Ἡ Δωρεα
Ἀνήμερα τοῦ Σταυροῦ, σὰν ἀπόλυκε ἡ λειτουργία, ὁ Ντίνος ὁ Γαζέτας πῆγε στὸ μαγαζὶ τοῦ Ἄγγελου τοῦ Ἀραμπατζῆ καὶ ψώνισε ταμπάκο καὶ λίγο καλάι. Ἤθελε νὰ γανώσει κάτι χαλκώματα. Ὕστερα κατέβηκε στὸ καφενεῖο τῆς Φροσύνης κι ἔκατσε ἔξω, κάτω ἀπὸ τὴν κρεβάτα. Ἦσαν κι ἄλλοι ἐκεῖ, σχεδὸν ὅλοι οἱ ἄντρες τοῦ χωριοῦ. Ἡ γιορτὴ μεγάλη. Κανεὶς δὲν πῆγε γιὰ δουλειὰ στὰ χωράφια.
Γελάγανε ὅλοι μὲ τὶς περιπέτειες τοῦ Νάκου τοῦ Κουτσουρούμπα. Κι ὁ Ντίνος ἔκατσε μόνος του στὸ τραπέζι κι ἔκανε χάζι μὲ τὰ κατορθώματα τοῦ φίλου του, τοῦ Νάκου. Τότες τὸν πλησίασε ὁ Ἀνέστης ὁ Κουτσοβασίλης καὶ τὸν ρώτησε:
―Ντίνο, μπορῶ νὰ κάτσω στὸ τραπέζι σου ποὺ σὲ θέλω;
―Κάτσε, τοῦ εἶπε ὁ Ντίνος μὲ περιέργεια, νὰ ἰδεῖ τί τὸν ἤθελε αὐτὴ ἡ γουρνομουτσούνα.
―Τί συμβαίνει; τὸν ρώτησε ὁ Ντίνος.
―Νά, ἄκου τί σὲ θέλω. Μὲ στεναχωρᾶς, Ντίνο, καὶ θέλω νὰ τελειώνουμε τὸ θέμα…
―Ποιό θέμα;
―Νά, τὸ θέμα μὲ τὸ χωράφι στοῦ Ντελαλῆ…
―Καί ποῦ τὸ ξέρω ὅτι σὲ στεναχωράω; Μοῦ τὸ ἔχεις ξαναπεῖ ὅτι σὲ στεναχωράω; τοῦ εἶπε αὐτιασμένος καὶ γύρισε μὲ ἀπορία κατὰ τὸ μέρος τοῦ Ἀνέστη.
―Νά, ἔχω παράπονο ὅτι περνᾶτε μέσα ἀπὸ τὸ δικό μου γιὰ ν’ ἀνεβεῖτε ἀπάνου στὸ δικό σας…
―Ἄ, γι’ αὐτὸ σὲ στεναχωράω; Αὐτὰ τὰ ἔχει κανονίσει ὁ πατέρας σου μὲ τὸν πεθερό μου, τοῦ εἶπε αὐστηρὰ ὁ Ντίνος.
―Ναί, ἀλλὰ ἔχουνε περάσει πενήντα χρόνια, κι ἔπειτα ἄλλο οἱ παλιοί… Ἐγὼ τώρα δὲν περνάω μέσα ἀπὸ τὸ δικό σου στὸ Ποτάμι…
―Ναί, τὸν ἀντίκοψε ὁ Ντίνος, γιατί δὲν περνᾶς; Δὲν σ’ τὸ ἀπαγο-
ρεύω…
—Ναί, ἀλλὰ ἐγὼ δὲν ἔχω πιὰ χωράφι στὸ Ποτάμι, γιατὶ τὸ πῆρε τὸ
νερὸ στὴ μεγάλη κατεβασιὰ ποὺ ἔκανε…
―Κι ἐγὼ τί φταίω; τὸν διέκοψε ὁ Ντίνος.
―Δὲ φταῖς ἐσύ, ἀλλὰ δὲν εἶναι σωστὸ νὰ περνᾶτε μέσα ἀπὸ τὸ δικό μου χτῆμα, ἐνῶ ἐγὼ δὲν περνάω ἀπὸ κανένα δικό σας…
Ἡ κουβέντα ἄναψε. Ὅμως ὁ Ντίνος τὸν ἔκοψε.
―Ἄκου, ρὲ Ἀνέστη, μέρα ποὺ εἶναι σήμερα, ἂς τὸ ἀφήκουμε… Καὶ μιλᾶμε μιὰν ἄλλη ὥρα. Εἶναι γιορτὴ σήμερα, δὲν κάνει νὰ τσακωθοῦμε…
―Ὄχι, Ντίνο, ἀπάντησε αὐτός, ἐγὼ εἶμαι χτηματίας. Καὶ ὡς χτηματίας θέλω τὸ δίκιο μου. Καὶ τὸ θέλω τώρα ἐγὼ τὸ δίκιο μου. Δὲν μπορῶ νὰ τὸ ἀναβάλω. Ἐξάλλου ὁ Φώτης ὁ Γκέρμπεσης, τώρα μοῦ γύρεψε ν’ ἀγοράσει τὸ χωράφι στοῦ Ντελαλῆ. Μοῦ δίνει τριάντα χιλιάδες δραμές. Ποῦ θὰ βρῶ ἐγὼ τέτοια τιμὴ ξανά, κι ὁ ἄνθρωπος θέλει νὰ καθαρίσω τὸ θέμα. Τί ζητάω ἐγὼ, Ντίνο; Νὰ μὴν περνᾶτε μέσα τὸ χωράφι…
―Γιὰ στάσου, ρὲ Ἀνέστη, δὲν εἶναι λογικὸ αὐτὸ ποὺ ζητᾶς. Ἀπὸ ποῦ θὰ μπαίνουμε ἐμεῖς στὸ δικό μας; Ὕστερα, οἱ γέροι τὰ εἴχανε βρεῖ. Ὁ γέρο-Πουλής, ὁ πεθερός μου, εἶχε δώκει κι ἕνα κριάρι τοῦ πατέρα σου. Καὶ τὸν ἐτάιζε τζάμπα ἐπὶ ἕνα χρόνο…
—Ἄ, Ντίνο, αὐτὸ δὲν εἶναι γραμμένο πουθενά. Ἔχεις χαρτί; Ἅμα ἔχεις χαρτι, πάω πάσο. Ἅμα δὲν ἔχεις, ἀπὸ αὔριο κιόλας, δὲν περνᾶς μέσα ἀπὸ τὸ δικό μου τὸ χωράφι… Ἔτσι εἶπε θυμωμένος καὶ σηκώθηκε κι ἔφυγε χτυπώντας τὴν καρέκλα του…
Ὁ Ντίνος, ἀγρίεψε. Μάζεψε πολὺ θυμὸ μέσα του, ἀλλὰ δὲν ἔβγαλε μιλιά. Ἤπιε τὸν καφέ του, χαιρέτησε τὸν κόσμο λέγοντας:
―Ἄντε καὶ τοῦ χρόνου, ρὲ παιδιά… Μὲ ὑγεία… Καὶ πῆρε τὸ δρόμο γιὰ τὸ σπίτι του. Νὰ φάει μὲ τὰ παιδιά του, τὴ γυναίκα του καὶ τὴν κουνιάδα του ποὺ εἶχε ἔρθει ἀπὸ τὴ Νεμούτα. Περνώντας τὸ σπίτι τοῦ Πέτρου, ἄναψε τσιγάρο καὶ μονολόγησε:
—Ρὲ μπελὰς ποὺ μὲ βρῆκε…
Στὸ τραπέζι δὲν ἀνέφερε τίποτα. Ἄφησε νὰ τὸ κουβεντιάσει τὴν ἑπομένη μὲ τὴ γυναίκα του καὶ τὴν κουνιάδα του.
Τὴν ἑπομένη, ποὺ τὸ κουβεντιάσανε, πήρανε τὴν ἀπόφαση νὰ τοῦ εἰποῦνε, πὼς ἔτσι τὸ βρήκανε κι ἔτσι τὸ συνεχίζουνε. Ἡ γυναίκα του εἶπε ὅτι δὲν εἶχε δεῖ αὐτὸ τὸ χαρτί. Ἡ μεγάλη ἀδερφή της, λέει, τὸ εἶχε δεῖ νὰ τὸ διαβάζει ὁ συγχωρεμένος ὁ πατέρας τους. Τὸ φύλαγε, λέει, μέσα στὴ μεγάλη κασέλα, ποὺ εἶχε φέρει ἀπ’ τὴν Ἀμέρικα. Γράμματα ὅμως ἡ δόλια δὲν ἤξερε καὶ δὲν τὸ εἶχε διαβάσει ἡ ἴδια. Μετά, ποὺ πέθανε ὁ πατέρας τους, δὲν τὸ ξαναεῖδε. Τὴν κασέλα τὴν πῆρε ὁ πατριός τους ὁ Φλάσκας, σὰν πέθανε ἡ μάνα τους.
Ἄκρη δὲν βγῆκε μὲ τὸ χαρτί, κι ἀποφασίσανε νὰ παραγγείλουνε στὸν Κουτσοβασίλη, μὲ τὸν παπά, νὰ πάει στὰ δικαστήρια. Κι ἅμα χάσει, πληρώνει καὶ τὰ ἔξοδα. Ἅμα κερδίσει, πλερώνουμε ἐμεῖς καὶ δὲν περνᾶμε ἀπὸ μέσα. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο, θὰ πήγαινε ὁ Ντίνος στὸν Πύργο, νὰ τὰ μιλήσει μὲ τὸν Πιέρρο τὸ δικηγόρο, ἀμέσως μετὰ τὸν τρύγο.
Ὁ καιρὸς τοῦ τρύγου πέρασε. Ἔμπαινε ὁ χειμώνας. Εἴχανε ἀρχίσει νὰ μαζεύουνε τὶς ἐλιές. Ὁ Ντίνος πῆγε στὸν Πύργο καὶ συνεννοήθηκε μὲ τὸ δικηγόρο. Κατόπιν, ἐμήνυσε τοῦ Ἀνέστη, πάλι μὲ τὸν παπά, γιατὶ ἤτανε ὁ μόνος στὸν ὁποῖο στεκότανε σούζα μπροστά του, πὼς θὰ περνάει μέσα ἀπὸ τὸ χωράφι, ὅπως εἴχανε συμφωνήσει οἱ παλιοί. Κι ἂν συνέχιζε νὰ ἔχει ἀντιρρήσεις, νὰ τοῦ κάνει μήνυση. Ὁ Ἀνέστης δὲν ἀντέδρασε. Εἶπε:
—Καλά, θὰ τὸ ἰδοῦμε, παπά… Μονάχα πές του πὼς μὴν τολμήσει καὶ μπεῖ μέσα στὸ χωράφι, τώρα ποὺ εἶναι οἱ ἐλιές, γιατί δὲ θὰ κάτσω μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα.
Ὁ παπὰς τὸν πίεσε νὰ πάρει πίσω τὸ λόγο του ὅτι δὲ θὰ κάνει καμιὰ χειροδικία. Ὁ Κουτσοβασίλης συμφωνοῦσε μὲ τὸν παπά, ἀλλὰ στὸ τέλος τοῦ ἔλεγε δὲ θὰ κάτσω μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα… Ὁ παπὰς εἶδε ὅτι δὲν μποροῦσε νὰ συνεννοηθεῖ καὶ τὸν παράτησε.
Ὁ καιρὸς ἤτανε καλός. Ἔτσι, μετὰ τοῦ Ἅι-Δημητριοῦ εἴχανε σκορπίσει οἱ ἄνθρωποι στὰ χωράφια καὶ παλεύανε νὰ μαζέψουν τὸ λαδάκι τῆς χρονιᾶς. Μὲ τὰ χέρια μαζεύανε τὶς ἐλιὲς ἀπ’ τὸ χῶμα. Μὲ τὶς τέμπλες βαράγανε τὰ κλαριά. Μαρτύριο σωστό.
Ὁ Ντίνος μεταφέρθηκε μὲ τὴ φαμελιὰ του στὸ χωράφι, στοῦ Ντελαλῆ. Μπήκανε στὸ χέρσο χωράφι τοῦ Κουτσοβασίλη μὲ προσοχὴ κι ἀνεβήκανε ἀπάνω στὸ δικό τους. Ψυχὴ πουθενά. Τὸ χωράφι τοῦ Ντίνου ἤτανε περιποιημένο. Γιομάτο μὲ κάτι αἰωνόβιες ἐλιές. Θἄτανε ὣς καὶ εἴκοσι μέτρα ψηλὲς ἡ καθεμία. Προικῶο τὸ χωράφι, τῆς γυναίκας του. Μποτζαίικο. Πιάσανε νὰ παλεύουνε δυὸ νοματαῖοι καὶ τὸ κοριτσάκι. Αὐτὸς ράβδιζε μὲ τὴν τέμπλα ἀπάνω στὴν ἐλιὰ καὶ ἡ γυναίκα μὲ τὴν κόρη μαζεύανε τὶς ἐλιὲς ἀπὸ τὴ γῆς. Δουλεύανε σκληρά, ἀπὸ τὸ χάραμα μέχρι τὸ σούρουπο, νὰ τὶς ραβδίσουνε, νὰ τὶς μαζέψουνε καὶ νὰ τὶς σακιάσουνε. Εἴκοσι πέντε μέρες παλεύανε. Μένανε ἐκεῖ, σὲ μιὰ ἀχυροκαλύβα ποὺ εἴχανε γιὰ τέτοιες ὧρες. Μαζί καὶ τὰ δυὸ μικρὰ στὴ νάκα.
Ὅλες τὶς μέρες ποὺ μείνανε στοῦ Ντελαλῆ, δὲν φάνηκε ὁ Ἀνέστης. Τί νὰ κάνει ἄλλωστε ἐκεῖ; Ἐλιὲς δὲν εἶχε στὸ χωράφι. Παρατημένο τὸ εἶχε. Ἔτσι, ὁ Ντίνος μὲ τὴν οἰκογένειά του πιστέψανε πὼς τοῦ πέρασε ὅταν τοῦ μίλησε ὁ παπάς. Καὶ ἀφιερωθήκανε στὴ δουλειά τους.
Ὅταν τελειώσανε, ὁ Ντίνος πῆρε τὴν κόρη του τὴ Βασίλω καὶ κίνησε, πεζῇ αὐτὸς καὶ καβάλα στ’ ἄλογο τὸ κορίτσι, νὰ γυρίσει στὸ χωριό. Πήγαινε νὰ μιλήσει μὲ τοὺς φίλους του, νὰ τὸν βοηθήσουνε. Νὰ φέρουνε κι ἐκεῖνοι τὰ ζᾶ τους, νὰ τὶς φορτώσουν καὶ νὰ τὶς φέρουνε στὸ χωριό, στὸ λιοτρίβι. Ἔτσι κάνανε τότες. Κολεγιές. Ὁ ἕνας βόηθαγε τὸν ἄλλονε, κι ὅλοι μαζὶ στὸ τέλος τὸ γλεντάγανε. Ἔτσι, ’θελα τελειώσουνε πιὸ γρήγορα, γιατὶ ἔρχονταν οἱ γιορτὲς τῶν Χριστουγέννων καὶ θὰ πιάνονταν μὲ τὸ σφάξιμο τῶν γουρουνιῶν καὶ μ’ ἄλλα. Ἡ γυναίκα μὲ τὰ μικρὰ ἔμεινε πίσω νὰ φυλάει τὰ σακιά.
Πῆρε τὴν κόρη καὶ κίνησε κατὰ τὶς πέντε. Τὴν ὥρα δηλαδὴ ποὺ ἔπεφτε τὸ σκοτάδι. Δὲν φοβόταν ὅμως. Ἤτανε ἄνθρωπος ἀτρόμητος. Ἂν δὲν ἤτανε ἔτσι, θά ’χε ἀπὸ καιρὸ ἀφήκει τὸν κόσμο αὐτόν. Ἀπὸ παιδάκι ἄφοβα περπατοῦσε τὴ νύχτα κι ἔκανε θελήματα. Πέρναγε σὰν ἀερικὸ ἀπὸ τ’ ἀναθέματα. Τίποτες, ποτὲ δὲν εἶδε. Μήτε σμοιρδάκια, μήτε στοιχειά… Τίποτες δὲν τὸν ἄγγιξε.
Μιὰ φορά, τὸν ἐβάλανε μπροστὰ οἱ ἄλλοι στὸν καφενέ. Ἤτανε ἡ ὥρα δέκα τὸ βράδυ. Ἄγριος χειμώνας ἔξω. Ὁ ἀγέρας λυσσομανοῦσε καὶ τὸ κρύο ἔκοβε σὰ λεπίδι.
―Δε μπορεῖς ρὲ νὰ πᾶς στὸν Ἁϊ-Γιώρη, στὸ Κοιμητήρι… Φοβᾶσαι τοὺς ἀποθαμένους.
―Τί μοῦ δίνετε ρέ; τοὺς ἀντίκοψε. Ἔτσι δὲν πάω! Βάλτε στοίχημα κι ἐλᾶτε νὰ ἰδεῖτε. Ἐγὼ χάνω ἕνα τάλιρο. Σεῖς πόσα χάνετε;
―Κι ἐμεῖς ἕνα τάλιρο ρέ, εἶπε ὁ Βλάσης ὁ Γιόγκαρης. Ἀλλὰ ποῦ ξέρουμε ὅτι δὲν θὰ τὴν κοπανήσεις μέσα τὰ σκοτάδια;
―Δῶσ’ μου ρὲ τὸ σουγιά σου, τοῦ εἶπε ὁ Ντίνος, δώσ’ τονε κι ἄι ταχειὰ τὸ πρωὶ νὰ τὸν πάρεις ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ Ἅι-Γιώρη…
―Τόκα το ρέ, εἶπε ὁ Γιόγκαρης μὲ αὐθάδεια, τόκα το…
―Τόκα το ρέ, εἶπε ὁ Ντίνος καὶ πῆρε τὸ σουγιὰ ποὺ τοῦ ’δωκε ὁ ἄλλος.
Τὴν ἄλλη μέρα πήγανε στὸν Λεῦκο, πάνω ἀπ’ τοῦ Γιωργίκου τὸ περιβόλι, ὅλη ἡ μπομπαρία καὶ πήρανε τὸ σουγιὰ ἀπὸ τὴν πόρτα τῆς ἐκκλησιᾶς, ὅπου τὸν εἶχε μπήξει ὁ Ντίνος… Ἀπὸ τότες κανεὶς δὲν ἔβανε στοίχημα μαζί του, γιατὶ θὰ τό ’χανε. Ἀλλὰ κι αὐτός, παρ’ ὅτι δέκα χρονῶν παιδάκι, ἀπόχτησε μιὰ σοβαρότητα στὶς σχέσεις του μὲ τοὺς ἄλλους, κι ὅλοι ξέρανε πὼς εἶχε λόγο, κι ἀκόμη πὼς ἤτανε ἀτρόμητος.
Καμάρωνε ποὺ ἤξερε πάνω ἀπὸ πεντακόσια τραγούδια κλέφτικα καὶ τῆς ἀγάπης. Ὅταν κινοῦσε νὰ πάει κάπου μὲ τ’ ἄλογο, ἄρχιζε στὴν ἀρχὴ νὰ σφυρίζει τὸ σκοπὸ καὶ μετὰ ἔπιανε τὸ τραγούδι. Ἀκουγότανε σὰν ἀηδόνι ἡ φωνὴ του μέσα στὶς ρεματιές. Ἔτσι καὶ τώρα. Τοῦ εἶπε ἡ Βασιλικούλα του:
―Πες τοὺς Κολοκοτρωναίους, πατέρα… Κι ἔπιασε τὸ τραγούδι:
Μωρ’ περδικούλα τοῦ Μωριᾶ
μωρ’ περδικούλα τοῦ Μωριᾶ
κοσμοπερπατημένη…
Αὐτοῦ ψηλὰ ποὺ πέτεσαι
καὶ χαμηλὰ 'γναντεύεις
μὴν εἶδες κλέφτες πουθενὰ
τοὺς Κολοκοτρωναίους;
Τὸ σκοτάδι εἶχε πέσει γύρω, σὰν φτάσανε στὸ ρέμα τοῦ Ντούρου, κάτω ἀπὸ τὴν Τρανηλάκκα. Ὑπῆρχε μιὰ γαλήνη, ἁπλωμένη ἀπάνω στὴν νύχτα. Ὅλα ἄρχιζαν νὰ κοιμοῦνται ἥσυχα. Μόνο ἡ φωνὴ τοῦ Ντίνου ἔκοβε τὴ σιγαλιὰ καὶ τὰ πέταλα τ’ ἀλόγου κλό-πότ, κλό-πὸτ συνόδευαν τὸ τραγούδι χτυπώντας ρυθμικὰ πάνω στὶς πέτρες…
Πήγαιναν μέσα τὸ περικοπὸ γιατὶ ἄλλος δρόμος δὲν ὑπῆρχε.
Τὸ κοριτσάκι πρόσεχε κάθε λέξη τοῦ τραγουδιοῦ. Ἄκουγε τὸν πατέρα του ποὺ τραγουδοῦσε μέσα στὸ σκοτάδι καὶ χαιρότανε. Τὸν θαύμαζε. Ὁ Ντίνος εἶχε ἐπιταχύνει τὸ βῆμα του καὶ τ’ ἄλογο πήγαινε κι αὐτὸ γρήγορα πίσω του. Κατεβήκανε σιγὰ ἀπὸ τὸ ξέφωτο καὶ φτάσανε στὴ ρίζα τῆς βρύσης. Τότε ὁ Ντίνος σταμάτησε τὸ περπάτημα καὶ κατέβασε τὴ Βασιλικούλα ἀπὸ τ’ ἄλογο.
―Ἔλα, πουλάκι μου, τῆς εἶπε, κάτσε ἐδῶ πά, νὰ καθαρίσω τὸν κάνταλο νὰ πιοῦμε λίγο νεράκι…
Τὸ κορίτσι στάθηκε στὴν ἄκρη τοῦ ρύακα ποὺ σχημάτιζε τὸ νερὸ καθὼς ἔφευγε πρὸς τὰ κάτω κι ὁ Ντίνος πῆγε στὸν κάνταλο. Ἦταν ἥσυχα μέσα στὸ σκοτάδι τῆς νύχτας. Ξάφνου, ἐκεῖ ποὺ ὁ Ντίνος ἔβαλε τὴν παλάμη του βαθιὰ μὲσα στὸν κάνταλο, αἰσθάνθηκε ἕνα ρίγος νὰ διαπερνᾶ ὅλο του τὸ κορμὶ κι ἕνα ψυχρὸ ἀεράκι ἄρχισε νὰ σέρνεται πάνω στὰ ξερὰ φύλλα ποὺ βρίσκονταν καταγῆς, γύρω καὶ πέρα ἀπὸ τὴ βρύση. Καὶ τὸ νερὸ ποὺ ἔβγαινε μέσα ἀπὸ τὴ σκοτεινὴ τρύπα τῆς Παλιόβρυσης, τοῦ φάνηκε πὼς ἄρχισε νὰ γίνεται πιὸ ὁρμητικὸ· σὰ νὰ ἐρχότανε μαζὶ μὲ μιὰ βουή. Τραβήχτηκε λίγο, νὰ μὴ φοβίσει τὸ παιδί.
Ὅλα ἠρέμησαν ξαφνικά, ὅπως ξαφνικὰ εἶχαν ἀγριέψει. Ἕνας γκιώνης ἀκούστηκε νὰ καλεῖ, κλαίγοντας μὲς στὴ σιγαλιὰ τῆς νύχτας τὸ χαμένο ἀδερφό του. Τὸ ἄλογο ἀλαφιάστηκε. Χλιμίντρισε κάπως περίεργα.
―Πατέρα, σκιάζομαι, εἶπε τὸ κορίτσι.
―Τί σκιάζεσαι, τῆς εἶπε ὁ Ντίνος, ἐσὺ εἶσαι τσιούπα δικιά μου… Οὔτε τ’ ἀγόρια δὲ σὲ φτάνουνε… Κάτσε, τελειώνω μὲ τὸν κάνταλο κι ἔλα νὰ πιεῖς νερό…
Καθάρισε τὸν κάνταλο μὲ γρήγορες κινήσεις καὶ πῆρε τὴν τριχιὰ ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ κοριτσιοῦ.
―Ἔλα μου, πιές, τῆς εἶπε κι ἔκανε χῶρο νὰ περάσει τὸ κοριτσάκι. Βλέπεις; τὴ ρώτησε, πηγαίνοντας πάαραπέρα, καὶ συνέχισε: Στάσου ν’ ἀνάψω τὸ τσακμάκι μου…
Ἐκείνη τὴν ὥρα ποὺ ἄναψε τὸ τσακμάκι, φύσηξε ἕνας πιὸ δυνατὸς ἀέρας κι ἔκανε ὅλο τὸν τόπο ν’ ἀνταριάσει. Σὰ νὰ πέρασε ἕνα κακὸ ἀερικὸ καὶ σήκωσε ὅλα τὰ ξερὰ φύλλα. Τὸ τσακμάκι ἔσβησε. Τὸ κορίτσι σκύβοντας στὸν κάνταλο νὰ πιεῖ νερὸ ἔβγαλε μιὰ κραυγὴ καὶ τραβήχτηκε πίσω.
—Πατέρα, βοήθεια, εἶπε κι ἔτρεξε στὴν ἀγκαλιά του.
—Τί ἔπαθες, παιδάκι μου; ρώτησε ὁ Ντίνος.
Τὸ κορίτσι ἔτρεμε καὶ τὸν καλοῦσε νὰ φύγουν.
—Ἕνας ἴσκιος, πατέρα. Ἕνας ἄνθρωπος, πατέρα, ἕνας ἄνθρωπος πάνω στὴν καμάρα τῆς βρύσης… Τὸν εἶδε τὸ μάτι μου σὰν ἔσκυψα νὰ πιῶ νερό, οὔρλιαζε τὸ κορίτσι.
Ὁ Ντίνος σήκωσε τὸ κεφάλι του καὶ κοίταξε πάνω ἀπὸ τὴ βρύση. Σὰν νὰ τοῦ φάνηκε μιὰ σκιὰ νὰ τραβιέται κατὰ πίσω. Ὁ Ντίνος ἅρπαξε τὸ κορίτσι κι ἔκανε κάμποσα μέτρα πιὸ πέρα. Τὸ κοριτσάκι ἔτρεμε ἀπ’ τὸ φόβο του. Ὁ Ντίνος προσπαθοῦσε νὰ τὸ ἠρεμήσει, ἀλλὰ τὴν ἴδια στιγμὴ κάτι ἄστραψε ψηλά, ἐκεῖ ποὺ τοῦ φάνηκε πὼς εἶδε τὴ σκιά… Καὶ τότες, μιὰ ντουφεκιὰ ἔκανε σμπαράλια τὴν γαλήνη τῆς νύχτας. Ὁ ἐκκωφαντικός της ἦχος ποὺ πολλαπλασιαζόταν ἀπὸ τὸν ἀντίλαλο μέσα στὴ χαράδρα, τρόμαξε τὸ κορίτσι ἀλλὰ καὶ τὸν ἴδιο. Τὸ ἄλογο ἀφηνιασμένο ἄρχισε νὰ τρέχει πρὸς τὴ Δάφνη…
Μὲ μιὰ κίνηση βγῆκε ἀπὸ τὴν ἔκπληξη καὶ τὸ φόβο κι ἁρπάζοντας τὸ κορίτσι ἄρχισε νὰ τρέχει πίσω ἀπ’ τ’ ἄλογο. Τὸ κορίτσι ἤτανε μισολιπόθυμο.
―Κακὸ πὄπαθα, εἶπε ἀπελπισμένος, χωρὶς νὰ σταματήσει τὸ τρέξιμο. Τοῦ φάνηκε πὼς ἡ βουὴ πίσω του δὲν ἔλεγε νὰ σταματήσει. Σὰ νά ’βγαινε ἡ ψυχὴ τῆς γῆς μέσα ἀπ’ τὰ σπλάχνα της.
Τρέχοντας καὶ κρατώντας τὸ κοριτσάκι σφιχτὰ στὴν ἀγκαλιά του ἔφτασε στὸ ξέφωτο, πάνω στὸ Καταρράχι. Στὸ βάθος φαίνονταν τὰ πρῶτα σπίτια τῆς Δάφνης. Ἐκεῖ στάθηκε. Χλωμὸς ἀπὸ τὸ φόβο του, αὐτὸς ποὺ εἶχε περπατήσει μονάχος μὲς στὴ νύχτα ὅλα τὰ ρέματα κι ὅλες τὶς χοῦνες ἀπὸ πέντε χρονῶν! Κοίταξε πίσω του. Ἡσυχία. Δὲν ἀκουγόταν πιὰ τίποτα. Τὸ φεγγάρι ἀπὸ πάνω τους, ὁλόγιομο. Ἕνα μικρὸ σύννεφο περνοῦσε μπροστὰ ἀπὸ τὸ φεγγάρι.
—Βασίλω μου, εἶπε, Βασίλω μου, δὲν εἶναι τίποτα, παιδάκι μου, ἔλα μάτι μου, δὲν εἶναι τίποτα… Τὸ κοριτσάκι συνῆλθε. Τὸ φῶς τοῦ φεγγαριοῦ φώτιζε τὸ χλωμὸ προσωπάκι του. Κοίταξε γύρω του τρομαγμένο κι ἔβαλε τὰ κλάματα.
—Σώπα, παιδάκι μου, τοῦ εἶπε ὁ Ντίνος, σώπα καλῶς το μου… Νά, φτάσαμε στὴ Δάφνη… Θὰ μείνουμε ἀπόψε στὸν μπάρμπα σου τὸ Βασίλη. Αὔριο θὰ κινήσουμε γιὰ τὸ χωριό…
Τὸ πήρανε μὲ τὰ πόδια καὶ σὲ λίγο φτάσανε στὴ Δάφνη. Βρήκανε τὸ Φαρμάκη, ἔξω, στὴν αὐλὴ νὰ κουλαντρίζει τὸν Ντορὴ καὶ νὰ τὸν ρωτάει πῶς βρέθηκε ἐκεῖ. Μόλις ἄκουσε τὰ βήματα, σήκωσε μιὰ λάμπα ποὺ κρατοῦσε στὸ χέρι καὶ εἶπε:
—Ποῦ πᾶτε ρὲ τέτοιαν ὥρα; Δὲ σκιαζόσαστε τὸ λοιπὸν τὰ στοιχειὰ ποὺ κυβερνᾶνε τὴν πλάση;… Γιά ἐλᾶτε μου μέσα… Ἐσεῖς τὴ ρίξατε νυχτιάτικα τὴ ντουφεκιά;
—Τὸ παιδί, εἶπε ὁ Ντίνος, τὸ παιδὶ σκιάχτηκε… Κάτι εἶδε στὴ βρύση… Ἀπίθωσε τὸ κορίτσι πάνω σ’ ἕνα σάισμα στὸ παραγώνι. Ἡ Κοτσιονιά, ἡ γυναίκα τοῦ Φαρμάκη, τὸ πῆρε στὴν ἀγκαλιά της.
—Τί ἔπαθες, πουλάκι μου; Ποῦ σὲ γυρνάει ὁ μουρλὸς ὁ πατέρας σου τέτοια ὥρα;… Τί ἔπαθες; τὸ ρωτοῦσε, μὰ ἐκεῖνο τρομαγμένο κοίταζε τὸν πατέρα του.
―Τρόμαξε, εἶπε ὁ Ντίνος, τρόμαξε τὸ παιδί… Σταύρωσ’ το σὲ παρακαλῶ, μωρ’ νύφη. Ὕστερα, ἄναψε τσιγάρο καὶ μίλαγε χαμηλόφωνα μὲ τὸν ἀδερφό του.
—Βάλ’ τους νὰ φᾶνε, εἶπε ὁ Φαρμάκης.
—Ὄχι, ἔχουμε φάει, εἶπε ὁ Ντίνος. Νὰ ξαπλώσουμε μονάχα, γιατὶ πρέπει νὰ εἴμαστε νωρὶς στὸ Νιχώρι αὔριο…
Τὸ πρωί, πρὶν φύγουνε γιὰ τὸ Νιχώρι κι ἀκόμη πρὶν βγεῖ ὁ ἥλιος ἀπέναντι, στοῦ Παλούμπα τὰ βουνά, ὁ Ντίνος σηκώθηκε καὶ πῆγε μὲ τὸν Ντορὴ στὴ βρύση τοῦ Τζαμαλῆ. Ἀνέβηκε πάνω ἀπ’ τὴ βρύση καὶ περπάτησε ἀργὰ τὴν ἀπότομη ἀνηφορίτσα, μέχρι τὸ περιβόλι τοῦ Λακριντῆ. Τὸ περιβολάκι ἤτανε ἡμικυκλικό, σὰν φλέντζα πορτοκαλιοῦ. Ἔσπερνε ὁ Πέτρος ἐκεῖ καμιὰ ντομάτα, ἀγγούρια καὶ βλίτα τὰ καλοκαίρια. Τώρα ἤτανε ἐλεύθερο καὶ σκαμμένο.
Ἐπλησίασε ἀκροποδητὶ στὸν ὄχτο καὶ πῆγε ὅλο ἀριστερά. Ἐκεῖ στὴ γωνιὰ ἔβλεπες πιάτο κάτω στὴ βρύση. Εἶδε ἀχνάρια στὸ χῶμα. Μεγάλο πόδι. Ὁ δράστης εἶχε φύγει κατ’ ἀπάνω, κατὰ τὸ δάσος. Κάνα μέτρο πιὸ ἐκεῖ εἶδε τὸ φυσίγγι. Ἔσκυψε καὶ τὸ πῆρε. Τὸ ἔβαλε στὴν τσέπη. Στάθηκε καὶ ξανακοίταξε κατὰ τὴ βρύση. Ἔβλεπε κατευθεῖαν στὸ σημεῖο ποὺ ἐψὲς τὸ βράδυ ἄναψε τὸ τσακμάκι του. Γύρισε στὴ Δάφνη, πῆρε τὸ κοριτσάκι του ποὺ εἶχε ξυπνήσει καὶ τὸν ἔψαχνε ἀνήσυχο, κι ἔφυγαν γιὰ τὸ Νιχώρι.
Στὸ δρόμο, ὁ Ντίνος δὲν ἐμίλαγε. Μόνο κάπνιζε. Λίγο πρὶν φτάσουνε στὸ χωριό, εἶπε στὸ κοριτσάκι:
—Ἄκου, Βασίλω μου… Μιλιὰ σὲ κανέναν γιὰ χτὲς τὸ βράδυ… Δὲ θὰ πεῖς τίποτα πουθενά. Καὶ μὴ φοβᾶσαι, ἐγὼ θὰ τὸ ξεδιαλύνω… Μὴ σκιάζεσαι, στοιχειὰ δὲν ὑπάρχουν. Μόνο κακοὶ ἀνθρῶποι ὑπάρχουνε. Νὰ τὸ θυμᾶσαι. Καὶ θὰ ἰδεῖς ποὺ αὐτὸν τὸν κακὸ ἄνθρωπο θὰ τὸν ἔβρω καὶ θὰ τὸν τιμωρήσω…
Τὸ κοριτσάκι ἔνευσε στὸν πατέρα του ὅτι θὰ τηρήσει τὴ συμβουλή του. Φτάσανε κι ἀνοίξανε τὸ σπίτι. Ὁ Ντίνος πῆγε νὰ βρεῖ ἀνθρώπους νὰ φέρουνε τὶς ἐλιὲς ἀπὸ τοῦ Ντελαλῆ στὸ Νιχώρι. Τὸ κορίτσι ἔπιασε νὰ κάνει κάποιες δουλειὲς ποὺ εἶχε ὁρίσει ἡ μάνα του.
Στὸ μυαλὸ τοῦ Ντίνου εἶχε καρφωθεῖ τὸ χτεσινὸ ἐπεισόδιο. Καὶ καλὰ νὰ θέλουν τὸ κακὸ τὸ δικό του. Ἀλλὰ τὸ παιδάκι του, τί ἔφταιγε τὸ δόλιο; Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ βρῆκε τὸν κάλυκα, σκεφτόταν πὼς τὸν ἔχει στὸ χέρι αὐτὸν ποὺ τὸ ἔκανε… Στὸ μυαλὸ του εἶχε καρφωθεῖ ἡ φυσιογνωμία τοῦ Ἀνέστη τοῦ Κουτσοβασίλη. Δὲν ἔκανε κουβέντα σὲ κανέναν. Πρόσεχε ὅμως μὴ φανεῖ ὁ Ἀνέστης. Ἔριχνε καὶ καμιὰ ματιὰ κατὰ τὸ σπίτι του…
Ὁ Ντίνος ἤτανε καλός, νὰ τὸν πατήσεις. Γινόταν ἀγρίμι ὅμως, ἂν τὸν ἀδικοῦσες ἢ τὸν πρόσβελνες. Μποροῦσε νὰ φτάσει στὰ ἄκρα. Ὅταν ἔφτανε ἐκεῖ, δὲν καταλάβαινε τί ἔκανε. Μποροῦσε νὰ σκοτώσει, ἂν καὶ δὲν τὸ εἶχε κάνει ποτές. Ἦταν βέβαιος γιὰ τὴν ἐνοχὴ τοῦ Κουτσοβασίλη.
Κατὰ τὸ μεσημεράκι, συγκέντρωσε τοὺς ἀνθρώπους του. Τὸ μπατζανάκη του, τὸ Λιὰ τὸ Χιονιάδη, τὸν Ἀλάνη, τὸν Μπακατσελοντίνο, τὸν ξάδερφό του, τὸν Κίτσιο Μπουλοῦτσο, τὸν Ζαφειροντίνο καὶ κάνα δυὸ ἄλλους. Μαζέψανε καὶ καμιὰ δεκαριὰ ζῶα. Ἄλογα καὶ μοῦλες. Θὰ κάνανε τρία ἀγώγια. Τὴν ἄλλη μέρα κινήσανε νωρίς. Εἴχανε τὸ φόβο μὴ χαλάσει ὁ καιρός. Βλέπανε νὰ γιομίζει κατὰ πάνω. Ὁ Μπακατσελοντίνος εἶπε:
—Θα χαλάσει ὁ καιρός. Μαζεύει κατὰ τὸν Ἐρύμανθο κι ὅταν μάζευε κατὰ κεῖ, παλιὰ ποὺ μαζεύαμε τὸ ρετσίνι, ὁ Κανέλλος ἔλεγε:
Πᾶν τὰ σύννεφα στὴν Πάτρα,
εἶν’ τὰ ρέματα γεμάτα.
Πᾶν τὰ σύννεφα στὴ Μάνη,
τότες ἡ βροχὴ δὲν πιάνει.
—Βιαστεῖτε τὸ λοιπόν, νὰ τελειώνουμε σήμερα…, εἶπε ὁ Ντίνος. Γιατὶ ἅμα βγεῖ ἀληθινὸς ὁ Κανέλλος, θ’ ἀρμέξουμε τὸ λάδι μετὰ τὰ Χριστούγεννα…
Φέρανε τὶς ἐλιὲς στὸ λιτρουβειὸ κι ἔτσι μαζεύτηκε καὶ ἡ φαμελιὰ τοῦ Ντίνου στὸ χωριό. Ὁ Ντίνος πῆγε στὸ λιτρουβειὸ τοῦ Λινάρδου, στὴν Κάτω Ρούγα. Ἔκανε μιὰ βδομάδα νὰ τοῦ βγάλει τὸ λάδι, καθὼς τὸ ἕνα ἄλογο ποὺ εἶχε ὁ Λινάρδος, ἀρρώστησε. Ἔτσι, περίμενε ἕνα γύφτο τσαμπάση, ἀπὸ τὴν Μπαρμπάσενα, νὰ τοῦ φέρει ἕνα γερὸ ἄλογο, νὰ μπορέσει νὰ κάνει τὴ δουλειά του. Ἤτανε καλὴ ἡ λαδιὰ φέτος.
Μέχρι νὰ τελειώσει ἀπὸ τὸ λιτρουβειό, δὲν ἀσχολήθηκε μὲ τὴν ὑπόθεση τῆς βρύσης. Τὸν Κουτσοβασίλη τὸν εἶδε δυὸ φορές. Ἔκανε πὼς δὲν τὸν προσέχει, ἀλλὰ τὸ μάτι του δὲν ξεκόλλαγε ἀπὸ πάνω του. Ἐκεῖνος, μόλις ἀντιλαμβανόταν τὸν Ντίνο, ἄλλαζε δρόμο. Ὁ τρόπος ποὺ τὸν ἀπέφευγε κάθε φορά, ἐπιβεβαίωνε τὶς ὑποψίες τοῦ Ντίνου.
Στὸ τέλος τοῦ μήνα ἔφερε ἕνα διαολεμένο κρύο. Ἔριξε πολὺ χιόνι κι ὁ κόσμος δὲν μποροῦσε νὰ φτάσει στὶς στάνες καὶ στὰ χειμαδιὰ νὰ ταΐσει τὰ ζῶα του. Ὁ ἕνας βόηθαγε τὸν ἄλλον, ὅπως μποροῦσε. Ἐκεῖνο τὸ βράδυ, ὁ Ντίνος καθότανε μὲ τὴ φαμελιὰ του στὸ παραγώνι κι ἔλεγε ἱστορίες στὰ κοριτσάκια του κρατώντας στὴν ἀγκαλιὰ του τὸ μωρό, τὸ γιὸ του τὸ Γιάννη. Τότες κάποιος χτύπησε τὴν πόρτα ἐπιμόνως. Ἄφηκε τὸ μωρὸ στὴν ἀγκαλιὰ τῆς τρομαγμένης γυναίκας του καὶ πῆγε ν’ ἀνοίξει. Ρώτησε πρῶτα ποιός εἶναι.
―Ντίνο, ἄνοιξε, ὁ Κωστάκης ὁ Ριτζούνης εἶμαι, ἀπὸ τὴν Κάτου Ρούγα…
Ὁ Ντίνος ἄνοιξε τὴν πόρτα μὲ προσοχή. Εἶδε τὸν Ριτζουνάκο, μισοπαγωμένο, καὶ τοῦ ἔκανε χῶρο νὰ μπεῖ μέσα. Ὄχι, εἶπε αὐτός.
―Τρέχα, σὲ θέλει ὁ παπάς… Χάθηκε ἄνθρωπος στὸ χιόνι… Τρέχα, Ντίνο, νὰ τὸν προλάβουμε ζωντανό…
Ὁ Ντίνος χωρὶς δεύτερη κουβέντα ἔβαλε τὴ χλαίνη καὶ τ’ ἄρβυλά του καὶ ἔφυγε ἀφήνοντας τὴ γυναίκα του στὴν πόρτα ποὺ ἔλεγε:
―Ἡ Παναγιὰ μαζί σας, ἒ κακὸ ποὺ ἔπαθα ἡ δόλια, ποιός νά ’ναι, παιδάκι μου, ὁ χαημένος μὲ τέτοιο καιρό…
Φτάσανε στὸ σπίτι τοῦ παπᾶ καὶ βρήκανε κόσμο μὲ ξινάρια καὶ κασμάδες στὰ χέρια. Εἴχανε ἀνάψει μιὰ μεγάλη φωτιὰ στὴν αὐλὴ καὶ περιμένανε γύρω ἀπ’ αὐτὴ τὸν Ντίνο, γιὰ νὰ ξεκινήσουνε. Ὅταν φάνηκε ὁ Ντίνος, ὁ παπὰς τὸν ἐνημέρωσε πὼς ὁ Ἀνέστης ὁ Κουτσοβασίλης ἔφυγε τ’ ἀπόγιομα ἀπὸ τὸ σπίτι του, νὰ πάει στὸ Λεῦκο νὰ ταΐσει τὰ κατσικοπρόβατά του. Ἀπὸ ἐκείνη τὴν ὥρα χάθηκαν τὰ ἴχνη του. Τὸ σκυλὶ του γύρισε στὸ σπίτι κι ἀλυχτοῦσε ὄξω ἀπ’ τὴ λεσιὰ σὰν παλαβό. Ἡ γυναίκα του, ἡ Μαριγούλα, ἡ κόρη τοῦ Λάμπη τοῦ Τσιγώνια, γυναίκα καλὴ καὶ σεμνή, τὸ ἀντίθετο του ἄντρα της τοῦ Ἀνέστη, μόλις εἶδε τὸ σκυλὶ νὰ χτυπιέται κατάλαβε κι ἐνημέρωσε τὴ γειτονιὰ καὶ μετὰ ὅλοι μαζὶ τὸν παπά. Κι ὁ παπὰς εἶπε:
―Εἰδοποιῆστε τὸν Ντίνο, γιατί αὐτὸς ξέρει καλὰ τὸν τόπο ἐκεῖ πέρα.
Ὁ Ντίνος, ἀφοῦ ἄκουσε τὸν παπά, εἶπε:
―Γιά μαζευτεῖτε ὅλοι κοντὰ στὴ φωτιὰ κι ἀκοῦστε πὄχω νὰ σᾶς πῶ… Θὰ ἔρθουνε μαζί μου ὅσοι ἔχουνε χωράφια πέρα τὸ Λεῦκο καὶ ξέρουνε τὸν τόπο. Οἱ ἄλλοι θὰ κάτσουνε στὸ Κατσικάκι, στὴν καλύβα τοῦ Μαζαράκα, μὴν τοὺς χρειαστοῦμε νὰ φέρουνε τίποτα ἐφόδια. Ἐσύ, παπά, στεῖλε ἄνθρωπο στὴ Χώρα νὰ φέρει τὸν Μπράμο, τὸ γιατρό… Νὰ εἶναι ἐδῶ ὁ γιατρός, σὰν τὸν φέρουμε…
Ὕστερα τοὺς διάλεξε ἕναν-ἕναν καὶ κινήσανε. Τὸ σκυλὶ τοῦ Ἀνέστη μπῆκε μπροστὰ ἀπὸ τὴν ὁμάδα γρυλίζοντας, σὰ νὰ ἔκλαιγε ἕνα βουβὸ κλάμα. Ἀπὸ πίσω οἱ χωριανοὶ ποὺ μαζί τους πήρανε δυὸ πεντακοσάρες τσίπουρο, ἄλειμμα γιὰ νὰ τοῦ βάλουνε στὰ χείλια ἂν τὸν εἶχε κάψει ἡ παγωνιά, ροῦχα στεγνά, δυὸ μπαντανίες, γιὰ νὰ τὸν τυλίξουνε, καὶ μιὰ σκάλα νὰ τὴν χρησιμοποιήσουνε γιὰ φορεῖο. Ἀκολούθησαν τὸ μονοπάτι κατὰ τὸν Ἅι-Λιὰ κι ἀνέβαιναν προσεχτικά, γιατὶ τὸ χιόνι ἐκεῖ πάνω στὸ Μαῦρο Λιθάρι ἦταν πολύ.
Ὕστερα ἀπὸ δυὸ ὧρες μὲς στὸ χιονιὰ καταφέρανε νὰ πέσουνε στὴν πίσω μεριὰ τοῦ βουνοῦ. Ἐκεῖ χωρίσανε. Οἱ ὀκτὼ μπήκανε στὴν καλύβα τοῦ Μαζαράκα καὶ οἱ ἄλλοι συνεχίσανε κατὰ τὴν Γκορτσούλα, μιὰ ἀπότομη πλαγιὰ ποὺ κατέβαινε ἴσια μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ Λεύκου. Ἐκεῖ σὲ μιὰ πλαγιὰ ποὺ ἴσιωνε ἀπὸ τὴ μία μεριὰ ἀπότομα, ἐνῶ ἀπὸ τὴν ἄλλη γινόταν τρομερὸς γκρεμός, βρισκόταν τὸ γκρέκι τοῦ Ἀνέστη. Γιὰ νὰ φτάσουν ἐκεῖ, ἔπρεπε μὲ προσοχὴ νὰ κατέβουν στὸ βάθος τῆς χαράδρας καὶ κατόπιν νὰ ἀνέβουν ἕνα στενὸ κι ἐπικίνδυνο μονοπάτι. Αὐτὸ φαινόταν ἀκατόρθωτο, γιατὶ ἦταν ἀφέγγαρη ἡ νύχτα καὶ δὲν ἔβλεπαν πέρα ἀπὸ τὴ μύτη τους. Τότες ὁ Ντίνος εἶπε:
―Μέχρις ἐδῶ ἤτανε. Ἀπέναντι δὲν μποροῦμε νὰ περάσουμε. Μόνο ἀπὸ πάνου, ἀπὸ τὸ Χωραΐτικο μποροῦμε νὰ πᾶμε… Ἀλλὰ ἅμα πᾶμε ἀπὸ ἐκεῖ, γιὰ νὰ φτάσουμε στὸ γκρέκι θέλουμε πέντε ὧρες καὶ τὸ χάσαμε τὸ παιχνίδι…
Τότε τὸ σκυλὶ πῆγε καμιὰ δεκαριὰ μέτρα πιὸ κάτω, ζύγωσε τὸν γκρεμὸ κι ἄρχισε νὰ γαβγίζει διαολεμένα.
―Ἐκεῖ, εἶπε ὁ Ντίνος, ἀπὸ ἐκεῖ πρέπει νὰ κατέβηκε ἢ ἔπεσε… Θὰ τὸν φωνάξω νὰ ἰδοῦμε, εἶναι στὸ γκρέκι ἢ ἔχει πέσει μέσα στὴ χαράδρα… Ἔτσι ἔβαλε μία φωνή:
― Ἀνέστηηηη, μ’ ἀκοῦς; Ἀνέστηηηη…
Τίποτα. Τὴ φωνὴ του τὴν κατάπιε ἡ ἀπόλυτη ἡσυχία ποὺ βασίλευε στὴ φύση μετὰ τὴ φοβερὴ χιονοθύελλα. Δὲν τὄβαλε ὅμως κάτω. Εἶχε μιὰ προαίσθηση ὅτι ὁ Ἀνέστης δὲν πρόλαβε νὰ περάσει τὸν γκρεμὸ καὶ ν’ ἀνέβει στὸ γκρέκι.
―Ἔλα ἄλλη μιὰ φορά, οὖλοι μαζὶ, εἶπε, νὰ φωνάξουμε Ἀνέστη. Ἔλα μὲ τὸ τρία, εἶπε καὶ μέτρησε. Φωνάξανε ὅλοι μαζί. Ἡ νύχτα πῆρε τὴ φωνὴ τῶν ὀκτὼ ἀνθρώπων, τὴν πῆγε ἀπέναντι καὶ τὴ γύρισε πολλαπλασιάζοντάς την. Ὕστερα σιωπή. Καὶ τότε μὲς στὴ σιγαλιὰ τῆς νύχτας ἀκούστηκε μιὰ φωνὴ ξέπνοου ἀνθρώπου, νὰ ἔρχεται ἀπὸ τὸ βάθος τῆς χαράδρας:
―Ἐγώ εἶμαι… Ἐδῶ… κάτου… Βοήθεια… Βοήθεια, ἀδέρφια… Μέσα στὸ ρέμα εἶμαι… Ὕστερα πάλι σιωπή. Ὁ Ντίνος εἶπε:
―Τα σκοινιὰ γλήγορα… Θὰ κατέβω κάτου… Κουνηθεῖτε νὰ τὸν προκάνουμε ζωντανό… Θἄχει παγώσει τόσες ὧρες… Θὰ κατέβω ἐγὼ κι ἀμέσως πίσω μου θἄρθει ὁ Γιώρης ὁ Ζαπάντης ποὺ εἶναι μικρόσωμος. Βάλτε μου τὴ μποτίλια μὲ τὸ τσίπουρο στὸ τράστο καὶ τὸ βάζο μὲ τὸ ἄλειμμα. Μετὰ θὰ σᾶς φωνάξω νὰ κατεβάστε τὴ σκάλα καὶ τὶς μπαντανίες. Ἐσὺ Κόλια μὲ τὸν Μπαρμπαρέσο φυγέτε ἀμέσως, νὰ φέρετε καὶ τοὺς ἄλλους ἀπὸ τὴν καλύβα. Μπορεῖ νὰ χρειαστοῦνε στ’ ἀνέβασμα… Οἱ ὑπόλοιποι, μαζέψτε κόπιλα καὶ κόφτε ξύλα κι ἀνάψτε μία καλὴ φωτιά…
Ἀμέσως ἄναψαν τὴ φωτιὰ καὶ πιαστήκανε μὲ τὰ σκοινιά. Δέσανε μιὰ τριχιὰ στὸν κορμὸ ἑνὸς μεγάλου πεῦκου καὶ κατόπιν μὲ προσοχὴ ἔκαναν γεροὺς κόμπους κι ἕνωσαν πολλὲς τριχιὲς μεταξύ τους. Τὶς κατεβάσανε κάτω. Ὕστερα δέσανε τὸν Ντίνο καὶ ἀργά-ἀργὰ ἄρχισαν νὰ τὸν κατεβάζουν μέσα στὸ βάραθρο.
Ὁ ἄνεμος καὶ τὸ χιόνι εἶχαν σταματήσει. Μιὰ γαλήνια ἡσυχία βασίλευε μέσα στὸ βάραθρο. Βρισκόταν στὸ ἀπόλυτο κενό. Κάτω δὲν ἔβλεπε τίποτα. Εἶχε περάσει τὸ τράστο μὲ τὸ τσίπουρο καὶ τὸ ἄλειμμα χιαστὶ καὶ στὸ ἕνα χέρι κρατοῦσε ἕνα ἀναμμένο φανάρι. Τὸ φῶς τοῦ φαναριοῦ δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ νικήσει τὸ σκοτάδι.
Ὅταν κατέβηκε γύρω στὰ δέκα, δεκαπέντε μέτρα, αἰσθάνθηκε ἕνα ρῖγος νὰ διαπερνᾶ τὸ κορμί του. Θυμήθηκε τὴν περιπέτεια μὲ τὸ κορίτσι του στὴν Παλιόβρυσης. Στὸ Δαφνέικο. Τὴν ἔδιωξε ἀμέσως αὐτὴ τὴν κακιὰ σκέψη ἀπὸ τὸ μυαλό του. Τώρα ἔπρεπε νὰ βρεῖ τρόπο νὰ σώσει αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο. Δὲν εἶχε σημασία ποιός ἦταν καὶ τί διαφορὲς εἶχε μαζί του. Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος. Ἕνας πατέρας τεσσάρων μικρῶν παιδιῶν. Κάπου ἐκεῖ φώναξε δυνατά:
―Ἀνέστη, κατεβαίνουμε, ἂν μ’ ἀκοῦς πές μου σὲ ποιά μεριὰ εἶσαι…
―Τὴ δῶθε μεριά, κατὰ τὸ χωριό… Ἐλᾶτε δὲ μπορῶ ἄλλο… Σβήνω… Τὸν ἄκουγε πολὺ καθαρὰ καὶ κοντά του.
―Κρατήσου, Ἀνέστη, κατεβαίνουμε, κρατήσου, ἀδερφέ, τοῦ εἶπε ὁ Ντίνος. Σὲ λίγο, τὰ πόδια του πατήσανε στὸ χιόνι. Ἦρθε σιγά-σιγὰ καὶ πάτησε σ’ ἕνα βράχο. Ἀπὸ κάτω ἀκουγόταν τὸ νεράκι ποὺ σερνόταν μέσα στὴ χαράδρα. Σήκωσε τὸ φανάρι κι ἔφεξε γύρω. Τὸν εἶδε. Ὁ Ἀνέστης βρισκόταν λίγο πιὸ πάνω, σ’ ἕνα πλατωματάκι. Μιὰ ἀνθρώπινη μάζα ριγμένη χύμα πάνω στὸ χιόνι. Εἶχε πέσει πάνω σὲ μιὰ λυγαριὰ καὶ τὴν εἶχε τσακίσει. Εἶχε συρθεῖ κάμποσα μέτρα. Σὰν τὸν πλησίασε, ἦταν παγωμένος, τὸ πρόσωπό του γδαρμένο, γεμάτο αἵματα. Βογκοῦσε σπαρακτικά. Πρέπει νὰ εἶχε σπάσει πόδια, χέρια καὶ πλευρά.
Ἄφησε τὸ φανάρι πιὸ πέρα, γύρισε κι ἔκανε σῆμα ἀπάνω μὲ τὰ σκοινιὰ νὰ κατέβει ὁ Ζαπάντης. Γύρισε ἀμέσως στὸν χτυπημένο, τὸν ἀνασήκωσε κι ἄρχισε νὰ τὸν τρίβει στὰ χέρια καὶ στὸ πρόσωπο μὲ τὸ τσίπουρο. Τὸν ἀνασήκωσε στὴν ἀγκαλιά του καὶ τὸν πότισε τσίπουρο. Αὐτὸς δὲν ἔνιωθε τίποτα πιά. Βαριανάσαινε. Ἔφτασε κι ο Ζαπάντης καὶ τοῦ εἶπε:
―Κάνε γρήγορα σινιάλο νὰ κατεβάσουνε τὴ σκάλα, γιατί εἶναι βαρὺς καὶ δὲν θὰ μπορέσει ἀλλιῶς ν’ ἀνεβεῖ…
―Ναί, Ντίνο μου, εἶπε τὸ παιδὶ κι ἔκανε σινιάλο νὰ κατεβάσουν τὴ σκάλα. Ὅταν ἡ σκάλα ἀκούμπησε στὸ χιόνι, ἅρπαξαν τὸν χτυπημένο, τὸν τύλιξαν μὲ τὶς μπαντανίες, τὸν ἀπίθωσαν πάνω της καὶ τὸν ἔδεσαν προσεχτικὰ μὲ σφιχτοὺς κόμπους πάνω στὴ σκάλα. Ἤλεγξαν τὰ σκοινιὰ κι ἔκαναν σινιάλο νὰ τὸν τραβήξουν. Ἡ ἀνάβαση ἤτανε δύσκολη, γιατὶ ὁ χτυπημένος εἶχε πολὺ βάρος.
Ὅταν ἡ σκάλα μὲ τὸν χτυπημένο ἔφτασε κάνα δυὸ μέτρα ἀπὸ τὸ χεῖλος τοῦ γκρεμοῦ, τὸ σκυλὶ ἔκανε σὰν παλαβό, γαβγίζοντας καὶ τρέχοντας πέρα δῶθε. Δὲν μποροῦσε νὰ κρατήσει τὴ χαρά του. Ἀργά-ἀργὰ τραβήξαν τὴ σκάλα-φορεῖο πρὸς τὰ πάνω καὶ τὴν ἀπίθωσαν στὸ χιόνι. Ὁ χτυπημένος βρισκόταν σὲ λήθαργο. Δὲν καταλάβαινε τίποτα. Ὕστερα, ἀφοῦ ἔλυσαν τὴ σκάλα ἀπὸ τὰ σκοινιά, τὴν ἔφεραν πλάι στὴ φωτιά. Οἱ μισοὶ ἀσχολήθηκαν μὲ τὸν Ἀνέστη, κι ἄλλοι ἄρχισαν νὰ ἀνεβάζουν τὸν Ντίνο καὶ τὸ Ζαπάντη. Ὅταν τοὺς ἀνέβασαν, ὁ Ντίνος εἶπε:
―Μὴ μαζεύετε τίποτα, ἀφῆστε ὅ,τι μᾶς βαραίνει ἐδῶ. Πάρτε τὸν ἄνθρωπο νὰ κατέβουμε γρήγορα στὸ χωριό. Γρήγορα μὴ χάνουμε καιρό. Νὰ τὸν δεῖ ὁ γιατρός…
Ἄρχισαν νὰ ἀνεβαίνουν πίσω γιὰ τὸ χωριό. Σὰν φτάσανε στὸν ἍιΛιά, πῆραν τὸν κατήφορο μὲς στὰ χιόνια. Στὸ Κατσικάκι βάλαν τὸν χτυπημένο πάνω στ’ ἄλογο. Αὐτὸς ποῦ καὶ ποῦ βογκοῦσε. Φτάσανε στὸ Νιχώρι τὸ χάραμα. Εἶχαν ὅλοι παγώσει. Τὸν πήγανε σπίτι του, ὅπου περίμενε πολὺς κόσμος. Ὁ παπὰς τοὺς ἔβγαλε ἔξω, λέγοντάς τους ὅτι θέλει ἡσυχία ὁ γιατρὸς νὰ ἰδεῖ τὸν χτυπημένο. Τὸν ἔβαλαν στὸ παραγώνι καὶ τὸν ἀνέλαβε ὁ Μπράμος. Ὁ Ντίνος δὲν πῆγε στὸ σπίτι τοῦ Ἀνέστη. Μόλις πήρανε τὴν κατηφόρα ἀπὸ τὸ Πλάι τοῦ Παγκάκη καὶ κατεβήκανε μπροστὰ στοῦ Λουλούτση τὸ σπίτι, ἀπέναντι ἀπὸ τὴν παλιὰ ἐκκλησιὰ τοῦ χωριοῦ, στάθηκε, ἔβγαλε τὸ καπέλο του κι ἔκανε εὐλαβικὰ τὸ σταυρό του. Κατόπιν κατηφόρισε λίγο πιὸ κάτω, ἄνοιξε τὴ λεσιὰ καὶ μπῆκε στὸ κονάκι του, ὅπου τὸν περίμενε ἄγρυπνη ἡ γυναίκα του μὲ τὴ φωτιὰ ἀναμμένη. Τοῦ ἔφερε ροῦχα κι ἄλλαξε ρωτώντας τὸν λεπτομέρειες. Ἐκεῖνος ἔβαλε στεγνὰ ροῦχα καὶ κάλτσες καὶ τῆς εἶπε:
―Τον προλάβαμε, θὰ ζήσει…
Χώθηκε μέσα στὰ σκεπάσματα, ἐκεῖ, στὸ παραγώνι, πλάι στὴν κορωμένη φωτιά…
Μερικοὺς μῆνες ἀργότερα, ὅταν ἔγινε ὁ πόλεμος στὴν Ἀλβανία κι ὁ Ντίνος ἔλαβε τὴν κλήση τῆς ἐπιστράτευσης, ὁ Ἀνέστης ὁ Κουτσοβασίλης ποὺ δὲν εἶχε βγεῖ ἀκόμη ἀπὸ τὸ σπίτι μετὰ τὴν πτώση του στὸν γκρεμό, κάλεσε τὸν Τάκη τὸ Λουμιώτη, τὸ συμβολαιογράφο ἀπὸ τὰ Τρόπαια, τὸν παπα-Θόδωρο καὶ τὸ Βασίλη τὸν Μπακατσέλο γιὰ μάρτυρες, κι ἐκεῖ μέσα στὴν κάμαρη ποὺ βρισκόταν ξαπλωμένος κι ἀκίνητος καὶ πονεμένος, εἶπε μὲ δυσκολία:
―Κὺρ Τάκη, γράψε ὅτι ἐγὼ ὁ Ἀνέστης Κουτσοβασίλης τοῦ Πανάγου καὶ τῆς Ζαφείρως δωρίζω τὸ χτῆμα μου στοῦ Ντελαλῆ στὸν Κωνσταντῖνο Δημακόπουλο τοῦ Μαρινίου, λόγῳ τῆς ὑποχρέωσής μου ποὺ ζῶ κι ἀναπνέω καὶ εἶναι σὰν νὰ ξαναγεννήθηκα δεύτερη φορὰ ἐξαἰτίας του… Καὶ συνέχισε:
―Γράψε τὰ ὑπόλοιπα κὺρ Τάκη, ἐσὺ ποὺ τὰ ξέρεις… Ἐγὼ καὶ οἱ κύριοι ἀπὸ δῶ θὰ ὑπογράψουμε…
*Ο Δημήτρης Κανελλόπουλος γεννήθηκε το 1954 στην Νεμούτα της Ηλείας, το 1958 αυτός και η οικογένειά του μετοίκησαν στην Αθήνα. Σπούδασε Ιστορία- Αρχαιολογία στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και Ιστορία- Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Babes Bolyai του Κλουζ Ναπόκα της Ρουμανίας. Εργάστηκε ως υπάλληλος σε διάφορους εκδοτικούς οίκους και ως φιλόλογος στην Αθήνα.
Έχει δημοσιεύσει τις ποιητικές συλλογές: «Ομίχλη Πέτρινη» (εκδόσεις Ηριδανός, 1986), «Σκυθικές Ερημίες» (εκδόσεις Κολωνός, 1996), «Σιγή Ασυρμάτου» (εκδόσεις Κολωνός, 2005) και «Κλίνη Σπόρου, Καλή» (εκδόσεις Οροπέδιο, 2010). Επίσης έχει επιμεληθεί και δημοσιεύσει το βιβλίο «42 σύγχρονοι Έλληνες ποιητές», στο οποίο μετέφρασε γνωστά ελληνικά ποιήματα, που παρουσίασε το 1984 στο ρουμάνικο αναγνωστικό κοινό. Το 1982 επιμελήθηκε το αφιέρωμα στη ρουμανική λογοτεχνία του περιοδικού «Πολιορκία» (τεύχος 16). Το 1996 επιμελήθηκε το αφιέρωμα στον Ρουμάνο ποιητή Anatol Baconsky στο περιοδικό «Πλανόδιον» (τεύχος 24).
Έχει δημοσιεύσει ποιήματα και άρθρα σε διάφορα περιοδικά όπως: «Εμβόλιμον», «Λέξη», «Παρέμβαση», «Πλανόδιον», «Πόρφυρας», «Πολιορκία». Από το 2006 εκδίδει το λογοτεχνικό περιοδικό «Οροπέδιο»
Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.