Ιερωνυμικα Αντιπατριαρχικα Αντικανονικα Ατοπηματα (Μερος Β΄)

Η σθεναρή υπό του Οικουμενικού Πατριαρχείου υπαράσπιση των Ιεροκανονικών Δικαίων αυτού επί των Πατριαρχικών Εκκλησιαστικών Επαρχιών των Νέων Χωρών κατά την περίοδο της Δικτατορίας στην Ελλάδα (1967-1974)

Ιστορικά εκκλησιαστικά πατριαρχικά κείμενα αναιρούντα τις αντικανονικές και πραξικοπηματικές ενέργειες του κατά την περίοδο της επταετούς εν Ελλάδι δικτατορίας Αθηνών Ιερωνύμου και των εμφανών ή αφανών ομοφρονούντων διαδόχων αυτού.

 
Αξιομνημόνευτη,ιδιαζόντως διδακτική κα λίαν επίκαιρος τυγχάνει η εμβαθεία και αρτίως τεκμηριωμένη τοποθέτηση του εμπερινούστατου αοιδίμου λογίουΜητροπολίτου Σάρδεων Μαξίμου κατά την συνεδρία της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η οποία συνήλθε στις 5 Δεκεμβρίου 1972, όπου αναφερόμενος στις όλως αντικανονικές ενέργειες του Αθηνών Ιερωνύμου Α΄, υπεγράμμισε μεταξύ άλλων και τα κάτωθι αξιοπρόσεκτα, που δημοσιεύονται από τον Μητροπολίτη Σεβαστείας Δημήτριο στο ως άνω ειρημένο περισπούδαστο πόνημά του: «…Δεν νομίζω όμως αφ’ ετέρου ότι είναι δυνατόν, ούτε και επιτρέπεται να περάση απαρατήρητος η διεξαχθείσα συζήτησις εξ αφορμής του καταρτισμού της νέας διοικούσης Συνόδου, καθ’ ην ωμίλησαν διαμαρτυρηθέντες αρκετοί εκ των Ιεραρχών και ιδιαιτέρως οι Μητροπολίται Κορινθίας, Κίτρους και Φιλίππων, οίτινες και χαρακτηρίσαντες τον τρόπον εκλογής των Συνοδικών ως αντικανονικόν, μεροληπτικόν και ανευλεύθερον, παρετήρησαν ότι διά του τρόπου τούτου της εκλογής των μελών της Συνόδου καταργείται η ισότηςτων Ιεραρχών, παραβιάζεται και καταφρονείται η εκδοθείσα τω 1928 Πράξις του Οικουμενιού Πατριαρχείου και δημιουργείται χάσμα και περαιτέρω αποχωρισμός της Εκκλησίας της Ελλάδος από του Οικουμενικού Πατριαρχείου, εις ημέρας μάλιστα ως αι σημαιριναί, ότε δημιουργείται ευθύνη μεγάλη διά την Εκκλησίαν της Ελλάδος, καθ’ όσον αύτη δεν συμμορφούται προς τον ΠατριαρχικόνΤόμόν περί ανακηρύξεως ως Αυτοκεφάλου της Ελλαδικής Εκκλησίας και την Πράξιν του 1928, διά της οποίας το Πατριαρχείον παρεχώρησεν «άχρι καιρού», επιτροπικώς, την διοίκησιν των Μητροπόλεων των Νέων Χωρών, ότι η παρούσα εκλογή των μελών της Διοικούσης Συνόδου πλήττει την γενομένην διά της Πράξεως του 1928 συμφωνίαν μεταξύ του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Εκκλησίας της Ελλάδος εν ουδεμιά περιπτώσει πρέπει να αποτολμήσει τοιούτον τι δυνάμενον να έχηδιορθοδόξως δυσμενείς επιπτώσεις…
 
Απαντών εις ταύτα ο Αρχιεπίσκοπος εδήλωσεν ότι το θέμα της εκλογής των μελών της Ιεράς Συνόδου ερρυθμίσθη διά του νέου Καταστατικού Χάρτου, τον οποίον εψήφισε το 1969, ότι δεν υπάρχει ιερός κανών επιτάσσων τρόπον εκλογήν μελών της Ιεράς Συνόδου, ότι συνεπώς ουδείς κανών παραβιάζεται, ότι εν σχέσει προς το θέμα της πράξεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου του 1928 πρέπει να παραδεχθώμεν ότι αύτη ητόνισε κατά το παρελθόν εις πολλά σημεία.
 
Εις ταύτα απήντησαν οι εν λόγω Ιεράρχαι παρατηρήσαντες ότι εάν δεν υπάρχη κανών επιτάσσων τρόπον εκλογής μελών της Ιεράς Συνόδου, δεν υπάρχει επίσης και κανών προβλέπων την σύστασιν αυτής ταύτης της Διαρκούς Συνόδου και ότι η Πράξις του Οικουμενικού Πατριαρχείου του 1928 αποτελεί συμβόλαιον.
 
Εκ της όλης συζητήσεως καταφαίνεται η λεπτότης και σπουδαιότης του θέματος και δεν νομίζω ότι επιτρέπεται καθ’ ον χρόνον τίθεται και συζητείται τόσον ωμά το θέμα της ισχύος της πράξεως του 1928, και από μέρους μεν του Αρχιεπισκόπου επισήμως αμφισβητείται η ισχύς των διατάξεων της Πράξεως του 1928, από δε των Μητροπολιτών, αντιθέτως, ζητείται η αυστηρά προσήλωσις εις τας διατάξεις της ειρημένης πράξεως του 1928 και ο σεβασμός αυτών από μέρους της Εκκλησίας της Ελλάδος, η Μήτηρ Μεγάλη Εκκλησία να σιωπά και να παρακολουθή απαθώς πάντα όσα λαμβάνουν χώραν και δη κατά τρόπον τόσον επίσημον και θορυβώδη επί θέματος τόσον λεπτού και αφορώντος εις την κατοχύρωσιν των δικαιωμάτων του Πατριαρχείου και επομένως αναφερομένου εις την άμεσον αυτής ευθύνην. Ίσως θα ήτο δυνατόν να διατυπωθή η επιφύλαξις μήπως η επίκλησις των δικαιωμάτων του Πατριαρχείου υπό των ειρημένων Ιεραρχών εις την προκειμένηνπερίπτωσιν γίνεται προς εξυπηρέτησιν ιδίων συμφερόντων.
 
Θεωρώ απαράδεκτον και αποκρούω μίαν τοιαύτην επιφύλαξιν, διότι δεν δύναμαι και να διανοηθώ ακόμη εις την ψυχήν Ιεραρχών και δη της περιοπής των περί ων ανωτέρω ο λόγος τριών Μητροπολιτών, ότι είναι δυνατόν να υπάρξη χώρος και θέσις διά τόσον ευτελείς υπολογισμούς.
 
Εν πάση περιπτώσει νομίζω ότι ουδείς λόγος είναι ικανός να απαλλάξη της ευθύνης την Μητέρα Εκκλησίαν όπως παρέβη εις την προκειμένηνπερίπτωσιν, χωρίς να παρεξηγηθή ότι εγκατέλιπε την ευθύνην αυτής. Η σιωπηρά αποχή εις τας κατά καιρούς γενομένας παραβιάσεις των διατάξεων της Πράξεως του 1928 και αι διαρκείς υποχωρήσεις προς εξυπηρέτησιν δήθεν σκοπιμοτήτων ανάγκης, υπήρξε τακτική ολεθρία διά τα συμφέροντα του Πατριαρχείου. Είναι καιρός νομίζω, εφ’ όσον γίνεται μάλιστα και λόγος περί τροποποιήσεως του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος, να απευθυνθώμεν και πάλιν τόσον προς την Ελληνικήν Κυβέρνησιν, όσον και προς την Εκκλησίαν της Ελλάδος, όπως επράξαμεν και κατά το 1969, ότε εμελετήσαμεν εμπεριστατωμένως το θέμα και δι’ επανειλημμένων σεπτών Πατριαρχικών Γραμμάτων, εθέσαμεν τούτο επισήμως ενώπιον αμφοτέρων, και ζητήσωμεν και πάλιν τον παρ’ αυτών σεβασμόν των διατάξεων της Πράξεως του 1928 – ήτις και αποτελεί ιερόν και απαραβίαστονσυμβόλαιον μεταξύ Οικουμενικού Πατριαρχείου, Εκκλησίας της Ελλάδος και Ελληνικής Κυβερνήσεως – και την κατοχύρωσιν των απ’ αυτής απερρεόντων δικαιωμάτων του Θρόνου».

 
Ο δε αοίδιμος Οικουμενικός Πατριάρχης Δημήτριος κατά την συνεδρία της 7ης Φεβρουαρίου 1973 της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου εδήλωνε ενώπιον του σώματος των Συνοδικών Μητροπολιτών ότι: «…Κατόπιν τούτου και τουεν γένει θορύβου, ο οποίος εδημιουργήθη εν Ελλάδι διά του τύπου περί το όλον θέμα, εθεωρήσαμεν απαραίτητον την έκτακτονσύγκλησιν της Αγίας και Ιεράς Συνόδου ίνα διασκεφθώμεν επί του σοβαρωτάτου τούτου θέματος και λάβωμεν τας δεούσας αποφάσεις πριν ή είναι πολύ αργά. Πάντως το Οικουμενικόν Πατριαρχείον δεν δύναται και δεν δικαιούται να απεμπολήση τα εν προκειμένω δικαιώματα αυτού, διότι ταύτα είναι καθηγιασμένα δι’ αγώνων μακρών αιώνων, αλλά και διότι φοβούμεθα ότι παραιτουμένου τυχόν του Οικουμενικού Πατριαρχείου των δικαιωμάτων αυτού εν τη προκειμένη συγκεκριμένη περιπτώσει, θα ευρεθώμεν αντιμέτωποι, εν τω εγγύς ή απωτέρω μέλλοντι και προς άλλας αυθαιρέτους διεκδικήσεις επαρχιών του Θρόνου ή και αλλαχού…».
 
Σε εφαρμογή μάλιστα της αποφάσεως της ως άνω ειρημένης συγκληθείσης Αγίας και Ιεράς Συνόδου της Πρωτοθρόνου Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας ο Οικουμενικός Πατριάρχης Δημήτριος απέστειλε σεπτόν Πατριαρχικόν Γράμμα προς τον Αθηνών Ιερώνυμο, το οποίο δημοσιεύει σε σχετική μελέτη του ο Μητροπολίτης Φιλαδελφείας Μελίτων, αναφέροντας και εμφατικώς υπογραμμίζοντας «expressisverbis» τα εξής: «…Επειδή τοίνυν περιήλθεν εις γνώσιν ημών, ότι η καθ’ Ελλάδα Αγιωτάτη Εκκλησία, ήτινι ο Θρόνος ούτος εν έτει 1928 μετά μακράς τριμερείς διαβουλεύσεις και λίανυπεύθυνον των καθ’ ημάς εκκλησιαστικών πραγμάτων εκτίμησιν και στάθμευσιν, επιτροπικώςανέθετο την εκκλησιαστικήνδιοίκησιν των εν ταις Νέαις Χώραις θεοσώστων επαρχιών του κλίματος αυτού, εν καταφρονήσει των από κοινού συμπεφωνημένων και των ουσιωδών δικαιοδοσιακών προνομιών της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, αυτοβούλως και αυθαιρέτως ενεργούσα, και ώσπερ εν νυκτίοιομένη τον Άγγελον της Εκκλησίας ταύτης καθεύδοντα, εζήτησεν εισπηδήσαι τέλεον εις το κλίμα της της Κωνσταντινουπόλεως αμπέλου, αθετούσα κοινή σεβαστούς τεθειμένους όρους, ημείς μετά των Ιερωτάτων Μητροπολιτών, των συγκροτούντων την περί ημάς Αγίαν και Ιεράν Σύνοδοντο ξένον τούτο πράγμα Συνοδικώςθεωρήσαντες, έγνωμεν, προ πάσης κατακρίσεως και διαμαρτυρίας επί τοις γενομένοις, ζητήσαι διά της καθ’ ημάς Αρχιγραμματείας της Αγίας και Ιεράς Συνόδου τα Πρακτικά της έναγχος συνελθούσης Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας…, ίνα επί αυθεντικών στοιχείων αξιολογήσωμεν και τελικώς κρίνωμεν…, μηδεμιάς δε τυχόντες ανταποκρίσεως, και την φιλαδελφίαν μετά της οφειλετικής ευγενείας εξαντλούντες, επεζητήσαμεν διά της αυτής οδού και τηλεγραφικώς την επίσπευσιν της τούτων αποστολής, αλλ’ εις μάτην∙ και πάλιν το αφ’ ημών αδελφικόν τούτο αίτημα ηγνοήθη.
 
Εν τω μεταξύ χρόνω, ασχέτως και ανεξαρτήτως της αφ’ ημών ασκήσεως των από της ευθύνης ημών απορρεόντων, γεγονότα ενδοεκκλησιαστικά εν τη Αγιωτάτη ΕΕ, αψάμενα και των όρων της ΠΣΠ του 1928, ήγαγον και το θέμα της ακριβούς ή μη τηρήσεως των εν τη Πράξει ταύτη διαλαμβανομένων μέχρι των πολιτικών κριτηρίων, ανακόψαντα ούτω τον ρυθμόν της υπομονής της Μητρός Εκκλησίας.
 
Εντεύθεν εσπεύσαμενκαι σπεύδομεν. Διότι ως καλώς οίδεν η Υμετέρα σεβασμία και αγαπητή ημίν Μακαριότης και η περί αυτήν νεοπαγής ΔΙΣ, ο πολύπλαγκτος Θρόνος της Οικουμενικής Ορθοδοξίας, ο όντως διάκονος και συνειρμός, και υμών δε κλέος και θησαύρισμα, πάλαι τε και επ’ εσχάτων πολλαχόθεν ευρέθη και εύρηται ενώπιον τετελεσμένων, επί αθετήσει της τε εκκλησιαστικής τάξεως και της φιλαδελφίας, και δη εν πολλαίς περιπτώσεσι εν επιλήσμονι των τροφείων ανταποδόσει…εν φυλακή φυλακών νυκτός υπάρχοντες ηγησάμεθα, ότι χρεών ημίν φυλάξαι τον κοινόν θησαυρόνεπιστείλαι τε… και υπομνήσαι τα Πατριαρχικά Γράμματα (πρόκειται περί των από 11 Μαΐου και 28 Νοεμβρίου 1968 Γράμματα του Πατριάρχου Αθηναγόρου προς τον Αθηνών Ιερώνυμον, δι’ ων η Μήτηρ Εκκλησία μετά πάσης φιλαδελφίας και τω κοινώ συμφέροντι διακονούσα, προληπτικώς και λίαν εγκαίρως υπεδείκνυ τα δέοντα, και εν τούτω αγνοηθείσα, και διαμαρτυρηθήναι επί πάσαις ταις παραβάσεσι της ΠΣΠ του 1928, ταις υπό της Αγιωτάτης ΕΕ αποτολμηθείσας, συν τη εκφράσει δε της επί τοις γενομένοιςβαθυτάτης θλίψεως της Μητρός Εκκλησίας δηλώσαι, εξ αποφάσεως, ότι ο καθ’ ημάς Αγιώτατος Αποστολικός και Πατριαρχικός Οικουμενικός Θρόνος ουδαμώς στέργει οιανδήτιν αγενομένην ή γενησομένην ερήμην αυτού παράβασιν ή αλλοίωσιν των εν τη ειρημένη Πράξει διαλαμβανομένων, και τέλος, ερωτήσαι την Αγιωτάτην ΕΕ είγε και κατά πόσον άχθος υπάρχει αυτή η επιτροπικώς ανάθεσις της εκκλησιαστικής διοικήσεως των περί ων πρόκειται επαρχιών του Οικουμενικού Θρόνου, ίνα η Μήτηρ Εκκλησία, η αείποτε το κοινόν συμφέρον της εις Κύριον εν τη Αγία Ορθοδοξία και ταις πατρώαις παραδόσεσιν οικοδομής του σώματος του Χριστού εργασαμένη, εν άλλωκανονικώ σχήματι εκκλησιαστικής διοικήσεως προνοήση περί του ευσεβούς πληρώματος των επαρχιών τούτων».

 
Συνακόλουθα, ανάλογη υπήρξε και η δημόσια δήλωση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, στην οποία άνευ δευτέρας σκέψεως ετονίζετο ευθέως ότι: «Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον… δηλοί ότι τούτο εμμένει εις τους εν τη ειρημένη ΠΣΠ διαλαμβανομένους όρους, μη στέργον το παράπανοιανδήτιν απαραβίασιν ή αλλοίωσιν αυτών, και τονίζει ότι η περί ης πρόκειται πράξις είναι συμφωνία τριών παραγόντων εκκλησιαστικοκανονικής ρυθμίσεως του ζητήματος, και συνεπώς απαραβίαστος ερήμην του Οικουμενικού Πατριαρχείου, όπερ και επιφυλάσσει εις εαυτό πάντα τα εκ της Πράξεως ταύτης απορρέοντα δικαιώματα αυτού».
 
Η δικαίωση του Πρωτοθρόνου Οικουμενικού Πατριαχείου επήλθε και η ιεροκανονική τάξη και ευταξία απεκατεστάθη, ότανπαρητήθη ο ούτως ή άλλως αντικανονικώς εκλεγείς υπό τα «Αριστίνδην Συνόδου» Αθηνών Ιερώνυμος Α΄ και εξελέγη ο από Ιωαννίνων Σεραφείμ Α΄ (1974-1998), ο οποίος εσεβάσθη απολύτως τα αδιαπραγμάτευτα και απαραμειώτως ισχύοντα ιεροκανονικά δίκαια της Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας επί των αδιαμφισβήτητων πατριαρχικών εκκλησιαστικών επαρχιών αυτής στις λεγόμενες Νέες Χώρες. Ουδόλως μάλιστα είναι τυχαίο το γεγονός ότι επί της αρχιεπισκοπικής θητείας του Αθηνών Σεραφείμ Α΄ εψηφίσθη εν έτει 1977 ο νέος Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος (Νόμος 590/1977) στον οποίο κατοχυρώθησαν τόσο ο Πατριαρχικός και Συνοδικός Τόμος περί του Αυτοκεφάλου εκκλησιαστικού διοικητικού καθεστώτος της θυγατρός Ορθοδόξου εν Ελλάδι Εκκλησίας όσο και η Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1928 περί των πατριαρχικών εκκλησιαστικών επαρχιών των Νέων Χωρών «των Ιερών τούτων κειμένων διά πρώτην φοράν περιβληθέντων τοιουτοτρόπως νομικόν κύρος και ισχύν».
 
Ωσαύτως, όσον αφορά την επίσημη Ελληνική Πολιτεία, εψηφίσθη υπό της Βουλής των Ελλήνων το Σύνταγμα της Ελλάδος (1975), στο οποίο «δια πρώτην φοράν εν τη ιστορία της Ελληνικής Νομοθεσίας κατωχυρώθη η Πατριαρχική και ΣυνοδικήΠράξη του 1928».
 
Ο τότε Μητροπολίτης Φιλαδελφείας (1973-1990) Βαρθολομαίος (νυν Οικουμενικός Πατριάρχης) ως Διδάκτωρ του Κανονικού Δικαίου σε ειδική και εμπεριστατωμένη μελέτη αυτού, υπό τον τίτλο: «Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον εν τω Συντάγματι της Ελλάδος και εν τω Καταστατικώ Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος», αναφερόμενος στην συνταγματική κατοχύρωση του Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου (1850) περί της αυτοκεφαλίας της θυγατρός Ορθοδόξου εν Ελλάδι Εκκλησίας και της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως του 1928 περί των πατριαρχικών εκκλησιαστικών επαρχιών των λεγομένων Νέων Χωρών γράφει μετ’ εμφατικής επιτάσεως τα εξής: «τέλος, η περί ης πρόκειται παράγραφος ορίζει ότι η Αυτοκέφαλος Εκκλησίας της Ελλάδος διοικείται… «τηρουμένων των διατάξεων του Πατριαρχικού Τόμου της ΚΘ'(29) Ιουνίου του έτους 1850 και της Συνοδικής Πράξεως της 4ης Σεπτεμβρίου 1928». Πρόκειται περί του Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου, δι’ ου ανεκηρύχθη (και όχι «ανεγνωρίσθη» το αντικανονικώς και πραξικοπηματικώς διακηρυχθέν το 1833 αυτοκέφαλον), και της δίκην συμβάσεως μεταξύ του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Εκκλησίας της Ελλάδος υφισταμένης Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως περί της διοικήσεως των Ιερών Μητροπόλεων των Νέων Χωρών.
 
Είναι η πρώτη φορά καθ’ ην συνταγματικώς κατοχυρούνται εν Ελλάδι τα δύο ταύτα επίσημα κείμενα του Οικουμενικού Πατριαρχείου και πρέπει να ομολογηθεί διά λόγους δικαιοσύνης και διά την ιστορίαν, ότι μεγάλως συνέβαλεν εις τούτο ο μέχρι σήμερον Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Σεραφείμ, όστις εν γράμματι αυτού προς τον ΟικουμενικόνΠατριάρχηναπο 25.6.1975 εξαγγέλλει την υπό του νέου Συντάγματος της Ελληνικής Πολιτείας κύρωσιν του Τόμου και της Πράξεως, συμπίπτουσαν προς την 125ην επέτειοντης ανακηρύξεως του αυτοκέφαλου της Εκκλησίας της Ελλάδος και ερμηνεύει ταύτην ως σημαίνουσαν την έναρξιν νέας ευτυχούς εποχής εις τας σχέσεις τούτο μεν Εκκλησίας και Πολιτείας εν Ελλάδι, τερματιζομένου του από του 1833 αρξαμένου επιβλαβούς καθεστώτος του έξωθεν παρεμβατισμού εις τα της Εκκλησίας, τούτο δε Μητρός του Χριστού Εκκλησίας και θυγατρός Εκκλησίας της Ελλάδος, «επομένης τοις όροις της Μητρός Εκκλησίας»…
 
Η Πράξις, αφ’ ετέρου, του 1928 υπήρξεν απόρροιατης ανάγκης ρυθμίσεως από κανονικής και διοικητικής απόψεως της θέσεως των εν ταις υπό την κυριαρχίαν του Ελληνικού Κράτους περιελθούσαις Νέαις Χώραις επαρχιών του Οικουμενικού Πατριαρχείου, μετά τας επελθούσας επί τη λήξει του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου μεταβολάς εξεδόθη δε κατόπιν σχετικών συνεννοήσεων μεταξύ των τριών ενδιαφερομένων παραγόντων, ήτοι του Οικουμενικού Πατριαρχείου, της Εκκλησίας της Ελλάδος και της Ελληνικής Πολιτείας.
 
Διά της πράξεως ταύτης, ως και ανωτέρω ελέχθη, παραχωρείται άχρι καιρού η διοίκησις των εν ταις Νέαις χώραις επαρχιών του Οικουμενικού Πατριαρχείου εις την Εκκλησίαν της Ελλάδος υπό δέκα όρους, οι οποίοι, και οριστικώς ήδη κεκυρωμένοι διά του Συντάγματος, δέον να ισχύουν πλήρως διά λόγους στοιχειώδους κανονικής συνεπείας και χάριν των αρμονικών σχέσεων των δύο Εκκλησιών, εφ’ όσον η Πράξις αύτη είναι πάντοτε εν ισχύι και δη καθ’ όλην αυτής την έκτασιν».

 
Όσον αφορά ειδικότερα την απόλυτη ισχύ και υποχρεωτικότητα τηρήσεως και πιστής εφαρμογής όλων των διατάξεων του Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου του 1850 και της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως του 1928, όπως αυτά τα δύο ιεροκανονικά κείμενα κατοχυρώθηκαν στο Ελληνικό Σύνταγμα του 1975, ο τότε Μητροπολίτης Τυάνων (νυν Τυρολόης και Σερεντίου) Παντελεήμων Ροδόπουλος, Καθηγητής του Κανονικού Δικαίου στη Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ., σε σχετική επιστημονική μελέτη αυτού, υπό τον τίτλο: «Το Σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας (1975) και η Εκκλησία της Ελλάδος», μεταξύ πολλών άλλων γράφει και τα κάτωθι αξιοσημείωτα: «Εις την ως άνω σχετικήν παράγραφον του Συντάγματος, την αναφερομένην εις την τήρησιν των διατάξεων του Πατριαρχικού Τόμου του 1850 και της Συνοδικής Πράξεως του 1928 υπάρχει ασάφειά τις, κατά πόσονδηλαδή αύτη αναφέρεται εις την τήρησιν πασών των διατάξεων του Πατριαρχικού Τόμου και της Συνοδικής Πράξεως ή μόνον των περί του τρόπου συγκροτήσεως της Ιεράς Συνόδου. Ανεξαρτήτως όμως του τρόπου διατυπώσεως της επί μέρους παραγράφου ταύτης, το Σύνταγμα κατοχυρώνει το αυτοκέφαλον της Εκκλησίας της Ελλάδος, επομένως και το περιεχόμενον, την έκτασιν και τα όρια του αυτοκεφάλου και ταύτα ορίζονται και διαγράφονται εν τωΠατριαρχικώΤόμω και τη Συνοδική Πράξει, διά των οποίων το αυτοκέφαλονεδόθη υπό της επί τούτω αρμοδίας εξουσίας εις την Εκκλησίαν της Ελλάδος. Συνεπώς η τήρησις πασών των διατάξεων του Τόμου και της Πράξεως είναι υποχρεωτική και ο Καταστατικός Χάρτης της Ελλάδος πρέπει να εναρμονίζεται προς τας διατάξεις του Πατριαρχικού Τόμου και της Συνοδικής Πράξεως».
 
Άξιος ιδιαιτέρας μνείας και διαχρονικής σημασίας είναι οεπίλογος του Μητροπολίτου Φιλαδελφείας (νυν Οικουμενικού Πατριάρχου) Βαρθολομαίου στην προμνημονευθείσα ειδική επιστημονική μελέτη αυτού, όπου επί λέξει υπογραμμίζει γράφοντας ότι: «Ως εξάγεται εκ των προλεχθέντων, τόσον το Σύνταγμα της Ελλάδος όσον και ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος αναφέρονται μετά του δέοντος σεβασμού εις τον ιερόν αιωνόβιονθεσμόν του Οικουμενικού Πατριαρχείου και κατοχυρώνουν τα σχετικά με την Ελληνικήν Επικράτειαν, διά την οποίαν και θεσμοθετούν κανονικά αυτού δικαιώματα και προνόμια. Ιδιαιτέρως ο Καταστατικός Χάρτης, εν αντιθέσει προς εκείνον του 1969, τον εισαγαγόντα σύστημα ξένον προς την ημετέραν παράδοσιν και μη προερχόμενον εξ οργανικής εξελίξεως του εκκλησιαστικού βίου, και άρα σύστημα πεποιημένον, κινείται εντός των πλαισίων της παραδόσεως του χώρου διά τον οποίον και εψηφίσθη γενικώς, ειδικώτερον δε της παραδόσεως των αγαθών σχέσεων Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας και Εκκλησίας της Ελλάδος ως σχέσεων Μητρός και θυγατρός.
Άλλωστε, τον σεβασμόν τούτον και την τιμήν ταύτην οφείλουν όλαι αι κατά τόπους Ορθόδοξοι Εκκλησίαι προς την Πρωτόθρονον Εκκλησίαν της Κωνσταντινουπόλεως, διότι όλαι ποικιλοτρόπως και πολλαχώς ευηργετήθησαν υπ’ αυτής κατά την διαδρομήν της ιστορίας, ήτις και είναι αδιάψευστος μάρτυς της στοργικής προς πάντας και δη προς τους εμπεριστάτους Ορθοδόξους λαούς δραστηριότητος και προσφοράς του Οικουμενικού Πατριαρχείου».
 

Όταν κατά την περίοδο της δικτατορίας (1967-1974) στην Ελλάδα η διοικούσα Εκκλησία της Ελλάδος υπό τον Αθηνών Ιερώνυμο Α΄ απεπειράθη να καταστρατηγήσει και ακυρώσει deFacto καιdeJure, όπως προελέχθη, τους όρους της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως του 1928 περί των πατριαρχικών εκκλησιαστικών επαρχιών των Νέων Χωρών, ο επιστημονικός κάλαμος του αοιδίμου Καθηγητού της Νομικής Σχολής του Α.Π.Θ. Κωνσταντίνου Βαβούσκουδιετύπωσε και εν ταυτώ διεκήρυξε την αλήθεια του πράγματος στο πρωτοποριακό επιστημονικό πόνημά του, υπό τον τίτλο: «Η Νομοκανονική Υπόστασις των Μητροπόλεων των Νέων Χωρών», στο οποίο «expressisverbis» γράφει και η γραφή του είναι απαραμειώτως διαχρονικά επίκαιρη, ότι:«Αι Μητροπόλεις των Δωδεκανήσων, η εκκλησιαστική περιφέρεια της Κρήτης και αι Μητροπόλεις των Νέων Χωρών ανήκουν, ως ελέχθη, εις το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, κατά τρόπον νομοκανονικώς αναμφισβήτητον, και, συνεπώς, μόνον τούτο δικαιούται να διαθέτη τα κατά τον νόμον και τους ιερούς κανόνας κυριαρχικά δικαιώματά του επ’ αυτών, δι’ εκδόσεως Πατριαρχικών και Συνοδικών Πράξεων. Ώστε το λεγόμενον (και γραφόμενον) ότι είναι εις την εξουσίαν της Εκκλησίας (της Ελλάδος) και της (ελληνικής) πολιτείας να επεκτείνουν κατά το δοκούν, ήτοι άνευ συγκαταθέσεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου, τον ΚαταστατικόνΧάρτην της Εκκλησίας της Ελλάδος εις απάσας τας περιφερείας του Πατριαρχείου τούτου είναι νομικώς και κανονικώς απαράδεκτον, εκτός αν λάβη την μορφήν πραξικοπήματος!
 
Εν όψει τούτων η έναντι του Οικουμενικού Πατριαρχείου κατά τας περιστάσεις συμπεριφορά της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος ως συνόλου ή τινών εκ των παραγόντων αυτής ατομικώς ενεργούντων, η οποία έχει ως αντικείμενον την μείωσιν της δικαιοδοσίας ή του γοήτρου αυτού έστω, δεν είναι μόνον νομικώς, αλλά και ηθικώς και εθνικώς δι' ημάς απαράδεκτος.
 
Δι' αυτό συνειδητοποιούν πλέον το Πατριαρχείον τούτο τα δικαιώματά του επί των εις τας Νέας Χώρας της Ελλάδος ευρισκομένων Μητροπόλεων αυτού και την εξ αυτών απορρέουσανεξουσίαν, το παγκόσμιον κύρος του και το ηθικόν του ανάστημα, ως εκ της επί αιώνας κηδεμονίας του έθνους και του ρόλου τον οποίον διεδραμάτισε κατά τους εθνικο-απελευθερωτικούς αγώνας των Νέων Χωρών κατά τα τελευταία προ της απελευθερώσεως αυτών έτη, δύναται να προβή εις ανάκλησιν της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως του 1928, εφ’ όσον έπαυσαν ήδη συντρέχοντες οι λόγοι, οι οποίοι υπηγόρευσαν τότε την έκδοσιν αυτής, και εις ανάληψιν της ενεργού διοικήσεως αυτών. Τοιουτοτρόπως, ως φαίνεται, επιθυμεί η Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Ελλάδος, ώστε να καταστή ει δυνατόν, το εκκλησιαστικόν κέντρον όλου του χώρου του Ελληνισμού.
 
Πράγματι, ηκούσθησαν κατά καιρούς και φωναί όπως αποσπασθή του Οικουμενικού Πατριαρχείου και αυτός ούτος ο απόδημος Ελληνισμός, κατά τρόπον ώστε το Πατριαρχείον τούτο ουχί μόνον να παύση να είναι «Οικουμενικόν, αλλά να παύση να είναι και απλώς «Πατριαρχείον», με αποτέλεσμα να δυνηθή το Πατριαρχείον της Ρωσίας, ως το της «τρίτης Ρώμης», ως αυτοαποκαλείται ήδη από του 15ου αιώνος, να αναλάβη την ηγεσίαν της Ορθοδοξίας, την οποίαν φυσικά ημείς διά των πράξεών μας θα παραδώσωμεν εις αυτό…».

 
Συνεπώς, εν επιλόγω, καλόν, συνετόν και φρόνημον θα ήταν η διοικούσα Εκκλησία της Ελλάδος υπό τον Αθηνών Ιερώνυμο Β΄ να μη δυσαρεστείται ή δυσανασχετεί όταν, ανά τριετίαν, η Πρωτόθρονος Μήτηρ Αγία Μεγάλη του Χριστού Κωνσταντινουπολίτις Εκκλησία προσκαλεί δι’ επισήμων Πατριαρχικών Γραμμάτων τους εαυτής Πατριαρχικούς Ιεράρχες στις πατριαρχικές εκκλησιαστικές επαρχίες των Νέων Χωρών να λάβουν μέρος στο σώμα της σεπτής Ιεραρχίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου εν Κωνσταντινουπόλει, όπως συνέβη και το έτος 2015 και το έτος 2018, παρά το γεγονός ότι προς στιγμήν, ατυχώς ή και τραγικώς, η διοικούσα Εκκλησία της Ελλάδος απεπειράθη να δημιουργήσει ζήτημα σχετικώς με την αποστολή των προσκλητηρίων Πατριαρχικών Γραμμάτων προς τους Πατριαρχικούς Ιεράρχες των Νέων Χωρών, οι οποίοι ωσαύτως ουδένα δισταγμόν θα πρέπει να έχουν όταν προσκαλούνται υπό της Μητρός αυτών Εκκλησίας να συμμετάσχουν στο πάντιμο συνοδικό σώμα αυτής, διότι δεν είναι Ιεράρχες της θυγατρός Ορθοδόξου εν Ελλάδι Εκκλησίας αλλά του Αποστολικού, Πατριαρχικού και Οικουμενικού Θρόνου της Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας.
 
Εν τέλει, οφείλουν άπαντες, ανεξαιρέτως άπαντες, να λάβουν σοβαρά υπόψιν τους το του αοιδίμου Καθηγητού του Κανονικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Κ. Ράλλη γραφέν ότι: «Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον έχει το δικαίωμα και από του Νόμου, και από των γενομένων συμφωνιών, ως αύται διατυπούνται, να άρη από της Εκκλησίας της Ελλάδος την εκκλησιαστικήν διοίκησιν των Νέων Χωρών και αναλάβη πάλιν αυτήν καθ’ ολοκληρίαν» και «ανά πάσαν στιγμήν».
 

*Ο Ιωάννης Ελ. Σιδηράς είναι Θεολόγος – Εκκλησιαστικός Ιστορικός – Νομικός

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.