Αλανουδ΄: Το χοροστασι* της Μεσσουνης

Οι χοροί, οι μουσικοί, οι τραγουδιστές, οι χορευτές και οι χορεύτριες

Από στόμα σε στόμα έφτανε το νέο στα αυτιά όλων:

-Σήμερα του δειλνό  δα νάχει χουρούστ΄ αλανούδ'.

Αλανούδ', (μικρό αλώνι-αλωνάκι), ιστορικός χώρος λίγων στρεμμάτων της Μεσσούνης , υπερυψωμένος από το δρόμο, δίπλα στο σχολείο, ανάμεσα στους δύο μαχαλάδες. Δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ σαν αλώνι, παρά το όνομά του, αλλά σαν αλώνι (ανοιχτός χώρος) για τους συχνούς χορούς που οργάνωναν,συνήθως τα παλικάρια του χωριού, σαν χοροστάσι και σαν γήπεδο ποδοσφαίρου για τα παιδιά και τους εφήβους.
 

Οι χοροί γινόντουσαν συνήθως από την άνοιξη μέχρι του Αγίου Δημητρίου, στις μεγάλες γιορτές, το Πάσχα, την Αγία Τριάδα, της Παναγίας, αλλά και πολλές Κυριακές.
 
Ο χορός στ΄ αλανούδ'  είναι η συνέχεια του χορού «σ΄ πλατέας» (της πλατείας), που έφεραν από την πατρίδα, το Σιναπλή, οι Μεσσουνιώτες. Μόνο που τότε, η τεράστια πλατεία του Σιναπλή, γέμιζε από τους χίλιους οκτακόσιους κατοίκους του. Ένα μέρος απ’ αυτούς κατοίκησαν στη Μεσσούνη.
 
Τα παλικάρια, συγκέντρωναν ένα ποσό που το πρόσφεραν στους οργανοπαίχτες, κανόνιζαν την ώρα, διέδιδαν το νέο και η επιτυχία ήταν εξασφαλισμένη.

Τι να έκαμναν και αυτά. Έψαχναν τρόπους να έρθουν πιο κοντά με τα ταίρια τους. Τα βλέμματα έπεφταν στη βόλτα σαν αστραπή, οι καρδιές χτυπούσαν, οι ψίθυροι και οι σπόντες λεγόντουσαν, αλλά οι πρώτες επαφές γινόντουσαν στο χορό. Πρώτα εκεί στο συρτό, να κόψει το παλικάρι και να μπει ανάμεσα στις φιλενάδες, να πιάσει και ίσως να σφίξει λίγο παραπάνω το χέρι και στη συνέχεια να χορέψει και ένα «αγκαλιαστό», με την άδεια βέβαια του αδελφού ή της μάνας, που παραφύλαγε ακουμπισμένη στον αυλόγυρο του σχολείου ή ακόμη να δείξει τη λεβεντιά του στους ανδρικούς χορούς, «στούν ζναριάτκου» ή σε κάποια ζεϊμπεκιά.

Τρεις δίπλες είχαν οι χοροί, λέει το παραδοσιακό θρακιώτικο τραγούδι, πραγματικά ήταν μεγάλη η συμμετοχή και σχηματίζονταν δυο και τρεις κώθουροι (κύκλοι).
Δεν χόρευαν μόνοι οι νέοι, αλλά όλοι οι μερακλήδες, άνδρες και γυναίκες.
Οι Θρακιώτικοι χοροί που χορεύονταν ήταν ο συρτός, ο τρίπατος ή μπαϊντούσκα, ο ζωναράδικος (ζναριάτκους), ο αντικριστός ή συγκαθιστός, η καζάσκα. Χορεύονταν και παραδοσιακοί χοροί από όλη την Ελλάδα, με κυρίαρχο τον καλαματιανό, τη ζβαρνιάρα και τον τσάμικο, λάχανα και κότσαρη ποντιακά. Όμως σύντομα μπήκαν και οι ευρωπαϊκοί χοροί. Οι μάγκες έκλιναν το μάτι στον οργανοπαίχτη και το όργανο έπαιζε τα αγκαλιαστά, (ταγκό και βαλς), μάμπω,τουΐστ καιγιάνκα. Έτσι περνούσαν οι ώρες, μέχρι που νύχτωνε και σιγά σιγά διαλυόταν ο χορός, αλλά δημιουργούνταν ευκαιρίες για συμπάθειες, καρδιοχτύπια, συζητήσεις, σχόλια και κουτσομπολιά.

Ο Χρήστος ο Γκαϊντατζής, με τη μαγική του γκάιντα, πρόσφερε ατελείωτο κέφι όπως αφηγούνταν οι μεγαλύτεροι. Δεν τον θυμάμαι σαν οργανοπαίχτη, μόνο σαν καλό χτίστη και μεγάλο μασαλτζή. Ερχόταν και κάποιος με θρακιώτικη λύρα εκείνα τα χρόνια, με σουξέ το «Καροτσέρη τράβα, τράβα στα Ταταύλα…..» και το «Άστα τα μαλάκια σου ανακατεμένα….», μάλλον ήταν από το Μεσοχώρι.
 

Μέσα στη δεκαετία του 1950 ο Μήτσιος ο Μανδραφούδης και ο Χρήστος ο Ισπικούδης παρακολούθησαν μαθήματα και άρχισαν να παίζουν ακορντεόν. Οι χοροί πλέον στήνονται με το νέο όργανο, που είχε και μεγαλύτερες δυνατότητες. Έτσι οι γκάιντες σίγησαν για αρκετά χρόνια. Από τον Μήτσιο έμαθε και ο αδελφός του ο Χρήστος,όμως και οι δύο δεν καλλιέργησαν πολύ την μουσική, παρά την μουσική καταγωγή τους από πατέρα που έπαιζε θαυμάσιο γκαβάλ (καβάλο-φλογέρα).
 
 
 
Ο Χρήστος Ισπικούδης δίδαξε στον αδελφό του το Γιώργο τις νότες του ακορντεόν, ο ίδιος έμαθε να παίζει καλό κλαρίνο και με τον Στεφανάκο τον Τζερνικίδη στο ντραμς και στο τραγούδι ή τον Κώτσιο τον Χατζίδη, έστησαν την πρώτη ολοκληρωμένη μπάντα, που με προσθαφαιρέσεις στο δυναμικό τους εξελίχθηκε σαν μια από της καλύτερες ορχήστρες της Ροδόπης και όχι μόνο. Ήταν τα περίφημα «σουλεμανούδια».
 
Με αυτή την ορχήστρα, στην αρχή χωρίς μικρόφωνα και μεγάφωνα, στη συνέχεια με μικρόφωνα που λειτουργούσαν με «ξηρά» μπαταρία και μετέπειτα με το ηλεκτρικό ρεύμα, έγιναν οι περισσότεροι χοροί.
 
Κυριακή μεσημέρι συνήθως εμφανιζόταν στου Καρά Ιβάν το καφενείο με το νταούλι και τον ζουρνά οι γύφτοι, ο Ρετζέπ και ο Αρίφ. Έπαιζαν τους σκοπούς τους, κάποιοι μερακλωνόντουσαν και το γλέντι σιγά σιγά μεταφερόταν στο χοροστάσι. Ο μεγάλος λαογράφος Σίμωνας Καράς έχει καταγράψει ένα καταπληκτικό αργό ζεϊμπέκικο με τους Ρετζέπ και Αρίφ, που περιλαμβάνεται σε ένα 33άρι δίσκο με πρωτότυπες ερμηνείες παραδοσιακών τραγουδιών της Θράκης.
 
Οι έφηβοι ήθελαν και αυτοί να χορέψουν. Ήταν όμως συνεσταλμένοι, δεν ήξεραν και τα βήματα, ήθελαν να μπουν απαρατήρητοι, να πάρουν θάρρος και να μάθουν. Συζητώντας, πότε θα μπουν στο χορό έλεγαν:

-Όχι τώρα, λίγου ύστερα, άφκιτι πρώτα να φουντώσει η χουρός, αλλά ο χορός τελείωνε και αυτοί, ακόμη αναποφάσιστοι, περίμεναν το «φούντωμά» του.
 
Παράπονό μου είναι που δεν ευτύχισα και εγώ σα νέος να συμμετάσχω σε αυτούς τους χορούς. Ήμουν έφηβος, όταν λίγο λίγο, με το πέρασμα του χρόνου, το χοροστάσι παρήκμασε, λιγόστεψαν τα αυθόρμητα υπαίθρια γλέντια, ώσπου έσβησαν. Έμειναν μόνο στις αναμνήσεις των παιδικών μου χρόνων τα παιχνίδια που κάναμε γύρω από το χορό, στο κέντρο του κύκλου ή πιασμένοι πολλές φορές στην ουρά, προσπαθώντας ναμάθουμε τα βήματα.

Τα γλέντια μεταφέρθηκαν σε κλειστούς κυρίως χώρους. Στου Ντραγκάν το μαγαζί με το γραμμόφωνο, στου Καρά Ιβάν με το πικ-απ και το τζουκ-μποξ, στου Νικόλα του Μπακάλ (Παρασκεούδη) με το τζουκ-μποξ και στου Βασίλη του Γιοβανούδη με ωραίες χοροεσπερίδες, που συνοδεύονταν με ζωντανή μουσική και πολύ κέφι.
 

Τότε άρχισαν και τα πρώτα πάρτι με άσπρο βερμούτ και ξηρούς καρπούς. Έμαθα ότι το πρώτο πάρτι έγινε στο παλιό το σπίτι που Παναγιώτη Γιοβανούδη το 1964. Το οργάνωσαν τα δίδυμα αδέλφια, ο Βασίλης και ο Ηλίας, πιο γνωστοί σαν «ανταρτούδια», με πικ-απ, δίσκους δανεικούς από το κέντρο του Δαλκίδη και ηλεκτρικό ρεύμα από το διπλανό σπίτι του Γιώργη του Τσιαρακτσή. Χόρεψανμπλουζ, ταγκό, μάμπο, βαλς, χάλι-γκάλι, τουίστ, γιάνκα, συρτάκι, λαϊκούς και παραδοσιακούς χορούς.
 
Αρκετά αργότερα, υπό την επίβλεψη του Γιάννη του Αλεξίδη δημιουργήθηκε ο Μορφωτικός Σύλλογος Μεσσούνης, που με το χορευτικό του έδωσε δεκάδες παραστάσεις,  προβάλλοντας τους πατροπαράδοτους χορούς. Η γενιά αυτών των χορευτών, είτε σαν χοροδιδάσκαλοι, όπως, ο Χρήστος Γιοβανούδης, οι αδελφοί Χρήστος και Γιάννης Τζερνικούδης, ο Δημήτρης Παπαλιάς και άλλοι, είτε σαν μέλη και συνεχιστές του συλλόγου, μεταφέρουν με μεγάλη επιτυχία την μερακλήδικη χορευτική παράδοση του χωριού μας, χορεύοντας όχι μόνο σε επετειακές, αλλά και σε άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις.
 
Παλιοί χορευτές που ξεχώριζαν, ο καθένας με το δικό του τρόπο, μπρίο και στιλ, ήταν ο Νικόλας ο Κατσαρός (Παρασκευούδης), ο Γιώργης ο Γκουτσίδης, ο Τάκης Γ. Ζυμταρούδης, ο Γιώργης Δ. Τσαρακτσίδης, η Μαυρόκοτα (Γκόγκος Δ. Παρασκευούδης), ο Καρά Ιβάνς (Γιάννης Δ. Παρασκευούδης), ο Παναγιώτης Δ. Παρασκευούδης, ο Γιόχαν (Γιάννης Π. Γιοβανούδης), ο Μήτσιος ο Αγγουρίδης, ο Χριστάκος ο Γκαϊντατζής, ο Πασχαούτς (Πασχάλης Χ. Δραγανίδης) και πολλοί άλλοι.
Σ΄νπουρτιά (πρωτοχορευτής), με μοναδική παρουσία στο ζναριάτκο ήταν η νταής η Ντέλης η Κούκουλης. (Σιδέρης Μυτιανούδης).

Βέβαια πρώτοι των πρώτων, όχι τόσο για την ποιότητα, αλλά για τη συμμετοχή, την  προσπάθεια και τη λεβεντιά οι Πιτσιάδες. Οι αδελφοί, Χρήστος (Μουστάκας), Γιώργος (Γκόγκος) και Στέργιος (Στιργιούτς).

Στου Ντραγκάν το μαγαζί εμφανίσθηκε από το Μουρχάν (Παραδημή), ο Δημητράκης, υπάλληλος του ΟΤΕ, ερωτευμένος με όμορφη χωριανή μας,  ομορφόπαιδο, λεβεντόπαιδο, καλό παιδί και χορευταράς. Παράγγειλε τσάμικο, ο κόσμος τον χειροκρότησε και τον θαύμασε. Κόντρα η παραγγελία τσάμικου από τον Γκόγκο, στη συνέχεια από τον Στιργιούδ, αλλά τα χειροκροτήματα και ο θαυμασμός ήταν μόνο για τον Δημητράκη,

Τότε ακούσθηκε ο Γκόγκος να λέε:
Γαμού κι του Μουρχανιώτ, ούλ΄ τ΄ νύχτα δα χουρεύουμι, μέχρι να τουν πιράσουμι, έτς΄ δα τουν αφήκουμι.

Ο Μουστάκας και ο Στέργιος, προσπαθούσαν να σκίσουν το μαντίλι με τις πολλές γυροβολιές που έφερναν στο τσάμικο.

Ξεχώριζαν με την ποιότητα του χορού τους, τα τσαλίμια, τις σύντομες κοφτές φιγούρες, τη σβελτάδα, ειδικά στην καζάσκα και όχι μόνο, ο Κώτσιος σ΄Πασχάλνας  και ο Κατσαρός (Κώστας Π. Κυρουβγίδης και Νικόλας Δ. Παρασκευούδης).
Στο ζεϊμπέκικο ο Γιώργος ο Γιαννασόπουλος και τώρα παίρνει «άριστα».
Ένας φίλος, συζητώντας για τα γλέντια στο χωριό, θυμάται ότι χόρευε στ΄ Αλανούδ΄, σε κάποιο χορό,  πρώτος, ωραίος, ψηλός, λεβέντης, με τη στολή των ΛΟΚ, όπου υπηρετούσε ο Μήτσιος ο Αλεξίδης και με την ευχέρεια που έδιναν στους λοκατζίδες οι αξιωματικοί τους, μερακλωμένος, έβγαλε από την τσέπη το πιστόλι και πυροβόλησε στον αέρα.
 

 
Ανάμεσά τους, ξεχωριστός στη μνήμη μου για την χορευτική του δεινότητα ήταν ο  αδελφός μου ο Μιχάλης. Πέρασαν τόσα χρόνια από τότε, αλλά ο ρυθμός, τα βήματα και η μετρημένη λεβεντιά του, όχι μόνο στους ελληνικούς χορούς, αλλά και στους μοντέρνους εκείνης της εποχής, το τουίστ, το τσάρλεστον, το μάμπο, τη γιάνκα,  νομίζω μένουν αξεπέραστα.
 
Δεν θα ξεχάσω και τον φίλο και συμμαθητή μου, τον Βασίλη (του Πιτσιούδ), που τον κρατούσε η νταής η Ιάννης με το άσπρο μαντίλι και χόρευε καταχειροκροτούμενος, λεβέντικα τσάμικο, που μας δίδαξε η δασκάλα μας, η κυρία Τούλα.


 
Αξίζει να θυμηθούμε την όμορφη και εντυπωσιακή Μαργώ, όχι μόνο για τη χορευτική της δεινότητα, αλλά κυρίως για την ωραία της φωνή. Ήταν η Μαριγώ Β. Γιοβανούδη, η μεγάλη αδελφή των Πιτσιάδων, παντρεμένη στο Καβακλή με τον Χρήστο το Γκισντίμ (Γκισντιμούδης). Στις αρχές του 1960, την άκουσε ο μεγάλος λαογράφος Σίμωνας Καράς και τραγούδησε, με μεγάλη επιτυχία, στο ραδιοφωνικό σταθμό Κομοτηνής παραδοσιακά τραγούδια της Μεσσούνης. Όλος, ο άλλος μαχαλάς, με πρώτο τον αδελφό της τον μπάρμπα Χρήστο, περήφανο και φουντωμένο για την αδελφή του, στήθηκε εκείνο το μεσημέρι Κυριακής, στου Ντραγκάν το μαγαζί, όπου από τα μεγάφωνα απόλαυσαν τη δική τους, τη δική μας, τη Μεσσουνιώτισα τραγουδίστρια, τη Μαργώ. Βέβαια, πολλές γυναίκες, από τη ζήλια τους, άκουσαν ή δεν άκουσαν τα τραγούδια της, τη σχολίαζαν πικρόχολα. Η Μαργώ, μέχρι τα γεράματά της, ωραία και σπιρτόζα, άνθρωπος έξω καρδιά, δεν σταμάτησε να χορεύει και να τραγουδά.
 
Θυμούμαι ότι στ΄ Αλανούδ' δεν έλειπαν και οι παρεξηγήσεις, οι φασαρίες, κυρίως για τις παραγγελιές, την πρωτιά(πουρτιά) στον χορό, που ανάγκαζαν τους οργανοπαίχτες να σταματήσουν και να εγκαταλείψουν, διαλύοντας πολλές φορές τον χορό.
 
Φασαρίες είχαμε και με τους Καβακλιώτες. Τα παλικάρια από το διπλανό Καβακλή, κατέφθαναν παρέας παρέες, χόρευαν και φλέρταραν τις νόστιμες χωριανές μας, αλλά οι επεμβάσεις, δήθεν για την τιμή της αδελφής, της ξαδέλφης ή της κουμπάρας, δημιουργούσαν παρεξηγήσεις, μέχρι και ομαδικές συρράξεις. Όλα αυτά βέβαια, με τον χρόνο αμβλύνθηκαν και οι παρέες σύντομα έσμιξαν.
 
Δεν χόρευαν ωραία μόνο τα παλικάρια, αλλά και το κορίτσια μας. Και ποια δεν ήταν καλή χορεύτρια; Κατά παρέες οι φιλενάδες έκαναν συχνές προπονήσεις, ώστε να εντυπωσιάζουν στο χορό. Η Σταματία, η Γιαννούλα, η Γιάννου, η Αννούλα, η Μαρία, η Μαργώ, η Μαρίκα, η Ντέλου, η Σιδέρω, η Σιδερή, η Καλλιόπη, η Κάλλιου, η Καλλιούδα, η Θοδώρα, η Ντόντου, η Ρούλα, η Μαρίνα, η Ρένα, η Ειρήνη, η Θοδώρα, η Ντότση, η Διαμαντούλα, η Έλλη, η Ζωΐτσα, η Αναστασία, η Χαρίκλεια και άλλες πολλές.
 
Βέβαια η λέλιου (θεία) η Ρούσου (Πασχάλνα), έσερνε πολλές φορές πρώτη τον χορό, ακολουθούμενη από τις μεγαλύτερες γυναίκες, σε θαυμαστή χορευτική πανδαισία, από παλιές μαστόρισσες.
 

 

 
Έτσι ήταν τότε, εκεί στ΄ Αλανούδ' , δεν γλεντούσαν μόνο τις Κυριακές τα απογεύματα χορεύοντας, αλλά εκεί συναντιόταν τα νιάτα,  ερωτεύονταν οι νέοι, σχολίαζαν οι μεγάλοι και παίζαμε ανάμεσά τους εμείς οι μικροί, για να έχουμε μνήμες, να τις νοσταλγούμε εμείς και να τις διηγούμαστε σε σας.
 
Δεν προκαλεί εντύπωση, αν θυμηθούμε τους γάμους εκείνης της εποχής, ότι οι γαμπροί και οι νύφες ήταν και οι χθεσινοί πρωταγωνιστές του χορού στο χοροστάσι μας.
 
Τ΄ αλανούδ',  το χοροστάσι μας, έρημο σήμερα, βουβό, χωρίς μουσικές μελωδίες, χωρίς τραγουδιστές, χωρίς χορευτές και χορεύτριες, χωρίς καρδιοχτύπια, χωρίς σχόλια και κουτσομπολιά, χωρίς το παιδομάνι εκείνης της εποχής, χωρίς φωνές, φασαρίες, παρεξηγήσεις, φιλοξενεί την παιδική χαρά που σκούριασε αχρησιμοποίητη, επειδή δεν υπάρχουν παιδιά στο χωριό.
 
Φίλοι μου, πώς αλλάξαν οι καιροί;
 

Σεπτέμβριος 2019

 
*Χοροστάσι είναι ο χώρος όπου συνηθίζεται να γίνεται χορός. Επίσης, λέγεται χοροστάσι και η όλη χορευτική περίσταση
 

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.