Ταξιδι… στην εβδομη δημιουργια

Τον χειμώνα του 1972 η εικοσιοχτάχρονη Ειρήνη συλλαμβάνεται από το στρατιωτικό καθεστώς για αντιστασιακή δράση και οδηγείται στις φυλακές Κορυδαλλού. Η φυλάκισή της σκάει σαν βόμβα στη ζωή των δικών της και ανατρέπει σχέσεις και αισθήματα. Για την εννιάχρονη κόρης της, Όλγα, η φυλάκιση της μητέρας της βαραίνει σαν προσωπική εγκατάλειψη. Για τον ανεύθυνο, επιπόλαιο πρώην άνδρας της, Μανόλη, έρχεται, για πρώτη φορά, η στιγμή να αναλάβει την ευθύνη του παιδιού του. Η παιδική κι αχώριστη φίλη της Ειρήνης, Βάσια, παίζει άθελά της καταλυτικό ρόλο στις ισορροπίες που αλλάζουν. Η ίδια η Ειρήνη ανακαλύπτει μέσα στη φυλακή μιαν άλλη πλευρά της ζωής και του εαυτού της. Όταν αποφυλακίζεται, τον Αύγουστο του 1973, δεν θα βρει τίποτα στη θέση του. Με αφορμή την ταινία της Ελισάβετ Χρονοπούλου συνομιλούμε μαζί της για τη σκηνοθεσία, τη δημιουργία, τη δική της ματιά. Παράλληλα, ανιχνεύουμε τα γυναικεία βήματα που προηγήθηκαν στο χώρο της σκηνοθεσίας με την βοήθεια της κ. Ελίζας – Άννας Δελβερούδη, καθηγήτριας ιστορίας θεάτρου και κινηματογράφου στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.

«Ένα τραγούδι δεν φτάνει»… Μια ταινία για την προσπάθεια τεσσάρων ανθρώπων, που αγαπιούνται πολύ, να σταθούν άξιοι της αγάπης τους. Για τις προσπάθειες των γυναικών να δημιουργήσουν συζητάμε με την σκηνοθέτη της ταινίας κ. Ελισάβετ Χρονοπούλου. Για τον κινηματογράφο, τα σχόλια του κοινού, τη δημιουργία και τις γυναίκες που διανύουν διπλό δρόμο χωρίς ποτέ να φτάνει…

Γιατί βλέπετε την ταινία σας;

Δεν την βλέπω ολόκληρη, βγαίνω και έξω. Γιατί τη βλέπω με μεγάλη αγωνία κάθε φορά μέσα από την αίσθηση της κάθε αίθουσας.

Σε τι είδους «σχόλια» προβαίνετε;

Άλλοτε ντρέπομαι, άλλοτε έχω μεγάλη αγωνία.
Για κάποια πράγματα χαίρομαι, για άλλα μετανιώνω και λέω: «Πώς το έκανα έτσι αυτό;». Νιώθω και αισθάνομαι τον κόσμο. Βλέπω και ζω αυτό που γίνεται μέσα στην αίθουσα.

Και η κριτική του κόσμου, πόσο σας επηρεάζει;

Μετράνε πάρα πολύ τα σχόλια του κόσμου. Δυστυχώς όμως μετράνε τα άσχημα περισσότερο από τα καλά. Όλα τα καλά λόγια που λένε σε «γλυκαίνουν» λίγο, αλλά ένας να πει κάτι κακό, σε πληγώνει πάρα πολύ.

Ο χώρος σας είναι πολύ σκληρός, έτσι δεν είναι;

Είναι πολύ σκληρός ο χώρος γενικότερα. Είναι πολύ σκληρός για όλες τις γυναίκες, ακόμη και στην εποχή μας, όταν θέλουν να διεκδικήσουν να είναι δημιουργοί. Όσες το τολμήσουν έχουν να διαβούν έναν δρόμο ακανθώδη. Είναι πάρα πολύ δύσκολο, απόδειξη αποτελεί το γεγονός ότι γυναίκες σκηνοθέτιδες, που καταφέρνουν να φτάσουν στη μεγάλου μήκους ταινία, είναι ελάχιστες σε σχέση με αυτές που ξεκινάνε στις Σχολές. Σε μια Σχολή Κινηματογράφου τα κορίτσια είναι τριπλάσια από τα αγόρια. Στο φεστιβάλ της Δράμας που πηγαίνουμε με τις μικρού μήκους ταινίες είμαστε μισοί – μισοί. Στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης ήμασταν δύο γυναίκες μέσα σε πενήντα άντρες.

Μόνο στον κινηματογράφο συμβαίνει αυτό;

Όχι μόνο στον κινηματογράφο. Οι γυναίκες που θέλουν να είναι δημιουργοί έχουν να αντιμετωπίσουν μεγάλα προβλήματα. Είναι η κοινωνία τέτοια. Δεν το κάνουν οι άνδρες συνάδελφοι, ίσα – ίσα μας υποστηρίζουν. Οι άνδρες σκηνοθέτες, επειδή ακριβώς είναι σκηνοθέτες και δημιουργοί, καταλαβαίνουν και σε υποστηρίζουν. Είμαστε ακόμη σαν κοινωνία πάρα πολύ πίσω σε σχέση με την ισότητα. Αυτό το πιστεύω, το βλέπω. Όταν θέλεις να είσαι μια εργαζόμενη μητέρα με ωράριο κ.τ.λ., δουλειά μπορείς να βρεις. Όταν διεκδικείς κάτι περισσότερο, να είσαι δημιουργός, τότε η κοινωνία δεν είναι έτοιμη να το δεχτεί αυτό και να το δώσει σε μια γυναίκα. Και μάλιστα, σε μια γυναίκα που τολμάει να θέλει να έχει και οικογένεια και να μην ταχθεί σ’ αυτό και γίνει άνδρας.

Για τους άνδρες δεν τίθενται τέτοιου είδους ζητήματα…

Οι άνδρες συνάδελφοί μου, της γενιάς μου, έχουν οικογένεια. Πώς όμως; Έχουν καταπληκτικές γυναίκες που μεγαλώνουν τα παιδιά τους και εκείνοι λένε: «γράφω». Όταν ο «μπαμπάς γράφει» κανείς δεν χτυπάει την πόρτα να τον ενοχλήσει. Το οκτάωρο που ο μπαμπάς γράφει όλοι το σέβονται. «Η μαμά γράφει» δεν υπάρχει. Δεν υπάρχει όχι μόνο για το παιδί, δεν υπάρχει ούτε για το σύζυγο ούτε για την πεθερά ούτε για την οικιακή βοηθό ούτε για την μαμά της. Αν μια γυναίκα θέλει να ζήσει σαν άνδρας δημιουργός, δηλαδή εργένης, και να μην κάνει οικογένεια, να μην διεκδικεί τίποτα άλλο και να μάχεται, τότε εντάξει, δεν υπάρχει πρόβλημα.

Και για το έργο των γυναικών υπάρχει προκατάληψη;

Ναι, πιστεύω ότι υπάρχει προκατάληψη και για το έργο. Το έργο μιας γυναίκας στην τέχνη και στην επιστήμη, αν υπογραφόταν από ένα ανδρικό όνομα θα είχε ένα 10% πριμ, οπωσδήποτε.

Τι λένε δηλαδή: «Μια γυναίκα ακόμη! Που δεν έχει να πει κάτι»;

Λένε: «Μια γυναίκα ακόμη»! Δεν τολμάει να το πει, αλλά το κάνει! Δεν νομίζω ότι η κοινωνία έχει αποδεχθεί ότι η γυναίκα μπορεί να είναι μεγάλος καλλιτέχνης, μεγάλος επιστήμονας, μεγάλος δημιουργός. Λίγο χώρο μας έχουν δώσει. Δηλαδή, ότι η γυναίκα μπορεί να είναι Αϊνστάιν δεν το αποδέχονται. Μπορεί να είναι όμως βοηθός του Αϊνστάιν. Μπορεί να είναι μια ερευνήτρια, αλλά δεν μπορεί να ανακαλύψει το φάρμακο για τον καρκίνο. Μπορεί να είναι μια σκηνοθέτης, αλλά όχι αυτή που θα μείνει στην ιστορία.

Διαβαίνουν διπλό δρόμο για την καθιέρωση οι γυναίκες;

Ναι, διπλό και τρίδιπλο πολλές φορές.

Βλέπετε τις γυναίκες ως ιστορικό υποκείμενο στα έργα σας;

Αν γυρνούσε ο πατέρας αντιστασιακός, στο σπίτι θα έκαναν πάρτι, γιορτή, θα του απέδιδαν τιμές. Με την γυναίκα – αντιστασιακό δεν έγινε κάτι τέτοιο. Αυτό λέει αυτή η ταινία. Η μαμά δεν επιτρέπεται να αφήσει το παιδί της. Η μαμά είναι μαμά. Αν ήταν ο μπαμπάς που επιστρέφει ως αντιστασιακός, το παιδί θα ήταν περήφανο και δεν θα τον αποχωριζόταν ποτέ. Τη μαμά την τιμώρησε για μια ζωή και την τιμώρησε και γιατί η μαμά είναι και μεγάλη καλλιτέχνης.

Η ίδια όμως αμφισβητεί το έργο της, αυτοσαρκάζεται…

Αυτή η γυναίκα σε όλη της ταινία λέει ότι δεν είναι σίγουρη γι’ αυτό που έκανε. Το κόστος του να χάσει το παιδί της δεν ήθελε να το πληρώσει. Αν ξαναγύρναγε πίσω και αν ήξερε τι πρόκειται να γίνει, τότε δεν θα το έκανε.

Τελικά όσο και να δώσει μια γυναίκα, ποτέ δεν είναι αρκετό, έτσι δεν είναι;

Ναι, αυτό λέει και η ταινία: «Ένα τραγούδι δεν φτάνει»… Όλοι οι πρωταγωνιστές αγαπιούνται, αλλά η αγάπη αυτή δεν φτάνει, γι’ αυτό είναι κατά κάποιον τρόπο πολιτική ταινία. Η αγάπη τελικά δεν φτάνει, είναι και η κοινωνία που μπαίνει ανάμεσα, το χρέος μας προς άλλα πράγματα. Δεν είμαστε ελεύθεροι. Η γυναίκα όλο δίνει και όλο θα πρέπει να δώσει κάτι παραπάνω. Συνέχεια προσφέρει και συνέχεια διαπιστώνει ότι δεν φτάνει αυτό που προσέφερε, ότι της ζητούν όλο και περισσότερα.

Διακρίνω ότι ως ήρωες επιλέγετε στις ταινίες σας καθημερινούς και μη ηρωικούς τύπους…

Ισχύει αυτό. Αυτή η γυναίκα, για παράδειγμα, δεν είναι ο Παναγούλης. Ίσα – ίσα είναι μια γυναίκα που λέει η ίδια μέσα στη φυλακή: «Έκανα αντίσταση του κώλου! Τι έκανα;». Δεν την έγραψε η ιστορία. Ήταν ένα κορίτσι που δεν άντεχε. ασφυκτιούσε και βγήκε στο δρόμο. Δεν ήταν η μεγάλη αγωνίστρια.

Και η φράση της συγκρατούμενης της: «Ό,τι θέλω θα κάνω μέσα στο κελί μου» δεν είναι οξύμωρο; Πώς μπορεί κανείς σε ένα κελί να κάνει ό,τι θέλει;

Χαίρομαι που την επισημάνατε αυτή τη φράση. Θεωρώ ότι σ΄ αυτή την ταινία υπάρχουν δυο – τρεις φράσεις που είναι φράσεις «κλειδιά» για μένα Ήταν ξεχωριστή φράση, αυτό είναι γυναικείος λόγος γιατί κάπως έτσι νιώθουν οι γυναίκες γενικότερα.

Πώς προέκυψε η ενασχόληση με τον κινηματογράφο;

Ήθελα όταν ήμουν μικρή να σπουδάσω ιστορία, να γίνω ιστορικός. Πήγα στην Ιταλία και εκεί στη σχολή κάναμε και ένα μάθημα για τον Ιταλικό νεορεαλισμό. Εγώ μέχρι τότε έβλεπα cinema όπως όλος ο κόσμος. Τότε μας έδειξαν την ταινία «Κλέφτες ποδηλάτων» του Βιτόριο Ντε Σίκα. Αυτή η ταινία άλλαξε τη ζωή μου. Είπα ότι το cinema είναι κάτι που δεν είχα φανταστεί. Συγκλονίστηκα με τον νεορεαλισμό. Κι ύστερα σιγά – σιγά φτάσαμε εδώ. Στην αρχή ξεκίνησα λίγο βιοποριστικά, σαν μοντέρ, για να ζήσω, πολύ αργά αποφάσισα να σκηνοθετήσω.

Συνέβαλε σ΄ αυτό και το γεγονός ότι είναι δύσκολη υπόθεση να κάνει κανείς ταινίες;

Είναι πολύ δύσκολη υπόθεση. Είμαστε απαξιωμένοι και μας περιφρονεί το σύμπαν. Δεν νομίζω να υπάρχει πιο περιφρονημένο πράγμα για το κοινό. Όπου βρεθώ και όπου σταθώ, μόλις πεις ότι είσαι σκηνοθέτης, «σου την πέφτουν» όλοι μαζί. Λένε μεταξύ άλλων: «Και γιατί γυρίζετε ταινίες»; «Και πώς είναι έτσι οι ταινίες που κάνετε;» «Και τι χάλια είναι αυτά». Μπορεί να έχουν δίκαιο οι άνθρωποι.

Τότε για ποιο λόγο συνεχίζετε να κάνετε ταινίες;

Γιατί πιστεύω ότι το κοινό μιας ταινίας δεν είναι το κοινό εκείνης της συγκεκριμένης χρονικής στιγμής που έγινε η ταινία, αλλά και κάποιοι άλλοι άνθρωποι σε άλλες χρονιές. Είναι ένα έργο τέχνης. Η ταινία μένει, οπότε γι’ αυτό το λόγο συνεχίζεις να κάνεις κινηματογράφο. Δεν εξαντλείται, δεν είναι μια θεατρική παράσταση. Δεν έχω άγχος αν θα μπει ο κόσμος στην αίθουσα τώρα. Πιστεύω ότι, αν κάτι καταφέρνεις να κάνεις, το δρόμο του θα το βρει μέσα στο χρόνο.

Μια μεγάλη κατηγορία ανθρώπων πάντως σας προσάπτει ότι οι σκηνοθέτες ξοδεύουν πολλά λεφτά…

Όντως μια μεγάλη κατηγορία είναι ότι ξοδεύουμε πολλά λεφτά κρατικά για να κάνουμε ταινίες. Έχω μιαν απάντηση και τη συνείδηση μου ήσυχη ως αριστερός άνθρωπος που είμαι. Απαντώ, λοιπόν, ότι εμείς συντηρούμε μια βιομηχανία και τα λεφτά, αυτά τα ελάχιστα που δίνει το κράτος – ενώ θα έπρεπε να δίνει πάρα πολλά στον πολιτισμό γενικά και δεν δίνει – δεν τα παίρνει ο σκηνοθέτης να τα βάλει στην τσέπη του, τα παίρνει για να δώσει θέσεις εργασίας. Ζουν οικογένειες.

«Οι ελληνίδες κάνουν μια πολύ ξεχωριστή δουλειά που έχει τα δικά της χαρακτηριστικά», δηλώνει η κ. Ελίζα – Άννα Δελβερούδη, καθηγήτρια ιστορίας θεάτρου και κινηματογράφου στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και σημειώνει: «Υπάρχουν ξένες σκηνοθέτιδες που τις βλέπουμε στην τηλεόραση, που ψάχνεις αυτά τα χαρακτηριστικά και δεν τα βλέπεις. Δηλαδή είναι σε θέση να κάνουν μια εμπορική ταινία κατά τα αντρικά πρότυπα».

Υπάρχουν γυναίκες που ασχολούνται με την ιστορία στη σκηνοθεσία του κινηματογράφου;

Σκηνοθέτιδες που ασχολούνται με την ιστορία είναι τέσσερις. Από τότε που άρχισαν να γυρίζονται ελληνικές ταινίες, η Μαρία Πλυτά είναι η πρώτη γυναίκα σκηνοθέτης. Το έργο της είναι άγνωστο και περιθωριοποιημένο. Δεν έχει ασχοληθεί κανείς μαζί της, γενικά τη θεωρούσαν όχι ισάξια με τους άνδρες συναδέλφους της. Η πρώτη γυναίκα που ασχολήθηκε με την ιστορία και έκανε μια ιστορική προσωπογραφία, την «Δούκισσα της Πλακεντίας».

Η δεύτερη είναι η Τόνια Μαρκετάκη, η οποία κάνει μια ταινία εποχής το 1984, την «Τιμή της αγάπης», μια ταινία πολύ γνωστή γιατί έχει παιχτεί επανειλημμένα από την τηλεόραση και πήρε πολύ καλές κριτικές γενικά. Μια πολύ αγαπητή και δημοφιλής ταινία που έχει στηριχτεί σε ένα διήγημα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη και το εκμεταλλεύεται με ένα πάρα πολύ καλό και κινηματογραφικό τρόπο. Είναι μια ταινία εποχής. Επίσης, η Μαρκετάκη κάνει τις «Κρυστάλλινες νύχτες», μια ταινία πολύ διαφορετικού διαμετρήματος, από αυτά που δεν έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε στην Ελλάδα. Ήταν αναπάντεχο μια γυναίκα να κάνει αυτήν την ταινία.

Η τρίτη είναι η Κατερίνα Ευαγγελάκου, που επανέρχεται στο θέμα του εμφυλίου, ένα θέμα που είχε απασχολήσει κάποιους άντρες σκηνοθέτες τη δεκαετία του ‘80. Η Ευαγγελάκου έρχεται το ‘94 με το «Ιαγουάρο», μια διασκευή από μια Νουβέλα του Αλέξανδρου Κοτζιά, και την μεταμορφώνει αρκετά, δίνει μια νέα διάσταση στο πώς εμφανίζεται ο εμφύλιος. Εκεί που οι άνδρες αναφερόμενοι στον εμφύλιο προσπαθούν να αποκαταστήσουν τον ρόλο της αριστεράς, η Ευαγγελάκου υιοθετεί μιαν άλλη οπτική: Ότι έκανε και η αριστερά εγκλήματα τα οποία έχουν μείνει και αυτά αν έρθουν στο φως, ερμηνεύουν πολύ καλά τις πράξεις κάποιων ανθρώπων. Είναι ένα ερώτημα αρκετά τολμηρό, γιατί η αριστερά πέρασε από τη θέση του θύματος στην αποκατάσταση και αυτό δεν αμφισβητήθηκε. Βέβαια, το έχει και ο Κοτζιάς στη νουβέλα του, αλλά η Ευαγγελάκου κάνει μια μεγάλη διαφοροποίηση στους γυναικείους χαρακτήρες.

Και η ταινία της Χρονοπούλου;

Ναι, το «Ένα τραγούδι δεν φτάνει». Είναι η πρώτη της ταινία. Αφηγείται πολύ ωραία μια ταινία με έναν αντισυμβατικό τρόπο. Η σύνθεσή της είναι περίπλοκη και παράλληλα απλή. Μπορεί ο θεατής ανά πάσα στιγμή να ξέρει πού βρίσκεται, παρά το γεγονός ότι δεν έχει διαλέξει μια γραμμική αφήγηση. Φτιάχνει χαρακτήρες, όλοι οι ρόλοι είναι χαρακτήρες μέσα στο έργο της, είναι χαρακτήρες που εξελίσσονται. Όλα τα στοιχεία που παρεμβαίνουν βοηθάνε τη σύνθεση των χαρακτήρων, κάνουν πιο περίπλοκο το οικοδόμημα, αλλά το διαφωτίζουν και παράλληλα δεν είναι μια ψεύτικη κατασκευή. Για παράδειγμα η μουσική: Είναι ο τίτλος της ταινίας, ο ήρωας είναι μουσικός, το παιδί του κάποια στιγμή τον αντιγράφει στην μουσική, αυτός συνθέτει ένα τραγούδι που δεν μπορεί να ολοκληρώσει. Το ολοκληρώνει με το παιδί και αυτό το τραγούδι έχει στίχους που μιλάνε για τα αισθήματα του πατέρα προς τη μητέρα και προς το παιδί και του παιδιού προς τη μητέρα. Αυτό είναι μια εξαιρετική χρήση της μουσικής πάρα πολύ σπάνια, δεν είναι τυχαίο το μουσικό κομμάτι. Ήταν εξαιρετική η χρήση, από τα πιο ωραία πράγματα που έχω δει στη δουλειά με τη μουσική στο κινηματογράφο, σε παγκόσμιο επίπεδο.

Όλα αυτά τα επισημάνετε από την πρώτη στιγμή που είδατε την ταινία;

Την πρώτη φορά που την είδα στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης, όπου πρωτοπαίχτηκε, δεν είχα καταλάβει απολύτως τίποτε και τα σχόλια των ειδημόνων δεν διέκριναν τίποτε το εξαιρετικό σ΄ αυτή την ταινία. Πέρασαν πολλά χρόνια για να την ξαναδώ και να αρχίσω να την αποκρυπτογραφώ. Ένα στοιχείο της σκηνοθεσίας είναι ότι κάνει διαφορετικές χρήσεις του ασπρόμαυρου και του χρώματος, οι οποίες χρήσεις δεν είναι πολύ σαφείς. Η Μαρκετάκη χρησιμοποιεί το χρώμα στις στιγμές της έντασης του συναισθήματος, του πάθους του ερωτικού. Κάνει παιχνίδι με τα χρώματα ανάλογα με τα συναισθήματα και όχι ανάλογα με τα χρόνο, που είναι κάτι που συνηθίζεται. Αυτό που κάνει είναι κάτι πολύ διαφορετικό για τον θεατή. Δεν μπορεί να παρακολουθήσει γιατί ξαφνικά έχουμε χρώμα και μετά έχουμε ασπρόμαυρο. Προσπαθώντας να βρω μια ερμηνεία κατέληξα σ΄ αυτό. Μπορεί να μην είναι, αλλά εγώ πιστεύω ότι βρήκα έναν λογικό τρόπο ερμηνείας.

Οι «Κρυστάλλινες νύχτες» ήταν μια ταινία μπροστά από την εποχή της…

Ήταν μια πάρα πολύ φιλόδοξη ταινία. Η Μαρκετάκη το παραδεχόταν αυτό και είχε πάρα πολύ υψηλούς στόχους και αυτό ήταν πολύ δυσβάσταχτο για το περιβάλλον της. Είπαν: «Να, ήθελε να κάνει μια πολύ φιλόδοξη ταινία, έκανε μια μπούρδα, μπορούμε να την πατήσουμε». Δεν ασχολήθηκε κανείς με το τι ήταν αυτή η «μπούρδα».

Σκληρή κριτική…

Ξεκινάει η ταινία με μια τελετή της μαγείας. Μπαίνει σε μια τελετή μάγων. Την παίρνουν μέσα στη συλλογικότητά τους οι μάγοι. Δεν καταλαβαίνουμε τι είναι αυτό. Γιατί την παρουσιάζει ως μάγισσα αυτή τη γυναίκα; Ψάχνοντας βρήκα ότι είχε μεταφράσει ένα τέτοιο βιβλίο. Το διάβασε, ήταν αρκετά πριν την ταινία, την εντυπωσίασε, το σκέφτονταν και το ενσωμάτωσε. Η μάγισσα είναι αυτή που έχει υπερφυσική δύναμη και γι’ αυτό μπορεί αυτό το εβραιόπουλο να μπαίνει μέσα του, να του μιλά, να το «κατακτά» με την έννοια του σατανισμού. Να μπαίνει στο σώμα του και να το κάνει ό,τι θέλει. Το «χτίζει» πολύ ωραία το θέμα της μαγείας. Ο συγγραφέας, ο Γκέρσον, βάζει στο βιβλίο του ότι ο Χίτλερ και ο Χίμλερ ανήκαν σ΄ αυτή την μυστικιστική οργάνωση και βγάζει κάποιους Αρχιμάγους να συμπεριφέρονται όπως ο Χίτλερ, να παθαίνουν υστερία και κρίση. Δίνει μια εξήγηση στην ιστορία μ’ αυτόν τον τρόπο, βάζει ένα στοιχείο το οποίο είναι πολύ ενδιαφέρον να το δει κανείς και να το μελετήσει πολύ προσεκτικά. Δεν είναι μια δουλειά στο πόδι, ότι κάναμε κάτι.

Την ενδιέφερε, νομίζω, ο αιώνιος έρωτας…

Αυτό που την ενδιέφερε – και το έχει ομολογήσει σε συνεντεύξεις της – είναι αυτό το πάθος, ο αιώνιος έρωτας, όπως είπες, αυτό το πράγμα που καταλύει την ανθρώπινη ζωή, την ανθρώπινη δύναμη. Βάζει, επίσης, ένα θέμα μετεμψύχωσης, όλα αυτά που οι Έλληνες θεωρούν ότι είναι πολύ επικίνδυνα να τα πιάσουν γιατί βγαίνουν από την κανονικότητα. Εμφανίζει την ηρωίδα της να πεθαίνει, να γεννιέται ένα κοριτσάκι που παίρνει το χάρισμά της και αυτό το κοριτσάκι προδίδει όλη του την οικογένεια για να μπορέσει να ζήσει με τον Εβραίο που είχε ερωτευτεί στην πρώτη της ζωή. Δεν είναι ηθογραφική ταινία. Είναι δυσβάστακτα αυτά τα ανοίγματα: της μαγείας, της προδοσίας, της μετεμψύχωσης… Ήταν πολύ δυσβάστακτά για να τα διαχειριστεί θετικά το περιβάλλον γι’ αυτό και δεν μπόρεσαν να καταλάβουν τι ήταν η ταινία.

Ναι, κι άλλοι σκηνοθέτες έκαναν «ανοίγματα», αλλά ο περίγυρός τους τα αποδέχτηκε…

Αν ένας άντρας, όπως ο Αγγελόπουλος, είχε τη δύναμη να επιβάλει το «καθεστώς» του το καλλιτεχνικό, αυτή η γυναίκα δεν μπόρεσε να το επιβάλει διότι πέθανε. Πέθανε από μια ασθένεια η οποία συνδέεται πάρα πολύ με την απελπισία του ανθρώπου. Πέθανε από εγκεφαλικό, είχε άμεση σχέση με τη ζωή της. Δεν μπόρεσε να συνεχίσει, καταστράφηκε οικονομικά. Τότε, οι κριτικοί στεκόντουσαν σε κάποιες λεπτομέρειες της σκηνοθεσίας, οι οποίες ήταν ανούσιες μπροστά σ΄ αυτό που είχε προσπαθήσει να κάνει. Είναι κάτι το οποίο συμβαίνει πολύ συχνά. Αλλά αυτός που το βιώνει νιώθει άσχημα γιατί καταβάλει έναν κόπο ο οποίος δεν αναγνωρίζεται.

Την Μαλβίνα πώς την επέλεξε;

Έπρεπε να βρει κάποιον συνεργάτη που να ξέρει τις εβραϊκές τελετουργίες γι’ αυτό και η συνεργασία με την Μαλβίνα Κάραλη.

Ένα πολύ μεγάλο ταλέντο το οποίο «χτυπήθηκε» επίσης και η Χρονοπούλου;

Ναι, διότι δεν έκανε μια παραδοσιακή απόδοση της αριστεράς. Στα παρασκήνια βέβαια, διότι δεν τόλμησε να βγει κανείς και να πει «δεν είναι ωραία η ταινία της», διότι εκτιθέμεθα μερικές φορές, αλλά λέγανε: «Τι είναι αυτή η αριστερά που μας δείχνετε; Είναι ανύπαρκτη. Χαρτιά έριχναν οι αγωνίστριες;». Οι αγωνίστριες δεν είναι άνθρωποι… Είναι μια νέα γενιά, όπως η Ευαγγελάκου, είναι νεότερες και αυτό τις επιτρέπει να παίρνουν κάποιες αποστάσεις από τα πράγματα, μεγαλύτερη. Η Χρονοπούλου έψαξε πάρα πολύ την εποχή. Δούλεψε, δεν της ήρθε μια ιδέα απλώς και την έκανε ταινία, δεν περνάει ένα πλάνο και δεν συμβαίνει τίποτε επί δέκα λεπτά, επί είκοσι, επί τριάντα ή πολλά πλάνα τα οποία δεν έχουν περιεχόμενο.

Το έκανε και η Μαρκετάκη αυτό στην «Τιμή της αγάπης».

Ναι, αναρωτήθηκε «τι έκαναν αυτοί οι άνθρωποι το βράδυ την ώρα που γυρίζουν σπίτι τους;». Τους έδωσε μια ασχολία να κάνουν εκείνη την ώρα. Αυτό δεν το βλέπει ο θεατής εκείνη την ώρα. Γεμίζει όμως η ταινία δίνει μια υπόσταση στο χαρακτήρα, δεν μπορεί να υπάρξει αλλιώς ο χαρακτήρας.

Φαίνεται η γυναικεία ματιά στη σκηνοθεσία;

Από την πλευρά της σκηνοθεσίας δεν μπορώ να πω με λεπτομέρειες ποια είναι αυτά τα χαρακτηριστικά. Οπωσδήποτε, όμως, επειδή γράφουν οι ίδιες τα σενάρια, ακόμη και στη συνεργασία της Μαρκετάκη με την Κάραλη, βλέπουμε τι λένε για τα πράγματα. Τότε παρουσιάζονται αυτές οι «ιδιαιτερότητες», δηλαδή προτιμούν να είναι γυναικεία τα πρόσωπά τους. Αν μελετούσαμε ανδρικές ταινίες με τα ίδια περιεχόμενα, ίσως, να βρίσκαμε επιπλέον συμπεράσματα, είτε προς την μία είτε προς την άλλη κατεύθυνση. Πάντως διαλέγουν συγκρούσεις οικογενειακού τύπου κι όχι πολιτικού τύπου. Καμία δεν έχει καρικατούρες, έχουν όλες χαρακτήρες που σημαίνει ότι δουλεύουν πολύ πάνω στα σενάριά τους.

Με ήρωες καθημερινούς ανθρώπους, να ένα ακόμη κοινό στοιχείο…

Και οι ήρωες είναι καθημερινοί άνθρωποι όντως. Και οι άντρες είναι λιγότεροι. Δηλαδή στην ταινία της η Μαρκετάκη, στην «Τιμή της αγάπης», που την γυρίζει στην εποχή του φεμινισμού, οι άνδρες είναι πολλοί λιγότεροι από τις ηρωίδες. Δεν είναι εξιδανικευμένες γυναίκες, είναι καθημερινές γυναίκες, είναι μαχήτριες οι οποίες δουλεύουν σκληρά.

Φαντάζομαι ότι η Πλυτά αντιμετώπισε δυσκολότερες καταστάσεις…

Το σκεφτόμουν και για την Πλυτά – ως μια γυναίκα που μπαίνει σε έναν ανδρικό χώρο – που πρέπει να βρίζεται με το συνεργείο, αυτό το έλεγε η Πλυτά, δεν θα θέλει να μιλήσει γι’ αυτό μέσα από μια άλλη ηρωίδα; Η Πλυτά το λέει αυτό μέσα από την «Δούκισσα της Πλακεντίας», μια πολύ ξεχωριστή για την εποχή της γυναίκα. Σίγουρα κάθε μια από αυτές τις γυναίκες λέει και κάτι από τη δική της ιστορία. Στην «Τιμή της αγάπης» είναι πολύ μεταμφιεσμένο. Βλέπει έτσι τη γυναίκα, ότι έτσι θα βελτιώσει τη θέση της, Όπως πολεμάει αυτή, έτσι πολεμάνε και οι ηρωίδες της.

Όμως, τι απήχηση μπορούν να έχουν οι ταινίες για να αλλάξουν τον κόσμο;

Έτσι κι αλλιώς, οι ταινίες δεν έχουν δυνατότητα να έχουν απήχηση μέσα από την αίθουσα. Αυτό είναι πολύ γνωστό. Δηλαδή, μετά από την «Πολίτικη Κουζίνα» καμία ταινία δεν έκανε τα ίδια εισιτήρια. Καλά εισιτήρια έκανε ο Περάκης με την κωμωδία του. «Η χορωδία του Χαρίτωνα», που είχε πολλές αντιστοιχίες με την «Πολίτικη κουζίνα» και ήταν μια πολύ ωραία, ευχάριστη ταινία και ακουγόταν ότι θα κάνει πολλά εισιτήρια, τελικά δεν έκανε καθόλου εισιτήρια, «πήγε άπατη». Έπρεπε να τη δει ο κόσμος και δεν την είδε. Όλες αυτές οι ταινίες βγαίνουν μια εβδομάδα στους κινηματογράφους, όποιος δεν πάει να τη δει, δεν την είδε. Δεν πάνε να δουν ελληνικές ταινίες. Λειτουργεί όλο το σύστημα της διανομής και της προκατάληψης. Τα νέα παιδιά δεν πηγαίνουν. Ακόμη και η σχέση με τον παραγωγό είναι πιο δύσκολη για τη γυναίκα από ό,τι για τους άνδρες.

Το ίδιο ισχύει και για τις γυναίκες σκηνοθέτιδες των άλλων χωρών;

Οι μελέτες που υπάρχουν για τον γυναικείο κινηματογράφο ξεκινούν πάντα από τις φεμινιστικές σπουδές και έχουν μια ορισμένη οπτική, κατά πόσο δηλαδή οι γυναίκες συμμορφώνονται ή αποκλίνουν από το πατριαρχικό μοντέλο. Οι ελληνίδες, τουλάχιστον αυτές που ανέφερα, κάνουν μια πολύ ξεχωριστή δουλειά που έχει δικά τους χαρακτηριστικά. Υπάρχουν ξένες σκηνοθέτιδες που τις βλέπουμε στην τηλεόραση, στη δουλειά των οποίων ψάχνεις αυτά τα χαρακτηριστικά και δεν τα βλέπεις. Δηλαδή είναι σε θέση να κάνουν μια εμπορική ταινία κατά τα αντρικά πρότυπα.

Μαρία Νικολάου

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.