Ο Κωδικας Δεοντολογιας των μελων του Ελληνικου Κοινοβουλιου

Προτάσεις για αλλαγές στον υφιστάμενο κώδικα από τον Σίμο Μηναΐδη, Ομότιμο Καθηγητή Τμήματος Νομικής Δ.Π.Θ.

Εισαγωγή

1. Οι Κώδικες Δεοντολογίας συνιστούν απόρροια των ραγδαίων εξελίξεων που επήλθαν στις συμπεριφορικές  επιστήμες (Behavioral Sciences) (λ.χ. Ψυχολογίας, Οικονομίας, Κοινωνιολογίας)∙ ιδίως, λόγω της πολυσχιδούς ενασχόλησής τους με την έρευνα, τη μελέτη, την κατανόηση και την ερμηνεία της συμπεριφοράς των ατόμων σε διάφορους τομείς, την  καταγραφή των συμπεριφορικών αποκλίσεών τους από τα πλαίσια  της επιβαλλόμενης δεοντολογίας και τις στρατηγικές αντιμετώπισής τους μέσω της διαμόρφωσης συστημάτων δεοντολογικών αρχών και κανόνων προς όφελος των ατόμων και της κοινωνίας.

                Η σκοπιμότητα διαμόρφωσης Συμπεριφορικών  Κωδίκων καθίσταται πρόδηλη, ιδίως όταν συγκρούεται η αυτονομία των εφαρμοστών τους με τις  επιβαλλόμενες (κοινωνικές, επιστημονικές, πολιτικές ή επαγγελματικές) “(αυτο)δεσμεύσεις” .

                2. Ο Κώδικας Δεοντολογίας των μελών του Ελληνικού Κοινοβουλίου (εφεξής Κώδικας) συστηματοποιεί διατάξεις αναγόμενες, ειδικά, στη συμπεριφορά των βουλευτών, τόσο κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, όσο και κατά την εν γένει παρουσία τους στην  κοινωνία (άρθρ. 1).

                Η σημασία του καθίσταται πρόδηλη, διότι -λειτουργώντας, συμπληρωματικά, προς
τις συναφείς κατά περιεχόμενο διατάξεις του Συντάγματος, του Κανονισμού της Βουλής
(εφεξής ΚτΒ) και των λοιπών οργανωτικών νόμων, μέσω ενός μικτού συστήματος αρχών και κανόνων- αποσκοπεί:

                α) στην πληρότητα και ενίσχυση του νομικού καθεστώτος που διέπει τη λειτουργική αποστολή των βουλευτών, και

                β) στην εδραίωση της  εμπιστοσύνης του λαού στο επιτελούμενο έργο τους και στον θεσμό του Κοινοβουλίου, γενικότερα.

Στη σύγχρονη εποχή της διάχυτης κοινωνικής αβεβαιότητας και των αμείλικτων ερωτημάτων σχετικά με την ικανότητα των βουλευτών να εμπνέουν και να καθοδηγούν τους πολίτες, ο Κώδικας αποτελεί ένα στοιχείο κομβικής σημασίας για την πληρέστερη αξιολόγηση της ενδοκοινοβουλευτικής και ενδοκοινωνικής συμπεριφοράς τους, διότι περιέχει ρυθμίσεις οι οποίες:

                α) ανταποκρίνονται στην απαίτηση της κοινωνίας, να κυριαρχεί διαφάνεια και αξιοπιστία κατά την άσκηση της δημόσιας λειτουργίας των βουλευτών, καθώς και υποχρέωση περιοδικής λογοδοσίας τους στο εκλογικό σώμα, και

                β) ενισχύουν τον αλληλοσεβασμό των μελών του Κοινοβουλίου και τη δέσμευσή τους να τηρούν τους κανόνες της κοινοβουλευτικής δεοντολογίας (προοίμιο).

                Εν τέλει, κοινή συνισταμένη των ανωτέρω στοχεύσεων είναι η ανάδειξη των βουλευτών σε  “υ π ο δ ε ί γ μ α τ α  ε κ φ ρ α σ τ ώ ν  τ η ς  λ α ϊ κ ή ς  κ υ ρ ι α ρ χ ί α ς”,
εντός και εκτός του Κοινοβουλίου.

                3. Ο Κώδικας αναδεικνύει, προεχόντως, τον αυτοτελή (= ατομικό) θεσμικό ρόλο του βουλευτή, που εδράζεται στην ελεύθερη εντολή – πλαίσιο, καθώς και τις ειδικότερες συνεπαγωγές του σε περίπτωση παράβασης των διατάξεών του. Ειδικότερα, προβλέπει την ατομική του ευθύνη, η οποία διαχέεται στις δομές των κομματικών και κοινοβουλευτικών
συλλογικοτήτων. Και τούτο καθίσταται πρόδηλο στο πλαίσιο των κανόνων – υποχρεώσεών
του
, καθώς και των διαδικασιών του προβλεπόμενου ελέγχου και της επιβολής πειθαρχικών κυρώσεων στον Κώδικα.

                Η εν λόγω εξέλιξη στο νομικό καθεστώς που διέπει τη λειτουργική αποστολή των βουλευτών είναι ιδιαίτερα σημαντική, διότι η θεσμική αξία τους -αν και αναγνωρίζεται, αδιάλειπτα, από το Σύνταγμα του 1864 (άρθρ. 69) και μετέπειτα, μέσω της περιοδικής εντολής του εκλογικού σώματος- αποδυναμώθηκε τις τελευταίες δεκαετίες. Τούτο οφείλεται στην έμφαση η οποία προσδόθηκε στη συλλογική λειτουργία του Κοινοβουλίου με τη συνταγματική αναγνώριση της δυναμικής των κομμάτων (ενδ., άρθρ. 29 παρ. 1, 68 παρ. 3) και των κοινοβουλευτικών ομάδων (ενδ., άρθρ. 37 παρ. 4, ερμ. δήλ. άρθρ. 37, 68 παρ. 3), καθώς και την ενίσχυσή τους με σημαντικές αρμοδιότητες στον ΚτΒ (άρθρ. 15 κε.). Ως σύνηθες αιτιολογικό προβλήθηκε η οργανωμένη, ταχύτερη και αποτελεσματικότερη διεκπεραίωση των κοινοβουλευτικών έργων.

                Προς επίρρωση αυτών, συντρέχουν οι κώδικες δεοντολογίας των κομμάτων και οι κανονισμοί λειτουργίας των κοινοβουλευτικών ομάδων, όπου, όμως, η άσκηση του δικαιώματος γνώμης και ψήφου των βουλευτών “κατά συνείδηση” (άρθρ. 60 παρ. 1 Συντ.) συνέχεται με την τήρηση της κομματικής πειθαρχίας, την οποία διασφαλίζουν οι πρόεδροι των οικείων κομμάτων και κοινοβουλευτικών ομάδων.

                4. Παρά τον υπερτονισμό της θεσμικής σημασίας των μεμονωμένων βουλευτών στον εξεταζόμενο Κώδικα Δεοντολογίας, ωστόσο δεν πρέπει να παροράται ότι, απώτερος σκοπός του δεν είναι μόνον η εξιδανίκευση του ρόλου τους, αλλά ιδίως η μέσω της διαμόρφωσης “κοινοβουλευτικών ηθών”, δ ε σ μ ε υ τ ι κ ο ύ  χαρακτήραδιασφάλιση της λειτουργικότητας και αξιοπιστίας του Αντιπροσωπευτικού Σώματοςχωρίς, πάντως, να διαμορφώνεται ένα καθεστώς πολιτικής ηθικολογίας με σαφή αντικοινοβουλευτικά αποτελέσματα. 

                Συνεπώς, η συναίρεση των υπό ανάλυση αρχών του Κώδικα -που αναδεικνύουν τον θεσμικό ρόλο του βουλευτή ως αντιπροσώπου του λαού στις κοινοβουλευτικές συλλογικότητες και παράλληλα καθορίζουν τη δέουσα συμπεριφορά του- συνιστά το πλαίσιο της ερμηνευτικής προσέγγισης των διατάξεών του.

                5. Οι αναλύσεις του παρόντος εγχειρήματος περιλαμβάνουν τη νοηματική εμβάθυνση των γενικών αρχών του Κώδικα που πρέπει να διέπουν τη συμπεριφορά των βουλευτών, καθώς και των ρυθμίσεών του που ανάγονται στη σύγκρουση συμφερόντων, την αποδοχή δώρων και ωφελημάτων, τη χρήση εμπιστευτικών πληροφοριών, την ακρόαση του βουλευτή στον οποίον αποδίδεται παράβαση κανόνα κοινοβουλευτικής δεοντολογίας και τα πειθαρχικά μέτρα σε περίπτωση αντικοινοβουλευτικής συμπεριφοράς του, σε αντιστοιχία με τις ισχύουσες διατάξεις του Κανονισμού της Βουλής.  Επίσης,  επισημαίνονται οι δυσλειτουργίες που μπορεί να εμφανισθούν ακόμη και κατά την απαρέγκλιτη εφαρμογή των διατάξεων του Κώδικα, καθώς και οι συνεπαγωγές της καταστρατήγησής τους.

                Καταληκτικά, προτείνεται τόσο η διεύρυνση των γενικών αρχών του Κώδικα στη διάσταση της ενίσχυσης του δημοκρατικού ήθους των βουλευτών, όσο και των αρμοδιοτήτων της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Κοινοβουλευτικής Δεοντολογίας (εφεξής ΕΜΕΚΔ) στα πλαίσια της αυτονομίας της Βουλής έναντι των λοιπών κρατικών οργάνων.

Κεφάλαιο πρώτο

Το “δέον” στη συμπεριφορά των βουλευτών κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους και κατά την εν γένει παρουσία τους στην κοινωνία

1. Το ιστορικό και οι λόγοι θέσπισης του Κώδικα Δεοντολογίας των βουλευτών

1.Η συζήτηση για την υιοθέτηση “Κώδικα Δεοντολογίας των μελών του Ελληνικού Κοινοβουλίου” ξεκίνησε κατά τη διάρκεια των εργασιών της ΙΕ΄ Κοινοβουλευτικής Περιόδου, όταν και ανατέθηκε, από τον τότε Πρόεδρο της Βουλής Ε. Μεϊμαράκη στο Επιστημονικό Συμβούλιο της Βουλής, η προετοιμασία σχετικού σχεδίου.

                Η συζήτηση συνεχίστηκε κατά τη ΙΖ΄ Κοινοβουλευτική Περίοδο, βάσει του σχεδίου που συνέταξε το Επιστημονικό Συμβούλιο, τον Σεπτέμβριο του 2014. Το σχέδιο Κώδικα Δεοντολογίας συζητήθηκε σε τρεις κοινές συνεδριάσεις των Επιτροπών Κανονισμού και Κοινοβουλευτικής Δεοντολογίας, υπό την προεδρία του Προέδρου της Βουλής Ν. Βούτση. Στις Επιτροπές συμμετείχαν βουλευτές όλων των κομμάτων, οι οποίοι και συνέβαλαν στην τελική διαμόρφωση των διατάξεών του. Είναι αξιοσημείωτο ότι, ψηφίστηκε, με ευρεία συναίνεση (από τα 4/5 της Επιτροπής Κανονισμού της Βουλής).

                Η ενδελέχεια των συζητήσεων αναδείχθηκε, πέρα από το πλήθος των υποβληθέντων προτάσεων και την πληρότητα των σχετικών αιτιάσεων, ιδίως από τη διαδικασία που ακολουθήθηκε∙ συγκεκριμένα,δεν τηρήθηκαν τα πρότυπα των άρθρ. 76 παρ. 6 Συντ. και 111, 118 παρ. 6 ΚτΒ σχετικά με την επιψήφιση κωδίκων [= “(…) μπορεί να γίνει από την Ολομέλεια της Βουλής με ιδιαίτερο νόμο που τους κυρώνει στο σύνολό τους”], αλλά επιλέχθηκε η διαδικασία της κατ’ ιδίαν συζήτησης και ψήφισης των άρθρων του Κώδικα και η ψήφιση στο σύνολό του. Η εν λόγω πρακτική προσομοίαζε προς τις αντίστοιχες νομοπαραγωγικές διαδικασίες κωδίκων αναγόμενων, ιδίως, σε στρατιωτικά ζητήματα μείζονος σημασίας.

                Η σημασία του Κώδικα καταδεικνύεται, πέραν της ουσιαστικής του πληρότητας, και

από την κατάταξή του στη χορεία των τυπικών νόμων, που αναδεικνύουν, εναργέστερα, τον ρόλο των αντιπροσώπων του λαού και την αξιοπιστία τους ως καθοριστικών παραγόντων για τη λειτουργία της δημοκρατικής πολιτείας. Ειδικότερα, συζητήθηκε στη ΡΣΤ’ συνεδρίαση/12ης Απριλίου 2016 της Ολομέλειας της Βουλής, ενώ ψηφίστηκε με ευρεία συναίνεση και δημοσιεύθηκε στην ΕτΚ (Α΄ 67/18.4.2016), αποτελώντας Παράρτημα του ΚτΒ  (Μέρος Α΄ – Κοινοβουλευτικό). Επίσης, αναρτήθηκε στην αρχική σελίδα του ιστότοπου της Βουλής, στην ενότητα “Βουλευτές – Δεοντολογία – Διαφάνεια”, προκειμένου να διασφαλισθεί η ευρύτατη δημοσιότητά του και να καταδειχθεί η συμβολή του στην πληρότητα και αξιοπιστία των κοινοβουλευτικών έργων. ΄Εκτοτε, διανέμεται σε έντυπη μορφή στα μέλη του Ελληνικού Κοινοβουλίου.

                Ενισχυτική των ανωτέρω εκτιμήσεων είναι η επισήμανση ότι, ο αντίστοιχος “Κώδικας Δεοντολογίας των μελών της Κυβέρνησης”  -παρότι ανάγεται σε κρατικό όργανο που “καθορίζει και κατευθύνει τη γενική πολιτική της χώρας” (άρθρ. 82 παρ. 1 Συντ.)-  ισχύει με πράξη του Πρωθυπουργού (Α.Π.: Υ 464/30.06.2014).

                Οι σημαντικότερες ενστάσεις, που διατυπώθηκαν κατά τη συζήτηση του Κώδικα, επικεντρώθηκαν στις εξής:               

                α) στην έντονη επιφύλαξη σχετικά με τη δυνατότητά του να πατάξει φαινόμενα διαφθοράς και να πραγματώσει -μέσω της “αυτοδέσμευσης” των βουλευτών- την “αυτοκάθαρση” του κοινοβουλευτικού και γενικότερα πολιτικού συστήματος. Διότι, συνιστά ένα “επισφαλές σύστημα κηρυγμάτων ανέξοδης ηθικής”, που μάλλον επικαλύπτει, παρά αποτρέπει απευκταίες εξελίξεις

β)στην εκτίμηση, ότι η θέσπιση περιορισμών -ακόμη και καθοδηγητικού χαρακτήρα-, ιδίως κατά την άσκηση των λειτουργικών δικαιωμάτων των βουλευτών, διακυβεύει το “απεριόριστο δικαίωμα γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση” (άρθρ. 60 παρ. 1 Συντ.), κατ’ επέκταση τη λειτουργικότητα του αντιπροσωπευτικού συστήματος που εδράζεται  στην ελεύθερη εντολή του εκλογικού σώματος προς τον βουλευτή, και

                γ) στη διαπίστωση, ότι η πρόβλεψη πειθαρχικών μέτρων είναι εκ προοιμίου ασύμβατη με διατάξεις που έχουν, προεχόντως, ηθικολογικό περιεχόμενο.

                Την αναγκαιότητα του Κώδικα Δεοντολογίας των βουλευτών -που λειτουργεί, πολλαπλασιαστικά, στον ποιότητα και αξιοπιστία  των κοινοβουλευτικών έργων- συμμερίζονταν και δύο προτάσεις που υποβλήθηκαν στην Επιτροπή Δεοντολογίας της Βουλής: η μία του Γενικού Γραμματέα Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Υπουργείου Δικαιοσύνης Γ. Σούρλα και η άλλη της βουλευτού Μ. Ρεπούση. Στην αιτιολογική έκθεση της πρώτης πρότασης,  προβλέπονταν με ενάργεια η σημασία των σχέσεων μεταξύ εκλογικού σώματος και βουλευτών κατά την επιτέλεση της λειτουργικής τους αποστολής, στη διάρκεια της κοινοβουλευτικής περιόδου. Ειδικότερα, τέθηκε το επίμαχο ζήτημα να καθορίζει ο βουλευτής την κοινοβουλευτική του στάση με γνώμονα τη συνείδησή του και τους άτυπους ηθικούς κανόνες που τον συνδέουν με τους εκλογείς του, ως εξής: “Δεν υφίσταται θεσμική δέσμευση για τους βουλευτές του Ελληνικού Κοινοβουλίου απέναντι στους ηθικούς νόμους και σε εκείνους που τους εξέλεξαν, για τον τρόπο λειτουργίας και διαχείρισης της εξουσίας τους, καθώς και των πολλαπλών πλεονεκτημάτων που απορρέουν από αυτήν”. Ενώ, η παρέμβαση της Επιτροπής Δεοντολογίας -κατά τον συντάκτη της εν λόγω πρότασης-  κρίθηκε “αναγκαία” και “επιβεβλημένη”, αφενός λόγω των “γεγονότων που έπληξαν και πλήττουν όλους του δημοκρατικούς θεσμούς” και αφετέρου από τον “χαμηλό δείκτη εμπιστοσύνης που εμφανίζει η ελληνική κοινωνία προς τους θεσμούς”.

                2. Οι ανωτέρω νομοθετικές πρωτοβουλίες  δεν ξεκίνησαν αιφνίδια στα πλαίσια ενδοκοινοβουλευτικών σχέσεων που φάνταζαν εξισορροπημένες και αδιατάρακτες. Υπήρξαν απόρροια  επικαιροποιημένων δοκιμασιών του δημοκρατικού πολιτεύματος, που απαιτούσαν άμεσα και δραστικά μέτρα διακομματικής αποδοχής. Η εν λόγω ανάγκη καθίστατο επιτακτική, ιδίως, όσο προσήγγιζε η κορύφωση της εκάστοτε κρίσης και το αναπόφευκτο της επέλευσης μη αναστρέψιμων βλαβών της.

                Η πολιτική διαφθορά [δηλαδή, η (δημοσιοποιημένη) συμπεριφορά -εν προκειμένω- των βουλευτών (με την πρόσθετη ή μη ιδιότητα του υπουργού), που παρεξέκλινε από τα επίσημα καθήκοντά τους,  με σκοπό την πρόσκτηση οφέλους προσωπικού, οικογενειακού ή υπέρ τρίτων προσώπων (ιδίως, χρηματικού ή εργασιακού χαρακτήρα)], είχε καταστεί στη μεταπολιτευτική Ελλάδα  “κ ο ι ν ό ς  τ ό π ο ς”. Ενώ, μερίδα του πολιτικού κατεστημένου είχε οργανωθεί, συστηματικά, με άξονα την υπόθαλψη των ανωτέρω πρακτικών ωφελιμιστικού χαρακτήρα.

                Με συνέπεια, σημαντικός αριθμός βουλευτών να ενταχθεί από μερίδα των εκλογέων στη στερεοτυπική κατηγοριοποίηση των ανέντιμων (λόγω της εμπλοκής τους σε οικονομικά σκάνδαλα), παρά την επιδειχθείσα ικανότητα στην επιτέλεση των λειτουργικών καθηκόντων τους.

                Η ανάλυση του ανωτέρω φαινομένου κατέδειξε, ότι:

                α) η πολιτική ικανότητα δεν αρκεί για τη, συνεχή και εκ του ασφαλούς, ένταξη των πολιτικών υποκειμένων στο απυρόβλητο, αν και τους αναγνωρίζονται σημαντικά περιθώρια ακόμη και απαλλαγής τους από τις αρνητικές επιπτώσεις ενός σκανδάλου∙ διότι, οι εν λόγω παρεκκλίσεις από τη δεοντολογία των κοινοβουλευτικών τους έργων αμαυρώνουν, αλλά δεν αναιρούν το χαρακτηριστικό της ικανότητάς τους, και

                β) παρότι το χαρακτηριστικό της εντιμότητας των βουλευτών συμβάλλει, καθοριστικά, στη διαμόρφωση μιας εκ προοιμίου θετικής εκτίμησης για την προσωπικότητα τους, ωστόσο η διασύνδεσή τους ιδίως με σοβαρά οικονομικά σκάνδαλα συνεπάγεται, συνήθως, επιπτώσεις επαχθέστερες από εκείνες των πολιτικά ικανών∙ διότι, η αρχικά υψηλή εντιμότητά τους και οι απότοκες αυτής προσδοκίες του εκλογικού σώματος στο έργο τους αντιδιαστέλλονται, δομικά, με την επιδειχθείσα περαιτέρω πολιτική ανεντιμότητά τους. Στην περίπτωση, όμως, των ηπιότερων σκανδάλων, η εντιμότητα μπορεί να λειτουργήσει, προστατευτικά, στη δημόσια εικόνα τους.

                 Αν και οι “ικανοί πολιτικοί” που αναμίχθηκαν σε σκάνδαλα  αποδείχθηκαν λιγότερο ευάλωτοι από τους αρχικά “έντιμους” αλλά λιγότερο “ικανούς” που αντιμετώπιζαν την ίδια κατηγορία, ωστόσο η κλιμάκωση των  εν λόγω πρακτικών συνέτεινε, συλλήβδην, στην αποδόμηση του κύρους και της αξιοπιστίας των υποκειμένων τους και ενίσχυαν την αμφιβολίες των πολιτών σχετικά με την προσήλωση των βουλευτών στους συμβατικούς πολιτικούς θεσμούς.

                Απότοκη της κατάπτωσης του πολιτικού κόσμου, ιδίως της αδυναμίας του να πατάξει φαινόμενα αισχροκέρδειας και ενίσχυσης του “πελατειακού κράτους”, υπήρξε η κατά συρροή μισαλλόδοξη, προκλητική και ακραία συμπεριφορά των βουλευτών μιας εγκληματικής οργάνωσης με περιαφή πολιτικού κόμματος και κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Οι εν λόγω, εμφανιζόμενοι ως ακραιφνείς εκφραστές ενός πνεύματος  δραστικής αποκατάστασης του “νόμου” και της “τάξης”, ακολουθούσαν πρακτικές βίαιου ακτιβισμού -συνδεδεμένες με συμβολισμούς και αναπαραστάσεις που παρέπεμπαν, ευθέως, στις παραδόσεις του ναζισμού-, οι οποίες προκαλούσαν το δημόσιο αίσθημα, προσέβαλαν τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, έθεταν σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη και ασφάλεια, υπονόμευαν το Κράτος Δικαίου και επιδίωκαν συνειδητά την αποδόμηση της Δημοκρατίας μέσω των λειτουργικών δυνατοτήτων που τους παρείχε η Βουλή.

                Οι αναλυθείσες πολιτικές πρακτικές επέτειναν την ανάγκη θέσπισης και επιτάχυναν τις διαδικασίες ψήφισης του Κώδικα Δεοντολογίας των μελών του Κοινοβουλίου.

2. Το πλαίσιο των γενικών αρχών του.

1. Οι εν λόγω αρχές -που προκύπτουν από την πολιτική και θεσμική σημασία τους στο πλαίσιο του ουσιαστικού Συντάγματος και υπάγονται στον κανόνα της  νοηματικής τους αλληλουχίας- απευθύνονται στα μέλη του Ελληνικού Κοινοβουλίου και ορίζονται στον Κώδικα με νομική δεσμευτικότητα (“οφείλουν”). Ενώ, λειτουργούν αφενός ως πλαίσιο δικαιικών επιταγών (η πραγμάτωση των οποίων προϋποθέτει την εξειδίκευσή τους από τις συγκεκριμένες διατάξεις του Κώδικα) και αφετέρου ως βασικό ερμηνευτικό κριτήριο με σκοπό την ανάδειξη των νοηματικών προσδιορισμών που καθίστανται αναγκαίοι κατά την εφαρμογή του Κώδικα. Επίσης, συνιστούν νομιμοποιητικούς παράγοντες της λειτουργικής συμπεριφοράς των βουλευτών εκ μέρους του εκλογικού σώματος,  δεδομένης της ελεύθερης εντολής – πλαίσιο, η οποία τους συνδέει (άρθρ. 51 παρ. 2, 61 Συντ.).

              Παρά το έντονο στοιχείο της ηθικής που περιέχουν οι εν λόγω αρχές και οι ειδικότερες ρυθμίσεις (εξωτερικής και έμπρακτης -“έργω” ή “λόγω”- εκδήλωσης) της κοινοβουλευτικής συμπεριφοράς, πηγή της ισχύος τους δεν είναι, αποκλειστικά, η συνείδηση των βουλευτών. Η θετικοποίησή τους από την  κρατική εξουσία -ειδικότερα, η ενσωμάτωση του Κώδικα στον ΚτΒ, ως παράρτημά του- τις κατέστησε νομικά δεσμευτικές και η διασφάλιση της εφαρμογής τους συνδέθηκε με την επιβολή πειθαρχικών μέτρων.

                Οι ρυθμίσεις των γενικών αρχών διακρίνονται για την αφαιρετική – ελλειπτική διατύπωσή τους, που επιτρέπει την ένταξη στο εννοιολογικό τους περιεχόμενο διαφόρων τύπων συμπεριφοράς. Για την πληρέστερη κατανόηση και εφαρμογή τους, η ΕΜΕΚΔ διαμόρφωσε και ενέκρινε κείμενο -υπό τον τίτλο: “Διευκρινήσεις ως προς την εφαρμογή του Κώδικα Δεοντολογίας των μελών του Ελληνικού Κοινοβουλίου”, στο οποίο ορίζεται, ότι: “Εναπόκειται, (…), στα αρμόδια για την εφαρμογή των διατάξεων του Κώδικα όργανα, αλλά και στους ίδιους τους βουλευτές, η ενσάρκωση των γενικών αρχών  με τη διαμόρφωση επιμέρους κανόνων δεοντολογικής ή αντιδεοντολογικής συμπεριφοράς”

                2. Ειδικότερα, στο πλαίσιο των γενικών αρχών του Κώδικα προβλέπεται ότι, οι βουλευτές οφείλουν:

                α) “Να τηρούν πιστά τον Κανονισμό της Βουλής και να διαφυλάσσουν την ελεύθερη και δημοκρατική λειτουργία του Κοινοβουλίου”.

                Η εν λόγω αρχή:

                      α1) ανάγεται στην εκ προοιμίου αναγνώριση του ΚτΒ ως αυτοτελούς πηγής του Συνταγματικού Δικαίου, μείζονος σημασίας. Διότι, ρυθμίζει ζητήματα σχετιζόμενα με την εσωτερική οργάνωση και λειτουργία ενός άμεσου και συλλογικού κρατικού οργάνου -της Βουλής- σύμφυτου με την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. ΄Αλλωστε, σ’ ένα δημοκρατικό πολίτευμα νομιμοποιητική βάση της εξουσίας είναι ο λαός∙ ενώ, η Βουλή ασκεί έμμεσα (= με την “αντιπροσωπευτική” του λαού ιδιότητα) τη νομοθετική εξουσία.

                Ο ΚτΒ υπάγεται στην ενιαία ιεραρχία των πηγών του δικαίου και η π ι σ τ ή τ ή ρ η σ ή  του εκ μέρους των βουλευτών, κατά την άσκηση των λειτουργικών καθηκόντων τους, συνέχεται και με τον καθ’ ύλην περιορισμό του περιεχομένου του σε θέματα οργάνωσης και λειτουργίας του αντιπροσωπευτικού σώματος.

                      α2) αφορά το σύνολο των βουλευτών (άρθρ. 77 παρ. 1 ΚτΒ), ακόμη και αυτών οι οποίοι διαφωνούν είτε προς τους ειδικότερους κανόνες του ΚτΒ, είτε στη γενικότερη αντιπροσωπευτική λειτουργία της Βουλής. Προς τούτο, η  δ ι α φ ύ λ α ξ η  τ η ς ε λ ε ύ θ ε ρ η ς  κ α ι  δ η μ ο κ ρ α τ ι κ ή ς  λ ε ι τ ο υ ρ γ ί α ς  τ η ς  Β ο υ λ ή ς -που συνιστά επανάληψη ενός βασικού κανόνα του κοινοβουλευτικού δικαίου (με τη στενή του όρου έννοια), στον οποίο ο συντακτικός νομοθέτης προσέδωσε αυξημένη τυπική ισχύ  (ενσωματώνοντάς τον στο τυπικό Σύνταγμα (άρθρ. 65 παρ. 1))- υποδηλώνει, ότι: η “πίστη” των βουλευτών προς τους κανόνες του ΚτΒ,  οφείλει μεν να εδράζεται στην πλειοψηφική αρχή πάντοτε όμως σε διαλεκτική σχέση με την προστασία των δικαιωμάτων της μειοψηφίας. Το ίδιο ισχύει και στους συσχετισμούς μεταξύ των ανεξάρτητων βουλευτών και των βουλευτών – μελών κοινοβουλευτικών ομάδων. ΄Ετσι, ώστε οι συνθέσεις των προτάσεων και αιτιάσεών τους να  αναδεικνύονται μέσω διαδικασιών θεσμικής ισότητας και ελευθερίας στο κοινοβουλευτικό γίγνεσθαι, οι οποίες να ανταποκρίνονται, πληρέστερα, στη θεσμική αποστολή των βουλευτών ως καθοριστικών παραγόντων στην ομαλή λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.

                Συνεπώς, η “ελεύθερη” και “δημοκρατική” λειτουργία της Βουλής συνιστούν τα πλέον κατάλληλα και κρίσιμα κριτήρια για την οριοθέτηση της αυτονομίας της Βουλής κατά την επεξεργασία, ψήφιση και τροποποίηση των διατάξεων του Κανονισμού της.

                Η εκπλήρωση της ανωτέρω υποχρέωσης διασφαλίζεται:

                   Ι) με την ορκοδοσία των βουλευτών (άρθρ. 59 παρ. 1 Συντ., άρθρ. 3 παρ. 2 ΚτΒ), πριν από την ανάληψη των καθηκόντων τους (να φυλάττουν “πίστη στην Πατρίδα και το δημοκρατικό πολίτευμα, να υπακούουν στο Σύνταγμα και τους νόμους και να εκπληρώνουν ευσυνείδητα τα καθήκοντα τους”). Αρνήσεις ή αντιρρήσεις για τη δόση του όρκου δεν επιτρέπονται. Ενώ, τυχόν επιφυλάξεις (αναγόμενες σε λόγους τυπικούς ή τελετουργικούς) διατυπώνονται με σύντομη γραπτή δήλωση, που κατατίθεται στο Προεδρείο της Βουλής πριν από τη δόση του όρκου και καταχωρίζεται στα Πρακτικά (άρθρ. 3 παρ. 3 ΚτΒ), και

                    ΙΙ) το δικαίωμα του Προέδρου της Βουλής (εφεξής ΠτΒ) -που μεριμνά για τη διασφάλιση της ανεμπόδιστης διεξαγωγής των εργασιών της- να λαμβάνει πειθαρχικά μέτρα (ανάκληση στην τάξη, στέρηση του δικαιώματος λόγου, μομφή για αντικοινοβουλευτική συμπεριφορά, προσωρινός αποκλεισμός από τις συνεδριάσεις) (άρθρ. 65 παρ. 4 Συντ., 77 παρ. 5 ΚτΒ) εναντίον κάθε βουλευτή, ο οποίος παραβιάζει τον Κανονισμό ή επιδεικνύει ανάρμοστη συμπεριφορά στις συνεδριάσεις και στις συζητήσεις της Βουλής.

                β) “Να ασκούν τα καθήκοντά τους με αμεροληψία, ανιδιοτέλεια, αντικειμενικότητα και αλληλοσεβασμό.

                     β1) Η  α μ ε ρ ο λ η ψ ί α,  ως καθήκον των βουλευτών, συνιστά αποσύνδεση του λειτουργήματός τους από οποιαδήποτε εξάρτηση, πίεση, επιρροή, προκατάληψη ή προδιάθεση κοινωνικής, πολιτικής ή ιδεολογικής φύσης. Εδράζεται στην αρχή της ίσης μεταχείρισης των πολιτών, αποβλέπει στην εδραίωση σχέσεων εμπιστοσύνης μεταξύ εκλογικού σώματος και βουλευτών και εξικνείται σε όλο το πλέγμα των συνταγματικών αξιώσεων που περιέχονται στην ελεύθερη “εντολή – πλαίσιο”. ΄Εχει διάσταση υποκειμενική αναγόμενη στην προσωπική συμπεριφορά των βουλευτών, αλλά και αντικειμενική συνεχόμενη με τις θεσμικές εγγυήσεις που περιβάλλουν το πρόσωπό τους (άρθρ. 59 – 61 Συντ.) έναντι των υπονομευτών της αμεροληψίας τους. Το ζητούμενο στην αμεροληψία είναι η εξ αντικειμένου αίσθηση της ύπαρξής της, εκδηλούμενη με την έγκριση – νομιμοποίηση της αιτιολογικής βάσης των ενεργειών των βουλευτών εκ μέρους του εκλογικού σώματος. Οι διατάξεις του άρθρ. 3 – 5 του Κώδικα συνιστούν χαρακτηριστικά παραδείγματα μεροληπτικής άσκησης των βουλευτικών καθηκόντων∙ ενώ, τα απότοκα αυτών πειθαρχικά μέτρα εγγυώνται (στη διάσταση της αποτροπής) το αδιάβλητο των ενεργειών τους.

                Η αμεροληψία των βουλευτών δεν πρέπει να συγχέεται με την πολιτική ουδετερότητα, που ίσταται υπεράνω ή έξωθεν των αντιμαχόμενων κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, συνεπώς τελεί υπό καθεστώς μη υποκείμενο στη νομιμοποιητική λειτουργία της κριτικής ή αμφισβήτησης. Αντίθετα, η φύση του βουλευτικού λειτουργήματος είναι κατεξοχήν ενεργή -σύμφωνα με τις  επιταγές του Συντάγματος και των νόμων-, δεδομένου ότι εκφράζει την αδιάλειπτη αντιπροσώπευση του εκλογικού σώματος, ως υπέρτατου κρατικού οργάνου, σ’ ένα forum αντιμαχόμενων ιδεολογιών και κοινωνικοπολιτικών συμφερόντων.

                     β2) Η πολιτική ιδιοτέλεια -που λειτούργησε, επί δεκαετίες και υπό καθεστώς αδιαφάνειας, ως σύνδεσμος σύγκλισης του “πελατειακού κράτους” με την οικονομική ολιγαρχία, ενίσχυσε τις πρακτικές ευνοιοκρατίας των κομμάτων και συνέτεινε στην έκπτωση του δημόσιου συμφέροντος- υπήρξε το σημαντικότερο γενεσιουργό αίτιο της υπεξαίρεσης του κοινωνικού πλούτου, της παθογένειας του πολιτικού συστήματος και της  ποδηγέτησης των “σταθερών” του δημοκρατικού πολιτεύματος.

                Συνεπώς, η ένταξη της  α ν ι δ ι ο τ έ λ ε ι α ς  στο αξιακό σύστημα που επιδιώκει να εδραιώσει ο Κώδικας Δεοντολογίας των βουλευτών- η οποία συνέχεται με την ανάγκη ριζικής εξυγίανσης της πολιτικής ζωής και αποκατάστασης του κύρους και της αξιοπιστίας των πολιτικών-, καθίσταται αυτονόητο και επιβεβλημένο αντιστάθμισμά τους. Πάντως, όσο και αν η πολιτική ανιδιοτέλεια παραπέμπει σε κίνητρα απόμακρα του προσωπικού ή κομματικού οφέλους, εν τούτοις δεν αποκλείεται η ανάπτυξη “ανταποδοτικών σχέσεων” μεταξύ βουλευτών και εκλογικού σώματος, η οποία επωάζει αγοραία μορφώματα, που την υπονομεύουν επιμελώς.

                    β3) Η  α ν τ ι κ ε ι μ ε ν ι κ ό τ η τ α  στην επιτέλεση των λειτουργικών καθηκόντων των βουλευτών εμφανίζεται, συνήθως, ως εδραιωμένη πεποίθηση ότι, οι υποκειμενικές τους εκδοχές στο ενδοκοινοβουλευτικό γίγνεσθαι, σχετικά με τα υπό διαπραγμάτευση ζητήματα, πληρούν τους όρους εκείνους που τις καθιστούν, ευρέως, αποδεκτές.

                Για τη διαμόρφωση αντικειμενικότητας πρέπει να διατυπώνεται λόγος ευρύτατης αποδοχής. ΄Ομως, η εξέλιξη αυτή καθίσταται ιδιαίτερα δυσχερής εντός του Κοινοβουλίου, δεδομένου ότι η αναγνωριζόμενη αντικειμενικότητα των πολιτικών θέσεων, υποκείμενη, κατά κόρον, σε δομικές αμφισβητήσεις, κατατείνει στην αέναη αναίρεσή της∙ με συνέπεια, να αναδεικνύεται μια νέα, εξίσου επισφαλής αντικειμενικότητα.

                Η εν λόγω αρχή δεοντολογίας αναδεικνύεται ως αποκύημα σύγκλισης υποκειμενικών εκδοχών -μέσω της έλλογης κριτικής τους-, αλλά και διαμόρφωσης διαλεκτικών συνθέσεων, τουλάχιστον, κοινού προβληματισμού στα υπό διαπραγμάτευση ζητήματα.

                ΄Αλλωστε, η Βουλή δεν είναι ένα forum που προσφέρεται σε μονοσήμαντες νοηματοδοτήσεις και επιβραβεύσεις ατομικών επιδόσεων. Το σύστημα των αντιρρητικών σχέσεων, που αναπτύσσονται στο πλαίσιο των ρυθμιζόμενων διαδικασιών,  απαιτεί την υπέρβαση και όχι την ανάδειξη του Εγώ των μελών της, μέσω της έκθεσής του στη διαρκή κριτική δοκιμασία. Συνεπώς, η ανάπτυξη του αντικειμενικού λόγου  είναι το απώτατο ζητούμενο, που υπόκειται, όμως, στην επισφάλεια της κριτικής αναδιατύπωσής του.

                    β4) Η πολιτική είναι ένα πεδίο κατεξοχήν ανταγωνιστικό εντός του οποίου διεκδικείται η απόκτηση δύναμης και εξουσίας και ο αποκλεισμός, η εξουθένωση και ο εξαναγκασμός σε απόσυρση ή συμβιβασμό των αντιπάλων μερών. Συνεπώς, ο α λ λ η λ ο σ ε β α σ μ ό ς, συνιστά ένα μέτρο αυστηρής αξιολόγησης της συμπεριφοράς των βουλευτών κατά την επιτέλεση των έργων τους, προκειμένου να αναδειχθούν οι πλέον “κατάλληλοι” που θα αναλάβουν την άσκηση του εν λόγω λειτουργήματος∙ δηλαδή, οι ικανότεροι να αναδείξουν, έμπρακτα, τη σημασία του “κοινοβουλευτικού δέοντος” -όχι ως “έκφραση μιας άνωθεν επιβολής”, αλλά ως “απόρροια μιας ενσυνείδητης και ευσυνείδητης επιλογής”-, να συμβάλλουν στη συνακόλουθη νομιμοποίηση των προϊόντων του κοινοβουλευτικού γίγνεσθαι και να εδραιώσουν τη λειτουργική αποστολή της  Βουλής σε forum αγωγής και τελείωσης των αντιπροσώπων του λαού.

                γ) “Να τηρούν τις αρχές της προάσπισης του κύρους της Βουλής, της προσήλωσης στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες και της εχεμύθειας όπου αυτή απαιτείται από το Σύνταγμα ή νόμο ή τον Κανονισμό της Βουλής”.

                     γ1) Το κύρος της Βουλής εδράζεται στην ιδιότητά της ως άμεσου και συλλογικού κρατικού οργάνου, που βρίσκεται, συνεχώς, στο επίκεντρο του συστήματος της δημοκρατικής νομιμότητας και νομιμοποίησης.

                      Η λειτουργία της θεμελιώνεται στην αρχή της πλειοψηφίας και αποκτά ουσιαστικό περιεχόμενο μέσω των διαλεκτικών σχέσεων που διασφαλίζουν οι θεμελιώδεις αρχές της ισότητας και ελευθερίας των βουλευτών∙ έτσι, ώστε η διαμόρφωση και μεταβλητότητα της πολιτικής έκφρασης της Βουλής να συνιστά σύνθεση μιας συλλογικής πολιτικής βούλησης, εντός της οποίας διατηρείται ενεργός και η πολιτική βούληση της μειοψηφίας. Ιδίως, μέσω των αρμοδιοτήτων της να συμβάλλει στην αναθεώρηση του Συντάγματος, στην ψήφιση των τυπικών νόμων, και στον έλεγχο των οργάνων της εκτελεστικής εξουσίας.

                Συνεπώς, ο ι  β ο υ λ ε υ τ έ ς, που αποτελούν το έμψυχο δυναμικό της, ο φ ε ί λ ο υ ν  ν α  π ρ ο α σ π ί ζ ο υ ν  τ ο  κ ύ ρ ο ς  κ α ι  τ η ν  α ξ ι ο π ι σ τ ί α  τ η ς.

                Το σύνολο των δικαιωμάτων που μπορούν να ασκήσουν οι βουλευτές, αυτοτελώς ή συλλογικώς (μέσω της κοινοβουλευτικής ομάδας στην οποία ανήκουν), προϋποθέτει την π ρ ο σ ή λ ω σ ή  τ ο υ ς  σ τ ι ς  ε ν δ ο κ ο ι ν ο β ο υ λ ε υ τ ι κ έ ς  δ ι α δ ι κ α σ ί ε ς. Προς τούτο, οφείλουν να προσέρχονται και να παρευρίσκονται στις εργασίες των κοινοβουλευτικών σχηματισμών, αν είναι μέλη τους, και να αποφεύγουν ενέργειες οι οποίες στοιχειοθετούν ανάρμοστη συμπεριφορά τους [= παρεμπόδιση της ομαλής διεξαγωγής των συνεδριάσεων ή των συζητήσεων, διατάραξη της τάξης σ’ αυτές (με πρόκληση θορύβου ή αταξίας ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο), καταφρόνηση του Συντάγματος και των πολιτειακών θεσμών, διακοπή των ομιλητών χωρίς τη συγκατάθεσή τους, καθώς και ομιλία τους χωρίς προηγούμενη άδεια του Προέδρου].

                    γ2) Στις αρχές της ισότητας και ελευθερίας -που εξειδικεύουν τη δημοκρατική λειτουργία του Αντιπροσωπευτικού Σώματος- συντρέχει και η αρχή της δημοσιότητας των κοινοβουλευτικών διαδικασιών (άρθρ. 66 παρ. 1 Συντ., 56 παρ. 2 ΚτΒ). Ωστόσο, οι βουλευτές  οφείλουν να τηρούν  ε χ ε μ ύ θ ε ι α   π ρ ο β λ ε π ό μ ε ν η  α π ό  τ ο Σ ύ ν τ α γ μ α,  τ ο υ ς  ν ό μ ο υ ς  ή  τ ο ν  Κ α ν ο ν ι σ μ ό  τ η ς  Β ο υ λ ή ς,  σχετικά με πληροφορίες τις οποίες λαμβάνουν γνώση ως φορείς δημόσιας εξουσίας και εντοπίζονται στο χώρο του Κοινοβουλίου ή εκτός αυτού. Η εν λόγω υποχρέωσή τους -που εξειδικεύεται στις περιπτώσεις που απαιτούν οι ανωτέρω κανόνες δικαίου- στοχεύει στην  προστασία του
δημόσιου συμφέροντος, της ελεύθερης εντολής και περιφρουρεί τη λειτουργική ανεξαρτησία τους.

                Ενδεικτικά, οι βουλευτές δεν έχουν υποχρέωση μαρτυρίας για πληροφορίες, που περιήλθαν σ’ αυτούς ή τους δόθηκαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ούτε των προσώπων τα οποία τους εμπιστεύθηκαν αυτές ή στα οποία τις μετέδωσαν (άρθρ. 61 παρ. 3 Συντ.). Επίσης, οφείλουν να μη χρησιμοποιούν προς ίδιο οικονομικό όφελος ή προς οικονομικό όφελος τρίτων εμπιστευτικές πληροφορίες και έγγραφα που περιέρχονται σε γνώση τους (άρθρ. 5 παρ. 1 Κώδικα), η οποία αποτελεί αιτία περικοπής της μηνιαίας αποζημίωσής τους (άρθρ. 8 παρ. 1 περ. δ΄).  Συναφώς, οι συζητήσεις για τη δραστηριότητα της  ΕΥΠ είναι απόρρητες και τα μέλη της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας -εντός της οποίας διεξάγονται- δεσμεύονται να τηρούν την εν λόγω υποχρέωση και μετά τη λήξη της θητείας τους (άρθρ. 43Α παρ. 2 περ. α΄ ΚτΒ).

                δ) “Να υπηρετούν το δημόσιο συμφέρον, κατ’ αποκλεισμό της εξυπηρέτησης σε βάρος του, οποιουδήποτε οικονομικού ή άλλου προσωπικού συμφέροντος ή οφέλους υπέρ αυτών των ιδίων  ή τρίτων προσώπων”.

Κάθε μέλος του Κοινοβουλίου μπορεί να επιλέξει -στα πλαίσια εξυπηρέτησης της ελεύθερης εντολής- την υποστήριξη προσωπικών ή υπέρ τρίτων συμφερόντων, εφόσον δεν προσκρούουν στο δημόσιο συμφέρον. Διότι, η  ε ξ υ π η ρ έ τ η σ η  τ ο υ  δ η μ ό σ ι ο υ σ υ μ φ έ ρ ο ν τ ο ς  -που κατατάσσεται, εντός  του συστήματος των κανόνων δικαίου, σε μ ε ί ζ ο ν ο ς  σ ημ α σ ί α ς  έ ν ν ο μ ο  α γ α θ ό–  συνιστά παράγοντα κοινωνικής συνοχής και παράλληλα λόγο νομιμοποίησης και σταθεροποίησης της εξουσίας.

                Συνεπώς, η μη τήρησή της εν λόγω αρχής από τους βουλευτές μπορεί να οδηγήσει ακόμη και στη διακύβευση της “πολιτικής εντιμότητάς” τους, παρά τις συνήθως προβαλλόμενες αιτιάσεις τους ότι οι επίμαχες πρακτικέςυπήρξαν απολύτως εναρμονισμένες με τη συνείδησή τους.

                ε) “Να συμβάλλουν στην αποτροπή εκδηλώσεων μίσους κατά προσώπων λόγω της φυλετικής ή εθνικής καταγωγής τους, των θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεών τους, του φύλου τους, της ηλικίας τους, της αναπηρίας τους ή του σεξουαλικού προσανατολισμού τους”.

                Ειδικότερα, οι βουλευτές οφείλουν να συμβάλλουν στη  δ ι α σ φ ά λ ι σ η σ η μ α ν τ ι κ ώ ν  ε κ φ ά ν σ ε ω ν  τ η ς  π ρ ο σ ω π ι κ ή ς  ε λ ε υ θ ε ρ ί α ς  ό λ ω ν ό σ ω ν  β ρ ί σ κ ο ν τ α ι  σ τ η ν  Ε λ λ η ν ι κ ή  Ε π ι κ ρ ά τ ε ι α  -ε λ λ ή ν ω ν  κ α ι α λ λ ο δ α π ώ ν  (άρθρ. 5 παρ. 2, 3, 2 παρ. 1 Συντ.)-, όπως η απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας τους, χωρίς διάκριση εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων, αποτρέποντας προς τούτο εκδηλώσεις μίσους οι οποίες διακυβεύουν τον πυρήνα του εν λόγω δικαιώματος ή δυσχεραίνουν την άσκησή του. Η εν λόγω υποχρέωση -που ανάγεται κατά την παρουσία των βουλευτών στο ενδοκοινωνικό ή ενδοκοινοβουλευτικό γίγνεσθαι- συντρέχει ιδίως υπέρ των αλλοδαπών, οι οποίοι δεν είναι φορείς των δικαιωμάτων που απορρέουν από τη γενική αρχή της ισότητας (άρθρ. 4 παρ. 1 Συντ.).

                Επίσης, το δικαίωμα του κράτους να αξιώνει από όλους τους πολίτες του την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής αλληλεγγύης (άρθρ. 25 παρ. 4 Συντ.) δεν εξαιρεί τους βουλευτές. Αντίθετα, αποτελεί ασφαλές κριτήριο για την αξιολόγηση του λειτουργικού τους έργου, στα πλαίσια υλοποίησης της ελεύθερης εντολής – πλαίσιο και του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η τυχόν καταστρατήγηση της εν λόγω υποχρέωσης δεν πλήττει αποκλειστικά τον βουλευτή -αποκαλύπτοντας την ασυμβατότητα της “συνείδησής” και των πρακτικών του στις κοινωνικές αξίες-, αλλά έχει αρνητικές συνεπαγωγές και στον θεσμό του Κοινοβουλίου, εφόσον συνιστά πλήγμα στις σχέσεις εκλογικού σώματος και βουλευτών.

Η πρόβλεψη της ανωτέρω αρχής στον Κώδικα οφείλεται σε πρακτικές μισαλλοδοξίας μιας εγκληματικής οργάνωσης, η οποία -εκμεταλλευόμενη την κοινωνικοοικονομική κρίση στη χώρα, την απότοκη αυτής πολιτική επιδραστικότητα του αντισυστημικού λόγου κατά των μνημονίων στην κοινωνία, καθώς και την επίταση του προσφυγικού – μεταναστευτικού προβλήματος- περιδύθηκε τον μανδύα του πολιτικού κόμματος και εκπροσωπήθηκε στη Βουλή. Συγκεκριμένα, μετερχόμενη πρακτικές  εκτός των συνταγματικών ορίων της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και του κράτους δικαίου, καταστρατηγούσε συστηματικά την τήρηση των κανόνων ελευθερίας και ισοπολιτείας ελλήνων και αλλοδαπών, ασχέτως πολιτικών, εθνολογικών, γλωσσικών, θρησκευτικών και βιολογικών διαφοροποιήσεών τους έναντι της πλειοψηφίας.

                Ο ανωτέρω λόγος, μαζί με τη διάχυτη ιδιωφέλεια των βουλευτών κατά την επιτέλεση των καθηκόντων τους, συνέτεινε -κατά τα αναπτυχθέντα- στη θέσπιση του Κώδικα.

                στ) “Να προβαίνουν σε συνετή χρήση και διαχείριση των μέσων και παροχών που η Βουλή θέτει στη διάθεσή τους, αποκλειστικά για την απρόσκοπτη άσκηση του έργου τους και για την εκπλήρωση των κοινοβουλευτικών τους καθηκόντων”.

                Η βουλευτική αποζημίωση και οι ατέλειες αποτελούν προσωπικά δικαιώματα του βουλευτή αναγόμενα σε παροχές εκ μέρους της πολιτείας. Αναγνωρίζονται στον βουλευτή από την -διά της ορκωμοσίας- ανάληψη των καθηκόντων του και αποβλέπουν στη δημιουργία των οικονομικών δυνατοτήτων, αποκλειστικά, για την απρόσκοπτη άσκηση του βουλευτικού λειτουργήματος. ΄Εμμεσα, αποσκοπούν και στην αποτροπή του επηρεασμού του από εξωτερικούς παράγοντες, που συνεπάγονται την κατάλυση της ανεξαρτησίας του.

                Ειδικότερα, η αποζημίωση δεν αποτελεί μισθό, αλλά αντιστάθμισμα για την εγκατάλειψη ή την πλημμελή άσκηση του βιοποριστικού του επαγγέλματος. Μοναδική προϋπόθεση για τη γένεση του εν λόγω δικαιώματος είναι η βουλευτική ιδιότητα. Προς τούτο, το Σύνταγμα προβλέπει ότι: “Οι βουλευτές για την άσκηση του λειτουργήματός τους  δικαιούνται από το Δημόσιο αποζημίωση και δαπάνες∙ το ύψος τους καθορίζεται με απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής” (άρθρ. 63 παρ. 1 Συντ.). Η βουλευτική αποζημίωση υπόκειται, ωστόσο, σε ειδικές κρατήσεις (λ.χ. κράτηση υπέρ κόμματος, υπέρ του λογαριασμού αλληλοβοήθειας βουλευτών, υπέρ Ο.Α.Ε.Δ., για κλάδο σύνταξης Δημοσίου, για υγειονομική περίθαλψη Δημοσίου).

                Μαζί με τη βουλευτική αποζημίωση συνεντέλλονται, μηνιαίως, επίδομα οργάνωσης γραφείου, οικογενειακή παροχή (με κριτήριο την  οικογενειακή κατάσταση, την οποία υποβάλλουν κάθε χρόνο στο Τμήμα Εκκαθάρισης Αποζημιώσεων και Δαπανών της Βουλής), έξοδα κίνησης, ταχυδρομικά τέλη και αποζημίωση συμμετοχής σε Επιτροπές της Βουλής.

                Το ανωτέρω σκεπτικό επέβαλε και τη θέσπιση συγκοινωνιακών, ταχυδρομικών και τηλεφωνικών ατελειών σταθερής και κινητής τηλεφωνίας (άρθρ. 63 παρ. 2 Συντ.), τη χρηματοδοτική μίσθωση αυτοκινήτου, καθώς και την επιδότηση για τη στέγαση των εξ επαρχίας βουλευτών στην ευρύτερη περιοχή της Αθήνας. Το ύψος των περισσότερων επιδομάτων προσδιορίζεται με γνώμονα τη χιλιομετρική απόσταση της εκλογικής περιφέρειας του βουλευτή από την Αθήνα.

Η συνετή διαχείριση ιδίως των ατελειών συνιστούν βασικό καθήκον των  βουλευτών δεδομένου ότι επιβαρύνουν τον προϋπολογισμό της Βουλής, δηλαδή τους έλληνες φορολογούμενους [“Οι ΄Ελληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διάκριση στα δημόσια βάρη (…)” (άρθρ. 4 παρ. 5 Συντ.)]. 

                Ωστόσο, τα ιστορικά βιώματα κατέδειξαν, συχνά, την ασύνετη χρήση και διαχείριση των ανωτέρω μέσων και παροχών. Ενδεικτικά, τα εκκρεμή χρέη της Βουλής λόγω τηλεφωνικών χρεώσεων, κατά την ΙΑ΄ κοινοβουλευτική περίοδο,  ανήλθαν σε απρόσμενα ύψη. Προς τούτο, η Βουλή ανέλαβε την τμηματική εξόφλησή τους, μέσω διακανονισμού, συνάπτοντας σχετικές συμβάσεις με τους παρόχους σταθερής και κινητής τηλεφωνίας.

Κεφάλαιο δεύτερο

Η αντικοινοβουλευτική συμπεριφορά των βουλευτών

1. Η περιπτωσιολογία της στον Κώδικα

Α. Η σύγκρουση συμφερόντων

1. “Σύγκρουση συμφερόντων υφίσταται όταν βουλευτής κατά την άσκηση καθηκόντων του, εν γνώσει του εξυπηρετεί[2] σε βάρος του δημοσίου συμφέροντος, αμέσως ή εμμέσως ιδιωτικό συμφέρον, οικονομικό ή άλλο, αυτού του ιδίου ή άλλου, φυσικού ή νομικού προσώπου” (άρθρ. 3 παρ. 1 εδ. α΄). Σημειωτέον ότι, ο ανωτέρω ορισμός στον Κώδικα εμπεριέχει την έννοια του lobbying, καθώς γίνεται λόγος για εξυπηρέτηση, αμέσως ή εμμέσως, ιδιωτικού συμφέροντος αυτού του ιδίου ή άλλου, φυσικού ή νομικού προσώπου, που θα μπορούσε να επηρεάσει αθέμιτα την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων.

                 Ενώ, δεν υφίσταται σύγκρουση συμφερόντων όταν πρόκειται για δραστηριότητα ή ιδιότητα του βουλευτή ως μέλους του κοινωνικού συνόλου ή ευρείας κοινωνικής ομάδας προσώπων ή λόγω δραστηριότητάς του συνεχόμενης με την επαγγελματική του ιδιότητα (λ.χ. δικηγόρου – βουλευτή, ο οποίος υπερασπίζεται πελάτη του σε υποθέσεις ενώπιον δημόσιων υπηρεσιών, δηλαδή εξυπηρετεί ιδιωτικό συμφέρον σε βάρος του δημόσιου συμφέροντος λόγω της επαγγελματικής του ιδιότητας) (άρθρ. 3 παρ. 1 εδ. β΄).

                Οι διατάξεις του άρθρ. 3 του Κώδικα συμπληρώνουν τα άρθρ. 56 και 57 Συντ., τα οποία συστηματοποιούν δημόσια λειτουργήματα, ιδιωτικά έργα, ιδιότητες και πράξεις που συνιστούν κωλύματα ανακήρυξης των φορέων τους ως υποψηφίων βουλευτών ή ασυμβίβαστα προς τα καθήκοντα των βουλευτών. Στην περίπτωση που προκύψει σύγκρουση συμφερόντων, η οποία δεν ρυθμίζεται από τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις, τότε ενεργοποιείται το άρθρ. 3 του Κώδικα.

                2. Βουλευτές, που θεωρούν ότι η υπάρχουσα ή επιγενόμενη κατάσταση, σχετικά με την οικονομική τους δραστηριότητα, καθώς και των συζύγων και των πρώτου βαθμού συγγενών τους είναι ικανή να προκαλέσει σύγκρουση συμφερόντων, υποχρεούνται να ενημερώνουν, εγγράφως, τον Πρόεδρο της Βουλής (άρθρ. 3 παρ. 2 εδ. α΄). Η εν λόγω ενημέρωση δεν αποτελεί δήλωση περιουσιακής κατάστασης του Ν. 3213/2003 ή δήλωση οικονομικών συμφερόντων του άρθρ. 229 Ν. 428/2014 (άρθρ. 3 παρ. 2 εδ. α΄).

                Την ίδια υποχρέωση έχουν οι βουλευτές και για τυχόν επιγενόμενη κατάσταση ικανή να προκαλέσει σύγκρουση συμφερόντων  κατά την άσκηση των καθηκόντων τους (άρθρ. 3 παρ. 2 εδ. β΄).

                Η αξιολόγηση σχετικά με το πότε μια επελθούσα μεταβολή ή επιγενόμενη κατάσταση είναι ικανή να προκαλέσει σύγκρουση συμφερόντων γίνεται, για λόγους διαφάνειας:

                α) σε αρχικό στάδιο, από τον ίδιο τον βουλευτή που έχει την υποχρέωση -κατά τα  ανωτέρω- να ενημερώσει τον Πρόεδρο της Βουλής.

                Η υποχρέωση του βουλευτή για γνωστοποίηση, εκ μέρους του και εκούσια, τη μη συμμετοχής του σε συνεδριάσεις στις οποίες εκτιμά ότι τίθεται ζήτημα σύγκρουσης συμφερόντων θεωρείται αυτονόητη, καθώς σε διαφορετική περίπτωση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των προβλεπόμενων πειθαρχικών μέτρων. Επίσης, στοιχειοθετεί και πολιτική ευθύνη του ιδίου ή του κόμματός του.

β) ακολούθως -στις ανωτέρω περιπτώσεις, καθώς και όταν υπάρχει έγγραφη και επώνυμη αναφορά-, ο Πρόεδρος της Βουλής παραπέμπει το ζήτημα στην ΕΜΕΚΔ (άρθρ. 3 παρ. 3).

                Ο εν λόγω θεσμικός σχηματισμός της Βουλής, εάν κρίνει -μετά από ακρόαση του βουλευτή, που έλαβε χώρα κατόπιν σχετικής πρόσκλησης ή αίτησής του-, ότι στοιχειοθετείται σύγκρουση συμφερόντων, εισηγείται προς τον Πρόεδρο της Βουλής περί του πρακτέου (άρθρ. 3 παρ. 4).

                Η εισήγηση της Επιτροπής μπορεί να επικεντρώνεται σε ενέργειες, όπως:

                     β1) αρχειοθέτηση της υπόθεσης, εφόσον κρίνεται ότι δεν συντρέχει περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων∙

                     β2) σύσταση προς τον βουλευτή για την αποκατάσταση της υπάρχουσας κατάστασης σύγκρουσης συμφερόντων∙

                      β3) σύσταση προς τον βουλευτή για αποχή από τις συνεδριάσεις συγκεκριμένης επιτροπής στην οποία συζητείται ζήτημα σχετικό με την, υπό έλεγχο, σύγκρουση συμφερόντων.

                Αν ο βουλευτής δεν συμμορφώνεται προς την ανωτέρω εισήγηση, η ΕΜΕΚΔ  εισηγείται την επιβολή πειθαρχικών μέτρων.

                Σε περίπτωση αμφιβολίας της Επιτροπής  ως προς την ύπαρξη κατάστασης ικανής να προκαλέσει σύγκρουση συμφερόντων ή αν κρίνει ότι το ζήτημα χρήζει περαιτέρω έρευνας, ο Πρόεδρός της ενημερώνει τον Πρόεδρο της Βουλής και παράλληλα εισηγείται περί του πρακτέου (άρθρ. 3 παρ. 5).

                γ) από την Ολομέλεια της Βουλής, σε περίπτωση ενεργοποίησης της διαδικασίας για την επιβολή πειθαρχικών ποινών (άρθρ. 8).

Β. Η αποδοχή δώρων, παροχών και ωφελημάτων.

1. Οι βουλευτές οφείλουν να μην αποδέχονται, άμεσα ή έμμεσα, δώρα ή παροχές ή άλλα ωφελήματα, των οποίων η φύση ή η χρηματική αξία εγείρουν ζητήματα μεροληπτικής άσκησης των κοινοβουλευτικών τους καθηκόντων, δεδομένου ότι οφείλουν να ενεργούν, αποκλειστικά, υπέρ του δημόσιου συμφέροντος.

                Χρηματική αξία μεγαλύτερη των διακοσίων (200) ευρώ θεωρείται, κατά κανόνα και κατά τεκμήριο, και σύμφωνα με τη διεθνή πρακτική, ικανή να εγείρει ζητήματα αμεροληψίας (άρθρ. 4 παρ. 1). Συνεπώς, η ΕΜΕΚΔ -της οποίας η αποστολή συνίσταται στη δημόσια παρέμβαση για την προστασία και ενίσχυση του κύρους και της αξιοπιστίας του Κοινοβουλίου και των βουλευτών (άρθρ. 43Α παρ. 2 περ. η΄ ΚτΒ)-, εκκινεί με δεδομένο το τεκμήριο, ότι οι ανωτέρω παροχές θέτουν ζήτημα αμεροληψίας και συνεπάγονται την απαγόρευση αποδοχής τους.

                Δώρα, τα οποία δίδονται ως αναμνηστικά επίσημης επίσκεψης και φιλοξενίας στο πλαίσιο κοινοβουλευτικής δραστηριότητας και η αξία τους είναι μικρότερη του ανωτέρω ποσού, καταχωρίζονται, με δήλωση του βουλευτή και ευθύνη της Διεύθυνσης της Κοινοβουλευτικής Ομάδας στην οποία ανήκει, σε ειδικό κατάλογο, ο οποίος τηρείται στη γραμματεία της ΕΜΕΚΔ. Με δήλωση του βουλευτή καταχωρίζονται, επίσης, -κατά τα ανωτέρω- δώρα κ.λπ.  των οποίων η αξία ξεπερνά τα διακόσια (200) ευρώ, συνοδευόμενη με ειδική αιτιολογία του βουλευτή ως προς την αποδοχή τους (άρθρ. 4 παρ. 2).

                Οι προαναφερθείσες υποχρεώσεις γνωστοποίησης αποτυπώνουν την προσήλωση του Κοινοβουλίου  σε θέματα διαφάνειας και ηθικής.

                2. Στην περίπτωση της έγγραφης και επώνυμης αναφοράς του βουλευτή, όταν αμφιβάλλει περί του πρακτέου, το ζήτημα ελέγχεται από την ΕΜΕΚΔ, η οποία προβαίνει σε ό,τι είναι αναγκαίο προς τούτο (άρθρ. 4 παρ. 3).

                Η αξία του δώρου δεν μπορεί να αποτελέσει το μοναδικό ούτε το ασφαλέστερο κριτήριο – τεκμήριο για την θεμελίωση ζητημάτων αμεροληψίας. Προς τούτο, η ΕΜΕΚΔ οφείλει να τεκμηριώνει πληρέστερα την κρίση της, λαμβάνοντας υπόψη πρόσθετα κριτήρια (λ.χ. τα πιθανά κίνητρα του “δωρητή”, τις ιδιαίτερες συνθήκες της δωρεάς, την πληρότητα των αιτιάσεων του βουλευτή). Ειδικά, στις περιπτώσεις έγερσης αμφιβολιών εκ μέρους του βουλευτή σχετικά με την αξιολόγηση δώρων ως “μικρής αξίας”, η ΕΜΕΚΔ οφείλει να εκφέρει άποψη ως προς την έννοια του όρου, μετά τη διενέργεια σχετικής πραγματογνωμοσύνης. 

                Σημειωτέον ότι, σύμφωνα με τις αντίστοιχες διατάξεις του άρθρ. 5 του “Κώδικα Δεοντολογίας για τους βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε θέματα οικονομικών συμφερόντων και σύγκρουσης συμφερόντων” (εφεξής ΚΔΒΕυρΚ): Οι βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, απέχουν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους από την αποδοχή τυχόν δώρων ή παρόμοιων παροχών, “πέραν αυτών των οποίων η κατά προσέγγιση αξία είναι μικρότερη των 150 EUR και δίδονται ως δώρα φιλοφρόνησης, ή εκείνων που δίδονται ως δώρα φιλοφρόνησης όταν εκπροσωπούν το Κοινοβούλιο υπό επίσημη ιδιότητα” (άρθρ. 5 παρ. 1). Τυχόν δώρα που προσφέρονται στους βουλευτές, σύμφωνα με την ανωτέρω παράγραφο, παραδίδονται στον Πρόεδρο, ο οποίος τα διαχειρίζεται στο πλαίσιο των μέτρων εφαρμογής που θεσπίζει το Προεδρείο  (άρθρ. 5 παρ. 2). Οι ανωτέρω διατάξεις του άρθρ. 5 δεν εφαρμόζονται στις περιπτώσεις της επιστροφής των εξόδων ταξιδίου και διαμονής των βουλευτών ή της απευθείας καταβολής των εν λόγω εξόδων από τρίτους, όταν οι βουλευτές, μετά από πρόσκληση και κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, συμμετέχουν σε εκδηλώσεις που έχουν οργανωθεί από τρίτους (άρθρ. 5 παρ. 3). Το πεδίο εφαρμογής της ανωτέρω παραγράφου, ιδίως των κανόνων που διασφαλίζουν τη διαφάνεια, καθορίζεται από τα μέτρα που θεσπίζει το Προεδρείο δυνάμει του άρθρ. 8.

                3. Πέραν της απαγόρευσης που προβλέπεται στο άρθρ. 4 του Κώδικα, συντρέχει και η συναφής κατά περιεχόμενο, και προσφάτως τροποποιηθείσα [σύμφωνα με το άρθρ. 3 Ν. 4637/2018 “Τροποποίηση Ποινικού Κώδικα (…)”], διάταξη του άρθρ. 159 παρ. 1 Π.Κ.: “Με κάθειρξη και χρηματική ποινή έως χίλιες ημερήσιες μονάδες τιμωρείται (…), οι βουλευτές, (…), οι οποίοι ζητούν ή λαμβάνουν άμεσα ή μέσω τρίτου, για τους εαυτούς τους ή άλλους, οποιασδήποτε φύσης ωφελήματα που δεν δικαιούνται ή απαιτούν τέτοια ως αντάλλαγμα για ενέργεια ή παράλειψή τους, μελλοντική ή ήδη τελειωμένη, που ανάγεται στα καθήκοντά τους ή αντίκειται σε αυτά”.

Γ. Η χρήση εμπιστευτικών πληροφοριών και εγγράφων προς ίδιον οικονομικό όφελος.

Οι βουλευτές οφείλουν να μη χρησιμοποιούν προς ίδιον οικονομικό όφελος ή προς οικονομικό όφελος τρίτου προσώπου εμπιστευτικές πληροφορίες και έγγραφα που περιέρχονται σε γνώση τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους (άρθρ. 5 παρ. 1). Ο όρος “εμπιστευτικές πληροφορίες” και “έγγραφα” στην εν λόγω διάταξη του Κώδικα δεν ανάγεται στους όρους του απορρήτου και της παραβίασης των μυστικών της πολιτείας, που συνδέονται με την τέλεση ποινικών αδικημάτων (άρθρ. 146, 147 Π.Κ.). Αποτελεί ευρύτερη έννοια, η οποία καταλαμβάνει κάθε εμπιστευτική πληροφορία και έγγραφο που περιέρχεται σε γνώση του βουλευτή.

                Στην περίπτωση της γνωστοποίησης τέτοιων πληροφοριών προς τρίτους με οποιονδήποτε τρόπο ή εγγράφων της ανωτέρω διάταξης, λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη η αιτιολόγηση της απόφασης του βουλευτή, σε συνδυασμό με τις αρχές της διαφάνειας και του δημόσιου συμφέροντος (άρθρ. 5 παρ. 2). Ειδικότερα, αν και δεν απαιτείται σχετική έγκριση πριν από τη δημοσιοποίηση των ανωτέρω πληροφοριών και εγγράφων, ωστόσο ο βουλευτής καλείται ενώπιον της ΕΜΕΚΔ προκειμένου να αιτιολογήσει την απόφασή του ή ενώπιον της Ολομέλειας της Βουλής, σύμφωνα με τη γενική διαδικασία των άρθρ. 6, 8 του Κώδικα.

                Οι ανωτέρω διατάξεις δεν παρακωλύουν την άσκηση κοινοβουλευτικού ελέγχου (άρθρ. 5 παρ. 3).

2. Οι συνεπαγωγές της

Α. Η κατάθεση αναφορών ή η αυτεπάγγελτη έρευνα της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Κοινοβουλευτικής Δεοντολογίας με αντικείμενο αντιδεοντολογική συμπεριφορά των βουλευτών

Οι αναφορές -η έννοια των οποίων ορίζεται στο άρθρ. 125 ΚτΒ-, που έχουν ως αντικείμενο παράβαση διατάξεων του Κώδικα, υποβάλλονται εγγράφως και επωνύμως και κατατίθενται σε πρωτόκολλο της ΕΜΕΚΔ (άρθρ. 6 παρ. 1).

                Στις περιπτώσεις των άρθρων του Κώδικα που δεν προβλέπεται ειδικότερη διαδικασία για αντιδεοντολογική συμπεριφορά των βουλευτών, η ανωτέρω Επιτροπή, εάν κρίνει ότι το ζήτημα πρέπει να διερευνηθεί, ενημερώνει σχετικά τον Πρόεδρο της Βουλής. Ο εν λόγω παραπέμπει το ζήτημα στην ΕΜΕΚΔ, η οποία και ενεργεί κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρ. 3 παρ. 4, 5 (άρθρ. 6 παρ. 2).

                Σε κάθε περίπτωση, η Επιτροπή μπορεί να επιληφθεί ζητήματος αντιδεοντολογικής συμπεριφοράς βουλευτών και αυτεπαγγέλτως, κατ’ ανάλογη εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης (άρθρ. 6 παρ. 3).

Β. Το έργο της ΕΜΕΚΔ

α. Η  συνδρομή στο έργο της

1. Οι βουλευτές τους οποίους αφορά έρευνα σχετική με παράβαση ρύθμισης του Κώδικα, όπως και κάθε δημόσια αρχή ή ιδιωτικός φορέας, οφείλουν να συνδράμουν την ΕΜΕΚΔ στο έργο της (άρθρ. 7 παρ. 1).

                Στην περίπτωση που η ανωτέρω Επιτροπή διαπιστώσει ότι τούτο δεν καθίσταται εφικτό, ενημερώνει, αρμοδίως, τον Πρόεδρο της Βουλής (άρθρ. 7 παρ. 2).

                Οι βουλευτές έχουν το δικαίωμα ακρόασης από την ΕΜΕΚΔ, είτε μετά από σχετική πρόσκλησή τους προς τούτο, είτε μετά από αίτησή τους (άρθρ. 7 παρ. 3).

                2. Η ΕΜΕΚΔ σε όλες τις περιπτώσεις αξιολόγησης εικαζόμενων παραβάσεων του Κώδικα συνέρχεται σε μυστική συνεδρίαση. Το απόρρητο της διαδικασίας διατηρείται έως ότου ο Πρόεδρος της Βουλής, μετά την κατάθεση της εισήγησης της Επιτροπής, είτε επιβάλλει το οποιοδήποτε πειθαρχικό μέτρο, είτε υποβάλλει πρόταση λήψης πειθαρχικού μέτρου στην Ολομέλεια της Βουλής ή στο Τμήμα Διακοπής των Εργασιών της (άρθρ. 9 παρ.

1).             Σημειωτέον ότι το απόρρητο δεν ισχύει έναντι του ενδιαφερόμενου βουλευτή.

                Τα πρακτικά τηρούνται από το Τμήμα Πρακτικών Επιτροπών και Γραμματείας της Διεύθυνσης Διαρκών Επιτροπών.

β. Οι εισηγήσεις της.

Οι εισηγήσεις της ΕΜΕΚΔ ανάγονται στα παρατιθέμενα διαδικαστικά στάδια:

                α) αφού ερευνήσει το ζήτημα και ακούσει τον βουλευτή, διατυπώνει την εισήγησή της περί του πρακτέου στον Πρόεδρο της Βουλής∙

                β) αν ο βουλευτής -εντός προθεσμίας καθοριζόμενης από τον Πρόεδρο της Βουλής, κατ’ ανώτατο τριάντα (30) ημερών- δεν συμμορφωθεί προς την ανωτέρω εισήγηση, η ΕΜΕΚΔ επανέρχεται με νέα εισήγησή της στο Πρόεδρο, η οποία περιλαμβάνει τα προτεινόμενα πειθαρχικά μέτρα.

                Οι ανωτέρω εισηγήσεις, εντάσσονται στον κομβικό ρόλο της ΕΜΕΚΔ  “να μελετά και να εισηγείται μέτρα και να παρεμβαίνει όταν κρίνεται αναγκαίο, δημόσια για την προστασία και ενίσχυση του κύρους του κοινοβουλευτικού θεσμού και των βουλευτών” (άρθρ. 43Α παρ. 2 στοιχ. η΄ ΚτΒ).

Γ. Τα προβλεπόμενα πειθαρχικά μέτρα.

1. Η ιδιότητα των βουλευτών ως φορέων πραγμάτωσης συγκεκριμένων πολιτειακών έργων -που εδράζεται στην άμεση δημοκρατική νομιμοποίηση της Βουλής- διασφαλίζεται μέσω των άρθρ. 60 παρ. 1 (βουλευτική ανεξαρτησία), 61 παρ. 1 (ακαταδίωκτο βουλευτή) και 62 παρ. 1 Συντ. (βουλευτική ασυλία). Τούτο συνεπάγεται απαγόρευση παρεμβάσεων που επιδιώκουν τον ετεροπροσδιορισμό της πολιτικής τους βούλησης. Ενώ, προβλέπεται ως αποκλειστικό δεσμευτικό κριτήριο, κατά την επιτέλεση του βουλευτικού λειτουργήματος, η συνείδηση των φορέων του.

                Ωστόσο. η ιδιότητα των βουλευτών ως δημόσιων λειτουργών που υπηρετούν το γενικό συμφέρον δεν τους απαλλάσσει από την υποχρέωση υπαγωγής τηςσυμπεριφοράς τους σε ένα πλαίσιο γενικών αρχών, που εδράζονται στην ελεύθερη εντολή του εκλογικού σώματος προς τον βουλευτή και διασφαλίζουν την αξιοπιστία του αντιπροσωπευτικού συστήματος.

                Τα προβλεπόμενα στον Κώδικα πειθαρχικά μέτρα, παρότι prima facie θα μπορούσαν να εκτιμηθούν ως “σχετικοποίηση” της ελευθερίας των βουλευτών, εν τούτοις συνιστούν ε π α χ θ ε ί ς  σ υ ν ε π α γ ω γ έ ς  τ ω ν  δ ο κ ι μ α σ ι ώ ν  τ ο υ  κ ο ι ν ο β ο υ λ ε υ τ ι κ ο ύ σ υ σ τ ή μ α τ ο ςοφειλόμενες στη λειτουργική συμπεριφορά των βουλευτών. 

                2. Ειδικότερα, με απόφαση του Πρόεδρου της Βουλής ή πρότασή του προς την Ολομέλεια της Βουλής ή το Τμήμα Διακοπής των Εργασιών της και σχετική απόφαση των εν λόγω θεσμικών σχηματισμών, δύνανται να επιβληθούν -με γνώμονα τη σοβαρότητα των παραβάσεων- τα εξής πειθαρχικά μέτρα (άρθρ. 8 ):

                α) ανάκληση στην τάξη, με απόφαση του Προέδρου της Βουλής, κατά την επίδειξη συμπεριφοράς, η οποία παραβιάζει τις γενικές αρχές του άρθρ. 2 του Κώδικα (κατ’ ανάλογη εφαρμογή των άρθρ. 78 ΚτΒ).

                Η ανάκληση στην τάξη δύναται να μην επιβληθεί, αν ο βουλευτής ανακαλέσει τα
λεχθέντα, ή εκφράσει τη λύπη του για όσα έπραξε ή παράσχει επαρκείς εξηγήσεις για τη στάση του, και αυτές κριθούν ικανοποιητικές. Η ικανοποιητική επανόρθωση συνεπάγεται διαγραφή των επίμαχων σημείων από τα πρακτικά της Βουλής, κατόπιν εντολής του Προέδρου της.

                β) μομφή για αντικοινοβουλευτική συμπεριφορά, επιβάλλεται σε ιδιαίτερα σοβαρές περιπτώσεις (= όταν ο βουλευτής υπέπεσε ή επιμένει στην αναφερόμενη στο άρθρ. 77 παρ. 3 ΚτΒ ανεπίτρεπτη ή ανάρμοστη συμπεριφορά του, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρ. 80 ΚτΒ).

                Η επιβολή του εν λόγω πειθαρχικού μέτρου προϋποθέτει καταρχάς υποβολή σχετικής πρότασης από τον Πρόεδρο της Βουλής. Περαιτέρω, προβλέπει εξηγήσεις του ενδιαφερόμενου εντός βραχύβιας προθεσμίας (πέντε λεπτών)  και, εάν ο Πρόεδρος επιμείνει στην πρότασή του, τούτο  συνεπάγεται απόφαση της Βουλής, η οποία επιφέρει, αυτοδικαίως, την περικοπή του ενός τετάρτου (1/4) της μηνιαίας αποζημίωσης του παρεκτραπέντος βουλευτή.

                γ) προσωρινός αποκλεισμός του βουλευτή διάρκειας έως δεκαπέντε ημερών από τις συνεδριάσεις της Βουλής ή αποκλεισμός του από τις συνεδριάσεις συγκεκριμένης επιτροπής, στις οποίες συζητείται ζήτημα σχετικό με την υπό έλεγχο σύγκρουση συμφερόντων και, σωρευτικώς ή εναλλακτικώς, περικοπή του ενός δευτέρου (1/2) της μηνιαίας αποζημίωσής του, στις περιπτώσεις σύγκρουσης συμφερόντων, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρ. 81 παρ. 4, 5 και 6 ΚτΒ∙

                δ) περικοπή μέχρι του ενός δευτέρου (1/2) της μηνιαίας αποζημίωσης του βουλευτή και υποχρέωση απόδοσης του ωφελήματος υπέρ κοινωφελούς σκοπού, όταν πρόκειται για παράβαση της διάταξης που αφορά αποδοχή δώρων, παροχών ή ωφελημάτων, σύμφωνα με την εισήγηση της ΕΜΕΚΔ.

Η ποινή επαναλαμβάνεται ανά μήνα, μέχρι συμμόρφωσης του βουλευτή προς την απόφαση της Ολομέλειας ή του Τμήματος Διακοπής των Εργασιών της∙

                ε) περικοπή της μηνιαίας αποζημίωσης του βουλευτή μέχρι του ενός δευτέρου (1/2) αυτής, με απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής, όταν πρόκειται για παράβαση της διάταξης που αφορά τη χρήση εμπιστευτικών πληροφοριών.

                3. Οι διατάξεις του Κώδικα και του ΚτΒ, που προβλέπουν την επιβολή των επαχθέστερων πειθαρχικών κυρώσεων από την Ολομέλεια της Βουλής, και όχι από τον ΠτΒ, συνέχονται με την  αναγκαία νομιμοποίηση που απαιτούν οι εν λόγω κανόνες “αυτοκάθαρσης”, οι οποίοι και διασφαλίζουν το κύρος και την αξιοπιστία της.

                Σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις ο βουλευτής καλείται, πριν από την επιβολή του πειθαρχικού μέτρου (άρθρ. 8 παρ. 2), να αναπτύξει τις απόψεις του εντός είκοσι (20) λεπτών ενώπιον του Προέδρου της Βουλής, της Ολομέλειας ή του Τμήματος Διακοπής των Εργασιών της.

                Τα επιβαλλόμενα πειθαρχικά μέτρα ανακοινώνονται στην Ολομέλεια του Σώματος
και δύνανται σε περιπτώσεις λήψης αυστηρών μέτρων να αναρτώνται στον διαδικτυακό τόπο της Βουλής (άρθρ. 8 παρ.3).

Κεφάλαιο τρίτο.

Η εφαρμογή των διατάξεων του Κώδικα

1. Στην ΄Εκθεση της ΕΜΕΚΔ σχετικά με την ”Αξιολόγηση της εφαρμογής του Κώδικα Δεοντολογίας των μελών του Ελληνικού Κοινοβουλίου”, συνοψίζονται και αξιολογούνται οι, επί διετία (Απρίλιος 2016 – 31 Μαϊου 2018), αντικοινοβουλευτικές συμπεριφορές των βουλευτών που είχαν εισαχθεί στην Επιτροπή, καθώς και η παράβαση των γενικών αρχών του Κώδικα (άρθρ. 2), ως ακολούθως:

                α) πέντε περιπτώσεις παραπέμφθηκαν στην Ολομέλεια της Βουλής με εισήγηση της ΕΜΕΚΔ για την επιβολή πειθαρχικών μέτρων. Σε όλες “επιβλήθηκαν πειθαρχικά μέτρα από την Ολομέλεια”, σύμφωνα με το άρθρ. 8 του Κώδικα∙

                β) σε τέσσερις περιπτώσεις, η ΕΜΕΚΔ “απηύθυνε συστάσεις προς τους βουλευτές, στους οποίους κατόπιν συμμόρφωσής τους δεν επιβλήθηκαν, τελικώς,  πειθαρχικά μέτρα”, ενώ
                γ) σε μια περίπτωση, η ΕΜΕΚΔ “κατέληξε σε έγγραφη καταδίκη συμπεριφοράς που δεν αποδόθηκε τελικώς σε κάποιον βουλευτή”.

                2. Ως προς την καταχώριση δώρων στον ειδικό κατάλογο που τηρείται στη Γραμματεία της ΕΜΕΚΔ (άρθρ. 4 παρ. 2) υπήρξαν σχετικές καταχωρήσεις για δώρα που δόθηκαν στα μέλη του διακομματικού προεδρείου στα πλαίσια της κοινοβουλευτικής δραστηριότητας και εθιμοτυπίας.

                Σημειωτέον, ότι τα παρατεθέντα στοιχεία δημοσιοποιήθηκαν στη συνεδρίαση της ΕΜΕΚΔ, της 30ής Μαϊου 2018 (Περίοδος ΙΖ΄ – Σύνοδος Γ΄), κατά την οποία εγκρίθηκαν, ομόφωνα, πέραν της αξιολόγησης εφαρμογής του Κώδικα και των διευκρινήσεων ως προς την εφαρμογή του.

Κεφάλαιο τέταρτο

Οι προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις

1. Στο πλαίσιο των γενικών αρχών του Κώδικα

1. Η δημοκρατία είναι ένα ιδιαίτερα ευαίσθητο και ευάλωτο πολίτευμα, το οποίο διαμορφώνεται, προσδιορίζεται, εξελίσσεται και αξιολογείται σε συγκεκριμένες ιστορικές συγκυρίες και μέσα από συγκεκριμένο σύστημα δικαιικών κανόνων και πολιτικών πρακτικών.

                Εν προκειμένω, η έννοια του “δέοντος” στον Κώδικα, αναφορικά με τη συμπεριφορά των βουλευτών, μπορεί να αποδοθεί -κάτω από πρόσφορες προς τούτοσυγκυρίες- ακόμη και ως “περιορισμός” στην άσκηση των λειτουργικών τους καθηκόντων, ασύμβατος με το δικαίωμα της κατά συνείδηση γνώμης και ψήφου τους∙ ιδίως, όταν απότοκη της αντιδεοντολογικής συμπεριφοράς τους είναι η επιβολή πειθαρχικών μέτρων. Προς τούτο, εκτιμάται ότι θα πρέπει να ενισχυθούν ταποιοτικά χαρακτηριστικά του Κώδικα, που επικεντρώνονται στις γενικές αρχές του.

                Ειδικότερα, ένα από  τα στοιχεία που καθιστούν τους βουλευτές ευπροσάρμοστους στο αξιακό – δημοκρατικό πλαίσιο εντός του οποίου καλούνται να ασκήσουν τα έργα τους είναι η συνεχής βελτίωση των συμπεριφορικών τους χαρακτηριστικών που συνθέτουν το πολιτικό τους ήθος. Διότι, το εν λόγω στοιχείο μπορεί:

                α) να αξιοποιηθεί ως  κ α τ α λ ύ τ η ς  για την ύφεση των ενδοκοινοβουλευτικών εντάσεων και την ανάπτυξη πνεύματος αρμονικής συνύπαρξης και συναντίληψης μεταξύ των βουλευτών∙

                β) να συμβάλλει στην εμπέδωση και προάσπιση του πολιτικού πολιτισμού και του κράτους δικαίου, εν τέλει

                γ) να λειτουργήσει ως  π ρ ό τ υ π ο  του πολιτικού και κοινωνικού ήθους των πολιτών σε επίμαχα πολιτικά ζητήματα.

                ΄Αλλωστε, δεν είναι  τυχαίο ότι η διεκδίκηση του βουλευτικού αξιώματος για την ικανοποίηση του δημόσιου συμφέροντος επιδιώκεται, συνήθως, μέσω της αυτοπροβολής των υποψήφιων ως εκφραστών συμπεριφορικών αντιλήψεων, που καταδεικνύουν το δημοκρατικό τους ήθος.

                Αντίθετα, η έλλειψη δυνατοτήτων συμπεριφορικού αυτοελέγχου στην άσκηση του βουλευτικού λειτουργήματος -που θέτουν  π ε ρ ι ο ρ ι σ μ ο ύ ς  θ ε μ ι τ ο ύ ς στην έννοια της δημοκρατικής αρχής- κατατείνει στην υποτίμηση του ρόλου της Βουλής ως άμεσου κρατικού οργάνου και εξ αντικειμένου εγγυητή της πολιτικής ελευθερίας. Τούτο καθίσταται προφανές, δεδομένου ότι το δημοκρατικό ήθος των βουλευτών είναι αναγκαίο όχι μόνο σε περιόδους διακύβευσης των δομών της λαϊκής κυριαρχίας, αλλά και υπό συνθήκες πολιτικής κανονικότητας.

                2. Το ήθος δεν προσφέρεται για εύκολη συνύπαρξη με την πολιτική, δεδομένου ότι η πολιτική είναι η “τέχνη του εφικτού” και των δίκαιων συμβιβασμών, ένας χώρος κατ’ εξοχήν ανταγωνιστικός με διακύβευμα τη διεκδίκηση, απόκτηση και διατήρηση εξουσίας. Ενώ, το ήθος προσδιορίζεται συνήθως σε επίπεδο δογματικών θέσεων” και “απροσδιόριστων προθέσεων”.

                ΄Ομως, το  δ η μ ο κ ρ α τ ι κ ό  ή θ ο ς  αποτελεί σημαντικό στοιχείο για την άσκηση της λαϊκής κυριαρχίας. Διότι, αναδεικνύει τη σημασία της πολιτικής και ως  π ε δ ί ο υ δ η μ ο κ ρ α τ ι κ ή ς  π α ι δ ε ί α ς  για τους πολίτες και τους πολιτικούς. Εν προκειμένω, το δημοκρατικό ήθος των βουλευτών, που συνέχεται με τον ενεργό χαρακτήρα της πολιτικής, μπορεί να συμβάλλει στην ευημερία της πολιτικής κοινωνίας. Συνεπώς, θα πρέπει να ενσωματωθεί στις γενικές αρχές της ενδοκοινοβουλευτικής και ενδοκοινωνικής συμπεριφοράς των βουλευτών, ιδίως όταν το πολιτικό σύνθημα της μεταπολεμικής περιόδου “επιστροφή στις αρχές της δημοκρατίας” καθίσταται -λόγω των διάχυτων εστιών  κοινωνικοπολιτικής αβεβαιότητας- και πάλι επίκαιρο.

                Σε μια εποχή όπου οικουμενικών διαστάσεων εξελίξεις περιορίζουν τα περιθώρια άσκησης μιας αυτοδύναμης πολιτικής των εθνικών κρατών και συμβάλλουν στην αποδυνάμωση των δημοκρατικών θεσμών, οι βουλευτές οφείλουν να αποδείξουν -μέσω των θεσμικών και κοινωνικών τους συμπεριφορών-, ότι συνιστούν τους κατεξοχήν εκφραστές του δημοκρατικού ήθους, οι οποίοι συμβάλλουν στη βιωσιμότητα του κύρους και της αξιοπιστίας των δημοκρατικών θεσμών και διαδικασιών, καθώς και στην ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.

2. Στις αρμοδιότητες της ΕΜΕΚΔ

1.Σ΄ ένα πολιτικό forum, όπως η Βουλή, που εκφράζει κατά κύριο λόγο -μέσω του δημόσιου κοινοβουλευτικού διαλόγου- τη λαϊκή κυριαρχία, το καθεστώς των πειθαρχικών μέτρων για την παραβατική συμπεριφορά των μελών της θα πρέπει να συνιστά το έσχατο μέσον για την ενίσχυση της εμπιστοσύνης του λαού στο σύστημα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, γενικότερα, και στο έργο των βουλευτών, ειδικότερα. 

Συνεπώς, η δέσμευση της συμπεριφοράς των βουλευτών στην τήρηση των κανόνων της “κοινοβουλευτικής δεοντολογίας”, αλλά και στην απαίτηση της σύγχρονης κοινωνίας να κατισχύσει διαφάνεια και αξιοπιστία κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας τους, οφείλει να συνιστά απόρροια  “π α ι δ α γ ω γ ι κ ή ς”  π ρ ο ε ρ γ α σ ί α ςε ν η μ ε ρ ω τ ι κ ο ύ χ α ρ α κ τ ή ρ α  που θα στοχεύει στη διαμόρφωση μιας  κ ο υ λ τ ο ύ ρ α ς κ ο ι ν ο β ο υ λ ε υ τ ι κ ή ς  α υ τ ο δ έ σ μ ε υ σ η ς  κ α ι  α υ τ ο π ρ ο σ τ α σ ί α ς.

                Ειδικότερα, απαιτείται η καλλιέργεια μιας εδραιωμένης συναντίληψης των υποκειμένων του βουλευτικού λειτουργήματος στο πλαίσιο των αρχών και κανόνων της κοινοβουλευτικής δεοντολογίας.

                Τούτο καθίσταται εφικτό στο βαθμό που η σημασία των κανόνων του Κώδικα θα αναδειχθεί μέσα από τη  σ υ ν ε ι δ η σ ι α κ ή  ε κ τ ί μ η σ η, ότι τα  π ρ ό τ υ π α σ υ μ π ε ρ ι φ ο ρ ά ς  που εγκαθιδρύει είναι  α ν α γ κ α ί α  για την εποικοδομητική συνύπαρξη των βουλευτών και την αποτροπή ανεύθυνων πρακτικών τους∙ έτσι, ώστε η προσφυγή στη λήψη πειθαρχικών μέτρων να καταστεί κατά το δυνατόν περιττή ή πάντως οριακά αναγκαία και αποδεκτή.

                2. Προκειμένου, λοιπόν, να μειωθεί ο κίνδυνος επιβολής πειθαρχικών μέτρων, λόγω ικανοποίησης προσωπικού συμφέροντος ικανού να επηρεάσει την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων, η διευρυμένων αρμοδιοτήτων Ειδική Μόνιμη Επιτροπή Κοινοβουλευτικής Δεοντολογίας (συντιθέμενη κατά προτίμηση από έμπειρους και αναγνωρισμένης αξιοπιστίας και κύρους βουλευτές) θα μπορούσε να παράσχει – α υ τ ε π α γ γ έ λ τ ω ς, ιδίως, στους  π ρ ω τ ό π ε ι ρ ο υ ς  βουλευτές- ενημερωτικού χαρακτήρα πληροφορίες, και ανταλλαγές απόψεων, οι οποίες να αποσαφηνίζουν, προεχόντως, το περιεχόμενο και τη στόχευση των γενικών αρχών του Κώδικα Δεοντολογίας.

                Ενδεικτικά, για το ζήτημα της “σύγκρουσης συμφερόντων” του Κώδικα (άρθρ. 3), εκτιμάται ότι, παρά το γεγονός πως συνιστά, κυρίως, ευθύνη των βουλευτών να εξετάζουν αν συντρέχει προσωπικό συμφέρον αυτών των ιδίων ή άλλων σε βάρος του δημόσιου συμφέροντος, το οποίο θα μπορούσε να επηρεάσει την άσκηση των καθηκόντων τους, οι απαιτήσεις διαφάνειας και αμεροληψίας που πρέπει να διακρίνουν το έργο τους, οφείλουν να αποσαφηνιστούν και να ενισχυθούν περαιτέρω, με πρωτοβουλία του Αντιπροσωπευτικού Σώματος.

                Η προβλεπόμενη στις “Διευκρινήσεις ως προς την εφαρμογή του Κώδικα Δεοντολογίας των μελών του Ελληνικού Κοινοβουλίου”, και απευθυνόμενη στα όργανα εφαρμογής των διατάξεων του Κώδικα, “ενσάρκωση των γενικών αρχών με τη διαμόρφωση επιμέρους κανόνων δεοντολογικής ή αντιδεοντολογικής συμπεριφοράς”, επιρρωνύει τη σημασία των ρυθμίσεων  “ε σ ω τ ε ρ ι κ ή ς  ε ν η μ έ ρ ω σ η ς”, στις οποίες συντρέχεικαι η προτεινόμενη “παιδαγωγική” προεργασία ενημερωτικού χαρακτήρα των πρωτόπειρων βουλευτών, κατά τρόπο που να ενδυναμώνει την αξιοπιστία του λειτουργήματός τους.

                3. Εν τέλει, χωρίς να παραβλέπεται ότι η ανεξαρτησία των βουλευτών αποτελεί την πεμπτουσία του αντιπροσωπευτικού συστήματος, εν τούτοις η διαμόρφωση ενός κοινωνικού consensus στη ratio των διατάξεων του Κώδικα συνδράμει, καθοριστικά, στην πραγμάτωση του θεσμικού περιεχομένου του λειτουργήματός τους.

                Η προτεινόμενη διαδικασία της εσωτερικής ενημέρωσης καθίσταται ουσιαστικότερη, ιδίως όταν οι αρχές του Κώδικα εμπλουτίζονται, συνεχώς, με λόγο και επιχειρήματα υψηλής πειστικότητας, ώστε να καθίσταται αρραγέστερο το θεμέλιο εμπιστοσύνης του εκλογικού σώματος  στους κοινοβουλευτικούς θεσμούς, που επιδιώκεται να διαμορφωθεί.

                Η έμπρακτη υποστήριξη στις αρχές του Κώδικα -η πλειονότητα των οποίων αποτελεί  π ρ ο ϊ ό ν  π ο λ ύ χ ρ ο ν η ς   δ ο κ ι μ α σ ί α ς  του κοινοβουλευτικού χαρακτήρα του πολιτεύματος-, μπορεί να ενισχύσει και τους συνεκτικούς δεσμούς συναδελφικότητας μεταξύ των βουλευτών, καθιστώντας ευχερέστερη και ουσιαστικότερη την ανάδειξη συνθέσεων, με θετικές συνεπαγωγές στη συνοχή της κοινωνίας. Επίσης, να εμπεδώσει σχέσεις ικανές να αντέξουν στη δοκιμασία των ιδεολογικών και πολιτικών οξυτήτων εντός και εκτός της Βουλής,  μέσω της αποδοχής μιας κοινής συνισταμένης, που εκφράζει ο αντιπροσωπευτικός ρόλος της Βουλής.

                Το  “δ έ ο ν”   τ ο υ  Κ ώ δ ι κ α  -ένα είδος  “ε σ ω τ ε ρ ι κ ο ύ  α υ τ ο ε λ έ γ χ ο υ”-  μπορεί να καταστεί πειστικότερο και αποτελεσματικότερο, όταν αναμορφώνεται, εντός της αυτονομίας του Αντιπροσωπευτικού Σώματος∙ έτσι, ώστε να ενισχυθεί η  αποστολή του ως  “ε κ φ ρ α σ τ ή  μ ι α ς  δ ι α ρ κ ώ ς  δ ο κ ι μ α ζ ό μ ε ν η ς  π ε ι σ τ ι κ ό τ η τ α ς, ε ν τ α γ μ έ ν η ς  σ τ α  π λ α ί σ ι α  τ η ς  δ ι α λ ε κ τ ι κ ή ς  δ ι α δ ι κ α σ ί α ς”  και όχι ενός συστήματος, άκριτα, επιβαλλόμενων συμπεριφορών .

Συμπερασματικές παρατηρήσεις

1.Οι κλασικές αρχές και αξίες της κοινωνικής συμβίωσης -μετά την πολύχρονη δοκιμασία που υπέστησαν λόγω των πρακτικών της καταχρηστικής άσκησης εξουσίας- επανήλθαν, βαθμιαία, στο πολιτικό προσκήνιο ως γενικές αρχές του δικαίου. Χαρακτηριστική περίπτωση του εν λόγω φαινομένου συνιστά η ενσωμάτωση στον Κώδικα Δεοντολογίας των μελών του Ελληνικού Κοινοβουλίου  γενικών αρχών προορισμένων να λειτουργήσουν ως κριτήρια και μέτρα στάθμισης και αξιολόγησης της ενδοκοινοβουλευτικής και κοινωνικής τους συμπεριφοράς.

                Μέσω αυτών, η νομιμοποίηση του εκλογικού σώματος ενισχύεται, επανακτώντας μια δυναμική εξίσου σημαντική με την τυπική νομιμότητα. Διότι απαιτεί, από τους φορείς του βουλευτικού λειτουργήματος  σεβασμό στις δημοκρατικές αξίες που ενσαρκώνει και υπηρετεί το κοινοβουλευτικό δίκαιο.

                Παράλληλα, ενισχύονται οι εγγυήσεις  του εξορθολογισμού καιτης ασφάλειας του κοινοβουλευτικού δικαίου, που συντελούν στην επιτυχία της αντιπροσωπευτικής αποστολής των βουλευτών, θεμελιωμένης στη συνταγματική πρόβλεψη της ελεύθερης εντολής (άρθρ. 51 παρ. 2, 61). 

                2. Μέσω του Κώδικα  προβλέπεται ο αυτοπεριορισμός των βουλευτών στα πλαίσια μιας λειτουργικής ορθότητας, θεμελιωμένης σε αρχές και κανόνες που καθορίζει αυτόνομα η Βουλή.

                Ειδικότερα, οι αρμοδιότητες των βουλευτών, που προσδιορίζουν την εγκυρότητα των κοινοβουλευτικών διαδικασιών, προϋποθέτουν μια γενικότερη ε ν δ ο κ ο ι ν ο β ο υ λ ε υ τ ι κ ή  κ α ι  ε ν δ ο κ ο ι ν ω ν ι κ ή  σ υ μ π ε ρ ι φ ο ρ ά σ υ ν ά δ ο υ σ α  σ τ ο  κ ύ ρ ο ς  κ α ι  τ η ν  α ξ ι ο π ι σ τ ί α  τ ο υ ε π ι τ ε λ ο ύ μ ε ν ο υ  λ ε ι τ ο υ ρ γ ή μ α τ ό ς  τ ο υ ς.

                ΄Ομως, η διατύπωση ορισμένων από τις γενικές αρχές του Κώδικα μέσω αορίστων εννοιών και ο ηθικολογικός τους χαρακτήρας μπορούν να δημιουργήσουν -κατά την ανάδειξη του νοηματικού τους περιεχομένου σύγχυση σχετικά με την άσκηση του βουλευτικού λειτουργήματος, αναγόμενη ιδίως στο εύρος της “κατά συνείδηση” γνώμης και ψήφου των φορέων του.

                Η προτεινόμενη, αυτεπάγγελτη, ενημέρωση των πρωτόπειρων βουλευτών από έμπειρους συναδέλφους τους, μέλη της ΕΜΕΚΔ, αποσκοπεί, στα πλαίσια των αναπτυσσόμενων διαλεκτικών διαδικασιών:

                α)  να αναδείξει  σ υ ν θ έ σ ε ι ς  π ρ ο β λ η μ α τ ι σ μ ώ ν  σχετικά με τη σαφήνεια, πληρότητα, λειτουργικότητα, αντοχή και απήχηση των αρχών του Κώδικα στους αποδέκτες του, που συνεπάγεται, την  υ π ο χ ρ έ ω σ η  σ υ μ μ ό ρ φ ω σ ή ς  τ ο υ ς  σ ε  μ ι α σ υ μ π ε ρ ι φ ο ρ ά  “ε λ ε γ χ ό μ ε ν η”  α π ό  τ η  Β ο υ λ ή  κ α ι  τ η ν  κ ο ι ν ω ν ί α. 

                Οι εν λόγω προβληματισμοί μπορούν να λειτουργήσουν, στην πορεία της ιστορικής εξέλιξης, και ως εναύσματα για την αναμόρφωση των διατάξεών του ΚτΒ [άρθρ. 65 παρ. 1 Συντ.: “Η Βουλή ορίζει τον τρόπο της ελεύθερης και δημοκρατικής λειτουργίας της με Κανονισμό (…)]. ΄Αλλωστε, αδιάψευστος αξιολογητής της ακολουθίας των ανωτέρω διαδικασιών παραμένει, αποκλειστικά, η ίδια η Βουλή.

                β) να συμβάλλει στην πληρότητα και αποτελεσματικότητα  του κοινοβουλευτικού τους έργου.   

                γ) να ενισχύσει τον πλουραλιστικό χαρακτήρα των κοινοβουλευτικών σχέσεων, εδραιώνοντας σε διαπροσωπικό επίπεδο, τη συνεργασία και τον αλληλοσεβασμό των μελών του Κοινοβουλίου, ασχέτως των ιδεολογικών και πολιτικών διαφοροποιήσεών τους ή των συγκρουόμενων συμφερόντων τους, εν τέλει

                δ) να συντρέξει στην εδραίωση μιας νομιμοποιητικής βούλησης από το εκλογικό σώμα, ικανής να διασφαλίσει της αξιοπιστία και το κύρος του βουλευτικού λειτουργήματος και γενικότερα των κοινοβουλευτικών διαδικασιών.

                3. Παρά τη σημαντική επήρεια των εκλυτικών παραγόντων του πολιτικού γίγνεσθαι και του συνειδησιακού forum των βουλευτών στη διαμόρφωση των υποχρεωτικών κανόνων του Κώδικα, η εκπόρευσή τους εντοπίζεται, κυρίως, σε μια  δ ι ά χ υ τ η,  σ υ ν ε ί δ η σ η κ ο ι ν ω ν ι κ ή ς  η θ ι κ ή ς, που παρεισέφρησε στο δικαιικό σύστημα. ΄Αλλωστε, το δίκαιο αποβλέπει στη ρύθμιση της κοινωνικής συμπεριφοράς του ανθρώπου ως υποχρεωτικής, εν πολλοίς μέσω μιας αντίστοιχης ενσυνείδητης δεοντολογίας.

                Εν τέλει, ο Κώδικας Δεοντολογίας μπορεί να λειτουργήσει ως νέα και αποτελεσματική  μ ο ρ φ ή  ε γ γ ύ η σ η ς  τ η ς  κ ο ι ν ο β ο υ λ ε υ τ ι κ ή ς δ η μ ο κ ρ α τ ί α ς,  σε θεσμικό και προσωπικό επίπεδο, εφόσον συγκεράσει, αρμονικά, αρχές και κανόνες:

                α) επανορθωτικούς τραυματικών εμπειριών της πολιτικής ζωής,

                β) κοινωνικής ηθικής, προσιδιάζοντες στον πρωταρχικό πολιτειακό ρόλο της Βουλής, τη σπουδαιότητα των αρμοδιοτήτων της, την άμεση νομιμοποίηση των μελών της.

                γ) λυσιτελείς στα αδιέξοδα της πολιτικής αντιπαλότητας,

                δ) ευπροσάρμοστους στην αδήριτη ιστορική εξέλιξη του Συντάγματος και του ΚτΒ, και

                ε) αποτελεσματικούς στην εύρυθμη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.


 

               

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.