Κορτεσια Μουλουδη-Πασαδακη*: «Η Ελενη των κειμενικων κοσμων που πλαθει με υλικο το βιωμα και την αναμνηση»

Ελένη Σκάβδη, «Ροζ και Γκρίζο», εκδ. Πρόκνη, Αλεξανδρούπολη 2024

Τέλη δεκαετίας του  ́60. Ο μικρός μου παιδικός κόσμος μεγαλώνει, διευρύνεται για να χωρέσει καινούργιους ανθρώπους, ανθρώπους που γίναν τελικά αγκαλιές της ζωής μου, που συμπληρώνουν ακόμα τις μεγάλες απώλειες. Η Φωτεινή, η Χρυσή, η Λεμονιά, η Ελένη, η παπαδιά, ο παπα-Σκάβδης, ο Παντελής στους χάρτινους κόσμους της Ελένης, το σπίτι στην Παπαφλέσσα, η μεγάλη αυλή, ήταν νέος τόπος επίσκεψης και παιχνιδιού για τις αδελφές μου κι εμένα, νέος πλούτος στο βίωμα, νέα γωνιά στη μνήμη.

Η Ελένη, μαθήτρια ακόμα σε εκείνο το μακρινό εξατάξιο θηλέων, σέρνει μαζί της ηχηρές διαμαρτυρίες, εκφρασμένες απόψεις, τολμηρές ερωτήσεις, ανοίγει παράθυρα στην άλλη οπτική, αφήνει μπροστά μας ένα διαφορετικό αφήγημα από εκείνο που μας έζωνε στη σχολική αίθουσα και στον παιδικό και εφηβικό μικρόκοσμό μας και μέσα στο περπάτημα της γνωριμίας μας η Ελένη γίνεται και αυτή σημείο αναφοράς μιας νιότης που διεκδικεί, μιας νιότης που αναδύει οργή για το άδικο, που τοποθετείται. Λεπτή εύθραυστη φιγούρα, η Ελένη έριχνε μεγάλη σκιά για να ξεκουράσει τις αναζητήσεις μας, ίσως δεν το γνωρίζει μα άφησε αποτύπωμα.

Τα Μουλουδάκια, όπως ακόμα μας αποκαλεί, η Λίνα κι εγώ, η Γιούλα ήταν πολύ μικρή, «έτρεχαν» πίσω από τον γρήγορο λόγο της Ελένης, προσπαθούσαν να τον επεξεργαστούν, παρατηρούσαν τη ματιά της που γάζωνε εξακριβώνοντας την προσοχή των ακροατών της. Και μόλις την ντύναμε στη φαντασία μας με χρωματισμούς επανάστασης και χειραφέτησης, κι ας μη γνωρίζαμε ακόμα τη λέξη, την αισθανόμασταν, μας τραβούσε πάνω στο ταρατσάκι να μας χτενίσει και να δέσει στα μαλλιά κορδέλες από τα ραφτικά της παπαδιάς.

Ο λόγος της στο χαρτί είναι εκείνος ο προφορικός λόγος που τότε μας άνοιγε τις πόρτες της περιέργειας, τις πόρτες της αναζήτησης σε εκείνη την εποχή της επανάστασης που μας ακούμπησε, πόρτες που μεταλλάχθηκαν πια σε παράθυρα μνήμης[…]Τοπωνύμια οικεία, αληθινά, διατρέχουν τις σελίδες, οι δεκαετίες του  ́50 και του  ́60, φορτωμένες αμηχανία, σιωπές και απουσίες, χαράζουν τις γραμμές του χρόνου και οι λέξεις της Ελένης είναι «εισιτήρια εικονικών επιστροφών», όπως σοφά λέει, για όποιον πάτησε στη σκόνη και την άσφαλτο της πόλης

Η Ελένη ήταν και είναι μια ωραία ζάλη, δυσκολεύεσαι να βρεις την αρχή και τη μέση αυτών που θυμάται, και θυμάται τόσα πολλά, τα ασπάζεσαι στην αδυναμία να τα ανακαλέσεις στη δική σου μνήμη, περπατάς στα λόγια της και χάνεσαι σε προσφυγικούς μαχαλάδες, σε σκονισμένους δρόμους, στα έρημα σπίτια της μετανάστευσης, σε μπουγάδες και στοιχειωμένες αυλές, στα μαθηματικά που της έκανε ο Κώστας Μουλούδης στη μεγάλη κουζίνα του σπιτιού της κι εμείς ανυπόμονες για παιχνίδι γυρνούσαμε με καπέλα και ανοιχτές ομπρέλες να αποσπάσουμε την προσοχή της, τη δική της προσοχή, γιατί ο πατέρας μου, γιατρός στις δεύτερες σπουδές του, ήταν βυθισμένος στον πρώτο έρωτα των αριθμών και των αποδείξεων.

Η Ελένη χαμογελούσε κι ετοιμαζόταν για τις εισαγωγικές στο πανεπιστήμιο, ετοιμαζόταν να μπει τελειωτικά στο τρένο της δικής της φυγής, να ανταμώσει τις προσδοκίες που όπως όλες οι προσδοκίες μισοσβήστηκαν στην αναπόφευκτη σύμβαση. Η Ελένη ήταν συντροφιά, ήταν αφηγητής, ακροατής, συμβούλευε γιατί ήξερε, πίστευε ότι ήξερε, όπως όλοι.

Η αυλή της παπαδιάς μπήκε και στις δικές μου μνήμες, έγινε χωρικό πλαίσιο και δικών μου αφηγήσεων, έκρυψε και δικά μου μυστικά κι εφηβικά σκιρτήματα. Τη διέσχισα με αληθινά πατήματα, τη διασχίζω με θύμησες πολύχρωμες και μέσα στους χάρτινους κειμενικούς κόσμους της Ελένης «βλέπω» αυτά που ξέχασα, που δεν πρόσεξα, ακόμα και αυτά που ίσως τα γέννησε το γόνιμο μυαλό της γιατί ταίριαζαν στην ιστορία της. Το σπιτάκι στο βάθος της αυλής φύλαξε στιγμές και από τα δικά μου νιάτα, και το θόλωμα της μνήμης μου το γεμίζει καρέκλες γύρω από στρωμένα τραπέζια, σοβαρές συζητήσεις, διαφωνίες, γέλια, ατέλειωτες μπιρίμπες, την Εύη μικρή να διεκδικεί βλέμματα, τον Γιάννη.

Η πλαστή, αχαρτογράφητη Αλεξανδρούπολη των λογοτεχνικών κειμένων της Ελένης ξεδιπλώνεται άυλα για να υποδεχτεί τους πρωταγωνιστές των έργων της, είναι η θολή πόλη της μνήμης της, η πόλη της φαντασίας που παραμορφώνεται για να γίνει το φόντο της αφήγησης, η χωρική αναφορά της γραφής της. Η μακρινή, αποκλεισμένη Αλεξανδρούπολη είναι το σπίτι, η αναχώρηση και ο προορισμός

Ο Γιάννης Σταθάτος πλαισίωσε και τη δική μου ζωή, ο Γιάννης έφερε τη Φωτεινή, τον Γιώργο, την Εύη, τον Παντελή και τον ευχαριστώ, η Φωτεινή έφερε και την Ελένη και η Ελένη φέρνει ιστορίες, μνήμες, γενναιοδωρία, γραπτά και βιβλία.

Ο λόγος της στο χαρτί είναι εκείνος ο προφορικός λόγος που τότε μας άνοιγε τις πόρτες της περιέργειας, τις πόρτες της αναζήτησης σε εκείνη την εποχή της επανάστασης που μας ακούμπησε, πόρτες που μεταλλάχθηκαν πια σε παράθυρα μνήμης. Τα γραπτά της τα περπατώ αργά, τα ξαναεπισκέπτομαι, τα αφουγκράζομαι και είμαι σίγουρη πως η δική μου ανάγνωση, η δική μου πρόσληψη δεν είναι όμοια με τη δική σας όπως δεν είναι όμοιο το βίωμα και το χρώμα της σκέψης.

Η πλαστή, αχαρτογράφητη Αλεξανδρούπολη των λογοτεχνικών κειμένων της Ελένης ξεδιπλώνεται άυλα για να υποδεχτεί τους πρωταγωνιστές των έργων της, είναι η θολή πόλη της μνήμης της, η πόλη της φαντασίας που παραμορφώνεται για να γίνει το φόντο της αφήγησης, η χωρική αναφορά της γραφής της. Η μακρινή, αποκλεισμένη Αλεξανδρούπολη είναι το σπίτι, η αναχώρηση και ο προορισμός.

Τοπωνύμια οικεία, αληθινά, διατρέχουν τις σελίδες, οι δεκαετίες του  ́50 και του  ́60, φορτωμένες αμηχανία, σιωπές και απουσίες, χαράζουν τις γραμμές του χρόνου και οι λέξεις της Ελένης είναι «εισιτήρια εικονικών επιστροφών», όπως σοφά λέει, για όποιον πάτησε στη σκόνη και την άσφαλτο της πόλης.

Το βιβλιοπωλείο που μύριζε ακόμα χαρτί και ξυμένα μολύβια είναι η χωρική φανταστική πλαισίωση μιας αληθινής; σχέσης είναι όμως και ο πραγματικός τόπος που οι ζωές μας με την Ελένη διασταυρώνονται ξανά. Στο παλιό βιβλιοπωλείο του Δημητριάδη η Ελένη συνυπάρχει με τον Μάκη, τον συνοδοιπόρο της δικής μου ζωής, τον μικρό Μάκη Πασαδάκη που μέσα στα μπλε τετράδια και τις κρεμασμένες σχολικές τσάντες, στα μαθητικά του χρόνια μάθαινε τη ζωή. Οι γραμμές ζωής των ανθρώπων τέμνονται, συναντιούνται, απομακρύνονται.

Οι λέξεις, οι ιστορίες είναι λέξεις και στις ιστορίες της Ελένης βυθίζεσαι σε έναν πλούτο λέξεων που θαρρείς ξέφυγαν από παλιά βιβλία, από εγχειρίδια ραπτικής, από λαογραφικές μελέτες και ξεχασμένα λεξικά.

Με πρωτοπρόσωπη και τριτοπρόσωπη αφηγηματική γραμμή μπαίνει και βγαίνει –βγαίνει όταν πονάει άραγε;– από την Ελένη των κειμενικών κόσμων που πλάθει με υλικό το βίωμα και την ανάμνηση. Την πλησιάζει την άλλη Ελένη στο χαρτί και απομακρύνεται, την αφήνει να στριφογυρίσει στις σελίδες της, την πειθαρχεί, την αγκαλιάζει, τη μαλώνει. Και όλα αυτά τα πήγαινε-έλα της Ελένης και των ανθρώπων που χτίζουν τους κόσμους των κειμένων της, των αγαπημένων και μακρινών, είναι βουτηγμένα σε ήχους και μυρωδιές, χιλιάδες μυρωδιές, λες και χωρίς αυτές τις μυρωδιές δεν θα μπορούσε να προχωρήσει η ζωή στις σελίδες

Τα τρένα. Η Ελένη των κειμένων τρέχει και πρέπει να την ακολουθείς και δεν είναι πάντα εύκολο. Η Ελένη ανεβαίνει και κατεβαίνει από τα τρένα που γέννησαν την πόλη και στοιχειώνουν τις σελίδες της. Τα τρένα που είναι παντού, στις καμπυλωμένες γραμμές που κυκλώνουν τα σπίτια, στα ταξίδια φυγής, στη μοναξιά του άδειου σταθμού, στα γοητευτικά ονόματα που έχασαν τη γαλλική τους φινέτσα, στο πασάζο που ακούραστα διασχίζει, στην καθημερινότητα που ορίζεται από τα τακτικά τους δρομολόγια, στον θόρυβο, στον ίσκιο των συρμών, στους ατμούς τους.

Μέσα από τα παλιά κουπέ η Ελένη ανακαλύπτει λίμνες και ποταμούς, ανακαλύπτει τον κόσμο αλλά και ονόματα ξεχασμένων μικρών σταθμών που μας αναγκάζει να θυμηθούμε. Κοντά στις γραμμές η Ελένη έζησε, ερωτεύτηκε, έπαιξε, κατάλαβε. Οι γραμμές είναι ο κοντινός προορισμός των Κυριακών της όταν τα λεπτά παιδικά πόδια προσπαθούν με εκείνο το χαρακτηριστικό περπάτημα τους να ορίσουν τα κόκκινα λαμπερά παπούτσια της μεγάλης αδερφής, η αναμονή της «ταχείας», το κούνημα του αντρικού μαντηλιού γίνονται η σκηνή του δικού της θεάτρου ενώ τα χαμηλά σπίτια της απόκεντρης γειτονιάς αναδύουν όλη την Ελλάδα της προσφυγιάς, του εκτοπισμού, του εμφυλίου, προβάλλουν την ελπίδα για το νέο, την αναμονή για το καλύτερο που η Ελένη ακόμα ελπίζει πως δεν αργεί.

Με πρωτοπρόσωπη και τριτοπρόσωπη αφηγηματική γραμμή μπαίνει και βγαίνει –βγαίνει όταν πονάει άραγε;– από την Ελένη των κειμενικών κόσμων που πλάθει με υλικό το βίωμα και την ανάμνηση. Την πλησιάζει την άλλη Ελένη στο χαρτί και απομακρύνεται, την αφήνει να στριφογυρίσει στις σελίδες της, την πειθαρχεί, την αγκαλιάζει, τη μαλώνει.

Και όλα αυτά τα πήγαινε-έλα της Ελένης και των ανθρώπων που χτίζουν τους κόσμους των κειμένων της, των αγαπημένων και μακρινών, είναι βουτηγμένα σε ήχους και μυρωδιές, χιλιάδες μυρωδιές, λες και χωρίς αυτές τις μυρωδιές δεν θα μπορούσε να προχωρήσει η ζωή στις σελίδες. Για την Ελένη η στιγμή, η αγκαλιά, το φορεματάκι που έραψε η παπαδιά, το παλιό σανίδι, η ζωή, είναι μυρωδιές, μυρωδιές που δένουν, που απωθούν, που στιγματίζουν. Οι μυρωδιές της Ελένης διαστρωματώνουν ταξικά και κοινωνικά ενώ αρωματισμένα ρείθρα, κολώνια, λεμόνι, κρεμμυδίλα, θυμιατό του Αϊ-Λευτέρη και του Παντελή στο σπίτι, ιδρώτας, βασιλικός, ναφθαλίνη, μελάνι, φούλια, αμυγδαλιές, οι αρβύλες των φαντάρων που γεμίζουν την πόλη τ ́απογεύματα, τσιγαρίλα, σαπούνι Ερμής φτιάχνουν σύννεφα γύρω μας, κάθονται στο μυαλό μας και θαρρείς μπαίνουν στη μύτη μας, συνδιαμορφώνουν την ανάγνωση. Μόνο η μάνα δεν έχει μια μυρωδιά, τις έχει όλες και καμία.

Η μάνα, το Καλάκι καϋμένη, στα δικά μου μάτια, στην ψυχή μου, κλέβει το φως από τις άλλες αφηγήσεις. Η παπαδιά που έραψε τη στολή για τη σχολική παράσταση της Λίνας, της αδερφής μου, γιατί η άλλη ράφτρα μας, η γιαγιά-Ελένη έλειπε, παράξενο γιατί ήταν πάντα εκεί η γιαγιά-Ελένη, εκνευριστικά εκεί, στοργικά εκεί, η παπαδιά που άλοιβε σπαθόλαδο στις γρατζουνιές μας, που άναβε κάθε φορά στην Άγια Θεοκτίστη της Ικαριάς κερί, τάμα για εμένα και τα δύσκολα τότε της ζωής μου. Η παπαδιά που όταν έφυγε νιώσαμε εκεί δίπλα της την ψυχή της στων αγγέλων τα φτερά να σκαλώνει για λίγο στα μπλεγμένα χέρια των θυγατέρων της που σαν κύκλος ζωής την έζωναν στο τελευταίο κρεβάτι με τα λευκά, βασανισμένα από τις βελόνες χέρια σταυρωμένα ήσυχα.

Οι κρυφοί ίσκιοι, η σιδερένια αυλόπορτα που κλείνει τελικά όλον τον κόσμο μέσα της, και αυτόν που θα έρθει, οι ήχοι, οι γυναίκες που σαρώνουν κατώφλια, βογγούν, γεμίζουν και αδειάζουν ζωές, η Κούβα, η επανάσταση που ξεθύμανε, οι φοιτητικοί πολύγραφοι που σώπασαν, το παιδικό τσαντάκι που έγινε ταγάρι διεκδίκησης και τσάντα ξανά να χωράει το πολύπλοκο τώρα της, τα μικρά δαντελένια γάντια που έγιναν βιβλία, κρυφά και φανερά, οι εικόνες, η θάλασσα και τα Σίδερα της νιότης της και στο βάθος, φόντο-μοτίβο η Αλεξανδρούπολη που έφυγε, η Αλεξανδρούπολη που η Ελένη άφησε πίσω της πριν το απρόσωπο τσιμέντο, όλα αυτά, όλα αυτά ανάκατα είναι η Ελένη, και οι μυρωδιές, και η Ελένη μυρίζει, μυρίζει ωραία.

*Η Κορτεσία Μουλούδη-Πασαδάκη είναι υποψήφια διδακτόρισσα του ΔΠΘ. Το παρόν κείμενο είναι η ομιλία της στην εκδήλωση παρουσίασης  της συλλογής διηγημάτων  της Ελένης Σκάβδη «Ροζ και γκρίζο», που διοργανώθηκε από τον Σύλλογο Κυριών και Δεσποινίδων Αλεξανδρούπολης και τις εκδόσεις Πρόκνη, την Τετάρτη 13 Μαρτίου 2024, στον χώρο του Εντευκτηρίου του Συλλόγου. 

Δείτε το ρεπορτάζ της εκδήλωσης εδώ.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.