Κωστας Χαρ. Τσοχαλης*: «Ο Αγγελος Αγγελοπουλος ειναι ενας καλλιτεχνης της πενας»

Άγγελος Ευθ. Αγγελόπουλος, «Ο δρόµος και το ρολόι – 31 αφηγήματα», εκδόσεις Παρατηρητής της Θράκης, Κομοτηνή 2023

Με το τιμώμενο πρόσωπο γνωρισθήκαμε πρo δωδεκαετίας στο Δημαρχείο Παπάγου-Χολαργού, όταν υπήρξα αντιδήμαρχος Οικονομικών και ο Άγγελος πολύτιμο στέλεχος της Διεύθυνσης Οικονομικών του Δήμου. Τυπική, αλλά πάντα φιλική, η σχέση μας στην αρχή, πολύ σύντομα εξελίχθηκε σε οικεία, ιδιαίτερα από το γεγονός ότι ήταν από τα Λεχαινά, όπου βρέθηκα για πρώτη φορά τους πρώτους μήνες του 1973, λίγες ημέρες αφότου τελείωσα τη στρατιωτική μου θητεία, μηχανικός εργοληπτικής εταιρείας, που είχε αναλάβει τότε, την κατασκευή μεγάλης διατομής αρδευτικής διώρυγας, μεταφοράς νερού από το φράγμα του Πηνειού προς τις αγροτικές πεδινές περιοχές Ηλείας-Αχαίας.

Με την πρόφαση επίλυσης δημοτικών οικονομικών θεμάτων, ως ειδικότερος εμού, καθημερινά κουβεντιάζαμε επί αρκετό χρόνο στο Δημαρχείο, δυο και τρείς φορές, όπου πάντα αφού τελειώναμε τα οικονομικά και τα νεότερα από τα Λεχαινά, αναλύαμε γεγονότα, πρόσωπα, απόψεις, καταστάσεις, συμπεριφορές, είτε από τον περίγυρό μας είτε ευρύτερα. Πολύ γρήγορα κατάλαβα ότι, εκτός της Λογοτεχνίας, είχε βαθειά γνώση Ψυχολογίας και Κοινωνιολογίας (δυο θεματικές πολύ λίγο γνωστές τότε σε μένα), γνώσεις που περίτεχνα χρησιμοποιούσε στην κουβέντα του, με αποτέλεσμα, κάθε φορά, φέρνοντας στο νου μου όσα ειπώθηκαν, με διακατείχε μια ευχάριστη αίσθηση ότι δεν θα μπορούσε καλύτερα να αναλυθεί το θέμα και ότι η αφεντιά μου, όσο και αν προσπαθούσε, θα ήταν αδύνατο να φθάσει σε τέτοια συμπεράσματα.

Όταν μου είπε για πρώτη φορά ότι αποτυπώνει σε πεζό λόγο τον δικό του κόσμο, ήμουν βέβαιος ότι θα καταλήγαμε εδώ. Εκτός από αποσπασματικά, διάβασα τα 31 αφηγήματα «απνευστί» μια φορά για να αισθανθώ την αδιάλειπτη χαρά της αφήγησης και άλλες δυο φορές για να διακρίνω (ώστε να μπορέσω να σας το μεταφέρω) τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, που αποτελούν, κατά τη δική μου κρίση, ενός απλού, μη ειδικού αναγνώστη, την ομορφιά τους.

Παιδιά της πεδινής επαρχίας και οι δυο (Ηλεία εκείνος, Λάρισα εγώ), σχεδόν συνομήλικοι, ζήσαμε έντονα, ως μαθητές και αργότερα ως νεολαίοι, φοιτητές και νεαροί εργαζόμενοι, όλα τα γεγονότα και τις καταστάσεις της πατρίδας μας,της μετά το 1960 περιόδου. Ό,τι περιγράφεται στα κείμενά του (πρόσωπα, χαρακτήρες, συμπεριφορές, η διεισδυτική του ματιά στον χώρο και στη φύση), μου είναι τόσο γνώριμα. Δεν έχουν σημασία τα διαφορετικά ονόματα των ηρώων του, η περιοχή, η εποχή. Δίκην ταινίας, αναφέρεται σε μικρές λεπτομέρειες, μικρές παρατηρήσεις, επικεντρωμένες ματιές σε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, εξωτερίκευση μύχιων σκέψεων του εσωτερικού του κόσμου, τα οποία με μαεστρία συνδέει, δημιουργώντας το «όλον», που αποπνέει μια φρεσκάδα, αν και παλιές ιστορίες, μια γλυκιά νοσταλγία, και που ξυπνά μέσα μου, κάθε φορά, δικές μου οικείες μνήμες, μια γλυκιά αίσθηση ότι ήμουν και εγώ εκεί.. Σε κάθε ανάγνωση των αφηγημάτων του, φέρνω στο νου μου τα δικά μου μονοπάτια, όπως τα έζησα, τους δικούς μου ανθρώπους, αναπολώ τα περασμένα και συγκινούμαι. Οι απλές για πολλούς λέξεις που αναφέρονται «πολυτεχνείο», «μετανάστευση», «τα νησιά της εξορίας», αλλά και τα νεανικά μας συνθήματα στη Σταδίου και στην Πανεπιστημίου «1-1-4» και «ψωμί-παιδεία-ελευθερία», όταν έρχονται στη μνήμη μου, γίνονται ογκόλιθοι που καταλαμβάνουν όλο της το είναι.  Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, στολίδι της γραφής του, είναι ότι σχεδόν σε κάθε αφήγημά του καταγράφει συγκεκριμένα γεγονός ή γεγονότα με ενδιαφέρον, έμμεσα συνδεδεμένα με τους δρώντες χαρακτήρες της αφήγησης, περίτεχνα δοσμένα, ώστε στο σύνολό του το διήγημα να «ακουμπά» περισσότερο τον αναγνώστη. Είναι σαν να κολυμπάς δίπλα δίπλα με τον συγγραφέα, κι εκείνος κάθε τόσο, να κάνει μακροβούτι, για να ανεβάσει από τον βυθό ένα από τα μαργαριτάρια του και να σου το προσφέρει για να σε ευχαριστήσει που συμπλέεις μαζί του στην ανάγνωση των αφηγημάτων του. Ή να είσαι ξαπλωμένος στο ακρογιάλι, καταμεσήμερο καλοκαιριού και κάθε τόσο ένα κυματάκι, να διαπερνά το κορμί σου, δροσίζοντας όλο σου το είναι.

Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, στολίδι της γραφής του, είναι ότι σχεδόν σε κάθε αφήγημά του καταγράφει συγκεκριμένα γεγονός ή γεγονότα με ενδιαφέρον, έμμεσα συνδεδεμένα με τους δρώντες χαρακτήρες της αφήγησης, περίτεχνα δοσμένα, ώστε στο σύνολό του το διήγημα να «ακουμπά» περισσότερο τον αναγνώστη. Είναι σαν να κολυμπάς δίπλα δίπλα με τον συγγραφέα, κι εκείνος κάθε τόσο, να κάνει μακροβούτι, για να ανεβάσει από τον βυθό ένα από τα μαργαριτάρια του και να σου το προσφέρει για να σε ευχαριστήσει που συμπλέεις μαζί του στην ανάγνωση των αφηγημάτων του

Ύστερα, είναι η γλώσσα και ο τρόπος που γράφει. Δυνατή και συνάμα λιτά δομημένη η γραφή του, χωρίς τίποτε το παραπανίσιο ή το υπερβάλλον, επιλέγει από το πλουσιώτατο, με ρίζες 3000 χρόνων, νεοελληνικό λεξιλόγιο, τις καλύτερες εννοιολογικά, από μία πλειάδα παραλλαγών τους, λέξεις, για να αποδώσει και να προσφέρει κατά το δυνατόν καλύτερα στον αναγνώστη, τα μηνύματα που θέλει να του περάσει. Είμαστε οι μόνοι σε όλο τον κόσμο που έχουμε το προνόμιο να λέμε τις λέξεις θεός, ανήρ, θυμός, ίππος, ναυς, ουρανός, υιός, φίλος, θάλασσα, χειρ και εκατοντάδες άλλες λέξεις, όπως τις έλεγε ο Όμηρος. Η ποίηση και η λογοτεχνία είναι μια συνεχής, αέναη, χωρίς νικητή, πάλη με τη γλώσσα. Η γλώσσα του καθενός μας, είναι τα όρια του κόσμου του. Όπως με εντυπωσιάζει προσωπικά, ο τρόπος που τοποθετεί τις λέξεις και τα σημεία στίξης στην πρόταση ή στην παράγραφο. Είναι αυτό επιλογή του συγγραφέα, είναι η αγωνία του, αν η επιλογή του αυτή θα είναι αρεστή στο αναγνωστικό κοινό, αν θα αναγνωρισθεί η συγγραφική του δεινότητα, το συγγραφικό του πόνημα ως λογοτεχνικό είδος και ο ίδιος ένας λογοτέχνης. Τα σημεία στίξης και οι λέξεις, ιδιαίτερα οι λέξεις της ελληνικής γλώσσας που είναι πολύχρωμες, μοιάζουν με μικρές ψηφίδες. «Ατάκτως ερριμμένες» καταντούν ένας σωρός από σκουπίδια, επιλεγμένες όμως από καλλιτέχνη της πένας, και τοποθετημένες, η μία δίπλα στην άλλη, με γνώση, φειδώ, περίσκεψη, πολλές χρονοβόρες και επίπονες προσπάθειες, δημιουργούν ένα πολύχρωμο ψηφιδωτό, αναλλοίωτο στον χρόνο· και ο Άγγελος Αγγελόπουλος είναι ένας καλλιτέχνης της πένας.

Από τα 31 αφηγήματα του 2ου βιβλίου του «Ο Δρόμος και το ρολόι», ιδιαίτερα αναφέρομαι στα αφηγήματα «Η κυρα-Μάρω και τα ξωτικά», «Το δάσος και οι φίλοι του», «Αλεπούδες και φίδια», όπου ξεχειλίζουν τα συναισθήματα του συγγραφέα και η διάχυτη αγάπη του για το δάσος και τις μικρές του ημιάγριες υπάρξεις, την ελληνική ύπαιθρο, το αττικό τοπίο, τον Υμηττό.

Είναι κι η γλώσσα και ο τρόπος που γράφει. Δυνατή και συνάμα λιτά δομημένη η γραφή του, χωρίς τίποτε το παραπανίσιο ή το υπερβάλλον, επιλέγει από το πλουσιώτατο, με ρίζες 3000 χρόνων, νεοελληνικό λεξιλόγιο, τις καλύτερες εννοιολογικά, από μία πλειάδα παραλλαγών τους, λέξεις, για να αποδώσει και να προσφέρει κατά το δυνατόν καλύτερα στον αναγνώστη, τα μηνύματα που θέλει να του περάσει[…]. Η ποίηση και η λογοτεχνία είναι μια συνεχής, αέναη, χωρίς νικητή, πάλη με τη γλώσσα. Η γλώσσα του καθενός μας, είναι τα όρια του κόσμου του

«Φεύγαμε και, κάποια στιγμή, είδα κάτω στον γκρεμό να απλώνεται κατάφωτο το αστικό περιβάλλον, σαν βάραθρο που ζήταγε να σε ρουφήξει. Ήταν τόσο μακρινό, ένας διαφορετικός κόσμος σε άλλους ρυθμούς, σε μια άλλη κατεύθυνση, όμοιο με υπερφυσικό θηρίο που ζήταγε να καταβροχθίσει ό,τι απόμεινε ζωντανό από την άγρια φύση. Και τον Υμηττό που ορθωνόταν ξαπλωμένος, σαν να έσφιγγε στην αγκαλιά του όλα τα ζωντανά του πλάσματα, τον έβλεπες να ενώνεται με τον αττικό ουρανό και δεν ήξερες αν τα σύννεφα στην κορυφή του ήταν του ουρανού ή ο αχνός του δικού του σώματος».

Τι να πω. Είναι ένα ποίημα.

Στο αφήγημα «Το δάσος και οι φίλοι του», όπου αναφέρεται και στον αείμνηστο πρωτεργάτη του οικολογικού κινήματος Βλάσση Βελλόπουλο, σε μια μόνο παράγραφό του, κατορθώνει ο συγγραφέας και συμπυκνώνει τη διαχρονική ανυπαρξία αποτελεσματικής περιβαλλοντικής και ιδιαίτερα δασικής πολιτικής, την ένοχη αναποτελεσματικότητα της δημόσιας δασικής διοίκησης, την αυθαιρεσία των εκάστοτε ισχυρών (μικρών ή μεγάλων) στην υφαρπαγή του ανήκοντος στο κοινωνικό σύνολο δημόσιου πλούτου, στο απόστημα των καταπατήσεων δημόσιας ελληνικής γης και της αυθαίρετης δόμησης.

«Τότε θυμάμαι, η γριά μάνα του καταστηματάρχη, υπερήφανη, μας διηγήθηκε με λεπτομέρειες τους “αγώνες” της για την κατάκτηση αυτής της εδαφικής έκτασης που μέσα της βρισκόταν και το κέντρο διασκέδασης. “Έτρεχα το καταχείμωνο καβάλα στο μουλάρι με τα πεσκέσια για τα λαδώματα των δασικών υπαλλήλων” μας έλεγε και εμείς δεν ξέραμε αν έπρεπε να τη μισούμε ή να τη συμπονάμε. Έτσι, γριά με το μαύρο τσεμπέρι της να σκεπάζει τα άσπρα της μαλλιά και να μας κοιτάζει με τα κουρασμένα της μάτια, ζητώντας αναγνώριση για το έργο της….Η γριά με τα λόγια της σε ταξίδευε σε άλλες εποχές. Έμοιαζε με άγριο ξωτικό που έσκαβε με νύχια γαμψά τον ζωτικό του χώρο».

Στο αφήγημα αυτό ο συγγραφέας αναφέρεται στο καλοκαίρι του 2007, όταν στη δυτική Πελοπόννησο κάηκαν 70 συνάνθρωποί μας και χιλιάδες στρέμματα (καλλιέργειες και δάση) και κυρίως πολύτιμα πετράδια-απομεινάρια του αρχαίου μας πολιτισμού, κατάσπαρτα πανελλαδικά στις δασικές μας εκτάσεις όπως και στον Υμηττό (αφημένα στην τύχη τους και στη φθορά του χρόνου), τότε που η δασκάλα του χωριού Μάκιστος έγραφε σε επιστολή της σε ημερήσια εφημερίδα «πως την αληθινή Ελλάδα δεν τη γνώρισε, δεν την αγάπησε και δεν την αποτίμησε ποτέ κανείς…» και συνέχιζε «ας προσπαθήσουμε να τη συλλαβίσουμε με αγάπη, δεν είμαι σίγουρη αν υπάρχει ακόμη καιρός γι’ αυτό».

Τα μηνύματα του συγγραφέα είναι πολλαπλά· χρειαζόμαστε πολίτες με περιβαλλοντική συνείδηση, και περιβαλλοντική παιδεία, με την ευχή οι νεότερες γενιές να βλέπουν μόνο ως εικόνα και όχι στην πραγματικότητα, κορμούς δένδρων «σύριζα» κομμένους από ανθρώπινο χέρι ή από τη φωτιά απανθρακωμένους –θλιβερά και βουβά απομεινάρια μιας άδικης και αφύσικης σε βάρος τους βιαιοπραγίας· Τον βλέπω μπροστά μου, κάθε φορά που σκέπτομαι ή συζητώ τέτοια θέματα, να λέει «ας προσπαθήσουμε να συλλαβίσουμε τη λέξη περιβάλλον με αγάπη, δεν είμαι σίγουρος αν υπάρχει ακόμη καιρός γι’ αυτό».

Τα σημεία στίξης και οι λέξεις, ιδιαίτερα οι λέξεις της ελληνικής γλώσσας που είναι πολύχρωμες, μοιάζουν με μικρές ψηφίδες. “Ατάκτως ερριμμένες” καταντούν ένας σωρός από σκουπίδια, επιλεγμένες όμως από καλλιτέχνη της πένας, και τοποθετημένες, η μία δίπλα στην άλλη, με γνώση, φειδώ, περίσκεψη, πολλές χρονοβόρες και επίπονες προσπάθειες, δημιουργούν ένα πολύχρωμο ψηφιδωτό, αναλλοίωτο στον χρόνο· και ο Άγγελος Αγγελόπουλος είναι ένας καλλιτέχνης της πένας

Διαβάζω και ξαναδιαβάζω ένα άλλο αφήγημά του, «Τα αρχαία κτερίσματα» που απόλυτα με εκφράζει. Όχι μόνο για τον λυρισμό που αποπνέει, όταν καθήμενος ο συγγραφέας στη σημερινή παραλία του Αϊ-Θανάση, στην αρχαία εκβολή του Πηνειού, όπου έδρασε ο ημίθεος Ηρακλής, συνεπαρμένος από το ιστορικό βάρος της τοποθεσίας και τη ζώσα ομορφιά της φύσης, διηγείται

«Υπάρχει ένα σημείο που λες ο χρόνος παίρνει άλλη διάσταση και ο χώρος γίνεται περισσότερο μυθικός. Είναι η ώρα που πέφτει ο ήλιος και τα χρώματα, διεισδύοντας στον εσωτερικό σου κόσμο, σε χαϊδεύουν, συνοδεία μιας μυστικής μουσικής. Βλέπεις μακριά, με τη φαντασία σου, καράβια άλλων εποχών να φεύγουν και μορφές θεϊκές να τα χαιρετούν από τα σύννεφα ψηλά».

Αλλά και για τις πικρές του αλήθειες αναφορικά με το ενδιαφέρον και τη φροντίδα μας, για ό,τι απόμεινε μέχρι τις μέρες μας από την αρχαία μας κληρονομιά.

«Ένα πρωί υπάλληλοι του δήμου, κατ’ εντολή του καλλικρατικού δημάρχου, φόρτωσαν μαζί με άλλα αντικείμενα και το γραφείο με τα κτερίσματα και τα μετέφεραν στις παλιές αποθήκες του ΑΣΟ. Εκεί τα απόθεσαν σε έναν σωρό μες στη σκόνη, στις αράχνες και στα ποντίκια, μέχρι να ξεχαστούν και να βρεθεί ο επόμενος που θα τα μεταφέρει σε ασφαλέστερο τελικό προορισμό[…] τα σπάνια βιβλία της Βιβλιοθήκης οδηγήθηκαν σε έναν πολύ μικρό χώρο, εντελώς ακατάλληλο και καθόλου ελκυστικό για αναγνώστες».

Αναρωτιέμαι και εγώ χωρίς να παίρνω απάντηση, μαζί με τους φίλους του συγγραφέα, που εκ του γεγονότος αυτού ο πρώτος αναφωνεί ότι «τελικά δεν έμεινε τίποτε όρθιο σ’ αυτόν τον τόπο‼!» και ο δεύτερος ότι «είναι η οικονομική κρίση η αιτία, που για τη νέα γενιά… είναι χαμένα μεταξύ άλλων και αυτά που οι προηγούμενες γενιές κρατούσαν με σεβασμό ως ιερά, όπως τα αντικείμενα των παλιών πολιτισμών, έστω και ας μην μπορούσαν να τα αποκρυπτογραφήσουν μέχρι το τέλος».  

Ξεχειλίζει από λυρισμό και συναισθήματα και το αφήγημα «Παραθαλάσσια αίσθηση». Πόσο θα ήθελα να είχα τη συγγραφική ικανότητα του Άγγελου και να γράψω για τη «δική» μου παραλία των νεανικών μου χρόνων, κάπου στον Πλαταμώνα, τους φίλους μου, τα πρώτα μου σκιρτήματα, την αλμύρα, την άμμο που κόλλαγε πάνω μας, τη δική μου λάμπα θυέλλης, το δικό μου Νιόνιο, τα γεμάτα λιτότητα και ευαισθησία τραγούδια του «νέου κύματος». Είναι το άρωμα μιας εποχής που μένει φυλαγμένη μέσα μας, σαν ένα λουλούδι που ξεχάστηκε ανάμεσα στις σελίδες ενός παλιού βιβλίου· το ανασαίνεις και η ζωή ξαναβρίσκει τη μαγεία της. 

Σήμερα τιμούμε, ένα ζευγάρι δημιουργών· η σύζυγος Ιωάννα, σ’ ένα κομμάτι χαρτί, ζωγραφίζει πολύχρωμες συνθέσεις, με το πενάκι της· ο Άγγελος, σε κάτι ανάλογο, καταγράφει ιδέες, απόψεις, τις διερευνητικές του ματιές γύρω του, τον πλούσιο συναισθηματικό του κόσμο και δημιουργεί μικρές ζωγραφιές πεζού λόγου, με την πένα του· είμαι βέβαιος ότι η Χριστίνα τους, με οτιδήποτε θελήσει να ασχοληθεί, με σκοπό να οικοδομήσει τα όνειρά της, τα θέλω της και τα πιστεύω της, θα τους ξεπεράσει.

Χολαργός 31-3-2024

*Ο Κώστας Χαρ. Τσοχαλής είναι αρχιτέκτων μηχανικός, τοπογράφος μηχανικός, γεωπεριβαλλοντολόγος, πρώην Αντιδήμαρχος και πρώην Γενικός Γραμματέας του Δήμου Παπάγου-Χολαργού. Το παρόν κείμενο αποτελεί την ομιλία του στην παρουσίαση του βιβλίου του Άγγελου Αγγελόπουλου «Ο Δρόμος και το ρολόι – 31 αφηγήματα» στις 31/3/2024 στο βιβλιοπωλείο Monogram στον Χολαργό.

[Δείτε το ρεπορτάζ της παρουσίασης εδώ]

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.