντάκι. Τα μαλλιά της τα είχε μαζεμένα σε ανέμελο κότσο κι έδενε από πάνω μια διάφανη μαντήλα.
 Από τα συγκρουόμενα, οι δυο τους πήγανε στο Σπίτι του τρόμου. Ένα Ζόμπι με τεράστια μάτια πήγε να επιτεθεί στη Γαλάτεια κι αυτή σφίχτηκε φοβισμένη πάνω στον Μάρκο.
 «Ποιος πειράζει το κορίτσι μου!» δήθεν αγρίεψε ο συνοδός της.
 Με μια μπουνιά διέλυσε το φτιαγμένο από κόντρα πλακέ τέρας. Μετά προσπάθησε να τη φιλήσει στο σκοτάδι κι έχωνε τα χέρια του παντού, μα η Γαλάτεια τον απωθούσε γελώντας.
 Συνεχίσανε τη διασκέδαση στο σκοπευτήριο. Με μεγάλη άνεση ο Κύκλωπας πέτυχε όλα τα τσιγάρα που είχαν βάλει για στόχους. Κέρδισε ένα λούτρινο αρκουδάκι και της το χάρισε. Ακριβώς, όπως κάνουν στις ταινίες!
 «Κατά βάθος είσαι τρυφερός!» τον ευχαρίστησε η Γαλάτεια κι ο Μάρκος δεν ήξερε πώς να εκφράσει τη χαρά του. Ούρλιαξε ευτυχισμένος κι όλοι γύρω τους γέλασαν καλοπροαίρετα! Με τις επόμενες βολές κέρδισε έγχρωμο πόστερ με τη διάσημη σταρ Τζίνα Λολομπριτζίντα. Ο αγριάνθρωπος τη θαύμασε με ανοιχτό το στόμα:
 «Ρε, τι βυζιά έχει αυτή!» σχολίασε χοντροκομμένα. Κι έτσι, τα χάλασε όλα! Η Γαλάτεια δυσαρεστήθηκε. Τον παράτησε σύξυλο κι έφυγε τρέχοντας. Δεν κατάφερε να πάει μακριά.
 «Μη με κάνεις ρεζίλι!» την έφτασε ο Μάρκος. «Τι ζηλεύεις;! Αφού η άλλη είναι ψεύτικη! Φωτογραφία!»
 «Δεν ζηλεύω!» του απάντησε θυμωμένη. «Μα, δεν μου αρέσει το φέρσιμό σου!»
 «Κοίτα!» αγρίεψε κι ο Μάρκος! «Δεν μου πουλάνε εμένα μαγκιές!»
 Την άρπαξε άγαρμπα και την τράβηξε πάνω του. Μετά τη φίλησε. Η Γαλάτεια τον έσπρωξε, προσπάθησε να του ξεφύγει, μα δεν τα κατάφερε. Ήταν περίεργο εκείνο το φιλί. Τόσο παθιάρικο και βίαιο! Μόλις όμως η λαβή του χαλάρωσε, πήγε να τον χαστουκίσει. Δεν πρόλαβε. Με μιας της έπιασε το χέρι και το λύγισε να πονέσει. «Ξεχνάς πως ήμουν λοκατζής!» γέλασε με το τραχύ του γέλιο. Της ήρθε να βάλει τα κλάματα. Εκεί, μπροστά στον κόσμο! «Αν ήταν εδώ ο Άκης δεν θα είχαν συμβεί όλα αυτά!» σκέφτηκε. Τον μισούσε εκείνη την στιγμή! Του άξιζε να τον τιμωρήσει! Έπρεπε όμως να είναι προσεχτική με τον Μάρκο.
 «Άφησέ με!» του είπε σιγανά. «Εμείς οι δυο δεν ταιριάζουμε!»
 «Ταιριάζουμε και με το παραπάνω!» της απάντησε αεράτα. «Θέλω να παντρευτούμε!» συμπλήρωσε σαν να έδινε εντολή.
 «Μα …» πήγε να πει η Γαλάτεια.
 «Δεν έχει «Μα!». Εγώ προσβολές δεν δέχομαι! Νομίζεις θα βρεις καλύτερο! Αρχόντισσα θα σε έχω!»
 «Θέλω να το σκεφτώ…».
 «Είχες αρκετό χρόνο να το σκεφτείς! Αφού με θέλεις! Και το ξέρεις! Παντρευόμαστε! Πάει και τελείωσε! Κι οι γονείς σου συμφωνούνε! Επειδή είμαι νοικοκύρης!»
 Η αλήθεια ήταν πως ο Μάρκος είχε μια κάποια οικονομική άνεση. Κι αν δεν ήταν γνωστός για την αγριάδα του σίγουρα θα τον κυνηγούσαν πολλές.
 «Μόνο εσύ μπορείς και τον καταφέρνεις!» λέγανε στη Γαλάτεια. Και πράγματι, χωρίς να πει λέξη τον έκανε αρνάκι. Τον κοιτούσε μ’ εκείνο το γεμάτο μελαγχολία βλέμμα της κι ο Μάρκος ηρεμούσε.
 Μα ο δάσκαλος… ήταν κάτι άλλο…
 «Ξέχνα τον φλώρο!» γρύλισε ο Κύκλωπας. «Αυτός θα το φάει το κεφάλι του, να είσαι σίγουρη!»
 Βγήκανε μαζί φωτογραφία. Ο Μάρκος με το τσιγάρο στο στόμα, με τα κοντά ξανθά μαλλιά και τα γαλάζια μάτια. Γελούσε υπεροπτικά! Λάμπανε τα αραιά του δόντια. Πλάι του η Γαλάτεια στεκόταν μουδιασμένη. Έμοιαζε ανήσυχη με ένα δειλό χαμόγελο.
 «Θα πω σε όλους ότι έχουμε αρραβωνιαστεί!» της ανήγγειλε ο αγριάνθρωπος.
 Φυσικά, αυτή η εξέλιξη έγινε το γεγονός της εκδρομής. Τους δίνανε συγχαρητήρια κι ευχές!
 «Καιρός ήταν!» τους λέγανε. «Αφού είστε συνέχεια μαζί!»
 Ο Μάρκος κερνούσε με ένα μπουκάλι Campari. Μόνο ο κύριος Άκης έμοιαζε ενοχλημένος.
 «Βιάστηκες να δεχτείς!» πρόλαβε να της ψιθυρίσει κρυφά.
 «Κι εσύ, γιατί με παράτησες μόνη!» του αντιμίλησε θυμωμένη.
 «Μία ωρίτσα μόλις έλειψα…»
 «Ήταν η κρίσιμη στιγμή!» γέλασε ψυχρά η Γαλάτεια για να συμπληρώσει: «Και θα σε παρακαλέσω πια να με αφήσεις ήσυχη!»
 «Κρίμα! Κι ήθελα να σου πω τόσα πολλά!»
 «Τα είπες εκεί, στην Πρωτοβάθμια!» τον ειρωνεύτηκε. Ο κύρος Άκης έβαλε κάτω το κεφάλι και πήγε να καθίσει μπροστά.
 Τους χωρίζανε τόσα πολλά!
 Ίσως… αν ήταν πλούσια ή αν είχε γεννηθεί στην πόλη…
 Ευτυχώς, ο Μάρκος, δεν άκουσε τη συζήτηση. Ζαλισμένος από το Campari, ροχάλιζε στο πίσω κάθισμα του λεωφορείου.
 Ναι, μαζί του πέρασε κάποιες όμορφες στιγμές. Και κάποιες ώρες, που μοιάζανε με κόλαση… Πώς τα είχε θυμηθεί όλα αυτά; Και γιατί δεν ένιωθε την ίδια πικρία όπως την άλλη φορά;
 «Επειδή είμαι χαζή!» μάλωσε τον εαυτό της. «Και μου αρέσει να είμαι το θύμα!»
 «Κι όμως, θα μπορούσαν όλα να είναι διαφορετικά!» σκέφτηκε. «Θα μπορούσε…»

*Ο γιατρός Χρήστος Χαρτοματσίδης,  διευθυντής σήμερα Μικροβιολογίας στο Γενικό Σισμανόγλειο Νοσοκομείο Κομοτηνής, είναι συγγραφέας και ποιητής. Έχει εκδώσει στα ελληνικά τις ποιητικές συλλογές: «O ξένος» (1986), «H νύχτα των εμβρύων», εκδ. Νικολαΐδης (1989), τα διηγήματα: «Tο παλιό κτίριο», Nεφέλη (1991), «Φωτο-Veritas», Μεταίχμιο (2003), «Μπαρ “Οι νεράιδες”», Μανδραγόρας (2016),  και τα μυθιστορήματα: «Κιθαρίστας σε ταβέρνα»,  Πατάκης (1996), «Oι περιπέτειες του Μπρέγκα», Πατάκης (2001), «Μια εταίρα θυμάται»,  Ελληνικά Γράμματα (2009), «Είναι κάπου αλλού η γιορτή», Τόπος (2011). Επίσης τα θεατρικά «Λίλια» Μανδραγόρας (2016), «Εμείς τους ονομάζουμε Γαλάτες», «Παρατηρητής της Θράκης» (2016) . Εχει ακόμη εκδώσει διηγήματα,  ποιήματα και θεατρικά έργα στα βουλγαρικά.


Το διήγημα συμπεριλαμβάνεται στην προσφάτως εκδοθείσα συλλογή διηγημάτων «Μπαρ “Οι νεράιδες”» και δημοσιεύεται με τη σύμφωνη γνώμη του συγγραφέα. Η ιστορία είναι μία ακόμη εκδοχή του ατυχούς έρωτα της Γαλάτειας που γνωρίσαμε στο θεατρικό  «Εμείς τους ονομάζουμε Γαλάτες» με τον ωραίο Άκη, η οποία και πάλι όμως καταλήγει σε έναν Κύκλωπα, τον Μάρκο.
 

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.