Ελπιδα Κ. Βογλη,* «Να βρω ξανα του νηματος την ακρη»: Μια ιστορικη αναγνωση της ποιητικης βιογραφιας του Θαναση Παπακωνσταντινου

Λέων Α. Ναρ, «“Να βρω ξανά του νήματος την άκρη” – Σχεδίασμα ποιητικής βιογραφίας του Θανάση Παπακωνσταντίνου», Άκης Σακισλόγλου πρόλογος, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2022.

Γιατί είναι πιθανό ένας ιστορικός να αναζητά «ξανά στου νήματος την άκρη»; Οι ποιητές είναι ιστορικά πρόσωπα. Αλλά και η ιστορία είθισται να θεωρείται ως είδος «τέχνης» που κατάγεται από την ποίηση (και τι καταπληκτική ποίηση!). Φανταστείτε τον showman Ηρόδοτο να απαγγέλλει (ακολουθώντας το πρότυπο του Όμηρου) ενώπιον των συγχρόνων του, οι οποίοι υπό την επήρεια της μέθης του λόγου του, αλλά και ενθουσιασμένοι από τον χείμαρρο των εξωτικών πληροφοριών του, αφήνονται να παρασυρθούν στα αφηγηματικά ταξίδια του. Η επιτελεστικότητα της μεγαλόφωνης ανάγνωσης, σε συνάρτηση με τις πολυάριθμες εικόνες των διάσπαρτων στιγμών της κοινωνικής καθημερινότητας που αυτή μας προσφέρει απλόχερα, πράγματι, ανταποκρίνεται άριστα τόσο στην ηροδότεια ιστορική τεχνική όσο και στην ποίηση. Και η ποίηση, αξίζει να αναλογιστούμε, ότι είναι μια συγχρονική μαρτυρία της βιωμένης εμπειρίας, η οποία μάλιστα έχει την εντυπωσιακή δύναμη να αντλεί από την προφορικότητα και έτσι να διασώζει και να μας μεταφέρει και φυσικά να ζωντανεύει (συν)αισθήματα.

Ο πρώτος συλλογισμός μας λοιπόν έχει μετασχηματιστεί σε αδιάσειστο επιχείρημα: ο ιστορικός ψάχνει «να βρει στου νήματος την άκρη» αυτό που δεν του προσφέρουν οι άλλες πηγές του –γιατί και η ποίηση συγκαταλέγεται στο υλικό του (και δεν θα μπορούσε να απουσιάζει). Ο ιστορικός δηλαδή ψάχνει τον άνθρωπο κατά τη διάρκεια της εμπειρίας του που μεταμορφώνεται σε στίχο. Έτσι, με βάση αυτή τη σκέψη είναι θεμιτό να σκιαγραφεί τον δομικό ιστό της προσέγγισής του: τη λίστα του με τα ερωτήματα εργασίας –αλλά στην προκειμένη περίπτωση με μεγάλη φειδώ. Μόνο τρία ερωτήματα του επιτρέπεται να υποβάλλει! Και πρέπει, συνεπώς, να επιλέξει. 

Το πρώτο ερώτημα λοιπόν: Τι είναι αυτό που μπορεί να νοηματοδοτεί το ενδιαφέρον του ιστορικού (με βάση τα δικά του ειδικά κριτήρια), σε ένα «σχεδίασμα ποιητικής βιογραφίας»  –και γιατί του Θανάση Παπακωνσταντίνου;

Ο Λέων Ναρ προσφέρει στις πρώτες γραμμές του βιβλίου την απάντηση: δεν είναι εξαρχής η μουσικότητα των στίχων, αλλά είναι τα χρώματα του συλλογικού και του ατομικού που, κατά τη συνάντησή τους, αντανακλώνται μέσα στις λέξεις και τις φράσεις πριν ακόμη μελοποιηθεί η φωνή τους. Δηλαδή οι λέξεις του Παπακωνσταντίνου, αφενός σύμβολα μικροϊστορίας και αφετέρου εργαλεία αποτύπωσης της μνήμης από τα κάτω, αναπόδραστα ανήκουν στην κοινωνία και την εποχή τους. Συνθέτουν απλές, διαφανείς, άμεσες, διαδραστικές και προσωπικές εικόνες. Και ο Λέων Ναρ θυμίζει στον ιστορικό αυτό που ο ίδιος ο ιστορικός γράφει στις μελέτες του και διδάσκει στους/στις φοιτητές/τριές του: τονίζοντας δηλαδή ότι ειδικά οι στίχοι του Παπακωνσταντίνου δεν διεκδικούν την ιδιότητα του διαχρονικού ούτε του επίκαιρου, αλλά του αχρονικού και του άτοπου, ο Λέων του θυμίζει τις ατέρμονες απόπειρές του να εξηγήσει με απλά λόγια ότι ο άνθρωπος στις μυστικές συνομιλίες του με τον εαυτό του δεν νοιάζεται για τον χρόνο  –και γιατί να τον ενδιαφέρει ο χρόνος που κυλά και τον γερνά; Πόσο εύκολο θα ήταν και για τον ιστορικό να διακόπτει τη διερεύνηση του παρελθόντος και να αφήνει τον Θανάση Παπακωνσταντίνου να φιλοσοφεί στον άξονα του «ελάχιστου εαυτού» (αναφέρομαι εδώ στον δίσκο του):

Με το ’να χέρι στη χαρά και τ’ άλλο στην ομίχλη,

δεμένο με γλεντήσανε τα λαίμαργα πουλιά.

Γυρεύω την πανσέληνο να πέσει στο πηγάδι,

να κοιταχτώ, να θυμηθώ πως ήμουνα παλιά.

Η φύση είναι αχρονική: και αποτελεί δομικό στοιχείο της ποίησης του Παπακωνσταντίνου. Είναι ο τόπος δράσης και ο πυρήνας της ύπαρξης του ανθρώπου. Αλήθεια, πόσο θα ήθελε και ο σύγχρονος ιστορικός να παρασυρθεί και να αναστοχάζεται τον κόσμο στις φυσικές του διαστάσεις, με προσαρμογές στην ιστορική του οπτική! Τολμώ όμως να φανταστώ ότι αυτή ακριβώς τη στιγμή, ακούγοντας αυτή την ευχή του, θα ξεπηδούσε από το μακρινό παρελθόν πρώτος ο Ηρόδοτος (μια που τον μνημονεύσαμε και παραπάνω), να τον παρηγορήσει αλλά και να τον συνεφέρει: Εσύ είσαι ο ιστορικός, θα του έλεγε! Εσύ θα συστήσεις στον ποιητή (στον κοινωνικό ποιητή Παπακωνσταντίνου) τον Φορτίνο Σαμάνο και εκείνος να τον ζωντανέψει ενενήντα χρόνια μετά από την εκτέλεσή του, με ένα τελευταίο χαμόγελο, με ένα τελευταίο τσιγάρο, σε μια τελευταία φωτογραφία! Εσύ ο ιστορικός και θα στήσεις τη σκηνή, ώστε ο ποιητής να μας οδηγήσει στην Ιταλία του 1910 και να ταυτιστούμε με τον Τζούλιο Μανιέρι, που δεν τον αναγνώριζαν γιατί έλειπε καιρό, και ήθελε να του διηγηθούν τι έγινε για να βρει «ξανά του νήματος την άκρη».

Οι λέξεις του Παπακωνσταντίνου, αφενός σύμβολα μικροϊστορίας και αφετέρου εργαλεία αποτύπωσης της μνήμης από τα κάτω, αναπόδραστα ανήκουν στην κοινωνία και την εποχή τους. Συνθέτουν απλές, διαφανείς, άμεσες, διαδραστικές και προσωπικές εικόνες. Και ο Λέων Ναρ θυμίζει στον ιστορικό αυτό που ο ίδιος ο ιστορικός γράφει στις μελέτες του και διδάσκει στους/στις φοιτητές/τριές του: τονίζοντας δηλαδή ότι ειδικά οι στίχοι του Παπακωνσταντίνου δεν διεκδικούν την ιδιότητα του διαχρονικού ούτε του επίκαιρου, αλλά του αχρονικού και του άτοπου, ο Λέων του θυμίζει τις ατέρμονες απόπειρές του να εξηγήσει με απλά λόγια ότι ο άνθρωπος στις μυστικές συνομιλίες του με τον εαυτό του δεν νοιάζεται για τον χρόνο

Να λοιπόν η απάντηση στο πρώτο ερώτημα εργασίας: Τι βρίσκει ο ιστορικός στην ποιητική βιογραφία του Παπακωνσταντίνου; Την επινοητικότητα που χρειάζεται για να εμπλουτίσει τη μεθοδολογία του με το φίλτρο που του επιτρέπει να αισθάνεται τον αντίκτυπο της αλλαγής, της ρήξης ή της κάθε λογής εξέλιξης προς την πρόοδο ή τη ματαίωση με στόχο να καταστήσει πραγματικό το έργο του: όχι αντικειμενικό ή αμερόληπτο, γιατί τέτοια ιστορικό έργο δεν υπάρχει, ούτε ισοδύναμο της αλήθειας (δηλαδή «του τι έχει συμβεί») αλλά αληθινό, επειδή μπορεί να αναδεικνύει τις λογικές και πρακτικές, καθώς και συναισθηματικές οπτικές των ανθρώπων-πρωταγωνιστών στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων και στις κάθε λογής δράσεις (πνευματικές, οικονομικές, πολιτικές…).    

Το δεύτερο ερώτημα στη λίστα του ιστορικού: Μπορεί να χρησιμοποιήσει ή πώς μπορεί να χρησιμοποιήσει ο ιστορικός την ποίηση ή το τραγούδι στη δουλειά του;

Αυτή τη φορά ο Λέων Ναρ θα απαντούσε, ρωτώντας τον Θανάση Παπακωνσταντίνου σχετικά με την απόφασή του να μας μιλήσει για τον Χουμαγιούν και τον Βακάρ, τους δύο πρόσφυγες ή και μετανάστες (γιατί η εποχή μας παραδέχεται –δεν το κρύβει– ότι αδυνατεί να κατηγοριοποιήσει τους ανθρώπους τόσο εύκολα όσο δηλαδή οι προηγούμενες εποχές, αλλά η ίδια έχει πετύχει να είναι πολύ λιγότεροι αυτοί που καταλαβαίνουν την εν λόγω αδυναμία της, από ό,τι ήταν παλιότερα). Θα μας μιλήσει λοιπόν για τον Χουμαγιούν και τον Βακάρ (από τον δίσκο «Πρόσκληση σε δείπνο κυανίου») «που έχουν καρδιά μεγάλη» και έχουν πια και όνομα  –είναι επώνυμοι στην ελληνική μνήμη, κυρίως χάρη στην ποίηση και όχι τόσο στο βραβείο τιμής της Ακαδημίας Αθηνών: γιατί ο Χουμαγιούν και ο Βακάρ είχαν όνειρα «που τους τα ’τρωγε της φτώχειας το σκουλήκι» στα κοινωνικά τοπία που έζησαν πολύ πριν βρεθούν, εκείνη τη μέρα του Απρίλη του 2012, στις γραμμές του τρένου.

Κι αμέσως μετά η ιστορικός (για να τονίσουμε στο εξής και την παρουσία των γυναικών που «χάνονται» πίσω από το κυρίαρχο γένος των λέξεων) υπό την πρόκληση των σελίδων της υποενότητας του βιβλίου για την κοινωνική ποίηση οφείλει να παραδεχθεί: η ποίηση, η μουσική (και ο κινηματογράφος) συνιστούν, πράγματι, τα νεωτερικά εργαλεία του επαγγέλματος και της επιστήμης μας που, ακόμη κι αν τα χρησιμοποιούμε ίσως με φειδώ για να μεταφέρουμε στην αρχαία ή τη σύγχρονη ιστορία τον απλό άνθρωπο, λέμε και τονίζουμε ότι στηριζόμαστε στην εφαρμοσιμότητα της λειτουργικής τους καινοτομίας. Και όντως θα έχει μεγάλο ενδιαφέρον η ανάλυση του Χουμαγιούν και του Βακάρ στο πλαίσιο ενός μαθήματος, στους μαθησιακούς στόχους του περιγράμματος του οποίου περιλαμβάνονται, για παράδειγμα, η προσαρμοστικότητα σε νέες καταστάσεις, ο σεβασμός στην ετερότητα, και η ευαισθησία στον συνάνθρωπο.

Φτάσαμε στο τρίτο ερώτημα, το τελευταίο στη λίστα της ιστορικού: Και η ιστορικός που πάντα δίνει έμφαση στους όρους που χρησιμοποιεί, γιατί έχει συνειδητοποιήσει ότι οι όροι της επιτρέπουν να χαρτογραφήσει το πεδίο της ανάλυσής της, ώστε να τοποθετεί σε κομβικά σημεία/σταθμούς τα ερωτήματά της, διαβάζει ακόμη και φορά τον τίτλο του βιβλίου.

Η ποίηση, η μουσική (και ο κινηματογράφος) συνιστούν, πράγματι, τα νεωτερικά εργαλεία του επαγγέλματος και της επιστήμης μας που, ακόμη κι αν τα χρησιμοποιούμε ίσως με φειδώ για να μεταφέρουμε στην αρχαία ή τη σύγχρονη ιστορία τον απλό άνθρωπο, λέμε και τονίζουμε ότι στηριζόμαστε στην εφαρμοσιμότητα της λειτουργικής τους καινοτομίας. Και όντως θα έχει μεγάλο ενδιαφέρον η ανάλυση του Χουμαγιούν και του Βακάρ στο πλαίσιο ενός μαθήματος, στους μαθησιακούς στόχους του περιγράμματος του οποίου περιλαμβάνονται, για παράδειγμα, η προσαρμοστικότητα σε νέες καταστάσεις

«Να βρω ξανά του νήματος την άκρη»: Πράγματι ο ποιητής με λίγους στίχους μετατρέπει σε εικόνες την έρευνα της ιστορικού –τώρα είναι ξεκάθαρο. Αν ήταν δυνατό θα το φώναζε δυνατά ο Μαρκ Μπλοχ, γιατί το έγραφε μέσα στις λέξεις και πίσω από τα εκφραστικά σχήματα της απολογίας του, την οποία δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει και να εκδώσει λόγω της εκτέλεσής του από τους Γερμανούς. Μελετώντας λοιπόν την απολογία του Μπλοχ, κατανοούμε ότι αυτό που ήθελε να πει είναι ότι η ιστορικός ερευνά σα να ψάχνει να βρει «του νήματος την άκρη» για κάθε άνθρωπο του παρελθόντος από τον οποίο έχει κάποια στοιχεία, κάποια ίχνη, για να του βρει «ξανά» την άκρη: για να τον μεταφέρει στο δικό της παρόν. Έτσι ορίζεται, άλλωστε, η ιστορία: είναι η μεταφορά του παρελθόντος στο παρόν, ώστε κάθε άνθρωπος να βρει την «άκρη» του –αυτή είναι η χρησιμότητά της, μας την ερμηνεύει έτσι απλά και ξεκάθαρα ο κοινωνικός ποιητής μέσα από τη μελωδία του.  Αλλά πώς μπορούμε να ορίσουμε τι είναι η ποιητική βιογραφία; Με περίσκεψη στέκεται τώρα απέναντι στον όρο η ιστορικός, που γνωρίζει τις μεγάλες δυσκολίες της βιογραφίας είτε αυτή αντιμετωπίζεται ως ιστορικό είδος (αφού τα τελευταία χρόνια πολλαπλασιάζονται οι εξαιρετικές βιογραφικές προσεγγίσεις, ανανεώνοντας ένα παραμελημένο είδος ιστορίας) είτε θεωρείται κατά προτεραιότητα αφηγηματικό είδος γραφής.

Πολύ μου αρέσει η διάσταση της νεογλώσσας με την οποία επενδύει τους εννοιολογικούς μας προβληματισμούς ο Ζαν Πολ Φιτουσσί. Αποκαλύπτοντας το τι κρύβουν οι λέξεις, στην προκειμένη περίπτωση ο Λέων Ναρ, εξηγεί ότι η ποιητική βιογραφία είναι το είδος που έχει τη δύναμη να μας ταξιδεύει σε τόπους που γνωρίζουμε ή δεν έχουμε ξανακούσει το όνομά τους, για να συναντήσουμε πρόσωπα της ιστορίας (γνωστά και διάσημα) ή απλούς ανθρώπους της διπλανής πόρτας που κατοχυρώνουν κι αυτοί ένα όνομα ή έστω υπόσταση στη συλλογική μνήμη –αποκτούν φωνή δηλαδή, κι ας μην είχαν πάντα το δικαίωμα να ακουστούν. Αυτή είναι η ποιητική βιογραφία του Θανάση Παπακωνσταντίνου που συνέθεσε ο Λέων Ναρ.

Αντί άλλου επιλόγου, αξίζει να δοθεί έμφαση στο (μοναδικό) παράρτημα του βιβλίου: σε μία ανάγνωση της πρώτης και της δεύτερη γραφής του ίδιου τραγουδιού του Θανάση Παπακωνσταντίνου. Πρόκειται για εξαιρετικά αποκαλυπτική πηγή, εάν επινοηθούν οι μηχανισμοί της αποκωδικοποίησής των στίχων και συγκριτικά των αλλαγών τους.

*Η Ελπίδα Βόγλη είναι  Αναπληρώτρια Καθηγήτρια στο Τμήμα Ιστορίας και Εθνολογίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης. Το κείμενο είναι η ομιλία της στην εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου του Λέων Α. Ναρ, «“Να βρω ξανά του νήματος την άκρη” – Σχεδίασμα ποιητικής βιογραφίας του Θανάση Παπακωνσταντίνου» (εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2022), που διοργανώθηκε από το Δημοκρίτειο Βιβλιοχαρτοπωλείο και τις Εκδόσεις Πατάκη στον χώρο του βιβλιοπωλείου, την Παρασκευή 10 Μαρτίου.

Μπορείτε να βρείτε το ρεπορτάζ εδώ  

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.