Γιαννης Στρουμπας*, «Μετατοπιζοντας τα “γραμμενα”»

Σωτήρη Παστάκα, «Σώμα δια τριβής. Επιλεγμένα ποιήματα 1981-2018», εκδ. Ρώμη, Θεσσαλονίκη 2018

Την ποιητική διαδρομή σχεδόν μιας 40ετίας συμπυκνώνει ο Σωτήρης Παστάκας στον τόμο «Σώμα δια τριβής». Η διαδρομή του ποιητή εκκινεί εκδοτικά από το 1981 με μεταφράσεις ποιημάτων των Ιταλών ποιητών Βιτόριο Σερένι και Σάντρο Πένα, όμως στον συγκεντρωτικό τόμο περιλαμβάνονται ποιήματα επιλεγμένα μόνο από τις προσωπικές του συλλογές, δηλαδή από την πρώτη συλλογή του Παστάκα το 1986 με τον τίτλο «Το αθόρυβο γεγονός» μέχρι και την ανέκδοτη και υπό διαμόρφωση ακόμη το 2018 συλλογή «Άπολις». Ο τίτλος «Σώμα δια τριβής» συνοψίζει την κεντρική ποιητική επιδίωξη του Παστάκα να πραγματευτεί την ερωτική σχέση κι επαφή, την τριβή των σωμάτων· η τριβή, σωματική μα και ψυχική, γίνεται ωστόσο και αντικείμενο «διατριβής», καθώς ο ποιητής εγκύπτει στον ανθρώπινο ψυχισμό, εκπονώντας την ποιητική μελέτη αυτού. Τον διπλό στόχο του Παστάκα τον υπηρετεί η δισημία στον τίτλο του τόμου, που επιτυγχάνεται χάρη στην επιλογή του ποιητή να σπάσει τη «διατριβή» στα συνθετικά της και να αποφύγει τον τόνο στη δισύλλαβη πρόθεση «διά». Αλλά ταυτόχρονα από το τέλος του άτονου «δια» απουσιάζει και το ενωτικό, που θα επικύρωνε την ένωση των συνθετικών στην ίδια λέξη («διατριβή»). Έτσι, ο διαχωρισμός και η επανένωση των συνθετικών παραμένουν εκκρεμή, υπηρετώντας την επιδιωκόμενη δισημία.
 
Η διατριβή του Παστάκα στον ανθρώπινο ψυχισμό τεκμηριώνεται μέσω της ανάλυσης ενός επαρκούς δείγματος μελέτης, το οποίο περιλαμβάνει τόσο ποικίλες περιπτώσεις από συμπεριφορές ανθρώπων κινούμενων στον στενότερο ή ευρύτερο περίγυρο του ποιητικού υποκειμένου, όσο κι από στάσεις του ίδιου του ποιητικού υποκειμένου. Μάλιστα, το ποιητικό υποκείμενο σε ορισμένες περιπτώσεις ονοματίζεται ρητά ως «Παστάκας», προσδίδοντας στα ποιήματα του τόμου, μέσω της ταύτισης του ποιητικού ήρωα με τον συγγραφέα, και μια αυτοβιογραφική διάσταση. Με το βλέμμα στον άνθρωπο της διπλανής πόρτας, ο ποιητής επιδίδεται στη βυθομέτρηση ενδότερων σκέψεων και συναισθημάτων. Η καθημερινότητα και οι ανάγκες του βίου οδηγούν τους ανθρώπους «χιλιάδες χιλιόμετρα/ μακριά από το εσωτερικό τους τοπίο» (ποίημα «Δίχως μάρτυρες»). Μουντοί και ασπρόμαυροι, «σαν ακτινογραφία», βαδίζουν «ορφανοί κι υπερήφανοι,/ περιβεβλημένος ο καθένας τον διάφανο μύθο του», μακριά από «την κατανόηση, τον οίκτο, τα δώρα» («Φώτιος οφειλέτης»). Οι άλλοι καθίστανται ένας απαραίτητος για το πανηγυρικό κλίμα μιας επικοινωνιακής συντροφικότητας περίγυρος, όμως ενδόμυχα φωλιάζει η υποτιμητική απόρριψη των ίδιων και του αποπνικτικού τους καπνού («Ένα σύννεφο καπνού»). Το αδιέξοδο της απώθησης συναντά ακόμη και τον απωθημένο εφηβικό εαυτό του ποιητικού ήρωα, έναν εαυτό που σπαράζει θρηνώντας την ταφή του («ο καθένας μας είναι ο ψυχοπομπός/ ενός εφήβου που σπαράζει εντός του», στο ποίημα «Μια θέση στην ιστορία»).
 
Ο διασυρμός της αγνής εφηβείας προϊδεάζει για τη διαρκή διολίσθηση της ενήλικης ζωής όχι στον αποπνικτικό καπνό, παρά στην αποπνικτική ανθρώπινη τελμάτωση. Άλλωστε, την αποπνικτική τελμάτωση υποδεικνύει ξανά ο καπνός, ως στοιχείο που σηματοδοτεί μια ζωή ανούσια, σπαταλημένη. Ο βίος με τα τσιγάρα, το αλκοόλ και την παθητική καθήλωση μπροστά στην τηλεόραση με το τηλεχειριστήριο καταντά τόσο άσκοπος, ώστε το ποιητικό υποκείμενο θα μπορούσε να εγκαταλείψει το «ομοίωμά» του, ένα σάρκινο σχεδόν κουφάρι, «χωρίς να το αντιληφθεί κανείς» («Ύποπτος φυγής»). Ο ανικανοποίητος βίος συντηρεί την ψυχική κατάπτωση, η οποία απαλείφεται μόνο μέσα στο πλαίσιο φωτογραφικών κορνιζών. Όμως «κι αυτό το μονίμως χαμογελαστό πρόσωπο/ –πώς να το πω;– ασυστόλως ψεύδεται,/ αγαπητοί μου φίλοι» («Ο άνθρωπος που γελούσε»). Το τέλμα όπου βουλιάζει το ποιητικό υποκείμενο δεν λιμνάζει σε γήινες κοιλότητες αλλά σε ρετιρέ, και μάλιστα προνομιούχων κεντρικών περιοχών της ελληνικής πρωτεύουσας, με θέα τον Παρθενώνα. Έτσι, η θέα από το ρετιρέ δεν επουλώνει τα τραύματα, και το κλάμα για τη ζωή που παρέμεινε ανώφελη δεν αποφεύγεται («[Δεν έχω παράπονο…]»). Το αίσθημα αυτό ενισχύεται στη διαπίστωση πως όσο προσπαθεί κανείς να απαλλαγεί από τα υποτιθέμενα «βαρίδια» για να ανέλθει, φτάνοντας στο κυριολεκτικό ή το μεταφορικό ρετιρέ διαπιστώνει ότι είναι πλέον γυμνός («[Για να φτάσω εδώ ψηλά…]») αλλά κι εκτεθειμένος στα όρνια, τα επίσης κυριολεκτικά ή μεταφορικά («[Είναι πολλά στον αριθμό…]»), που καραδοκούν πετώντας να κατασπαράξουν το «ψοφίμι στον έβδομο», δηλαδή τον καταπτοημένο, παραιτημένο ποιητικό ήρωα («[Ένας γύπας γυροφέρνει…]»). Η επταώροφη πολυκατοικία μεταστοιχειώνεται σε σταυρό μαρτυρίου, όπου διαβιεί βασανιστικά ο τελματωμένος ήρωας («[Μ’ αρέσει αυτό που βλέπω…]»).
 
Η απόγνωση του ποιητικού υποκειμένου εκφράζεται με ποιήματα εντόνως εξομολογητικά, που εκφέρονται σχεδόν ψιθυριστά. Η διάβρωση όμως της ύπαρξης, στη ροή του χρόνου, επιφέρει την αλλοτρίωση, την ωμότητα, τον κυνισμό. Υποκείμενος στην πείνα, ο ποιητικός ήρωας γίνεται «σκύλος», που περιφέρεται από τραπέζι σε τραπέζι για λίγα παϊδάκια («[Περιφέρομαι από τραπέζι…]»). Ακόμα και στο μνημόσυνο της μάνας, είναι επικεντρωμένος στο στομάχι του, συλλογιζόμενος ότι δεν θα χορτάσει ποτέ («[Πριν δεκαπέντε χρόνια…]»). Η κακία παύει να συνιστά πρόβλημα και μετατρέπεται σε φορέα ευτυχίας («[Είμαι κακός και το γνωρίζετε όλοι σας…]»), ενώ και η αμαρτία καθίσταται αντικείμενο διεκδίκησης, μέσω του ωμού κυνισμού «δεν αμάρτησα αρκετά» («[Δεν έσφαλα αρκετά. Έπρεπε να επιμείνω…]»). Η κατίσχυση της αμαρτίας κορυφώνεται όταν το ποιητικό υποκείμενο μεταχειρίζεται όρους που αναφέρονται στα θεία, προσδίδοντάς τους απόχρωση ειρωνική. «Αειπάρθενος» παύει να χαρακτηρίζεται η Παναγία, καθώς το επίθετο το ιδιοποιείται ο ποιητικός ήρωας, όχι όμως για να αναδείξει την προσωπική του οσιότητα. Αντιθέτως, ειρωνεύεται τη γεροντική του κατάντια, η οποία τον καθηλώνει σε ερωτική απομόνωση και στην ερωτική αυτοϊκανοποίηση («Ξ»). Ο ήρωας αυτοσαρκάζεται, αποδεικνύοντας συνάμα ότι η ωμότητα που απορρέει από την αλλοτριωμένη του ύπαρξη δεν γνωρίζει κανένα όριο, ούτε ιερό ούτε όσιο.
 
Το ευθύβολο ψυχογράφημα του ανθρώπου από τον ποιητή-ψυχίατρο Παστάκα περιλαμβάνει τις ψυχικές μεταπτώσεις του ποιητικού ήρωα. Ο ποιητικός πρωταγωνιστής μπορεί με την πάροδο του χρόνου να μοιάζει ωμός, ωστόσο ακριβώς αυτή η χρονική παρέλευση τον οδηγεί συχνά στη σύγκριση του παρόντος με το παρελθόν και στην ανάκληση της παιδικής ηλικίας, και μιας εποχής η οποία, παρά τις αντικειμενικές της δυσκολίες και τα σαφώς λιγότερα υλικά αγαθά που προσέφερε στους ανθρώπους, πετύχαινε ωστόσο να τους δημιουργεί το αίσθημα μιας κάποιας πλήρωσης. Τούτο συμβαίνει με το ποιητικό υποκείμενο που ανακαλεί από τα παιδικά του χρόνια τη φέτα ψωμί με το λάδι και τη ζάχαρη («[Το βρόμικο μισοφαγωμένο…]»), σε αντιδιαστολή με το παρόν, όπου τα εκλεκτά εδέσματα στοιχειώνονται από μια σιωπή που «παραμένει αφάγωτη/ δίπλα» του («[Γλυκός τραχανάς σε ταπεράκι…]»). Η μοναξιά, μάλιστα, καθίσταται ακόμη τραγικότερη όταν μετεωρίζεται στην καρδιά των χιλιάδων «φίλων» από τα ηλεκτρονικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης: «Πίτσα, ίντερνετ,/ πράσινες μπύρες./ Μετρώ τα λάικ/ στο φέισμπουκ./ Με 4.798 φίλους/ μόνος μου να τρώω/ κάθε βράδυ» («[Πίτσα, ίντερνετ…]»).
 
Οι ρεαλιστικές αποτυπώσεις του Παστάκα δεν συναινούν σε εξωραϊσμούς. Ο ύμνος στη «Μαμά», ο οποίος αναπέμπεται μέσω του ποιήματος «Ραψάνη», αναδίδει όλες τις δυσοσμίες της άρρωστης σάρκας στο νοσοκομείο, αποτυπώνει επίσης την πλαδαρότητα της κυτταρίτιδας. Πλάι όμως στις πληγές μοσχοβολούν η ρίγανη, το ρόδι και το πορτοκάλι, ενώ και η αγάπη του ποιητή για την ανήμπορη στα γηρατειά της μητέρα του συμβάλλει ώστε οι αδυναμίες του γήρατος ή της αρρώστιας να αποπνέουν μια φυσική κανονικότητα. Στις ποιητικές τούτες αποτυπώσεις συντελεί η παρατηρητικότητα του Παστάκα, η οποία ξεδιαλέγει από το τυχαίο και φαινομενικά ασήμαντο γεγονός τα γνήσια συναισθήματα που αυτό κινητοποιεί. Το κίτρινο φύλλο που προσγειώνεται ανεπαίσθητα στη γραβάτα του διαβάτη, τον αναδεικνύει στα μάτια των υπόλοιπων περαστικών ως το πρόσωπο της ημέρας, λόγω της ευγένειας και της ρομαντικής άλω που εκπέμπει το παρουσιαστικό του («Οδός Ακαδημίας»).
 
Οι συσχετισμοί με ποιητικό αποτέλεσμα αξιοποιούνται από τον Παστάκα στις αναλογίες που δομεί. Οι λογοτέχνες που ανταλλάσσουν μεταξύ τους ποιήματα και εντυπώσεις, είναι οι «εκκλησιαζόμενοι» που κοινωνούν τα «μικρά αντίδωρα της Θείας Ευχαριστίας» («Οι εκκλησιαζόμενοι»). Ο καλλιτέχνης, επίσης, είναι ο «αποτοξινωμένος/ της πραγματικότητας», «ο καλλιγράφος προξενητής/ της μίας και μοναδικής  ανύπαρκτης φιάλης,/ που έτυχε να μας ξεδιψάσει όλους» («Υπερφίαλος ποιητική»). Η φιάλη αυτή δεν είναι άλλη από την ποίηση ή, γενικότερα, την τέχνη. Όσο ο καλλιτέχνης μεθά από το κρασί της τέχνης του, αποτοξινώνεται από την πεζότητα της καθημερινότητας. Ο Παστάκας, βέβαια, δεν παραλείπει και να υπονομεύσει το οικοδόμημά του, τιτλοφορώντας το συγκεκριμένο ποίημα «Υπερφίαλος ποιητική». Μπορεί, συνεπώς, ο καλλιτέχνης να αποτοξινώνεται από την πραγματικότητα και να αίρεται πάνω από την ανάγκη της δικής της φιάλης (το ποιητικό παιχνίδι εδώ προκρίνει σκόπιμα μια παρετυμολογία: «υπέρ + φιάλη»), όμως το επίθετο «υπερφίαλος» προσδιορίζει και την ποιητική, προσδίδοντας συνάμα με δηκτικό χιούμορ την πτυχή της έπαρσης στο ύφος πολλών καλλιτεχνών.
 
Το παιχνίδι του ποιητή με τις λέξεις είναι ενδεικτικό και του τρόπου με τον οποίο μεταχειρίζεται τη γλώσσα. Κάθε διατύπωση στοχεύει στην απόδοση συγκεκριμένων σχολίων. Η συνεκφορά «Σαρκοβόρα ζωή» είναι μόνη της ένα ποίημα των δύο λέξεων, χωρίς τίτλο, χωρίς κάποια άλλη διευκρίνιση. Ένα επίθετο κι ένα ουσιαστικό είναι αρκετά για να δηλώσουν την αγριότητα της ζωής, η οποία κατασπαράσσει ανθρώπινες σάρκες. Με το γλωσσικό του αισθητήριο ο Παστάκας συνθέτει στίχους αποφθεγματικούς: «μοίρα των πεθαμένων είναι να ξυπνήσουν νεκροί» («Η λίμνη της Βουλιαγμένης»). Παράλληλα κατορθώνει να δημιουργεί μια περίεργη έκπληξη, παρόλο που φαινομενικά δηλώνει το αυτονόητο, ότι δηλαδή οι νεκροί θα παραμείνουν νεκροί. Χρησιμοποιώντας, ωστόσο, το ρήμα «ξυπνώ», τείνει να συναινέσει στη θρησκευτικού περιεχομένου προσδοκία ότι οι πεθαμένοι θα αναστηθούν. Και μόλις δημιουργήσει την υποψία για τη συνέχιση της ζωής, την ανατρέπει, κατορθώνοντας ουσιαστικά μία διπλή ανατροπή. Έτσι, η ανατροπή επιτυγχάνεται τελικά μέσω της δήλωσης του αυτονόητου, αλλά του μη αναμενόμενου αυτονόητου, καθώς στη ζωή των περισσότερων ανθρώπων το υπερφυσικό, διά της θρησκευτικής πίστεως, γίνεται αποδεκτό.
Ο Παστάκας, επομένως, εξωθεί τις λέξεις στα όριά τους εκμεταλλευόμενος τις λειτουργίες τους. Με τον τρόπο αυτό η εναρκτήρια επίκλησή του στη λήθη «να αλλοιώσει τα περιθώρια των λέξεων», ώστε «Να επιβάλει τις δικές της μετατοπίσεις» στα καθιερωμένα της γλώσσας και της μνήμης, εισακούεται. «Γράφω πάνω στα γραμμένα», δηλώνει, λοιπόν, προγραμματικά ο ποιητής («Ποίημα αριθμός μηδέν»). Όμως στα συντελεσμένα επιφέρει τις προσωπικές του επινοήσεις και δικαιώνει τη συγκέντρωση των υλικών του με μεράκι και μεθοδικότητα. Μια συγκέντρωση, η οποία επιβεβαιώνει τη σύνθεση του «σώματος»· ένα μεράκι, το οποίο επιδιώκει την τριβή· και μια μεθοδικότητα, η οποία αιτιολογεί τη «διατριβή». Το «Σώμα δια τριβής» ταξιδεύει πια στα λογοτεχνικά πελάγη με τη δική του φιάλη, προσανατολισμένο ποιητικά και ουδόλως «υπερφίαλο».
 
Σας παραθέτω τρία ποιήματα του Σωτήρη Παστάκα:
 
 

[ΕΝΑΣ ΓΥΠΑΣ ΓΥΡΟΦΕΡΝΕΙ…]
 
Ένας γύπας γυροφέρνει
την πολυκατοικία μας.
Κάποιος είπε πως τον είχε δει
να κάνει κύκλους πάνω
από το Όρος Αιγάλεω.
Κάποιος άλλος πως τον είδε
πάνω από το Θέατρο του Διόνυσου.
Κανένας δεν είπε πως ήρθε
να κατασπαράξει
το ψοφίμι στον έβδομο.

 
(από τη συλλογή του 2009 Όρος Αιγάλεω)
 
 
[Ο ΑΝΤΡΑΣ ΠΟΥ ΤΡΩΕΙ…]
 
Ο άντρας που τρώει
μόνος του στο οινομαγειρείο,
ένα καρμπολάχανο και τας
κεμπάπ, ένα κατοσταράκι
λευκό κρασί στου Θωμά,
αμίλητος σκουπίζει
το στόμα του και φεύγει.
Με πιρούνι και κάποτε
χωρίς μαχαίρι τρώγεται
ο καθημερινός μας
θάνατος.

 
(από τη συλλογή του 2012 Συσσίτιο)
 
 
[ΜΑΘΑΙΝΕΙΣ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΟΜΟΡΦΗ…]
 
Μαθαίνεις να είσαι όμορφη. Να σου πληρώνουν
τα γεύματα. Να συνδυάζεις τακούνι με τσάντα.
Μαθαίνεις να φιλάς κι έπειτα να πηδιέσαι
χωρίς φιλί στο στόμα. Μαθαίνεις να βλέπεις τιβί,
ταυτοχρόνως να μιλάς στο κινητό και να τσατάρεις
στο fb. Μαθαίνεις PIN, IBAN, ID, PASSWORD,
ΑΦΜ και ΑΜΚΑ. Μαθαίνεις να κοιμάσαι αγκαλιά
 
και να σκέφτεσαι μονίμως κάποιον άλλον.

 
(από τη συλλογή του 2017 Αλτσχάιμερ αρχόμενο)

 
 
* O Γιάννης Στρούμπας είναι φιλόλογος και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, ο «Κλεφτοπόλεμος – Τα κείμενα της κρίσης» (εκδ. Καλλίγραφος).

Διαβάστε το αναλυτικό ρεπορτάζ από τη βιβλιοπαρουσίαση εδώ

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.