Γιαννης Στρουμπας,* «Το δρολαπι, κατα τον Αυδικο, παντα θα καραδοκει και παντα θα απαιτει την εγρηγορση των ασυμβιβαστων ανθρωπων»

Ευάγγελος Αυδίκος, «Δρολάπι», εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2023, σ.296

Στο επίκεντρο ενός πολυσήμαντου δρολαπιού, δηλαδή έντονου κι ορμητικού ανεμόβροχου, περιδινίζονται οι ήρωες του Ευάγγελου Αυδίκου στο μυθιστόρημά του «Δρολάπι».Τα πρόσωπα του μυθιστορήματος περιστρέφονται γύρω από το κομβικό συμβάν ενός σοβαρού αυτοκινητιστικού δυστυχήματος στην Ασπροβάλτα Θεσσαλονίκης, στο οποίο εμπλέκονται είτε άμεσα, ως τα θύματα του τροχαίου, είτε έμμεσα, όντας παρόντα στο περιστατικό ενόσω βρίσκονταν στον δρόμο, σε μετακινήσεις σχετικές με τις προσωπικές τους διαδρομές. Πέρα από την τυχαιότητα ωστόσο της συνύπαρξης, οι ήρωες μοιάζει να ’ναι δεμένοι από απροσδιόριστες κλωστές του πεπρωμένου, οι οποίες τους συνδέουν και ενώνουν τις ζωές τους ακόμη και πέρα από το τροχαίο. Οι άμεσα εμπλεκόμενοι στο δυστύχημα είναι η Αρσινόη και ο Μάχος, οι οποίοι χάνουν τη μνήμη τους, αποτέλεσμα της σφοδρής σύγκρουσης, βρίσκονται με τα σώματά τους σακατεμένα, ενώ ο Μάχος καθηλώνεται και σε αναπηρικό αμαξίδιο, δίχως επιπλέον να μπορεί να μιλήσει. Το αυτοκίνητό τους γίνεται παρανάλωμα του πυρός και μαζί του καίγονται όλα τα αναγνωριστικά τους έγγραφα, με συνέπεια κανείς να μη μπορεί να τους βοηθήσει στην επανασύνδεσή τους με το παρελθόν τους. Τα ονόματά τους τούς τα δίνει η κοινωνική υπηρεσία του νοσοκομείου. Οι οικονομικές δυσκολίες θα οδηγήσουν την Αρσινόη και τον Μάχο στην εγκατάλειψη της Θεσσαλονίκης, όπου αναρρώνουν και παρακολουθούνται από γιατρούς, και στην εγκατάστασή τους στην Πρέβεζα, καθώς βρίσκουν εργασία στο ξενοδοχείο-εστιατόριο των γονέων του ψυχολόγου τους. Στη νέα τους εγκατάσταση θα γνωρίσουν τη Ρήνα με τον Κώστα, που συντηρούν παραδοσιακό ξενώνα στα Τζουμέρκα, στον οικισμό Πλατανούσα, καθώς και τη Μίκα με τον Κριστ, οι οποίοι, ορμώμενοι εξ Αμερικής, αναπτύσσουν οικολογική κι επιχειρηματική δράση στην περιοχή, ενώ η εταιρεία του Κριστ, αναλαμβάνοντας την τοποθέτηση ανεμογεννητριών στον ορεινό όγκο, υπογράφει συμφωνία με τη Ρήνα για τη φιλοξενία των υπαλλήλων στον ξενώνα της και την αναβάθμιση αυτού με έξοδα της εταιρείας. Η Ρήνα και η Μίκα αποδεικνύεται ότι υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες του δυστυχήματος, και θα συμβάλουν στην αποκάλυψη της ταυτότητας της Αρσινόης και του Μάχου.

Ο Αυδίκος υφαίνει την πλοκή του μυθιστορήματός του παρέχοντας σταδιακά κι αβίαστα πληροφορίες για τους ήρωές του.Οι σκέψεις των ηρώων γίνονται αφορμή για παρενθέσεις, μέσα από τις οποίες δίνονται πληροφορίες για τα υπόλοιπα πρόσωπα. Συνειρμοί, όπως στον συσχετισμό των φουσκωμένων με νερό σύννεφων με τα παιδικά μπαλόνια, μετατοπίζουν από το παρόν στο παρελθόν, σε ό,τι μπορεί να ανακαλέσει η μνήμη, και οδηγούν στη γνωριμία με τον πρότερο βίο των ηρώων. Έτσι, από τον στίχο του εθνικού ύμνου «απ’ τα κόκαλα βγαλμένη» γίνεται μετάβαση στα σπασμένα, θρυψαλιασμένα κόκαλα της Αρσινόης, εξαιτίας των οποίων χρειάστηκε πολύς καιρός μέχρι να περπατήσει. Ο Αυδίκος σπέρνει ενδείξεις για την καταγωγή της Αρσινόης, βάζοντάς την να τραγουδά στον Μάχο το θρακιώτικο παραδοσιακό τραγούδι «Αρχοντογιός». Όταν πάλι ο Κώστας αναφέρεται στις σπουδές και στο παρελθόν του στην Κομοτηνή, το βλέμμα της Αρσινόης, στο άκουσμα της πόλης, φωτίζεται! Εξίσου αβίαστα, μετά την αποκάλυψη του παρελθόντος της και τις αποφάσεις της για τη νέα ζωή της, παρέχεται η λεπτομέρεια της ειδικότητας της κοινωνιολόγου, οπότε και προκύπτει πια ότι η Αρσινόη, πριν το ατύχημα, ήταν πανεπιστημιακή καθηγήτρια στο τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης.

Η σταδιακή εκδίπλωση των πληροφοριών επιφέρει και τη γνωριμία με τον χαρακτήρα των ηρώων. Οι πρωταγωνιστές του Αυδίκου δεν είναι «υπερήρωες», δεν είναι «τα άτομα που έβγαιναν νικητές και αλώβητοι μέσα σε καταιγισμό σφαιρών», όπως σημειώνει ο συγγραφέας για τους χαρακτήρες ατόμων που απωθούν τον Κώστα. Άλλωστε κι ο Κώστας έχει δεχτεί πλήγματα στη ζωή του, τα οποία δεν τον άφησαν αλώβητο, αφού τον υποχρέωσαν, λόγω της οικονομικής κρίσης των μνημονίων, να διακόψει τη συνεργασία του με μεγάλη δικηγορική εταιρεία και να βρεθεί να τον αντιμετωπίζουν στο πεζοδρόμιο σαν ζητιάνο. Παρ’ όλα αυτά, δεν εγκαταλείπει και συνεχίζουν με τη Ρήνα, επίσης πληγμένη από την κρίση και δίχως πια την εργασία της στον δημοσιογραφικό χώρο, την προσπάθεια στον ξενώνα στα Τζουμέρκα. Ο Μάχος, ακόμη και μέσα από την αναπηρία του, κατορθώνει να εκφράζει τη ζωηρότητά του. Η δε Αρσινόη περιγράφεται ως άτομο εργατικό, υπερήφανο, που αρνείται δώρα, ακόμη και το παραμικρό χάρισμα, συνεπές και καθαρό στην εργασία του στο ξενοδοχείο-εστιατόριο, οργανωτικό, σε σημείο να τρομοκρατείται μπροστά στην αβεβαιότητα. Η Μίκα, πάλι, συμπληρώνοντας την πεντάδα των πρωταγωνιστών, παρουσιάζεται δραστήρια, αεικίνητη, με οικολογικές ευαισθησίες κι ένα ενδιαφέρον για τις δραστηριότητές της το οποίο την απορροφά, συμβάλλοντας στην ατημέλητη εξωτερική της εμφάνιση.

«Τα ψυχικά τραύματα των ηρώων καθορίζουν συχνά τις ενέργειές τους»

Το προφίλ των ηρώων σχηματίζεται τόσο από όσα σημαίνουν οι ενέργειές τους όσο κι από ψυχολογικές προσεγγίσεις του αφηγητή, ο οποίος εγκύπτει στα εσώψυχα της ύπαρξής τους. Ο Αυδίκος μεταχειρίζεται συχνά τα όνειρα για να καταδείξει τον ψυχισμό των πρωταγωνιστών του, προβάλλοντας δι’ αυτών είτε τις ενδόμυχες επιθυμίες τους είτε αφήνοντάς τα να λειτουργήσουν σαν αναλαμπές αναμνήσεων οι οποίες σιγά σιγά ξυπνούν. Τα ψυχικά τραύματα των ηρώων καθορίζουν συχνά τις ενέργειές τους. «Δεν θέλω να ξαναζήσω τον εφιάλτη, Μίκα, εσένα σε καίει η επιθυμία να ολοκληρώσεις το ρεπορτάζ, εμένα με έκανε κομμάτια το σύρσιμο του αυτοκινήτου και ό,τι επακολούθησε. Στοίχειωνε αυτός ο ήχος τα όνειρά μου», σχολιάζει στη Μίκα η Ρήνα, η οποία επιθυμεί να ξεχάσει το φοβερό αυτό τροχαίο όπου υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας. Στο ίδιο μήκος κύματος, η Αρσινόη σκέφτεται πως, παρά τον αγώνα της να ανακαλύψει το παρελθόν και τις ρίζες της, η είσοδος στο «σκοτεινό τούνελ του παρελθόντος» ενδέχεται να προκαλέσει νέα προβλήματα. Η κρίση στη σχέση Κώστα-Ρήνας προσεγγίζεται επίσης ψυχολογικά, και μάλιστα σε εξαιρετικά σύνθετο επίπεδο, καθώς όσα συμβαίνουν στα εσώψυχα του Κώστα ερμηνεύονται με βάση τα συμβαίνοντα στην ψυχή όντων άψυχων: «— Όλα άρχισαν να στραβώνουν από τότε που ξεκίνησε να ζωγραφίζει κι έγινε ψυχοπονιάρης με τα δέντρα. Αναζητώ την ψυχή του δάσους, μου έλεγε, χάσαμε την ψυχή της γέφυρας, πού θα ακουμπήσουμε. Παλάβωσε ο λεγάμενος, Αρσινόη, μόνο για την ψυχή της επιχείρησης δεν τον ένοιαζε […]». Από το βλέμμα του Αυδίκου δεν εκπίπτει ούτε ο περίγυρος. Ο συγγραφέας σχολιάζει πως «η γενναιότητα δεν ήταν ανδρική ιδιότητα», διαπιστώνοντας ότι από τους επιβάτες του λεωφορείου που συνέπεσε στον τόπο του τροχαίου, οι περισσότεροι που δεν τόλμησαν να βγουν έξω και να αντικρίσουν τα συντρίμμια ήταν αγόρια και όχι κορίτσια.

«Η έντονη καταιγίδα καθίσταται στοιχείο διαρκούς παραλληλισμού με τον κόσμο των ηρώων»

Η αναζήτηση είτε του παρελθόντος και των ριζών των ηρώων είτε των αιτιών που διαμορφώνουν τον ψυχισμό τους συναντά το καιρικό φαινόμενο γύρω από το οποίο ξετυλίγεται η ιστορία του μυθιστορήματος, δηλαδή το δρολάπι. Η έντονη καταιγίδα, που θα παρασύρει και τη γέφυρα στο ρέμα πλάι στον ξενώνα του Κώστα και της Ρήνας, καθίσταται στοιχείο διαρκούς παραλληλισμού με τον κόσμο των ηρώων. Ο φόβος της Αρσινόης μπροστά στην αποκάλυψη του παρελθόντος και της ταυτότητάς της ορθώνεται «σαν ανεμοστρόβιλος», που απειλεί να «σαρώσει όλη τη ζωή της»: «το πρόσωπο είχε συννεφιάσει, αυτό το μπλάβο χρώμα που έχουν τα σύννεφα όταν είναι βαρυφορτωμένα κι ετοιμάζονται ν’ ανοίξουν τους κρουνούς τους, σαν το χτυπημένο δέρμα του σώματος». Είναι μάλιστα εντυπωσιακή η αντιστροφή του Αυδίκου να παρομοιάσει το ψυχικό τραύμα με το σωματικό του χτυπημένου δέρματος, ενώ συνήθως στα σωματικά τραύματα αποδίδονται και τα επακόλουθα ψυχικά. Το δρολάπι, σε μια του ακόμη διάσταση, πλήττει τον Κώστα τόσο κυριολεκτικά όσο όμως και μεταφορικά, ταυτιζόμενο με το δικό του μένος: «Ήταν δρολάπι εκείνο το μεσημέρι ο Κώστας, δεν τόλμησε να συζητήσουν τον λόγο που έμενε μαζί της». Η ταύτιση του εξωτερικού και του «εσωτερικού» καιρού προσδίδει μια νατουραλιστική διάσταση στην προσέγγιση του Αυδίκου, η οποία δεν περιορίζεται μόνο στο δρολάπι: «στο μυαλό της είχε απλωθεί ομίχλη», σημειώνει ο συγγραφέας για την Αρσινόη, διαπλέκοντας τη θολή ατμόσφαιρα με την ψυχική θολούρα της ηρωίδας. Το βλέμμα δε του Κώστα παραλληλίζεται από τη Ρήνα με ωκεανό: «είχε μια αυθάδεια, συχνά γινόταν κουρτίνα, δεν την άφηνε να εισχωρήσει στον ψυχισμό του. Της θυμίζει τον Ατλαντικό».

Το δρολάπι δεν αποτελεί, στη μεταφορική του λειτουργία, αποκλειστικό διερμηνευτή του ψυχισμού των ηρώων αλλά αξιοποιείται από τον συγγραφέα και ως δομικό στοιχείο του μυθιστορήματός του, εφόσον πάνω στο εύρημα αυτό και την ορμητική του προσβολή στις ανθρώπινες ρίζες, στήνει την ανάπτυξη των παράλληλων ιστοριών δύο ζευγαριών ξεριζωμένων, δεδομένου πως δεν είναι μόνο η Αρσινόη με τον Μάχο που δεν γνωρίζουν τις ρίζες τους, αλλά και ο Κώστας με τη Ρήνα που βρέθηκαν μετέωροι στον τυφώνα του βίου τους και βίαια αποκομμένοι από την πρότερη ζωή τους

Το απειλητικό δρολάπι ο Αυδίκος το χρησιμοποιεί για να μιλήσει για το παρελθόν των ηρώων και τις μεταφορικές τους ρίζες: «Ζηλεύω το δέντρο αυτό, έλεγες, κινδυνεύει να παρασυρθεί από το νερό, όμως έχει ρίζες που το νοιάζονται. Εγώ είμαι σαν εκείνο το πλατανόφυλλο, έρμαιο στις διαθέσεις του ορμητικού νερού». Η αντίσταση στην καταιγίδα του βίου είναι λοιπόν οι ρίζες. Οι ρίζες όμως δεν αρδεύονται αποκλειστικά από το παρελθόν. Η Αρσινόη βρίσκει στην αγάπη τους με τον Μάχο τη ρίζα που αντιστέκεται στη λαίλαπα. Ενώ, ρίζες που κόβονται και ξεριζώνουν παράλληλα τον βίο των ηρώων είναι και η βίαιη απόσπασή τους από το εργασιακό και κοινωνικό τους περιβάλλον, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του Κώστα και της Ρήνας. Έτσι το δρολάπι δεν αποτελεί, στη μεταφορική του λειτουργία, αποκλειστικό διερμηνευτή του ψυχισμού των ηρώων αλλά αξιοποιείται από τον συγγραφέα και ως δομικό στοιχείο του μυθιστορήματός του, εφόσον πάνω στο εύρημα αυτό και την ορμητική του προσβολή στις ανθρώπινες ρίζες, στήνει την ανάπτυξη των παράλληλων ιστοριών δύο ζευγαριών ξεριζωμένων, δεδομένου πως δεν είναι μόνο η Αρσινόη με τον Μάχο που δεν γνωρίζουν τις ρίζες τους, αλλά και ο Κώστας με τη Ρήνα που βρέθηκαν μετέωροι στον τυφώνα του βίου τους και βίαια αποκομμένοι από την πρότερη ζωή τους.

Τις συμπλοκές αυτές ο Αυδίκος τις επιδιώκει τεχνηέντως, καθιστώντας σύνθετες τις πραγματεύσεις του και απαιτητικούς τους δεσμούς των ηρώων και των συνθηκών του σκηνικού του. Όπως τα φυσικά φαινόμενα συμπλέκονται με τις ψυχικές διαθέσεις, παρόμοια ο συγγραφέας διαπλέκει τα οικολογικά, πολιτικά και καλλιτεχνικά του σχόλια. Το οικολογικό αίτημα να αφουγκραστούμε τη φύση συνδέεται με την εσωτερική αρμονία «Μακάρι να ακούγαμε περισσότερο τον αέρα, να εμπιστευόμασταν τα μάτια μας και να κλέβαμε εικόνες, θα είχαμε τουλάχιστον καλύτερη αρμονία μέσα μας», προσλαμβάνει όμως και διαστάσεις καλλιτεχνικές στις εμπνεόμενες από τη φύση δημιουργίες του τεχνίτη μαραγκού. Σε αντιδιαστολή με τη μαζική παραγωγή των βιομηχανικών επίπλων, ο καλλιτέχνης τεχνίτης υποβάλλει στις δημιουργίες του τον παλμό της φύσης, τον ρυθμό της παράδοσης, τη συνομιλία με τα μυθικά της όντα, το μεράκι, την αισθητική αξία σε αντιπαραβολή με τη χρηστική. Στο παράδειγμα, πάλι, του Εβρίτη αγρότη, στα δέντρα του οποίου περιέχεται η καλοσύνη της ψυχής του, συνυπάρχει το οικολογικό σχόλιο με το πολιτικό, το οποίο αφορά την εγκατάλειψη από την πολιτεία του τόπου και των ανθρώπων της στην προσωπική τους υπαρξιακή αγωνία. Την ίδια απουσία υπονοεί ο Αυδίκος αναφερόμενος στη δράση των τραμπουκικών ομάδων της ακροδεξιάς παράταξης Χρυσή Δύναμη. Παράλληλα, ο συγγραφέας μεταβαίνει από την πολιτική διάσταση στην κοινωνική της αποτύπωση, καθώς η ικανοποίηση των διαδηλωτών από τη φωτιά στη Σταδίου σε καιρό αντιμνημονιακών διαδηλώσεων αντικατοπτρίζει το κοινωνικό μίσος, τον παραλογισμό, τον κανιβαλισμό, τον βαθύτατο διχασμό.

Νοηματικές συμπλοκές και αφηγηματικές τεχνικές

Οι νοηματικές συμπλοκές του Αυδίκου επεκτείνονται και στις αφηγηματικές του τεχνικές. Ο συγγραφέας συχνά ενσωματώνει στην αφήγησή του την ευθεία εκφορά του λόγου των ηρώων: «Έτριψε τις παλάμες της αμήχανα, τις ένιωθε ιδρωμένες. Τις ένιωθε πυρωμένες, πήγε να βγάλει την κρέμα από το τσαντάκι, ο δερματολόγος τής είχε συστήσει μια αντιβιοτική, έχετε καιρό τις φλύκταινες; Κι όταν ο γιατρός έμαθε την εργασία της, γενική λάντζα στο οικογενειακό ξενοδοχείο δίπλα από τη γέφυρα με τον χείμαρρο, εκατό μέτρα από την ακτή, πήρε το αυστηρό του ύφος, για δεκαπέντε μέρες προστατέψτε τα χέρια σας, έχετε σοβαρό πρόβλημα». Άλλοτε ο εσωτερικός μονόλογος συνυπάρχει με τον ελεύθερο πλάγιο λόγο: «Η τσιμεντοστρωμένη αυλή γέμισε με χοντρό χαλάζι, πρώτη φορά βλέπει τόσο άσπρο και μεγάλο χαλάζι, σαν καρύδι είναι, είπε η γειτόνισσα κάποια άλλη μέρα, τι θα έλεγε για το σημερινό». Με τις τεχνικές αυτές ο Αυδίκος επιταχύνει τον ρυθμό της αφήγησής του, αποφεύγοντας περιττές διευκρινίσεις αναφορικά με τα πρόσωπα που δρουν. Ας σημειωθεί ότι, για μία και μοναδική φορά, στη σύμβαση της αφήγησης εμπλέκεται και ο αναγνώστης: «Αμπελοφιλοσοφίες, θα σχολιάσουν οι αναγνώστες».

Σε αντιστοιχία με τις αφηγηματικές του επιλογές, ο Αυδίκος δημιουργεί συμπλοκές και στα σχήματα λόγου του. Ιδίως στις μεταφορές αλλά όχι μόνο, η μεταφορική και η κυριολεκτική λειτουργία εναλλάσσονται μεταξύ τους. «Η φωνή του ήταν ψυχρή, επαγγελματική, στέγνωσε τα υγρά αποτυπώματα των δικών της λέξεων»: η μεταφορική ψυχρή φωνή παραπέμπει στον κυριολεκτικά ψυχρό αέρα που στεγνώνει την υγρασία, ενώ τα «υγρά αποτυπώματα» δεν ανακαλούν μόνο τον ευαίσθητο, πλούσιο συναισθηματικό κόσμο της Αρσινόης αλλά και την εργασία της στη λάντζα. Ή «[…] έχω έναν τέτοιο σκύλο, σχολίασε, χρειάστηκε να του επουλώσω ένα τραύμα όταν τον μάζεψα από την πιλοτή της γειτονιάς μου. Του καθάρισε το πέλμα, οξυζενέ, σκόνες, γάζα, να μην το πατήσει για μια δυο μέρες, να μην υποτροπιάσει. Τον συγκίνησε η νεαρή, δεν το περίμενε, κατάπιε όσα ήθελε να πει, αδέσποτο ήταν, ίδια η μοίρα τους, κοινή τους μοίρα ο υποτροπιασμός, άμα σε πάρει ο κατήφορος τα τραύματα πυορροούν συνεχώς»: ο κυριολεκτικός υποτροπιασμός και το πύο στο τραύμα του σκύλου συσχετίζεται με τον μεταφορικό υποτροπιασμό μιας ολόκληρης ζωής που κατρακυλά στον κατήφορο, με τα ψυχικά της τραύματα να πυορροούν επίσης μεταφορικά.

Οι συσχετισμοί του Αυδίκου περιλαμβάνουν αναλογίες οι οποίες ερμηνεύουν παραστατικά τις καταστάσεις αλλά συχνά προσθέτουν και πληροφορίες για το παρελθόν, αποκαλύπτοντας βαθμηδόν την ιστορία των ηρώων. «[…] επέστρεψε στο λευκό κρασί, μ’ αυτό ηρεμούσε, της άρεσαν τα ποτήρια, είχε ιδιαίτερη αδυναμία στα πλατύχειλα, […] πρωτίστως την ηρεμούσε η ατάραχη επιφάνειά του, της θύμιζε τη μικρή λίμνη που είχε φτιάξει η γιαγιά στο πίσω μέρος της αυλής, μια σταλιά πράγμα, όταν έβρεχε έφερνε σκόνη από τον γείτονα, το νερό θόλωνε»: η προτίμηση της ηρωίδας σε είδος κρασιού και ποτηριού καθίσταται αφορμή για παραλληλισμό με τη λιμνούλα της γιαγιάς στην αυλή της και για ανάκληση αναμνήσεων, οι οποίες συστήνουν στον αναγνώστη το παρελθόν. Οι λεκτικές επιθέσεις στον σύντροφο παρομοιάζονται με βαριοπούλα που επιχειρεί με τα χτυπήματα να ισιώσει το στραβόξυλο, ενώ «μόνο το πλάνισμα αλλάζει μορφή στο ξύλο», και, κατ’ αναλογία, η καλλιέργεια στην ανθρώπινη ψυχή. Συγκλονιστική είναι η συσχέτιση της μοναξιάς με ανεπίδοτη επιστολή. Η ένδειξη «ανεπίδοτον» χαράσσει το σώμα των μοναχικών ανθρώπων, που καταλήγουν κι αυτοί «ανεπίδοτοι»: δίχως μνήμη, δίχως παρελθόν, δίχως πατρίδα, δίχως περιβάλλον, δίχως συντροφιά. Ενίοτε δε, οι συγκλονιστικές διαπιστώσεις εμπεριέχουν τραγική ειρωνεία: «Ζήσε αυτό που είσαι, αυτό προσπαθεί να της πει το σπουργίτι, τιτιβίζει για χάρη της. Να ζήσει αυτό που είναι, συμφωνεί μαζί του, εκείνο που την καθηλώνει σε ακινησία είναι που δεν ξέρει ποια είναι».

Στην αφήγηση του Αυδίκου κάθε γλωσσική επιλογή έχει τη στόχευσή της. Η παρομοίωση του ανακατεμένου, στριμμένου στομαχιού της Αρσινόης με στριμμένο λάστιχο ποτίσματος δεν αποσκοπεί μόνο στην απόδοση της προσωρινής κατάστασης της ηρωίδας, αλλά παραπέμπει σκοπίμως και στη γενικότερη συνθήκη του βίου της, όπως αυτή δηλώνεται μέσα από τα σύνεργα της εργασίας και της καθημερινότητάς της. Η απόπειρα της Ρήνας να «μερεμετίσει» τη Μίκα δεν περιέχει μόνο τη χιουμοριστική αναλογία με την επέμβαση κράτους με «εδαφικές διεκδικήσεις» σε βάρος άλλου, αλλά υπηρετείται από έναν λόγο άμεσο, εύστροφο, ατακαδόρικο, μόρτικο, που κρατά αποστάσεις από τις τυπικότητες: «[…] Θα κάνουμε παρέλαση στις βιτρίνες και μετά θα μπουκάρουμε να σε μερεμετίσω, τι λες; […] Οχού, κακό που με βρήκε, πρέπει να βάλω τα λόγια μου στον μεταφραστή της Γκουγκλ. Τα τελευταία λόγια της συνοδεύτηκαν από ένα παρατεταμένο, γάργαρο γέλιο. Άπλωσε το χέρι, την αγκάλιασε από τον ώμο, κουλάρισε, μην τραβιέσαι, δεν έχω εδαφικές διεκδικήσεις πάνω σου. […]». Παράλληλα, ιδιωματικές λέξεις διασπείρονται στο μυθιστόρημα, ταιριαστές με την πορεία των ηρώων στον χώρο.

Η αφηγηματική ικανότητα του Αυδίκου θα μπορούσε να αποδοθεί από το δικό του χωρίο με το οποίο αναφέρεται στις αφηγήσεις της Ρήνας: «[…] ξεχάστηκε από τον χείμαρρο των προσωπικών αφηγήσεων της Ιρένε, ας πάει και το παλιάμπελο, δεν ήθελε να τη διακόψει, ήταν ταλαντούχα αυτή η κοπέλα στην εξιστόρηση, είχε την ικανότητα να δίνει ζωή στο ασήμαντο». Ο Αυδίκος, όμως, υποδεικνύει με την πραγμάτευσή του ότι καμιά ζωή και καμία της πτυχή δεν είναι ασήμαντη, αναθέτοντας στον αναγνώστη του να προβεί στους καταληκτικούς του συσχετισμούς: η γέφυρα που γκρεμίζεται από το δρολάπι θα αναγεννηθεί έπειτα από πέντε χρόνια, ωστόσο, και παρά την προσπάθεια διατήρησης του αρχικού της χαρακτήρα, η απρόσωπή της νέα ύπαρξη είναι πλέον εμφανής στα πρόσωπα που τη γνώριζαν στην αρχική της μορφή. Η μεταφορική γέφυρα της Αρσινόης και του Μάχου με το παρελθόν τους επίσης θα αποκατασταθεί, ωστόσο οι ήρωες επιλέγουν την καινούρια τους ζωή, απορρίπτοντας έναν παρελθοντικό κόσμο που δεν τους θυμίζει τίποτα, μα ούτε και μιλά στην ψυχή τους. Η επιλογή των δύο ηρώων ενισχύεται από την απόφαση του Κώστα να απομακρυνθεί από τη Ρήνα και να συνεχίσει να προκρίνει το μεγαλείο της φύσης. Ας μην παραβλεφτεί όμως ότι στους ήρωες του Αυδίκου αλλά και στον ίδιο τον συγγραφέα δεν ταιριάζουν οι «υπερήρωες» που βγαίνουν νικητές μέσα από «καταιγισμό σφαιρών». Γι’ αυτό και από το επιλογικό του σκηνικό δεν θα απουσιάσει ούτε η άλλη πλευρά της ζωής: το επιχειρηματικό συμφέρον, μεγαλύτερο (επιχείρηση με ανεμογεννήτριες) ή μικρότερο (ξενώνας Ρήνας). Το δρολάπι, κατά τον Αυδίκο, πάντα θα καραδοκεί και πάντα θα απαιτεί την εγρήγορση των ασυμβίβαστων ανθρώπων.

*Ο Γιάννης Στρούμπας είναι φιλόλογος και συγγραφέας. Το παρόν κείμενο είναι η ομιλία του στην εκδήλωση παρουσίασης του μυθιστορήματος  του Ευάγγελου Αυδίκου «Δρολάπι», που παρουσιάστηκε από τις εκδόσεις του Βιβλιοπωλείου της Εστίας, τον Σύλλογο Ηπειρωτών Ν. Ροδόπης, την Πολιτιστική Κοινότητα Νέων Κομοτηνής, το Δημοκρίτειο Βιβλιοχαρτοπωλείο και την εφημερίδα «Παρατηρητής της Θράκης», παρουσία του συγγραφέα, στο Δημοκρίτειο Βιβλιοχαρτοπωλείο  την Τρίτη  στις 14 Νοεμβρίου στις 6.30 το απόγευμα.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.