Γραμματα στην Ασπα – 6

Ένα ακόμη "Γράμμα στην Άσπα" και μεταφρασμένα ποιήματα του Ρόνι Μάργκούλιες από το Μουσταφά Τσολάκ

Keşan, 15-08-2015
 
Χιλιολατρεμένη μου,
 
Στο γράμμα που σου ‘στειλα χθες, ξέχασα να σε ενημερώσω ότι σκόπευα να μείνω στην İzmir για μια μέρα ακόμα, για να κάνω μια συνέντευξη. Αλλά τελικά «ξέμεινα» από φράγκα και δεν μπόρεσα να κάνω τη συνέντευξη που ήθελα, με τον Tuğrul Keskin, για το βιβλίο του «Zito i Epanastasis». Και έχασα μια καλή ευκαιρία, να τον γνωρίσω αυτόν τον άξιο ποιητή της τουρκικής γλώσσας, από κοντά.
 
Ο Tuğrul Keskin, λοιπόν, στο βιβλίο του αυτό, τιμάει τους 200 και φαντάρους –μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ελλάδας– που στον πόλεμο της Μικράς Ασίας, αρνήθηκαν να πολεμήσουν και υπέγραψαν ένα κείμενο που έφερε τίτλο «Ζήτω η Επανάστασις» και καλούσε σε ειρήνη.
 
«Μάρτυρες των θανάτων σύντροφοί μου
θα σας επαινώ πάντα
στην αρχή και στο τέλος των ποιημάτων μου
θα σας επαινώ με ένα κεφάλι υπερήφανο
γιατί τα τραγούδια σας που πλήγωσαν τον ουρανό
πληγώνουν τις καρδιές μας ακόμα»
 
Μ’ αυτούς τους στίχους απευθύνεται, ο Keskin, στους συντρόφους που δολοφονήθηκαν απ’ το κράτος, επειδή αρνήθηκαν να πολεμήσουν.
 
Στα ΚΤΕΛ της Keşan, λοιπόν, καθώς περιμένω να έρθει το λεωφορείο που θα με πάει στη Κομοτηνή, σκέφτομαι: Τι απέγιναν, άραγε, τα αρχεία του ΚΚΕ, γι’ αυτούς τους φαντάρους; Έκλαψε κανείς γι’ αυτούς, πέρα απ’ τις μανάδες και τις γυναίκες τους; Γράφτηκε κανένα ποίημα ή τραγούδι;
 
Ο Tuğrul Keskin, λοιπόν, είναι ένας τίμιος διεθνιστής. Νιώθει τον πόνο στην καρδιά του, για τους συντρόφους του από μια άλλη χώρα, που δολοφονήθηκαν πριν ενενήντα χρόνια. Και μάλιστα τη στιγμή που οι «αριστεροί», οι «διεθνιστές» της χώρας μας, κλείνουν τα μάτια και τ’ αυτιά τους σ’ αυτά που γίνονται στον κόσμο. Τη στιγμή που η «πρώτη φορά αριστερή» μας κυβέρνηση, συνεχίζει τις συνεργασίες της με το κράτος-δολοφόνο του Ισραήλ, που καθημερινά σκοτώνει δεκάδες παιδιά. Τη στιγμή που η «αριστερά» μας σωπαίνει γι’ αυτά που γίνονται στη Συρία και στην Ουκρανία και δεν της «καίγεται καρφί».
 
Κατά τη διάρκεια της ποιητικής εκδήλωσης –που σου ανέφερα στο προηγούμενο μου γράμμα– γνώρισα έναν πιτσιρικά 15 ετών, ο οποίος με αποκαλούσε «Şair Abi». «Şair», δηλαδή ποιητή και «Abi», δηλαδή μεγάλο αδερφό. (Οι υπόλοιποι της παρέας με αποκαλούσαν «Komünist Mustafa»).
 
Αυτός, λοιπόν, ο πιτσιρικάς, που είναι απ’ τα νοτιοανατολικά της Τουρκίας, και εσωτερικός μετανάστης στην İzmir, δουλεύει σερβιτόρος για να βγάλει κανένα ψιλό, γιατί οι γονείς του δεν έχουν μια και γι’ αυτό τον πήραν απ’ το σχολείο και τον στείλανε στη δουλειά. Το όνειρό του, λέει, είναι να γίνει ηθοποιός!
 
Ο καπιταλισμός μας κλέβει και τα όνειρα, πέρα απ’ τα άλλα. Μας κλέβει τις ζωές. Θυμήθηκα μια στιγμή και εγώ τα παιδικά μου όνειρα: Θα γινόμουν γιατρός, θα βοηθούσα τους φτωχούς και άπορους και θα έβρισκα το φάρμακο που θα θεράπευε το καρκίνο των πνευμόνων, για να μην πεθάνει κανείς απ’ αυτή την ασθένεια… και βρέθηκα, μετά τη δευτέρα γυμνασίου να δουλεύω σ’ ένα μαγαζί με εμπορικά είδη για να καλύψω τα καθημερινά μου έξοδα.
 
Γνώρισα επίσης, μια συγγραφέα που η καταγωγή της είναι απ’ τα μέρη μας αλλά αναγκάστηκε η οικογένειά της, το 1924, με την ανταλλαγή πληθυσμών να μετακομίσει στην Τουρκία.
 
Πόλεμος. Αίμα. Διωγμοί. Τρομοκρατία. Αυτή είναι η ιστορία της ανθρωπότητας. Μας μετατρέψανε σε πολεμικά μηχανήματα. Μας επιβάλανε την ακαρδία. Χάσαμε τα συναισθήματά μας, τη συνείδησή μας.
 
Αλλά όχι όλοι. Υπάρχουν και αυτοί –έστω και λίγοι– που κράτησαν και μας καλούν για πόλεμο: Πόλεμο ταξικό! Εκεί θα τα πούμε!
 
Φιλιά,
ΜουΤσο 

Ρόνι Μαργκούλιες**

Μετάφραση: Μουσταφά Τσολάκ

Ο βιολιστής στη στέγη

* Στις 9 Νοεμβρίου 2004, στη Παλαιστίνη, ο Vassam Tayyim, με τη θήκη ενός βιολιού στο χέρι, φτάνει στο σημείο ελέγχου Beyt İba, κοντά στο Nablus. Ένας ισραηλινός στρατιώτης τον αναγκάζει να παίξει βιολί. H Horit Herman Peled, ακτιβίστρια ανθρωπίνων δικαιωμάτων που βιντεοσκόπησε το γεγονός, δήλωσε: «Στο σημείο ελέγχου ήταν πολύς κόσμος, η ατμόσφαιρα ήταν φορτισμένη. Εκεί που κάθισα και προσπαθούσα να συγκεντρώσω αποδείξεις, είδα έναν Παλαιστίνιο να παίζει βιολί».
 
«Σταμάτα, μην κουνηθείς! Τι έχεις σ’ εκείνη τη θήκη;»
Σιγανά, σήκωσε τη θήκη πάνω ο Vassam:
«Σε τι μοιάζει» είπε «τι μπορεί να έχει λέτε;»
«Άσε τη φλυαρία και άνοιξέ την γρήγορα.»
 
Έβγαλε το πολυκαιρισμένο βιολί, απ’ τη θέση του ο Vassam.
«Για παίξε το» είπε ο στρατιώτης «παίξε να ακούσουμε.
Να δούμε αν είναι όντως βιολί ή όπλο».
Σκέφτηκε ο Vassam: «Τι να παίξω για τον τύπο αυτό;»
 
Μετά θυμήθηκε έναν ηλικιωμένο και φτωχό Εβραίο, ξαφνικά.
Ένας Εβραίος απ’ την Ουκρανία, που επίμονα έψαχνε γαμπρούς
για τις τέσσερις του κόρες, τον οποίον τον είχε γνωρίσει στο σινεμά.
Σιγανά, ακούμπησε το βιολί στο μάγουλό του ο Vassam:
 
«Αχ να γινόμουνα πλούσιος
Τράι λάι λάι λάι λάι λάι λάι λάι λομ
Μέρα νύχτα τράι λάι λάι λάι λομ
Να γινόμουν πλούσιος, αχ!»
 
Πάγωσαν όλοι όσοι περίμεναν στην ουρά.
Πάγωσαν οι στρατιώτες με τα Uzi στα χέρια.
Ήταν όλοι αυτιά οι ευνουχισμένοι λόφοι της Παλαιστίνης
μπαχτσέδες χωρίς λεμόνι, ελαιώνες χωρίς ελιά:
 
«Θα έφτιαχνα ένα μεγάλο σπίτι, με δεκάδες δωμάτια,
που θα είχε μια μεγάλη σκάλα που θα τεντωνόταν προς τα πάνω
και μια ακόμη μεγαλύτερη που θα κατέβαινε προς τα κάτω
και μια τρίτη, μόνο και μόνο, για δημιουργία εντυπώσεων, που δε θα πήγαινε πουθενά»
 
Κατέβασε, σιωπηλά, ο Vassam το βιολί του στη θήκη του.
«Κύριε στρατιώτη» είπε «πειστήκατε να φανταστώ τώρα;»
«Πείστηκα, προχώρα, τους καθυστερείς όλους χωρίς λόγο»
«Πειστήκατε, αλλά» είπε ο Vassam, «να μην έχετε αμφιβολία
 
μην ξεγελιέστε, εγώ και όλοι αυτοί στην ουρά
θα χτίσουμε εκείνες τις σκάλες οπωσδήποτε μια μέρα».
Και προχώρησε ο Vassam, με αργά βήματα, ανάμεσα απ’ τα σύρματα.
Πήγαινε να δει τη κόρη του στη Nablus, που ήταν άρρωστη στο κρεβάτι για μέρες. 

Ένα χέρι

Αφού έχει ξαπλώσει στον καναπέ του
καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας,
έρχεται τα βράδια, ο σκύλος μου, καμιά φορά,
καθώς εγώ είμαι μπροστά στον υπολογιστή,
βάζει το κεφάλι του στο γόνατό μου, με κοιτάζει.
 
Τον χαϊδεύω λίγο, πάει ξαπλώνει πάλι.
Αγάπη ήθελε, ολοφάνερα,
ήθελε να ξέρει ότι αγαπιέται:
Έρχεται, παίρνει την επιβεβαίωση που γυρεύει.
Είναι ευτυχισμένος πλέον, κοιμάται.
 
Τι ανυποχώρητο συναίσθημα είναι,
όταν νιώθουμε μόνοι,
τι στιγμή που όλα λίγο φέρουν βαρέως,
να ξέρουμε ότι υπάρχει ένα χέρι
που θα ακουμπήσει στο μάγουλό μας.
Και πόσο εύκολο νομίζει, ο σκύλος μου, ότι είναι αυτό. 

Σοφία

Τότε δεν σκεφτόμασταν έτσι, αναμφίβολα, αλλά
ήμασταν πολύ νέοι τότε, μου φαίνεται τώρα.
Η σχολή είχε κλείσει, είχε φύγει στη Θεσσαλονίκη αυτή, για το καλοκαίρι
και εγώ στην Πόλη.
 
Ούτε την αγάπη παίρνει στα σοβαρά σε τέτοιες ηλικίες ο άνθρωπος,
ούτε τον χωρισμό. Μιλούσαμε στο τηλέφωνο πού και πού.
«Έλα» μου ‘χε πει. Είχα πάει μέσω Κεσσάνης.
Άκου πλάκα.
 
Είχαμε βουτήξει στη θάλασσα, στην άλλη πλευρά του Αιγαίου.
Ελαιώνες, πεύκα, μια ξύλινη ταβέρνα.
Την τρίτη μέρα είχαμε τσακωθεί, άνευ λόγου.
Μ’ είχε αφήσει εκεί.
 
Μια φίλη της μ’ είχε πάει στο αεροδρόμιο.
Απρόβλεπτα είχε βγει και έρθει την τελευταία στιγμή.
Αγκαλιαστήκαμε λες και δεν συνέβη τίποτα.
Καθώς με πήγαινε στ’ αεροπλάνο
 
μια γαλανομάτα χάλκινη κουκουβάγια μου είχε αγοράσει.
«Κοίτα» μου είχε πει «η θεά της σοφίας, είναι αυτή».
Στην άκρη του γραφείου μου κάθεται αυτή η κουκουβάγια ακόμα
και από ‘κείνη τη μέρα και μετά
 
καθώς παρακολουθεί αυτά που ζούμε εδώ και δεκαέξι χρόνια με την Έλσα,
σαν να μη πιστεύει, πολλές φορές, σ’ αυτά που βλέπει
έχοντας ένα ύφος στο πρόσωπό της, λες και χαμογελά ανάλαφρα.


**Ο Ρόνι Μαργκούλιες είναι δημοσιογράφος και ποιητής

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.