Ἡ Δωρεα

Ἀ­νή­με­ρα τοῦ Σταυ­ροῦ, σὰν ἀ­πό­λυ­κε ἡ λει­τουρ­γί­α, ὁ Ντί­νος ὁ Γα­ζέ­τας πῆ­γε στὸ μα­γα­ζὶ τοῦ Ἄγ­γε­λου τοῦ Ἀ­ραμ­πατ­ζῆ καὶ ψώ­νι­σε ταμ­πά­κο καὶ λί­γο κα­λά­ι. Ἤ­θε­λε νὰ γα­νώ­σει κά­τι χαλ­κώ­μα­τα. Ὕ­στε­ρα κα­τέ­βη­κε στὸ κα­φε­νεῖ­ο τῆς Φρο­σύ­νης κι ἔ­κα­τσε ἔ­ξω, κά­τω ἀ­πὸ τὴν κρε­βά­τα. Ἦ­σαν κι ἄλ­λοι ἐ­κεῖ, σχε­δὸν ὅ­λοι οἱ ἄν­τρες τοῦ χω­ριοῦ. Ἡ γι­ορ­τὴ με­γά­λη. Κα­νεὶς δὲν πῆ­γε γιὰ δου­λειὰ στὰ χω­ρά­φια.
Γε­λά­γα­νε ὅ­λοι μὲ τὶς πε­ρι­πέ­τει­ες τοῦ Νά­κου τοῦ Κου­τσου­ρούμ­πα. Κι ὁ Ντί­νος ἔ­κα­τσε μό­νος του στὸ τρα­πέ­ζι κι ἔ­κα­νε χά­ζι μὲ τὰ κα­τορ­θώ­μα­τα τοῦ φί­λου του, τοῦ Νά­κου. Τό­τες τὸν πλη­σί­α­σε ὁ Ἀ­νέ­στης ὁ Κου­τσο­βα­σί­λης καὶ τὸν ρώ­τη­σε:
―Ντί­νο, μπο­ρῶ νὰ κά­τσω στὸ τρα­πέ­ζι σου ποὺ σὲ θέ­λω;
―Κά­τσε, τοῦ εἶ­πε ὁ Ντί­νος μὲ πε­ρι­έρ­γεια, νὰ ἰ­δεῖ τί τὸν ἤ­θε­λε αὐ­τὴ ἡ γουρ­νο­μου­τσού­να.
―Τί συμ­βαί­νει; τὸν ρώ­τη­σε ὁ Ντί­νος.
―Νά, ἄ­κου τί σὲ θέ­λω. Μὲ στε­να­χω­ρᾶς, Ντί­νο, καὶ θέ­λω νὰ τε­λει­ώ­νου­με τὸ θέ­μα…  
―Ποι­ό θέ­μα; 
―Νά, τὸ θέ­μα μὲ τὸ χω­ρά­φι στοῦ Ντε­λα­λῆ…
―Καί ποῦ τὸ ξέ­ρω ὅ­τι σὲ στε­να­χω­ρά­ω; Μοῦ τὸ ἔ­χεις ξα­να­πεῖ ὅ­τι σὲ στε­να­χω­ρά­ω; τοῦ εἶ­πε αὐ­τι­α­σμέ­νος καὶ γύ­ρι­σε μὲ ἀ­πο­ρί­α κα­τὰ τὸ μέ­ρος τοῦ Ἀ­νέ­στη. 
―Νά, ἔ­χω πα­ρά­πο­νο ὅ­τι περ­νᾶ­τε μέ­σα ἀ­πὸ τὸ δι­κό μου γιὰ ν’ ἀ­νε­βεῖ­τε ἀ­πά­νου στὸ δι­κό σας…
―Ἄ, γι’ αὐ­τὸ σὲ στε­να­χω­ρά­ω; Αὐ­τὰ τὰ ἔ­χει κα­νο­νί­σει ὁ πα­τέ­ρας σου μὲ τὸν πε­θε­ρό μου, τοῦ εἶ­πε αὐ­στη­ρὰ ὁ Ντί­νος.
―Ναί, ἀλ­λὰ ἔ­χου­νε πε­ρά­σει πε­νήν­τα χρό­νια, κι ἔ­πει­τα ἄλ­λο οἱ πα­λιοί… Ἐ­γὼ τώ­ρα δὲν περ­νά­ω μέ­σα ἀ­πὸ τὸ δι­κό σου στὸ Πο­τά­μι… 
―Ναί, τὸν ἀν­τί­κο­ψε ὁ Ντί­νος, για­τί δὲν περ­νᾶς; Δὲν σ’ τὸ ἀ­πα­γο-
ρεύω…
—Ναί, ἀλ­λὰ ἐ­γὼ δὲν ἔ­χω πιὰ χω­ρά­φι στὸ Πο­τά­μι, για­τὶ τὸ πῆ­ρε τὸ
νε­ρὸ στὴ με­γά­λη κα­τε­βα­σιὰ ποὺ ἔ­κα­νε…
―Κι ἐ­γὼ τί φταί­ω; τὸν διέκοψε ὁ Ντί­νος.
―Δὲ φταῖς ἐ­σύ, ἀλ­λὰ δὲν εἶ­ναι σω­στὸ νὰ περ­νᾶ­τε μέ­σα ἀ­πὸ τὸ δι­κό μου χτῆ­μα, ἐ­νῶ ἐ­γὼ δὲν περ­νά­ω ἀ­πὸ κα­νέ­να δι­κό σας…
Ἡ κου­βέν­τα ἄ­να­ψε. Ὅ­μως ὁ Ντί­νος τὸν ἔ­κο­ψε.  
―Ἄ­κου, ρὲ Ἀ­νέ­στη, μέ­ρα ποὺ εἶ­ναι σή­με­ρα, ἂς τὸ ἀ­φή­κου­με… Καὶ μι­λᾶ­με μιὰν ἄλ­λη ὥ­ρα. Εἶ­ναι γι­ορ­τὴ σή­με­ρα, δὲν κά­νει νὰ τσα­κω­θοῦ­με…  
―Ὄχι, Ντί­νο, ἀ­πάν­τη­σε αὐ­τός, ἐ­γὼ εἶ­μαι χτη­μα­τί­ας. Καὶ ὡς χτη­μα­τί­ας θέ­λω τὸ δί­κιο μου. Καὶ τὸ θέ­λω τώ­ρα ἐ­γὼ τὸ δί­κιο μου. Δὲν μπο­ρῶ νὰ τὸ ἀ­να­βά­λω. Ἐ­ξάλ­λου ὁ Φώ­της ὁ Γκέρ­μπε­σης, τώ­ρα μοῦ γύ­ρε­ψε ν’ ἀ­γο­ρά­σει τὸ χω­ρά­φι στοῦ Ντε­λα­λῆ. Μοῦ δί­νει τριά­ντα χι­λιά­δες δρα­μές. Ποῦ θὰ βρῶ ἐ­γὼ τέ­τοι­α τι­μὴ ξα­νά, κι ὁ ἄν­θρω­πος θέ­λει νὰ κα­θα­ρί­σω τὸ θέ­μα. Τί ζη­τά­ω ἐ­γὼ, Ντί­νο; Νὰ μὴν περ­νᾶ­τε μέ­σα τὸ χω­ρά­φι… 
―Γιὰ στά­σου, ρὲ Ἀ­νέ­στη, δὲν εἶ­ναι λο­γι­κὸ αὐ­τὸ ποὺ ζη­τᾶς. Ἀ­πὸ ποῦ θὰ μπαί­νου­με ἐ­μεῖς στὸ δι­κό μας; Ὕ­στε­ρα, οἱ γέ­ροι τὰ εἴ­χα­νε βρεῖ. Ὁ γέ­ρο-Που­λής, ὁ πε­θε­ρός μου, εἶ­χε δώ­κει κι ἕ­να κριά­ρι τοῦ πα­τέ­ρα σου. Καὶ τὸν ἐ­τά­ιζε τζάμ­πα ἐ­πὶ ἕ­να χρό­νο… 
—Ἄ, Ντί­νο, αὐ­τὸ δὲν εἶ­ναι γραμ­μέ­νο που­θε­νά. Ἔ­χεις χαρ­τί; Ἅ­μα ἔ­χεις χαρ­τι, πά­ω πά­σο. Ἅ­μα δὲν ἔ­χεις, ἀ­πὸ αὔ­ριο κι­ό­λας, δὲν περ­νᾶς μέ­σα ἀ­πὸ τὸ δι­κό μου τὸ χω­ρά­φι… Ἔ­τσι εἶ­πε θυ­μω­μέ­νος καὶ ση­κώ­θη­κε κι ἔ­φυ­γε χτυ­πών­τας τὴν κα­ρέ­κλα του… 
Ὁ Ντί­νος, ἀ­γρί­ε­ψε. Μά­ζε­ψε πο­λὺ θυ­μὸ μέ­σα του, ἀλ­λὰ δὲν ἔ­βγα­λε μι­λιά. Ἤ­πι­ε τὸν κα­φέ του, χαι­ρέ­τησε τὸν κό­σμο λέ­γον­τας:
―Ἄν­τε καὶ τοῦ χρό­νου, ρὲ παι­διά… Μὲ ὑ­γεί­α… Καὶ πῆ­ρε τὸ δρό­μο γιὰ τὸ σπί­τι του. Νὰ φά­ει μὲ τὰ παι­διά του, τὴ γυ­ναί­κα του καὶ τὴν κου­νιά­δα του ποὺ εἶ­χε ἔρ­θει ἀ­πὸ τὴ Νε­μού­τα. Περ­νών­τας τὸ σπί­τι τοῦ Πέ­τρου, ἄ­να­ψε τσι­γά­ρο καὶ μο­νο­λό­γη­σε:
—Ρὲ μπε­λὰς ποὺ μὲ βρῆ­κε…
Στὸ τρα­πέ­ζι δὲν ἀ­νέ­φε­ρε τί­πο­τα. Ἄ­φη­σε νὰ τὸ κου­βεν­τιά­σει τὴν ἑ­πο­μέ­νη μὲ τὴ γυ­ναί­κα του καὶ τὴν κου­νιά­δα του. 
Τὴν ἑ­πο­μέ­νη, ποὺ τὸ κου­βεν­τι­ά­σα­νε, πή­ρα­νε τὴν ἀ­πό­φα­ση νὰ τοῦ εἰ­ποῦ­νε, πὼς ἔ­τσι τὸ βρή­κα­νε κι ἔ­τσι τὸ συ­νε­χί­ζου­νε. Ἡ γυ­ναί­κα του εἶ­πε ὅ­τι δὲν εἶ­χε δεῖ αὐ­τὸ τὸ χαρ­τί. Ἡ με­γά­λη ἀ­δερ­φή της, λέ­ει, τὸ εἶ­χε δεῖ νὰ τὸ δι­α­βά­ζει ὁ συγ­χω­ρε­μέ­νος ὁ πα­τέ­ρας τους. Τὸ φύ­λα­γε, λέ­ει, μέ­σα στὴ με­γά­λη κα­σέ­λα, ποὺ εἶ­χε φέ­ρει ἀ­π’ τὴν Ἀ­μέ­ρι­κα. Γράμ­μα­τα ὅ­μως ἡ δό­λια δὲν ἤ­ξε­ρε καὶ δὲν τὸ εἶ­χε δι­α­βά­σει ἡ ἴδια. Με­τά, ποὺ πέ­θα­νε ὁ πα­τέ­ρας τους, δὲν τὸ ξα­να­εῖ­δε. Τὴν κα­σέ­λα τὴν πῆ­ρε ὁ πα­τριός τους ὁ Φλά­σκας, σὰν πέ­θα­νε ἡ μά­να τους.
Ἄ­κρη δὲν βγῆ­κε μὲ τὸ χαρ­τί, κι ἀ­πο­φα­σί­σα­νε νὰ πα­ραγ­γεί­λου­νε στὸν Κου­τσο­βα­σί­λη, μὲ τὸν πα­πά, νὰ πά­ει στὰ δι­κα­στή­ρια. Κι ἅ­μα χά­σει, πλη­ρώ­νει καὶ τὰ ἔ­ξο­δα. Ἅ­μα κερ­δί­σει, πλε­ρώ­νου­με ἐ­μεῖς καὶ δὲν περ­νᾶ­με ἀ­πὸ μέ­σα. Γι’ αὐ­τὸ τὸ λό­γο, θὰ πή­γαι­νε ὁ Ντί­νος στὸν Πύρ­γο, νὰ τὰ μι­λή­σει μὲ τὸν Πι­έρ­ρο τὸ δι­κη­γό­ρο, ἀ­μέ­σως με­τὰ τὸν τρύ­γο.
 
Ὁ και­ρὸς τοῦ τρύ­γου πέ­ρα­σε. Ἔμ­παι­νε ὁ χει­μώ­νας. Εἴ­χα­νε ἀρ­χί­σει νὰ μα­ζεύ­ου­νε τὶς ἐ­λι­ές. Ὁ Ντί­νος πῆ­γε στὸν Πύρ­γο καὶ συ­νεν­νο­ή­θη­κε μὲ τὸ δι­κη­γό­ρο. Κα­τό­πιν, ἐ­μή­νυ­σε τοῦ Ἀ­νέ­στη, πά­λι μὲ τὸν πα­πά, για­τὶ ἤ­τα­νε ὁ μό­νος στὸν ὁ­ποῖ­ο στε­κό­τα­νε σού­ζα μπρο­στά του, πὼς θὰ περ­νά­ει μέ­σα ἀ­πὸ τὸ χω­ρά­φι, ὅ­πως εἴ­χα­νε συμ­φω­νή­σει οἱ πα­λιοί. Κι ἂν συ­νέ­χι­ζε νὰ ἔ­χει ἀν­τιρ­ρή­σεις, νὰ τοῦ κά­νει μή­νυ­ση. Ὁ Ἀ­νέ­στης δὲν ἀν­τέ­δρα­σε. Εἶ­πε:
—Κα­λά, θὰ τὸ ἰ­δοῦ­με, πα­πά… Μο­νά­χα πές του πὼς μὴν τολ­μή­σει καὶ μπεῖ μέ­σα στὸ χω­ρά­φι, τώ­ρα ποὺ εἶ­ναι οἱ ἐ­λι­ές, για­τί δὲ θὰ κά­τσω μὲ τὰ χέ­ρια σταυ­ρω­μέ­να.
Ὁ πα­πὰς τὸν πί­ε­σε νὰ πά­ρει πί­σω τὸ λό­γο του ὅ­τι δὲ θὰ κά­νει κα­μιὰ χει­ρο­δι­κί­α. Ὁ Κου­τσο­βα­σί­λης συμ­φω­νοῦ­σε μὲ τὸν πα­πά, ἀλ­λὰ στὸ τέ­λος τοῦ ἔ­λε­γε δὲ θὰ κά­τσω μὲ τὰ χέ­ρια σταυ­ρω­μέ­να… Ὁ πα­πὰς εἶ­δε ὅ­τι δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ συ­νεν­νο­η­θεῖ καὶ τὸν πα­ρά­τη­σε.
Ὁ και­ρὸς ἤ­τα­νε κα­λός. Ἔ­τσι, με­τὰ τοῦ Ἅ­ι-Δη­μη­τριοῦ εἴ­χα­νε σκορ­πί­σει οἱ ἄν­θρω­ποι στὰ χω­ρά­φια καὶ πα­λεύ­α­νε νὰ μα­ζέ­ψουν τὸ λα­δά­κι τῆς χρο­νιᾶς. Μὲ τὰ χέ­ρια μα­ζεύ­α­νε τὶς ἐ­λι­ὲς ἀ­π’ τὸ χῶ­μα. Μὲ τὶς τέμ­πλες βα­ρά­γα­νε τὰ κλα­ριά. Μαρ­τύ­ριο σω­στό.
Ὁ Ντί­νος με­τα­φέρ­θη­κε μὲ τὴ φα­με­λιὰ του στὸ χω­ρά­φι, στοῦ Ντε­λα­λῆ. Μπή­κα­νε στὸ χέρ­σο χω­ρά­φι τοῦ Κου­τσο­βα­σί­λη μὲ προ­σο­χὴ κι ἀ­νε­βή­κα­νε ἀ­πά­νω στὸ δι­κό τους. Ψυ­χὴ που­θε­νά. Τὸ χω­ρά­φι τοῦ Ντί­νου ἤ­τα­νε πε­ρι­ποι­η­μέ­νο. Γι­ο­μά­το μὲ κά­τι αἰ­ω­νό­βι­ες ἐ­λι­ές. Θἄτα­νε ὣς καὶ εἴ­κο­σι μέ­τρα ψη­λὲς ἡ κα­θεμί­α. Προι­κῶ­ο τὸ χω­ρά­φι, τῆς γυ­ναί­κας του. Μποτ­ζαί­ικο. Πι­ά­σα­νε νὰ πα­λεύ­ου­νε δυ­ὸ νο­μα­ταῖ­οι καὶ τὸ κο­ρι­τσά­κι. Αὐ­τὸς ρά­βδι­ζε μὲ τὴν τέμ­πλα ἀ­πά­νω στὴν ἐ­λιὰ καὶ ἡ γυ­ναί­κα μὲ τὴν κόρη μα­ζεύ­α­νε τὶς ἐ­λιὲς ἀ­πὸ τὴ γῆς. Δου­λεύ­α­νε σκλη­ρά, ἀ­πὸ τὸ χά­ρα­μα μέ­χρι τὸ σού­ρου­πο, νὰ τὶς ρα­βδί­σου­νε, νὰ τὶς μα­ζέ­ψου­νε καὶ νὰ τὶς σα­κι­ά­σου­νε. Εἴκο­σι ­πέν­τε μέ­ρες πα­λεύ­α­νε. Μέ­να­νε ἐ­κεῖ, σὲ μιὰ ἀ­χυ­ρο­κα­λύ­βα ποὺ εἴ­χα­νε γιὰ τέ­τοι­ες ὧ­ρες. Μαζί καὶ τὰ δυ­ὸ μι­κρὰ στὴ νά­κα.
Ὅ­λες τὶς μέ­ρες ποὺ μεί­να­νε στοῦ Ντε­λα­λῆ, δὲν φά­νη­κε ὁ Ἀ­νέ­στης. Τί νὰ κά­νει ἄλ­λω­στε ἐ­κεῖ; Ἐ­λι­ὲς δὲν εἶ­χε στὸ χω­ρά­φι. Πα­ρα­τη­μέ­νο τὸ εἶ­χε. Ἔ­τσι, ὁ Ντί­νος μὲ τὴν οἰ­κο­γέ­νειά του πι­στέ­ψα­νε πὼς τοῦ πέ­ρα­σε ὅ­ταν τοῦ μί­λη­σε ὁ πα­πάς. Καὶ ἀ­φι­ε­ρω­θή­κα­νε στὴ δου­λειά τους.
Ὅ­ταν τε­λει­ώ­σα­νε, ὁ Ντί­νος πῆ­ρε τὴν κό­ρη του τὴ Βα­σί­λω καὶ κί­νη­σε, πε­ζῇ αὐ­τὸς καὶ κα­βά­λα στ’ ἄ­λο­γο τὸ κο­ρί­τσι, νὰ γυ­ρί­σει στὸ χω­ριό. Πήγαινε νὰ μι­λή­σει μὲ τοὺς φίλους του, νὰ τὸν βο­η­θή­σου­νε. Νὰ φέ­ρου­νε κι ἐ­κεῖ­νοι τὰ ζᾶ τους, νὰ τὶς φορ­τώ­σουν καὶ νὰ τὶς φέ­ρου­νε στὸ χω­ριό, στὸ λι­ο­τρί­βι. Ἔ­τσι κά­να­νε τό­τες. Κο­λε­γι­ές. Ὁ ἕ­νας βό­η­θα­γε τὸν ἄλ­λο­νε, κι ὅ­λοι μα­ζὶ στὸ τέ­λος τὸ γλεν­τά­γα­νε. Ἔ­τσι, ’­θε­λα τε­λει­ώ­σου­νε πιὸ γρή­γο­ρα, για­τὶ ἔρ­χον­ταν οἱ γι­ορ­τὲς τῶν Χρι­στου­γέν­νων καὶ θὰ πι­ά­νον­ταν μὲ τὸ σφά­ξι­μο τῶν γου­ρου­νι­ῶν καὶ μ’ ἄλ­λα. Ἡ γυ­ναί­κα μὲ τὰ μι­κρὰ ἔ­μει­νε πί­σω νὰ φυ­λά­ει τὰ σα­κιά.
Πῆ­ρε τὴν κό­ρη καὶ κί­νη­σε κα­τὰ τὶς πέν­τε. Τὴν ὥ­ρα δη­λα­δὴ ποὺ ἔ­πε­φτε τὸ σκο­τά­δι. Δὲν φοβόταν ὅ­μως. Ἤ­τα­νε ἄν­θρω­πος ἀ­τρό­μη­τος. Ἂν δὲν ἤ­τα­νε ἔ­τσι, θά ’­χε ἀ­πὸ και­ρὸ ἀ­φή­κει τὸν κό­σμο αὐ­τό­ν. Ἀ­πὸ παι­δά­κι ἄ­φο­βα περ­πα­τοῦ­σε τὴ νύ­χτα κι ἔ­κα­νε θε­λή­μα­τα. Πέρ­να­γε σὰν ἀ­ε­ρι­κὸ ἀ­πὸ τ’ ἀ­να­θέ­μα­τα. Τί­πο­τες, πο­τὲ δὲν εἶ­δε. Μή­τε σμοιρ­δά­κια, μή­τε στοι­χειά… Τί­πο­τες δὲν τὸν ἄγ­γι­ξε.
Μιὰ φο­ρά, τὸν ἐ­βά­λα­νε μπρο­στὰ οἱ ἄλ­λοι στὸν κα­φε­νέ. Ἤ­τα­νε ἡ ὥ­ρα δέ­κα τὸ βρά­δυ. Ἄ­γριος χει­μώ­νας ἔ­ξω. Ὁ ἀ­γέ­ρας λυσ­σο­μα­νοῦ­σε καὶ τὸ κρύ­ο ἔ­κο­βε σὰ λε­πί­δι.
―Δε μπο­ρεῖς ρὲ νὰ πᾶς στὸν Ἁ­ϊ-Γι­ώ­ρη, στὸ Κοι­μη­τή­ρι… Φο­βᾶ­σαι τοὺς ἀ­πο­θα­μέ­νους.
―Τί μοῦ δί­νε­τε ρέ; τοὺς ἀν­τί­κο­ψε. Ἔ­τσι δὲν πά­ω! Βάλ­τε στοί­χη­μα κι ἐ­λᾶ­τε νὰ ἰ­δεῖ­τε. Ἐ­γὼ χά­νω ἕ­να τάλ­ι­ρο. Σεῖς πό­σα χά­νε­τε; 
―Κι ἐ­μεῖς ἕ­να τάλ­ιρο ρέ, εἶ­πε ὁ Βλά­σης ὁ Γι­όγ­κα­ρης. Ἀλ­λὰ ποῦ ξέ­ρου­με ὅ­τι δὲν θὰ τὴν κο­πα­νή­σεις μέ­σα τὰ σκο­τά­δια;
―Δῶσ’ μου ρὲ τὸ σου­γιά σου, τοῦ εἶ­πε ὁ Ντί­νος, δώ­σ’ το­νε κι ἄ­ι τα­χειὰ τὸ πρω­ὶ νὰ τὸν πά­ρεις ἀ­πὸ τὴν πόρ­τα τοῦ Ἅ­ι-Γι­ώ­ρη…
―Τό­κα το ρέ, εἶ­πε ὁ Γι­όγ­κα­ρης μὲ αὐ­θά­δεια, τό­κα το…
―Τό­κα το ρέ, εἶ­πε ὁ Ντί­νος καὶ πῆ­ρε τὸ σου­γιὰ ποὺ τοῦ ’­δω­κε ὁ ἄλ­λος.
Τὴν ἄλ­λη μέ­ρα πή­γα­νε στὸν Λεῦ­κο, πά­νω ἀ­π’ τοῦ Γι­ωρ­γί­κου τὸ πε­ρι­βό­λι, ὅ­λη ἡ μπομ­πα­ρί­α καὶ πή­ρα­νε τὸ σου­γιὰ ἀ­πὸ τὴν πόρ­τα τῆς ἐκ­κλη­σιᾶς, ὅ­που τὸν εἶ­χε μπή­ξει ὁ Ντί­νος… Ἀ­πὸ τό­τες κα­νεὶς δὲν ἔ­βα­νε στοί­χη­μα μα­ζί του, για­τὶ θὰ τό ’­χα­νε. Ἀλ­λὰ κι αὐ­τός, πα­ρ’ ὅ­τι δέ­κα χρο­νῶν παι­δά­κι, ἀ­πό­χτη­σε μιὰ σο­βα­ρό­τη­τα στὶς σχέ­σεις του μὲ τοὺς ἄλ­λους, κι ὅ­λοι ξέ­ρα­νε πὼς εἶ­χε λό­γο, κι ἀ­κό­μη πὼς ἤ­τα­νε ἀ­τρό­μη­τος.
Κα­μά­ρω­νε ποὺ ἤ­ξε­ρε πά­νω ἀ­πὸ πεν­τα­κό­σια τρα­γού­δια κλέ­φτι­κα καὶ τῆς ἀ­γά­πης. Ὅ­ταν κι­νοῦ­σε νὰ πά­ει κά­που μὲ τ’ ἄ­λο­γο, ἄρ­χι­ζε στὴν ἀρ­χὴ νὰ σφυ­ρί­ζει τὸ σκο­πὸ καὶ με­τὰ ἔ­πια­νε τὸ τρα­γού­δι. Ἀ­κου­γό­τα­νε σὰν ἀ­η­δό­νι ἡ φω­νὴ του μέ­σα στὶς ρε­μα­τι­ές. Ἔ­τσι καὶ τώ­ρα. Τοῦ εἶ­πε ἡ Βα­σι­λι­κού­λα του:
―Πες τοὺς Κο­λο­κο­τρω­ναί­ους, πα­τέ­ρα… Κι ἔ­πια­σε τὸ τρα­γού­δι:
 
Μω­ρ’ περ­δι­κού­λα τοῦ Μω­ρι­ᾶ
μω­ρ’ περ­δι­κού­λα τοῦ Μω­ρι­ᾶ
   κο­σμο­περ­πα­τη­μέ­νη…
Αὐ­τοῦ ψη­λὰ ποὺ πέ­τε­σαι
καὶ χα­μη­λὰ '­γναν­τεύ­εις
μὴν εἶ­δες κλέ­φτες που­θε­νὰ
τοὺς Κο­λο­κο­τρω­ναί­ους; 
 
Τὸ σκο­τά­δι εἶ­χε πέ­σει γύ­ρω, σὰν φτά­σα­νε στὸ ρέ­μα τοῦ Ντού­ρου, κά­τω ἀ­πὸ τὴν Τρα­νη­λάκ­κα. Ὑ­πῆρ­χε μιὰ γα­λή­νη, ἁ­πλω­μέ­νη ἀ­πά­νω στὴν νύ­χτα. Ὅ­λα ἄρ­χι­ζαν νὰ κοι­μοῦν­ται ἥ­συ­χα. Μό­νο ἡ φω­νὴ τοῦ Ντί­νου ἔ­κο­βε τὴ σι­γα­λιὰ καὶ τὰ πέ­τα­λα τ’ ἀ­λό­γου κλό-πότ, κλό-πὸτ συ­νό­δευ­αν τὸ τρα­γού­δι χτυ­πών­τας ρυθ­μι­κὰ πά­νω στὶς πέ­τρες… 
Πή­γαι­ναν μέ­σα τὸ πε­ρι­κο­πὸ για­τὶ ἄλ­λος δρό­μος δὲν ὑ­πῆρ­χε.
Τὸ κο­ρι­τσά­κι πρό­σε­χε κά­θε λέ­ξη τοῦ τρα­γου­διοῦ. Ἄ­κου­γε τὸν πα­τέ­ρα του ποὺ τρα­γου­δοῦ­σε μέ­σα στὸ σκο­τά­δι καὶ χαι­ρό­τα­νε. Τὸν θαύ­μα­ζε. Ὁ Ντί­νος εἶ­χε ἐ­πι­τα­χύ­νει τὸ βῆ­μα του καὶ τ’ ἄ­λο­γο πή­γαι­νε κι αὐ­τὸ γρή­γο­ρα πί­σω του. Κα­τε­βή­κα­νε σι­γὰ ἀ­πὸ τὸ ξέ­φω­το καὶ φτά­σα­νε στὴ ρί­ζα τῆς βρύ­σης. Τό­τε ὁ Ντί­νος στα­μά­τη­σε τὸ περ­πά­τη­μα καὶ κα­τέ­βα­σε τὴ Βα­σι­λι­κού­λα ἀ­πὸ τ’ ἄ­λο­γο.
―Ἔ­λα, που­λά­κι μου, τῆς εἶ­πε, κά­τσε ἐ­δῶ πά, νὰ κα­θα­ρί­σω τὸν κάν­τα­λο νὰ πι­οῦ­με λί­γο νε­ρά­κι… 
Τὸ κο­ρί­τσι στά­θη­κε στὴν ἄ­κρη τοῦ ρύ­α­κα ποὺ σχη­μά­τι­ζε τὸ νε­ρὸ κα­θὼς ἔ­φευ­γε πρὸς τὰ κά­τω κι ὁ Ντί­νος πῆ­γε στὸν κάν­τα­λο. Ἦ­ταν ἥ­συ­χα μέ­σα στὸ σκο­τά­δι τῆς νύ­χτας. Ξάφ­νου, ἐ­κεῖ ποὺ ὁ Ντί­νος ἔ­βα­λε τὴν πα­λά­μη του βα­θιὰ μὲσα στὸν κάν­τα­λο, αἰ­σθάν­θη­κε ἕ­να ρί­γος νὰ δι­α­περ­νᾶ ὅ­λο του τὸ κορ­μὶ κι ἕ­να ψυ­χρὸ ἀ­ε­ρά­κι ἄρ­χι­σε νὰ σέρ­νε­ται πά­νω στὰ ξε­ρὰ φύλ­λα ποὺ βρί­σκον­ταν κα­τα­γῆς, γύ­ρω καὶ πέ­ρα ἀ­πὸ τὴ βρύ­ση. Καὶ τὸ νε­ρὸ ποὺ ἔ­βγαι­νε μέ­σα ἀ­πὸ τὴ σκο­τει­νὴ τρύ­πα τῆς Πα­λι­ό­βρυ­σης, τοῦ φά­νη­κε πὼς ἄρ­χι­σε νὰ γί­νε­ται πιὸ ὁρ­μη­τι­κὸ· σὰ νὰ ἐρ­χό­τα­νε μα­ζὶ μὲ μιὰ βου­ή. Τρα­βή­χτη­κε λί­γο, νὰ μὴ φο­βί­σει τὸ παι­δί.
Ὅ­λα ἠ­ρέ­μη­σαν ξαφ­νι­κά, ὅ­πως ξαφ­νι­κὰ εἶ­χαν ἀ­γρι­έ­ψει. Ἕ­νας γκι­ώ­νης ἀ­κού­στη­κε νὰ κα­λεῖ, κλαί­γον­τας μὲς στὴ σι­γα­λιὰ τῆς νύ­χτας τὸ χα­μέ­νο ἀ­δερ­φό του. Τὸ ἄ­λο­γο ἀ­λα­φι­ά­στη­κε. Χλι­μίν­τρι­σε κά­πως πε­ρί­ερ­γα.
―Πα­τέ­ρα, σκι­ά­ζο­μαι, εἶ­πε τὸ κο­ρί­τσι.  
―Τί σκι­ά­ζε­σαι, τῆς εἶ­πε ὁ Ντί­νος, ἐ­σὺ εἶ­σαι τσι­ού­πα δι­κιά μου… Οὔ­τε τ’ ἀ­γό­ρια δὲ σὲ φτά­νου­νε… Κά­τσε, τε­λει­ώ­νω μὲ τὸν κάν­τα­λο κι ἔ­λα νὰ πι­εῖς νε­ρό…
Κα­θά­ρι­σε τὸν κάν­τα­λο μὲ γρή­γο­ρες κι­νή­σεις καὶ πῆ­ρε τὴν τρι­χιὰ ἀ­πὸ τὰ χέ­ρια τοῦ κο­ρι­τσιοῦ.
―Ἔ­λα μου, πι­ές, τῆς εἶ­πε κι ἔ­κα­νε χῶ­ρο νὰ πε­ρά­σει τὸ κο­ρι­τσά­κι. Βλέ­πεις; τὴ ρώ­τη­σε, πη­γαί­νον­τας πάαραπέ­ρα, καὶ συ­νέ­χι­σε: Στά­σου ν’ ἀ­νά­ψω τὸ τσα­κμά­κι μου…
Ἐ­κεί­νη τὴν ὥ­ρα ποὺ ἄ­να­ψε τὸ τσα­κμά­κι, φύ­ση­ξε ἕ­νας πιὸ δυ­να­τὸς ἀ­έ­ρας κι ἔ­κα­νε ὅ­λο τὸν τό­πο ν’ ἀν­τα­ριά­σει. Σὰ νὰ πέ­ρα­σε ἕ­να κα­κὸ ἀ­ε­ρι­κὸ καὶ σή­κω­σε ὅ­λα τὰ ξε­ρὰ φύλ­λα. Τὸ τσα­κμά­κι ἔ­σβη­σε. Τὸ κο­ρί­τσι σκύ­βον­τας στὸν κάν­τα­λο νὰ πι­εῖ νε­ρὸ ἔ­βγα­λε μιὰ κραυ­γὴ καὶ τρα­βή­χτη­κε πί­σω.
—Πα­τέ­ρα, βο­ή­θεια, εἶ­πε κι ἔ­τρε­ξε στὴν ἀγ­κα­λιά του.
—Τί ἔ­πα­θες, παι­δά­κι μου; ρώ­τη­σε ὁ Ντί­νος. 
Τὸ κο­ρί­τσι ἔ­τρε­με καὶ τὸν κα­λοῦ­σε νὰ φύ­γουν.
—Ἕ­νας ἴ­σκιος, πα­τέ­ρα. Ἕ­νας ἄν­θρω­πος, πα­τέ­ρα, ἕ­νας ἄν­θρω­πος πά­νω στὴν κα­μά­ρα τῆς βρύ­σης… Τὸν εἶ­δε τὸ μά­τι μου σὰν ἔ­σκυ­ψα νὰ πι­ῶ νε­ρό, οὔρ­λια­ζε τὸ κο­ρί­τσι.
Ὁ Ντί­νος σή­κω­σε τὸ κε­φά­λι του καὶ κοί­τα­ξε πά­νω ἀ­πὸ τὴ βρύ­ση. Σὰν νὰ τοῦ φά­νη­κε μιὰ σκιὰ νὰ τρα­βι­έ­ται κα­τὰ πί­σω. Ὁ Ντί­νος ἅρ­πα­ξε τὸ κο­ρί­τσι κι ἔ­κα­νε κάμ­πο­σα μέ­τρα πιὸ πέρα. Τὸ κο­ρι­τσά­κι ἔ­τρε­με ἀ­π’ τὸ φό­βο του. Ὁ Ντί­νος προ­σπα­θοῦ­σε νὰ τὸ ἠ­ρε­μή­σει, ἀλ­λὰ τὴν ἴ­δια στιγ­μὴ κά­τι ἄ­στρα­ψε ψη­λά, ἐ­κεῖ ποὺ τοῦ φά­νη­κε πὼς εἶ­δε τὴ σκιά… Καὶ τό­τες, μιὰ ντου­φε­κιὰ ἔ­κα­νε σ­μπα­ρά­λια τὴν γα­λή­νη τῆς νύ­χτας. Ὁ ἐκ­κω­φαν­τι­κός της ἦ­χος ποὺ πολ­λα­πλα­σι­α­ζό­ταν ἀ­πὸ τὸν ἀν­τί­λα­λο μέ­σα στὴ χα­ρά­δρα, τρό­μα­ξε τὸ κο­ρί­τσι ἀλ­λὰ καὶ τὸν ἴ­διο. Τὸ ἄ­λο­γο ἀ­φη­νι­α­σμέ­νο ἄρ­χι­σε νὰ τρέ­χει πρὸς τὴ Δάφ­νη…
Μὲ μιὰ κί­νη­ση βγῆ­κε ἀ­πὸ τὴν ἔκ­πλη­ξη καὶ τὸ φό­βο κι ἁρ­πά­ζον­τας τὸ κο­ρί­τσι ἄρ­χι­σε νὰ τρέ­χει πί­σω ἀ­π’ τ’ ἄ­λο­γο. Τὸ κο­ρί­τσι ἤ­τα­νε μι­σο­λι­πό­θυ­μο.
―Κα­κὸ πὄ­πα­θα, εἶ­πε ἀ­πελ­πι­σμέ­νος, χω­ρὶς νὰ στα­μα­τή­σει τὸ τρέ­ξι­μο. Τοῦ φά­νη­κε πὼς ἡ βου­ὴ πί­σω του δὲν ἔ­λε­γε νὰ στα­μα­τή­σει. Σὰ νά ’βγαι­νε ἡ ψυ­χὴ τῆς γῆς μέ­σα ἀ­π’ τὰ σπλάχνα της.  
Τρέ­χον­τας καὶ κρα­τών­τας τὸ κο­ρι­τσά­κι σφι­χτὰ στὴν ἀγ­κα­λιά του ἔ­φτα­σε στὸ ξέ­φω­το, πά­νω στὸ Κα­ταρ­ρά­χι. Στὸ βά­θος φαί­νον­ταν τὰ πρῶ­τα σπί­τια τῆς Δάφ­νης. Ἐ­κεῖ στά­θη­κε. Χλω­μὸς ἀ­πὸ τὸ φό­βο του, αὐ­τὸς ποὺ εἶ­χε περ­πα­τή­σει μο­νά­χος μὲς στὴ νύ­χτα ὅ­λα τὰ ρέ­μα­τα κι ὅ­λες τὶς χοῦ­νες ἀ­πὸ πέν­τε χρο­νῶν! Κοί­τα­ξε πί­σω του. Ἡ­συ­χί­α. Δὲν ἀ­κου­γό­ταν πιὰ τί­πο­τα. Τὸ φεγ­γά­ρι ἀ­πὸ πά­νω τους, ὁ­λό­γι­ο­μο. Ἕ­να μι­κρὸ σύν­νε­φο περ­νοῦ­σε μπρο­στὰ ἀ­πὸ τὸ φεγ­γά­ρι.
—Βα­σί­λω μου, εἶ­πε, Βα­σί­λω μου, δὲν εἶ­ναι τί­πο­τα, παι­δά­κι μου, ἔ­λα μά­τι μου, δὲν εἶ­ναι τί­πο­τα… Τὸ κο­ρι­τσά­κι συ­νῆλ­θε. Τὸ φῶς τοῦ φεγ­γα­ριοῦ φώ­τι­ζε τὸ χλω­μὸ προ­σω­πά­κι του. Κοί­τα­ξε γύ­ρω του τρο­μαγ­μέ­νο κι ἔ­βα­λε τὰ κλά­μα­τα.
—Σώ­πα, παι­δά­κι μου, τοῦ εἶ­πε ὁ Ντί­νος, σώ­πα κα­λῶ­ς το μου… Νά, φτά­σα­με στὴ Δάφ­νη… Θὰ μεί­νου­με ἀ­πό­ψε στὸν μπάρ­μπα σου τὸ Βα­σί­λη. Αὔ­ριο θὰ κι­νή­σου­με γιὰ τὸ χω­ριό… 
Τὸ πή­ρα­νε μὲ τὰ πό­δια καὶ σὲ λί­γο φτά­σα­νε στὴ Δάφ­νη. Βρή­κα­νε τὸ Φαρ­μά­κη, ἔ­ξω, στὴν αὐ­λὴ νὰ κου­λαν­τρί­ζει τὸν Ντο­ρὴ καὶ νὰ τὸν ρω­τά­ει πῶς βρέ­θη­κε ἐ­κεῖ. Μό­λις ἄ­κου­σε τὰ βή­μα­τα, σή­κω­σε μιὰ λάμ­πα ποὺ κρα­τοῦ­σε στὸ χέ­ρι καὶ εἶ­πε:
—Ποῦ πᾶ­τε ρὲ τέ­τοι­αν ὥ­ρα; Δὲ σκι­α­ζό­σα­στε τὸ λοι­πὸν τὰ στοι­χειὰ ποὺ κυ­βερ­νᾶ­νε τὴν πλά­ση;… Γιά ἐ­λᾶ­τε μου μέ­σα… Ἐ­σεῖς τὴ ρί­ξα­τε νυ­χτιά­τι­κα τὴ ντου­φε­κιά;
—Τὸ παι­δί, εἶ­πε ὁ Ντί­νος, τὸ παι­δὶ σκι­ά­χτη­κε… Κά­τι εἶ­δε στὴ βρύ­ση… Ἀπίθωσε τὸ κο­ρί­τσι πά­νω σ’ ἕ­να σά­ι­σμα στὸ πα­ρα­γώ­νι. Ἡ Κο­τσι­ο­νιά, ἡ γυ­ναί­κα τοῦ Φαρ­μά­κη, τὸ πῆ­ρε στὴν ἀγ­κα­λιά της.
—Τί ἔ­πα­θες, που­λά­κι μου; Ποῦ σὲ γυρ­νά­ει ὁ μουρ­λὸς ὁ πα­τέ­ρας σου τέ­τοι­α ὥ­ρα;… Τί ἔ­πα­θες; τὸ ρω­τοῦ­σε, μὰ ἐ­κεῖ­νο τρο­μαγ­μέ­νο κοί­τα­ζε τὸν πα­τέ­ρα του.  
―Τρό­μα­ξε, εἶ­πε ὁ Ντί­νος, τρό­μα­ξε τὸ παι­δί… Σταύ­ρω­σ’ το σὲ πα­ρα­κα­λῶ, μω­ρ’ νύ­φη. Ὕ­στε­ρα, ἄ­να­ψε τσι­γά­ρο καὶ μί­λα­γε χα­μη­λό­φω­να μὲ τὸν ἀ­δερ­φό του.
—Βάλ’ τους νὰ φᾶ­νε, εἶ­πε ὁ Φαρ­μά­κης.
—Ὄ­χι, ἔ­χου­με φά­ει, εἶ­πε ὁ Ντί­νος. Νὰ ξα­πλώ­σου­με μο­νά­χα, για­τὶ πρέ­πει νὰ εἴ­μα­στε νω­ρὶς στὸ Νι­χώ­ρι αὔ­ριο…
 
Τὸ πρω­ί, πρὶν φύ­γου­νε γιὰ τὸ Νι­χώ­ρι κι ἀ­κό­μη πρὶν βγεῖ ὁ ἥ­λιος ἀ­πέ­ναν­τι, στοῦ Πα­λούμ­πα τὰ βου­νά, ὁ Ντί­νος ση­κώ­θη­κε καὶ πῆ­γε μὲ τὸν Ντο­ρὴ στὴ βρύ­ση τοῦ Τζα­μα­λῆ. Ἀ­νέ­βη­κε πά­νω ἀ­π’ τὴ βρύ­ση καὶ περ­πά­τη­σε ἀρ­γὰ τὴν ἀ­πό­το­μη ἀ­νη­φο­ρί­τσα, μέ­χρι τὸ πε­ρι­βό­λι τοῦ Λα­κριν­τῆ. Τὸ πε­ρι­βο­λά­κι ἤ­τα­νε ἡ­μι­κυ­κλι­κό, σὰν φλέν­τζα πορ­το­κα­λιοῦ. Ἔ­σπερ­νε ὁ Πέ­τρος ἐ­κεῖ κα­μιὰ ντο­μά­τα, ἀγ­γού­ρια καὶ βλί­τα τὰ κα­λο­καί­ρια. Τώ­ρα ἤ­τα­νε ἐ­λεύ­θε­ρο καὶ σκαμ­μέ­νο.
Ἐ­πλη­σί­α­σε ἀ­κρο­πο­δη­τὶ στὸν ὄ­χτο καὶ πῆ­γε ὅ­λο ἀ­ρι­στε­ρά. Ἐ­κεῖ στὴ γω­νιὰ ἔ­βλε­πες πιά­το κά­τω στὴ βρύ­ση. Εἶ­δε ἀ­χνά­ρια στὸ χῶ­μα. Με­γά­λο πό­δι. Ὁ δρά­στης εἶ­χε φύ­γει κα­τ’ ἀ­πά­νω, κα­τὰ τὸ δά­σος. Κά­να μέ­τρο πιὸ ἐ­κεῖ εἶ­δε τὸ φυ­σίγ­γι. Ἔ­σκυ­ψε καὶ τὸ πῆ­ρε. Τὸ ἔ­βα­λε στὴν τσέ­πη. Στά­θη­κε καὶ ξα­να­κοί­τα­ξε κα­τὰ τὴ βρύ­ση. Ἔ­βλε­πε κα­τευ­θεῖαν στὸ ση­μεῖ­ο ποὺ ἐ­ψὲς τὸ βρά­δυ ἄ­να­ψε τὸ τσα­κμά­κι του. Γύ­ρι­σε στὴ Δάφ­νη, πῆ­ρε τὸ κο­ρι­τσά­κι του ποὺ εἶ­χε ξυ­πνή­σει καὶ τὸν ἔ­ψα­χνε ἀ­νή­συ­χο, κι ἔ­φυ­γαν γιὰ τὸ Νι­χώ­ρι.
 
Στὸ δρό­μο, ὁ Ντί­νος δὲν ἐ­μί­λα­γε. Μό­νο κά­πνι­ζε. Λί­γο πρὶν φτά­σου­νε στὸ χω­ριό, εἶ­πε στὸ κο­ρι­τσά­κι: 
—Ἄ­κου, Βα­σί­λω μου… Μι­λιὰ σὲ κα­νέ­ναν γιὰ χτὲς τὸ βρά­δυ… Δὲ θὰ πεῖς τί­πο­τα που­θε­νά. Καὶ μὴ φο­βᾶ­σαι, ἐ­γὼ θὰ τὸ ξε­δι­α­λύ­νω… Μὴ σκι­ά­ζε­σαι, στοι­χειὰ δὲν ὑ­πάρ­χουν. Μό­νο κα­κοὶ ἀν­θρῶ­ποι ὑ­πάρ­χου­νε. Νὰ τὸ θυ­μᾶ­σαι. Καὶ θὰ ἰ­δεῖς ποὺ αὐ­τὸν τὸν κα­κὸ ἄν­θρω­πο θὰ τὸν ἔ­βρω καὶ θὰ τὸν τι­μω­ρή­σω… 
Τὸ κο­ρι­τσά­κι ἔ­νευ­σε στὸν πα­τέ­ρα του ὅ­τι θὰ τη­ρή­σει τὴ συμ­βου­λή του. Φτά­σα­νε κι ἀ­νοί­ξα­νε τὸ σπί­τι. Ὁ Ντί­νος πῆ­γε νὰ βρεῖ ἀν­θρώ­πους νὰ φέ­ρου­νε τὶς ἐ­λι­ὲς ἀ­πὸ τοῦ Ντε­λα­λῆ στὸ Νι­χώ­ρι. Τὸ κο­ρί­τσι ἔ­πια­σε νὰ κά­νει κά­ποι­ες δου­λει­ὲς ποὺ εἶ­χε ὁ­ρί­σει ἡ μά­να του.
Στὸ μυα­λὸ τοῦ Ντί­νου εἶ­χε καρ­φω­θεῖ τὸ χτε­σι­νὸ ἐ­πει­σό­διο. Καὶ κα­λὰ νὰ θέ­λουν τὸ κα­κὸ τὸ δι­κό του. Ἀλ­λὰ τὸ παι­δά­κι του, τί ἔ­φται­γε τὸ δό­λιο; Ἀ­πὸ τὴν ὥ­ρα ποὺ βρῆ­κε τὸν κά­λυ­κα, σκε­φτό­ταν πὼς τὸν ἔ­χει στὸ χέ­ρι αὐ­τὸν ποὺ τὸ ἔ­κα­νε… Στὸ μυα­λὸ του εἶ­χε καρ­φω­θεῖ ἡ φυ­σι­ο­γνω­μί­α τοῦ Ἀ­νέ­στη τοῦ Κου­τσο­βα­σί­λη. Δὲν ἔ­κα­νε κου­βέν­τα σὲ κα­νέ­ναν. Πρό­σε­χε ὅ­μως μὴ φα­νεῖ ὁ Ἀ­νέ­στης. Ἔ­ρι­χνε καὶ κα­μιὰ μα­τιὰ κα­τὰ τὸ σπί­τι του…
Ὁ Ντί­νος ἤ­τα­νε κα­λός, νὰ τὸν πα­τή­σεις. Γι­νό­ταν ἀ­γρί­μι ὅ­μως, ἂν τὸν ἀ­δι­κοῦ­σες ἢ τὸν πρό­σβελ­νες. Μπο­ροῦ­σε νὰ φτά­σει στὰ ἄ­κρα. Ὅ­ταν ἔ­φτα­νε ἐ­κεῖ, δὲν κα­τα­λά­βαι­νε τί ἔ­κα­νε. Μπο­ροῦ­σε νὰ σκο­τώ­σει, ἂν καὶ δὲν τὸ εἶ­χε κά­νει πο­τές. Ἦ­ταν βέ­βαι­ος γιὰ τὴν ἐ­νο­χὴ τοῦ Κου­τσο­βα­σί­λη.
 
Κα­τὰ τὸ με­ση­με­ρά­κι, συγ­κέν­τρω­σε τοὺς ἀν­θρώ­πους του. Τὸ μπατ­ζα­νά­κη του, τὸ Λιὰ τὸ Χι­ο­νιά­δη, τὸν Ἀ­λά­νη, τὸν Μπα­κα­τσε­λον­τί­νο, τὸν ξά­δερ­φό του, τὸν Κί­τσιο Μπου­λοῦ­τσο, τὸν Ζα­φειροντίνο καὶ κά­να δυ­ὸ ἄλ­λους. Μα­ζέ­ψα­νε καὶ κα­μιὰ δε­κα­ριὰ ζῶ­α. Ἄ­λο­γα καὶ μοῦ­λες. Θὰ κά­να­νε τρί­α ἀ­γώ­για. Τὴν ἄλ­λη μέ­ρα κι­νή­σα­νε νω­ρίς. Εἴ­χα­νε τὸ φό­βο μὴ χα­λά­σει ὁ και­ρός. Βλέ­πα­νε νὰ γι­ο­μί­ζει κα­τὰ πά­νω. Ὁ Μπα­κα­τσε­λον­τί­νος εἶ­πε: 
—Θα χα­λά­σει ὁ και­ρός. Μα­ζεύ­ει κα­τὰ τὸν Ἐ­ρύ­μαν­θο κι ὅ­ταν μά­ζευ­ε κα­τὰ κεῖ, πα­λιὰ ποὺ μα­ζεύ­α­με τὸ ρε­τσί­νι, ὁ Κα­νέλ­λος ἔ­λε­γε:
 
Πᾶν τὰ σύν­νε­φα στὴν Πά­τρα,
εἶν’ τὰ ρέ­μα­τα γε­μά­τα.
Πᾶν τὰ σύν­νε­φα στὴ Μά­νη, 
τό­τες ἡ βρο­χὴ δὲν πιά­νει.
 
—Βι­α­στεῖ­τε τὸ λοι­πόν, νὰ τε­λει­ώ­νου­με σή­με­ρα…, εἶ­πε ὁ Ντί­νος. Για­τὶ ἅ­μα βγεῖ ἀ­λη­θι­νὸς ὁ Κα­νέλ­λος, θ’ ἀρ­μέ­ξου­με τὸ λά­δι με­τὰ τὰ Χρι­στού­γεν­να…
Φέ­ρα­νε τὶς ἐ­λι­ὲς στὸ λι­τρου­βει­ὸ κι ἔ­τσι μα­ζεύ­τη­κε καὶ ἡ φα­με­λιὰ τοῦ Ντί­νου στὸ χω­ριό. Ὁ Ντί­νος πῆ­γε στὸ λι­τρου­βει­ὸ τοῦ Λι­νάρ­δου, στὴν Κά­τω Ρού­γα. Ἔ­κα­νε μιὰ βδο­μά­δα νὰ τοῦ βγά­λει τὸ λά­δι, κα­θὼς τὸ ἕ­να ἄ­λο­γο ποὺ εἶ­χε ὁ Λι­νάρ­δος, ἀρ­ρώ­στη­σε. Ἔ­τσι, πε­ρί­με­νε ἕ­να γύ­φτο τσαμ­πά­ση, ἀ­πὸ τὴν Μπαρ­μπά­σενα, νὰ τοῦ φέ­ρει ἕ­να γε­ρὸ ἄ­λο­γο, νὰ μπο­ρέ­σει νὰ κά­νει τὴ δου­λειά του. Ἤ­τα­νε κα­λὴ ἡ λα­διὰ φέ­τος. 
Μέ­χρι νὰ τε­λει­ώ­σει ἀ­πὸ τὸ λι­τρου­βει­ό, δὲν ἀ­σχο­λή­θη­κε μὲ τὴν ὑ­πό­θε­ση τῆς βρύ­σης. Τὸν Κου­τσο­βα­σί­λη τὸν εἶ­δε δυ­ὸ φο­ρές. Ἔ­κα­νε πὼς δὲν τὸν προ­σέ­χει, ἀλ­λὰ τὸ μά­τι του δὲν ξε­κόλ­λα­γε ἀ­πὸ πά­νω του. Ἐ­κεῖ­νος, μό­λις ἀν­τι­λαμ­βα­νό­ταν τὸν Ντί­νο, ἄλ­λα­ζε δρό­μο. Ὁ τρό­πος ποὺ τὸν ἀ­πέ­φευ­γε κά­θε φο­ρά, ἐ­πι­βε­βαί­ω­νε τὶς ὑ­πο­ψί­ες τοῦ Ντί­νου.
Στὸ τέ­λος τοῦ μή­να ἔ­φε­ρε ἕ­να δι­α­ο­λε­μέ­νο κρύ­ο. Ἔ­ρι­ξε πο­λὺ χι­ό­νι κι ὁ κό­σμος δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ φτά­σει στὶς στά­νες καὶ στὰ χει­μα­διὰ νὰ ταΐσει τὰ ζῶ­α του. Ὁ ἕ­νας βό­η­θα­γε τὸν ἄλ­λον, ὅ­πως μπο­ροῦ­σε. Ἐ­κεῖ­νο τὸ βρά­δυ, ὁ Ντί­νος κα­θό­τα­νε μὲ τὴ φα­με­λιὰ του στὸ πα­ρα­γώ­νι κι ἔ­λε­γε ἱ­στο­ρί­ες στὰ κο­ρι­τσά­κια του κρα­τών­τας στὴν ἀγ­κα­λιὰ του τὸ μω­ρό, τὸ γιὸ του τὸ Γιάν­νη. Τό­τες κάποιος χτύ­πη­σε τὴν πόρ­τα ἐ­πι­μό­νως. Ἄ­φη­κε τὸ μω­ρὸ στὴν ἀγ­κα­λιὰ τῆς τρο­μαγ­μέ­νης γυ­ναί­κας του καὶ πῆ­γε ν’ ἀ­νοί­ξει. Ρώ­τη­σε πρῶ­τα ποι­ός εἶ­ναι.
            ―Ντί­νο, ἄ­νοι­ξε, ὁ Κω­στά­κης ὁ Ριτ­ζού­νης εἶ­μαι, ἀ­πὸ τὴν Κά­του Ρού­γα…
Ὁ Ντί­νος ἄ­νοι­ξε τὴν πόρ­τα μὲ προ­σο­χή. Εἶ­δε τὸν Ριτ­ζου­νά­κο, μι­σο­πα­γω­μέ­νο, καὶ τοῦ ἔ­κα­νε χῶ­ρο νὰ μπεῖ μέ­σα. Ὄ­χι, εἶ­πε αὐ­τός.
―Τρέ­χα, σὲ θέ­λει ὁ πα­πάς… Χά­θη­κε ἄν­θρω­πος στὸ χι­ό­νι… Τρέ­χα, Ντί­νο, νὰ τὸν προ­λά­βου­με ζων­τα­νό…
Ὁ Ντί­νος χω­ρὶς δεύ­τε­ρη κου­βέν­τα ἔ­βα­λε τὴ χλαί­νη καὶ τ’ ἄρ­βυ­λά του καὶ ἔ­φυ­γε ἀ­φή­νον­τας τὴ γυ­ναί­κα του στὴν πόρ­τα ποὺ ἔ­λε­γε:
―Ἡ Πα­να­γιὰ μα­ζί σας, ἒ κα­κὸ ποὺ ἔ­πα­θα ἡ δό­λια, ποι­ός νά ’ναι, παι­δά­κι μου, ὁ χα­η­μέ­νος μὲ τέ­τοι­ο και­ρό… 
Φτά­σα­νε στὸ σπί­τι τοῦ πα­πᾶ καὶ βρή­κα­νε κό­σμο μὲ ξι­νά­ρια καὶ κα­σμά­δες στὰ χέ­ρια. Εἴ­χα­νε ἀ­νά­ψει μιὰ με­γά­λη φω­τιὰ στὴν αὐ­λὴ καὶ πε­ρι­μέ­να­νε γύ­ρω ἀ­π’ αὐ­τὴ τὸν Ντί­νο, γιὰ νὰ ξε­κι­νή­σου­νε. Ὅ­ταν φά­νη­κε ὁ Ντί­νος, ὁ πα­πὰς τὸν ἐ­νη­μέ­ρω­σε πὼς ὁ Ἀ­νέ­στης ὁ Κου­τσο­βα­σί­λης ἔ­φυ­γε τ’ ἀ­πό­γι­ο­μα ἀ­πὸ τὸ σπί­τι του, νὰ πά­ει στὸ Λεῦ­κο νὰ τα­ΐ­σει τὰ κα­τσι­κο­πρό­βα­τά του. Ἀ­πὸ ἐ­κεί­νη τὴν ὥ­ρα χά­θη­καν τὰ ἴ­χνη του. Τὸ σκυ­λὶ του γύ­ρι­σε στὸ σπί­τι κι ἀ­λυ­χτοῦ­σε ὄ­ξω ἀ­π’ τὴ λε­σιὰ σὰν πα­λα­βό. Ἡ γυ­ναί­κα του, ἡ Μα­ρι­γού­λα, ἡ κό­ρη τοῦ Λάμ­πη τοῦ Τσι­γώ­νια, γυ­ναί­κα κα­λὴ καὶ σε­μνή, τὸ ἀν­τί­θε­το του ἄν­τρα της τοῦ Ἀ­νέ­στη, μό­λις εἶ­δε τὸ σκυ­λὶ νὰ χτυ­πι­έ­ται κα­τά­λα­βε κι ἐ­νη­μέ­ρω­σε τὴ γει­το­νιὰ καὶ με­τὰ ὅ­λοι μα­ζὶ τὸν πα­πά. Κι ὁ πα­πὰς εἶ­πε:
―Εἰ­δο­ποι­ῆ­στε τὸν Ντί­νο, για­τί αὐ­τὸς ξέ­ρει κα­λὰ τὸν τό­πο ἐ­κεῖ πέ­ρα.
Ὁ Ντί­νος, ἀ­φοῦ ἄ­κου­σε τὸν πα­πά, εἶ­πε:
―Γιά μα­ζευ­τεῖ­τε ὅ­λοι κον­τὰ στὴ φω­τιὰ κι ἀ­κοῦ­στε πὄ­χω νὰ σᾶς πῶ… Θὰ ἔρ­θου­νε μα­ζί μου ὅ­σοι ἔ­χου­νε χω­ρά­φια πέ­ρα τὸ Λεῦ­κο καὶ ξέ­ρου­νε τὸν τό­πο. Οἱ ἄλ­λοι θὰ κά­τσου­νε στὸ Κα­τσι­κά­κι, στὴν κα­λύ­βα τοῦ Μα­ζα­ρά­κα, μὴν τοὺς χρει­α­στοῦ­με νὰ φέ­ρου­νε τί­πο­τα ἐ­φό­δια. Ἐ­σύ, πα­πά, στεῖ­λε ἄν­θρω­πο στὴ Χώ­ρα νὰ φέ­ρει τὸν Μπρά­μο, τὸ για­τρό… Νὰ εἶ­ναι ἐ­δῶ ὁ για­τρός, σὰν τὸν φέ­ρου­με…
Ὕ­στε­ρα τοὺς δι­ά­λε­ξε ἕ­ναν-ἕ­ναν καὶ κι­νή­σα­νε. Τὸ σκυ­λὶ τοῦ Ἀ­νέ­στη μπῆ­κε μπρο­στὰ ἀ­πὸ τὴν ὁ­μά­δα γρυ­λί­ζον­τας, σὰ νὰ ἔ­κλαι­γε ἕ­να βου­βὸ κλά­μα. Ἀ­πὸ πί­σω οἱ χω­ρια­νοὶ ποὺ μα­ζί τους πή­ρα­νε δυ­ὸ πεν­τα­κο­σά­ρες τσί­που­ρο, ἄ­λειμ­μα γιὰ νὰ τοῦ βά­λου­νε στὰ χεί­λια ἂν τὸν εἶ­χε κά­ψει ἡ πα­γω­νιά, ροῦ­χα στε­γνά, δυ­ὸ μπαν­τα­νί­ες, γιὰ νὰ τὸν τυ­λί­ξου­νε, καὶ μιὰ σκά­λα νὰ τὴν χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­νε γιὰ φο­ρεῖ­ο. Ἀ­κο­λού­θη­σαν τὸ μο­νο­πά­τι κα­τὰ τὸν Ἅι-Λιὰ κι ἀ­νέ­βαι­ναν προ­σε­χτι­κά, για­τὶ τὸ χι­ό­νι ἐ­κεῖ πά­νω στὸ Μαῦ­ρο Λι­θά­ρι ἦ­ταν πο­λύ. 
Ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ δυ­ὸ ὧ­ρες μὲς στὸ χι­ο­νιὰ κα­τα­φέ­ρα­νε νὰ πέ­σου­νε στὴν πί­σω με­ριὰ τοῦ βου­νοῦ. Ἐ­κεῖ χω­ρί­σα­νε. Οἱ ὀ­κτὼ μπή­κα­νε στὴν κα­λύ­βα τοῦ Μα­ζα­ρά­κα καὶ οἱ ἄλ­λοι συ­νε­χί­σα­νε κα­τὰ τὴν Γκορ­τσού­λα, μιὰ ἀ­πό­το­μη πλα­γιὰ ποὺ κα­τέ­βαι­νε ἴ­σια μέ­σα στὴν καρ­διὰ τοῦ Λεύ­κου. Ἐ­κεῖ σὲ μιὰ πλα­γιὰ ποὺ ἴ­σι­ω­νε ἀ­πὸ τὴ μί­α με­ριὰ ἀ­πό­το­μα, ἐ­νῶ ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη γι­νό­ταν τρο­με­ρὸς γκρε­μός, βρι­σκό­ταν τὸ γκρέ­κι τοῦ Ἀ­νέ­στη. Γιὰ νὰ φτά­σουν ἐ­κεῖ, ἔ­πρε­πε μὲ προ­σο­χὴ νὰ κα­τέ­βουν στὸ βά­θος τῆς χα­ρά­δρας καὶ κα­τό­πιν νὰ ἀ­νέ­βουν ἕ­να στε­νὸ κι ἐ­πι­κίν­δυ­νο μο­νο­πά­τι. Αὐ­τὸ φαι­νό­ταν ἀ­κα­τόρ­θω­το, για­τὶ ἦ­ταν ἀ­φέγ­γα­ρη ἡ νύ­χτα καὶ δὲν ἔ­βλε­παν πέ­ρα ἀ­πὸ τὴ μύ­τη τους. Τό­τες ὁ Ντί­νος εἶ­πε:
―Μέ­χρις ἐ­δῶ ἤ­τα­νε. Ἀ­πέ­ναν­τι δὲν μπο­ροῦ­με νὰ πε­ρά­σου­με. Μό­νο ἀ­πὸ πά­νου, ἀ­πὸ τὸ Χω­ραΐ­τι­κο μπο­ροῦ­με νὰ πᾶ­με… Ἀλ­λὰ ἅ­μα πᾶ­με ἀ­πὸ ἐ­κεῖ, γιὰ νὰ φτά­σου­με στὸ γκρέ­κι θέ­λου­με πέν­τε ὧ­ρες καὶ τὸ χά­σα­με τὸ παι­χνί­δι…
Τό­τε τὸ σκυ­λὶ πῆ­γε κα­μιὰ δε­κα­ριὰ μέ­τρα πιὸ κά­τω, ζύ­γω­σε τὸν γκρε­μὸ κι ἄρ­χι­σε νὰ γα­βγί­ζει δι­α­ο­λε­μέ­να.
―Ἐ­κεῖ, εἶ­πε ὁ Ντί­νος, ἀ­πὸ ἐ­κεῖ πρέ­πει νὰ κα­τέ­βη­κε ἢ ἔ­πε­σε… Θὰ τὸν φω­νά­ξω νὰ ἰ­δοῦ­με, εἶ­ναι στὸ γκρέ­κι ἢ ἔ­χει πέ­σει μέ­σα στὴ χα­ρά­δρα… Ἔ­τσι ἔ­βα­λε μί­α φω­νή:
― Ἀ­νέ­στη­η­η­η, μ’ ἀ­κοῦς; Ἀ­νέ­στη­η­η­η…
Τί­πο­τα. Τὴ φω­νὴ του τὴν κα­τά­πι­ε ἡ ἀ­πό­λυ­τη ἡ­συ­χί­α ποὺ βα­σί­λευ­ε στὴ φύ­ση με­τὰ τὴ φο­βε­ρὴ χι­ο­νο­θύ­ελ­λα. Δὲν τὄ­βα­λε ὅ­μως κά­τω. Εἶ­χε μιὰ προ­αί­σθη­ση ὅ­τι ὁ Ἀ­νέ­στης δὲν πρό­λα­βε νὰ πε­ρά­σει τὸν γκρε­μὸ καὶ ν’ ἀ­νέ­βει στὸ γκρέ­κι.
―Ἔ­λα ἄλ­λη μιὰ φο­ρά, οὖ­λοι μα­ζὶ, εἶ­πε, νὰ φω­νά­ξου­με Ἀ­νέ­στη. Ἔ­λα μὲ τὸ τρί­α, εἶ­πε καὶ μέ­τρη­σε. Φω­νά­ξα­νε ὅ­λοι μα­ζί. Ἡ νύ­χτα πῆ­ρε τὴ φω­νὴ τῶν ὀ­κτὼ ἀν­θρώ­πων, τὴν πῆ­γε ἀ­πέ­ναν­τι καὶ τὴ γύ­ρι­σε πολ­λα­πλα­σι­ά­ζον­τάς την. Ὕ­στε­ρα σι­ω­πή. Καὶ τό­τε μὲς στὴ σι­γα­λιὰ τῆς νύ­χτας ἀ­κού­στη­κε μιὰ φω­νὴ ξέ­πνο­ου ἀν­θρώ­που, νὰ ἔρ­χε­ται ἀ­πὸ τὸ βά­θος τῆς χα­ρά­δρας:
―Ἐ­γώ εἶ­μαι… Ἐδῶ… κά­του… Βο­ή­θεια… Βο­ή­θεια, ἀ­δέρ­φια… Μέ­σα στὸ ρέ­μα εἶ­μαι… Ὕ­στε­ρα πά­λι σι­ω­πή. Ὁ Ντί­νος εἶ­πε: 
―Τα σκοι­νιὰ γλή­γο­ρα… Θὰ κα­τέ­βω κά­του… Κου­νη­θεῖ­τε νὰ τὸν προ­κά­νου­με ζων­τα­νό… Θἄ­χει πα­γώ­σει τό­σες ὧ­ρες…  Θὰ κα­τέ­βω ἐ­γὼ κι ἀ­μέ­σως πί­σω μου θἄρ­θει ὁ Γι­ώ­ρης ὁ Ζα­πάν­της ποὺ εἶ­ναι μι­κρό­σω­μος. Βάλ­τε μου τὴ μπο­τί­λια μὲ τὸ τσί­που­ρο στὸ τρά­στο καὶ τὸ βά­ζο μὲ τὸ ἄ­λειμ­μα. Με­τὰ θὰ σᾶς φω­νά­ξω νὰ κα­τε­βά­στε τὴ σκά­λα καὶ τὶς μπαν­τα­νί­ες. Ἐ­σὺ Κό­λια μὲ τὸν Μπαρ­μπα­ρέ­σο φυ­γέ­τε ἀ­μέ­σως, νὰ φέ­ρε­τε καὶ τοὺς ἄλ­λους ἀ­πὸ τὴν κα­λύ­βα. Μπο­ρεῖ νὰ χρει­α­στοῦ­νε στ’ ἀ­νέ­βα­σμα… Οἱ ὑ­πό­λοι­ποι, μα­ζέψ­τε κό­πι­λα καὶ κό­φτε ξύ­λα κι ἀ­νάψ­τε μί­α κα­λὴ φω­τιά…
Ἀ­μέ­σως ἄ­να­ψαν τὴ φω­τιὰ καὶ πι­α­στή­κα­νε μὲ τὰ σκοι­νιά. Δέ­σα­νε μιὰ τρι­χιὰ στὸν κορ­μὸ ἑ­νὸς με­γά­λου πεῦ­κου καὶ κα­τό­πιν μὲ προ­σο­χὴ ἔ­κα­ναν γε­ροὺς κόμ­πους κι ἕ­νω­σαν πολ­λὲς τρι­χι­ὲς με­τα­ξύ τους. Τὶς κα­τε­βά­σα­νε κά­τω. Ὕ­στε­ρα δέ­σα­νε τὸν Ντί­νο καὶ ἀρ­γά-ἀρ­γὰ ἄρ­χι­σαν νὰ τὸν κα­τε­βά­ζουν μέ­σα στὸ βά­ρα­θρο. 
Ὁ ἄ­νε­μος καὶ τὸ χι­ό­νι εἶ­χαν στα­μα­τή­σει. Μιὰ γα­λή­νια ἡ­συ­χί­α βα­σί­λευ­ε μέ­σα στὸ βά­ρα­θρο. Βρι­σκό­ταν στὸ ἀ­πό­λυ­το κε­νό. Κά­τω δὲν ἔ­βλε­πε τί­πο­τα. Εἶ­χε πε­ρά­σει τὸ τρά­στο μὲ τὸ τσί­που­ρο καὶ τὸ ἄ­λειμ­μα χια­στὶ καὶ στὸ ἕ­να χέ­ρι κρα­τοῦ­σε ἕ­να ἀ­ναμ­μέ­νο φα­νά­ρι. Τὸ φῶς τοῦ φα­να­ριοῦ δὲν ἦ­ταν δυ­να­τὸν νὰ νι­κή­σει τὸ σκο­τά­δι.
Ὅ­ταν κα­τέ­βη­κε γύ­ρω στὰ δέ­κα, δε­κα­πέν­τε μέ­τρα, αἰ­σθάν­θη­κε ἕ­να ρῖ­γος νὰ δι­α­περ­νᾶ τὸ κορ­μί του. Θυ­μή­θη­κε τὴν πε­ρι­πέ­τεια μὲ τὸ κο­ρί­τσι του στὴν Πα­λι­ό­βρυ­σης. Στὸ Δαφ­νέικο. Τὴν ἔ­δι­ω­ξε ἀ­μέ­σως αὐ­τὴ τὴν κα­κιὰ σκέ­ψη ἀ­πὸ τὸ μυα­λό του. Τώ­ρα ἔ­πρε­πε νὰ βρεῖ τρό­πο νὰ σώ­σει αὐ­τὸν τὸν ἄν­θρω­πο. Δὲν εἶ­χε ση­μα­σί­α ποι­ός ἦ­ταν καὶ τί δι­α­φο­ρὲς εἶ­χε μα­ζί του. Ἦ­ταν ἕ­νας ἄν­θρω­πος. Ἕ­νας πα­τέ­ρας τεσ­σά­ρων μι­κρῶν παι­δι­ῶν. Κά­που ἐ­κεῖ φώ­να­ξε δυ­να­τά:
―Ἀ­νέ­στη, κα­τε­βαί­νου­με, ἂν μ’ ἀ­κοῦς πές μου σὲ ποι­ά με­ριὰ εἶ­σαι…
―Τὴ δῶ­θε με­ριά, κα­τὰ τὸ χω­ριό… Ἐλᾶ­τε δὲ μπο­ρῶ ἄλ­λο… Σβή­νω… Τὸν ἄ­κου­γε πο­λὺ κα­θα­ρὰ καὶ κον­τά του.
―Κρα­τή­σου, Ἀ­νέ­στη, κα­τε­βαί­νου­με, κρα­τή­σου, ἀ­δερ­φέ, τοῦ εἶ­πε ὁ Ντί­νος. Σὲ λί­γο, τὰ πό­δια του πα­τή­σα­νε στὸ χι­ό­νι. Ἦρ­θε σι­γά-σι­γὰ καὶ πά­τη­σε σ’ ἕ­να βρά­χο. Ἀ­πὸ κά­τω ἀ­κου­γό­ταν τὸ νε­ρά­κι ποὺ σερ­νό­ταν μέ­σα στὴ χα­ρά­δρα. Σή­κω­σε τὸ φα­νά­ρι κι ἔ­φε­ξε γύ­ρω. Τὸν εἶ­δε. Ὁ Ἀ­νέ­στης βρι­σκό­ταν λί­γο πιὸ πά­νω, σ’ ἕ­να πλα­τω­μα­τά­κι. Μιὰ ἀν­θρώ­πι­νη μά­ζα ριγ­μέ­νη χύ­μα πά­νω στὸ χι­ό­νι. Εἶ­χε πέ­σει πά­νω σὲ μιὰ λυ­γα­ριὰ καὶ τὴν εἶ­χε τσα­κί­σει. Εἶ­χε συρ­θεῖ κάμ­πο­σα μέ­τρα. Σὰν τὸν πλη­σί­α­σε, ἦ­ταν πα­γω­μέ­νος, τὸ πρό­σω­πό του γδαρ­μέ­νο, γε­μά­το αἵ­μα­τα. Βογ­κοῦ­σε σπα­ρα­κτι­κά. Πρέ­πει νὰ εἶ­χε σπά­σει πό­δια, χέ­ρια καὶ πλευ­ρά.
Ἄ­φη­σε τὸ φα­νά­ρι πιὸ πέ­ρα, γύ­ρι­σε κι ἔ­κα­νε σῆ­μα ἀ­πά­νω μὲ τὰ σκοι­νιὰ νὰ κα­τέ­βει ὁ Ζα­πάν­της. Γύ­ρι­σε ἀ­μέ­σως στὸν χτυ­πη­μέ­νο, τὸν ἀ­να­σή­κω­σε κι ἄρ­χι­σε νὰ τὸν τρί­βει στὰ χέ­ρια καὶ στὸ πρό­σω­πο μὲ τὸ τσί­που­ρο. Τὸν ἀ­να­σή­κω­σε στὴν ἀγ­κα­λιά του καὶ τὸν πό­τι­σε τσί­που­ρο. Αὐ­τὸς δὲν ἔ­νι­ω­θε τί­πο­τα πιά. Βα­ρι­α­νά­σαι­νε. Ἔ­φτα­σε κι ο Ζα­πάν­της καὶ τοῦ εἶ­πε:
―Κά­νε γρή­γο­ρα σι­νιά­λο νὰ κα­τε­βά­σου­νε τὴ σκά­λα, για­τί εἶ­ναι βα­ρὺς καὶ δὲν θὰ μπο­ρέ­σει ἀλ­λι­ῶς ν’ ἀ­νε­βεῖ…
―Ναί, Ντί­νο μου, εἶ­πε τὸ παι­δὶ κι ἔ­κα­νε σι­νιά­λο νὰ κα­τε­βά­σουν τὴ σκά­λα. Ὅ­ταν ἡ σκά­λα ἀ­κούμ­πη­σε στὸ χι­ό­νι, ἅρ­πα­ξαν τὸν χτυ­πη­μέ­νο, τὸν τύ­λι­ξαν μὲ τὶς μπαν­τα­νί­ες, τὸν ἀ­πί­θω­σαν πά­νω της καὶ τὸν ἔ­δε­σαν προ­σε­χτι­κὰ μὲ σφι­χτοὺς κόμ­πους πά­νω στὴ σκά­λα. Ἤ­λεγ­ξαν τὰ σκοι­νιὰ κι ἔ­κα­ναν σι­νιά­λο νὰ τὸν τρα­βή­ξουν. Ἡ ἀ­νά­βα­ση ἤ­τα­νε δύ­σκο­λη, για­τὶ ὁ χτυ­πη­μέ­νος εἶ­χε πο­λὺ βά­ρος.  
Ὅ­ταν ἡ σκά­λα μὲ τὸν χτυ­πη­μέ­νο ἔ­φτα­σε κά­να δυ­ὸ μέ­τρα ἀ­πὸ τὸ χεῖ­λος τοῦ γκρε­μοῦ, τὸ σκυ­λὶ ἔ­κα­νε σὰν πα­λα­βό, γα­βγί­ζον­τας καὶ τρέ­χον­τας πέ­ρα δῶ­θε. Δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ κρα­τή­σει τὴ χα­ρά του. Ἀρ­γά-ἀρ­γὰ τραβή­ξαν τὴ σκά­λα-φο­ρεῖ­ο πρὸς τὰ πά­νω καὶ τὴν ἀ­πί­θω­σαν στὸ χι­ό­νι. Ὁ χτυ­πη­μέ­νος βρι­σκό­ταν σὲ λή­θαρ­γο. Δὲν κα­τα­λά­βαι­νε τί­πο­τα. Ὕ­στε­ρα, ἀ­φοῦ ἔ­λυ­σαν τὴ σκά­λα ἀ­πὸ τὰ σκοι­νιά, τὴν ἔ­φε­ραν πλά­ι στὴ φω­τιά. Οἱ μι­σοὶ ἀ­σχο­λή­θη­καν μὲ τὸν Ἀ­νέ­στη, κι ἄλ­λοι ἄρ­χι­σαν νὰ ἀ­νε­βά­ζουν τὸν Ντί­νο καὶ τὸ Ζαπάν­τη. Ὅ­ταν τοὺς ἀ­νέ­βα­σαν, ὁ Ντί­νος εἶ­πε: 
―Μὴ μα­ζεύ­ε­τε τί­πο­τα, ἀ­φῆ­στε ὅ,­τι μᾶς βα­ραί­νει ἐ­δῶ. Πάρ­τε τὸν ἄν­θρω­πο νὰ κα­τέ­βου­με γρή­γο­ρα στὸ χω­ριό. Γρή­γο­ρα μὴ χά­νου­με και­ρό. Νὰ τὸν δεῖ ὁ για­τρός…
Ἄρ­χι­σαν νὰ ἀ­νε­βαί­νουν πί­σω γιὰ τὸ χω­ριό. Σὰν φτά­σα­νε στὸν Ἅι­Λιά, πῆ­ραν τὸν κα­τή­φο­ρο μὲς στὰ χι­ό­νια. Στὸ Κα­τσι­κά­κι βά­λαν τὸν χτυ­πη­μέ­νο πά­νω στ’ ἄ­λο­γο. Αὐ­τὸς ποῦ καὶ ποῦ βογ­κοῦ­σε. Φτά­σα­νε στὸ Νι­χώ­ρι τὸ χά­ρα­μα. Εἶ­χαν ὅ­λοι πα­γώ­σει. Τὸν πή­γα­νε σπί­τι του, ὅ­που πε­ρί­με­νε πο­λὺς κό­σμος. Ὁ πα­πὰς τοὺς ἔ­βγα­λε ἔ­ξω, λέ­γον­τάς τους ὅ­τι θέ­λει ἡ­συ­χί­α ὁ για­τρὸς νὰ ἰ­δεῖ τὸν χτυ­πη­μέ­νο. Τὸν ἔ­βα­λαν στὸ πα­ρα­γώ­νι καὶ τὸν ἀ­νέ­λα­βε ὁ Μπρά­μος. Ὁ Ντί­νος δὲν πῆ­γε στὸ σπί­τι τοῦ Ἀ­νέ­στη. Μό­λις πή­ρα­νε τὴν κα­τη­φό­ρα ἀ­πὸ τὸ Πλά­ι τοῦ Παγ­κά­κη καὶ κα­τε­βή­κα­νε μπρο­στὰ στοῦ Λου­λού­τση τὸ σπί­τι, ἀ­πέ­ναν­τι ἀ­πὸ τὴν πα­λιὰ ἐκ­κλη­σιὰ τοῦ χω­ριοῦ, στά­θη­κε, ἔ­βγα­λε τὸ κα­πέ­λο του κι ἔ­κα­νε εὐ­λα­βι­κὰ τὸ σταυ­ρό του. Κα­τό­πιν κα­τη­φό­ρι­σε λί­γο πιὸ κά­τω, ἄ­νοι­ξε τὴ λε­σιὰ καὶ μπῆ­κε στὸ κο­νά­κι του, ὅ­που τὸν πε­ρί­με­νε ἄ­γρυ­πνη ἡ γυ­ναί­κα του μὲ τὴ φω­τιὰ ἀ­ναμ­μέ­νη. Τοῦ ἔ­φε­ρε ροῦ­χα κι ἄλ­λα­ξε ρω­τών­τας τὸν λε­πτο­μέ­ρει­ες. Ἐ­κεῖ­νος ἔ­βα­λε στε­γνὰ ροῦ­χα καὶ κάλ­τσες καὶ τῆς εἶ­πε:
―Τον προ­λά­βα­με, θὰ ζή­σει…
Χώ­θη­κε μέ­σα στὰ σκε­πά­σμα­τα, ἐ­κεῖ, στὸ πα­ρα­γώ­νι, πλά­ι στὴν κο­ρω­μέ­νη φω­τιά…
 
Μερικοὺς μῆνες ἀργότερα, ὅταν ἔγινε ὁ πόλεμος στὴν Ἀλβανία κι ὁ Ντίνος ἔλαβε τὴν κλήση τῆς ἐπιστράτευσης, ὁ Ἀνέστης ὁ Κουτσοβασίλης ποὺ δὲν εἶχε βγεῖ ἀκόμη ἀπὸ τὸ σπίτι μετὰ τὴν πτώση του στὸν γκρεμό, κάλεσε τὸν Τάκη τὸ Λουμιώτη, τὸ συμβολαιογράφο ἀπὸ τὰ Τρόπαια, τὸν παπα-Θόδωρο καὶ τὸ Βασίλη τὸν Μπακατσέλο γιὰ μάρτυρες, κι ἐκεῖ μέσα στὴν κάμαρη ποὺ βρισκόταν ξαπλωμένος κι ἀκίνητος καὶ πονεμένος, εἶπε μὲ δυσκολία:
―Κὺρ Τάκη, γράψε ὅτι ἐγὼ ὁ Ἀνέστης Κουτσοβασίλης τοῦ Πανάγου καὶ τῆς Ζαφείρως δωρίζω τὸ χτῆμα μου στοῦ Ντελαλῆ στὸν Κωνσταντῖνο Δημακόπουλο τοῦ Μαρινίου, λόγῳ τῆς ὑποχρέωσής μου ποὺ ζῶ κι ἀναπνέω καὶ εἶναι σὰν νὰ ξαναγεννήθηκα δεύτερη φορὰ ἐξαἰτίας του… Καὶ συνέχισε:
―Γράψε τὰ ὑπόλοιπα κὺρ Τάκη, ἐσὺ ποὺ τὰ ξέρεις… Ἐγὼ καὶ οἱ κύριοι ἀπὸ δῶ θὰ ὑπογράψουμε… 
 
 *Ο Δημήτρης Κανελλόπουλος γεννήθηκε το 1954 στην Νεμούτα της Ηλείας, το 1958 αυτός και η οικογένειά του μετοίκησαν στην Αθήνα. Σπούδασε Ιστορία- Αρχαιολογία στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και Ιστορία- Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Babes Bolyai του Κλουζ Ναπόκα της Ρουμανίας. Εργάστηκε ως υπάλληλος σε διάφορους εκδοτικούς οίκους και ως φιλόλογος στην Αθήνα.
 
Έχει δημοσιεύσει τις ποιητικές συλλογές: «Ομίχλη Πέτρινη» (εκδόσεις Ηριδανός, 1986), «Σκυθικές Ερημίες» (εκδόσεις Κολωνός, 1996), «Σιγή Ασυρμάτου» (εκδόσεις Κολωνός, 2005) και «Κλίνη Σπόρου, Καλή» (εκδόσεις Οροπέδιο, 2010). Επίσης έχει επιμεληθεί και δημοσιεύσει το βιβλίο «42 σύγχρονοι Έλληνες ποιητές», στο οποίο μετέφρασε γνωστά ελληνικά ποιήματα, που παρουσίασε το 1984 στο ρουμάνικο αναγνωστικό κοινό. Το 1982 επιμελήθηκε το αφιέρωμα στη ρουμανική λογοτεχνία του περιοδικού «Πολιορκία» (τεύχος 16). Το 1996 επιμελήθηκε το αφιέρωμα στον Ρουμάνο ποιητή Anatol Baconsky στο περιοδικό «Πλανόδιον» (τεύχος 24).
 
Έχει δημοσιεύσει ποιήματα και άρθρα σε διάφορα περιοδικά όπως: «Εμβόλιμον», «Λέξη», «Παρέμβαση», «Πλανόδιον», «Πόρφυρας», «Πολιορκία». Από το 2006 εκδίδει το λογοτεχνικό περιοδικό «Οροπέδιο»

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.