Η «καυτη πολιτικη πατατα» της εκλογης του Προεδρου

Με αφορμή το πιο πρόσφατο ζήτημα στην πολιτική σκηνή της χώρας και τις συνταγματικές ριπές που εξαπολύονται από συνταγματολόγους και των τριών Νομικών Σχολών της χώρας με στόχο την πρόσφατη επιστημονική άποψη που διατύπωσαν δύο συνάδελφοί τους, οι οποίοι εξέφρασαν τη διαφωνία τους με την τακτική του προέδρου του ΠΑΣΟΚ Γιώργου Παπανδρέου, ο ΠτΘ επανέρχεται σήμερα, μετά από αίτημα και πολλών αναγνωστών μας, με την παράθεση των απόψεων των συνταγματολόγων όπως δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «Τα Νέα».

Και αντλώντας ο καθένας επιχειρήματα από τη δεξαμενή των συνταγματικών διατάξεων, τοποθετούνται με τον δικό τους τρόπο απέναντι στις απόψεις παλαιότερων συναδέλφων τους των κ.κ. Γιώργου Κασιμάτη και Δημήτρη Τσάτσου.

v v v

Ο θόρυβος προέρχεται από τα

πρόσωπα που τον προκαλούν παρά από τις απόψεις τους


Του Γιάννη Ζ. Δρόσου

Η ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΗ πρόταση γνωστού βουλευτή του ΠΑΣΟΚ να μην ψηφισθεί ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας για να προκληθούν εκλογές και στη συνέχεια να προταθεί η επανεκλογή του- αν αποδόθηκε σωστάίσως και να μην είναι το άριστο δείγμα μιας coretezza costituzionale. Μάλλον τσιφτολεβέντικη πονηρία δείχνει, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας σήμερα.

Ο θόρυβος προεξαγγέλθηκε με άρθρο που έγραψε πριν από καμιά δεκαριά μέρες θαυμαστώς πως λάμψας παλαιός συνταγματολόγος του οποίου τα έργα, εξίτηλα πάντα ταχύ έγιναν, ταχύ δε και παντελής λήθη κατέχωσεν. Σε αυτό αποφάνθηκε ότι αν ένα κόμμα δηλώσει ότι δεν ψηφίζει κανέναν υποψήφιο Πρόεδρο της Δημοκρατίας, προκειμένου να οδηγηθεί η χώρα υποχρεωτικά σε εκλογές, προκαλεί την πρόωρη διάλυση της βουλής για λόγο που δεν προβλέπει ούτε επιτρέπει το Σύνταγμα και επιπλέον σφετερίζεται την αρμοδιότητα για πρόωρη διάλυση της βουλής, ενώ δεν την έχει από το Σύνταγμα. Μην τύχει και θελήσετε δηλαδή εκλογές που προβλέπει το Σύνταγμα γιατί παρανομείτε!

Όμως οι σχετικές συνταγματικές διατάξεις δεν εξαρτούν το συνταγματικό κύρος της συμμετοχής ή της μη συμμετοχής των βουλευτών στην ψηφοφορία για εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας από τους λόγους για τους οποίους μετέχουν ή δεν μετέχουν σε αυτήν. Άλλωστε, ο αναθεωρητικός νομοθέτης είχε δύο τουλάχιστον φορές τη δυνατότητα να απεξαρτήσει την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από το ενδεχόμενο εκλογών και δεν το έπραξε. Η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας έχει ρυθμιστεί έτσι, ώστε αν η αξιωματική αντιπολίτευση (ή και η κοινοβουλευτική πλειοψηφία, όπως συνέβη με τη Νέα Δημοκρατία το 1990) δεν συμφωνήσει στο προτεινόμενο πρόσωπο, να προκαλούνται τελικά γενικές βουλευτικές εκλογές και νέα κυβέρνηση.

Εκλεπτυσμένη, στην ίδια όμως κατεύθυνση, αναπτύσσεται η γνώμη του καθηγητή Δημήτρη Τσάτσου. Δεν φαίνεται να θέτει, τουλάχιστον όχι ευθέως, θέμα παραβίασης του Συντάγματος, ρητά δε σημειώνει ότι αν δεν γίνουν όσα φρονεί κυρώσεις δεν προβλέπονται. Και αυτός όμως θεωρεί ότι τα μόνα «θεμιτά» κριτήρια της στάσης ενός κόμματος εν όψει προεδρικής εκλογής είναι εκείνα που αφορούν την προσωπικότητα και την πολιτική καταλληλότητα του προσώπου του Προέδρου. Όμως γιατί μόνον αυτά; Μάλλον χωρίς νομικό επιχείρημα, γι΄ αυτό και τα πομπώδη «εργαλείο στη διάθεση εκείνων που για λόγους ασχέτους…», «ερμηνευτικός περίγελως» κ.λπ.

Τα πράγματα είναι τελικώς απλά: νομική υποχρέωση κόμματος ή βουλευτή να μετάσχει κάπως ή αλλιώς στην ψηφοφορία ή να μη μετάσχει δεν υπάρχει. Ακόμη περισσότερο: όταν υπάρχει ρητή συνταγματική δυνατότητα προσφυγής στις εκλογές και πολιτική και κοινωνική δυναμική που τις καθιστά από αναγκαίες εφικτές, το πράγμα τελειώνει εδώ. Κατά τα λοιπά, πολυλογία που θεωρεί ότι η προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία- και μάλιστα όταν αυτό ρητά προβλέπεται από το Σύνταγμαείναι δήθεν παραβίαση του Συντάγματος, έχει ξεπεραστεί ιστορικά από την εποχή του Χοϊδά, του Σγουρίτσα και του Αρναούτη…

Νομίζω πάντως ότι ο θόρυβος προέρχεται μάλλον από τα πρόσωπα που τον προκαλούν παρά από τις απόψεις τους. Στα τελευταία τριάντα τόσα πια χρόνια που παρατηρώ τα συνταγματικά τεκταινόμενα, το Σύνταγμα χρησιμοποιείται, από κάθε πλευρά, όχι ως σταθερό δημοκρατικό πλαίσιο διεξαγωγής των πολιτικών και κοινωνικών συγκρούσεων, αλλά για το αντίθετό του: ως εργαλείο για να επιβληθούν σκοπιμότητες, κομματικές, εσωκομματικές, ατομικές ή άλλες, σαν δήθεν συνταγματικές επιταγές ή απαγορεύσεις, σαν διαταγές δηλαδή που βρίσκονται έξω από τον κανόνα του δημοκρατικού παιχνιδιού. Αυτό συμβαίνει συχνά, κάποτε και διαφανώς ευθηνά, με τρόπο μάλιστα που μας θυμίζει το αποδιδόμενο στον Τζούλιο Αντρεότι, ότι η εξουσία είναι πολύ βρώμικο πράγμα όταν δεν την έχεις…

*Ο Γιάννης Ζ. Δρόσος είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή Αθηνών

v v v

Πρόκληση

Του Γιώργου Χρ. Παπαχρήστου

Είναι προφανές ότι η συντήρηση της προεδρολογίας στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας, και μάλιστα με την κυβέρνηση να παριστάνει τον κήνσορα, κρύβει ύποπτες επιδιώξεις. Διότι δεν μπορεί η κυβέρνηση Καραμανλή, που έχει διαλύσει στα πέντε χρόνια της θητείας της κάθε θεσμό που υπήρχε στη χώρα (από το ΑΣΕΠ ώς τις Πανελλαδικές κι από τις ανεξάρτητες αρχές ώς τη Βουλή ένα αμαρτωλό οδοιπορικό είναι η πορεία της), να εμφανίζεται τώρα ως υπερασπιστής του Συντάγματος και του θεσμού του Προέδρου της Δημοκρατίας. Είναι πρόκληση. Και συνιστά πραγματική ύβρι η στάση της, όταν δεν έχουν παρέλθει ούτε τρεις μήνες από το κοινοβουλευτικό πραξικόπημα που επιχείρησε κλείνοντας τη Βουλή, προκειμένου να διασώσει τα στελέχη της, μέσω της παραγραφής των σκανδάλων. Ξεχνάει κανείς ότι δεν είχαν καν την ευαισθησία να ενημερώσουν τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για το κλείσιμο της Βουλής, και εκείνος το έμαθε από τα μέσα ενημέρωσης; Αυτή η συμπεριφορά άραγε προστατεύει τον θεσμό ή τιμάει το πρόσωπο;

v v v

Σεβαστή πολιτική επιλογή

Του Κώστα Χ. Χρυσόγονου

Η ΠΡΟΘΕΣΗ του ΠΑΣΟΚ να προκαλέσει βουλευτικές εκλογές τον Μάρτιο του 2010, λόγω αδυναμίας εκλογής Προέδρου Δημοκρατίας, αποτελεί καθαυτή μια σεβαστή πολιτική επιλογή του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ταυτόχρονα όμως το ίδιο κόμμα εξαγγέλλει ότι θα ψηφίσει υπέρ του ίδιου υποψηφίου μετά τη διενέργεια των βουλευτικών εκλογών. Πρόκειται για σαφή καταστρατήγηση των διατάξεων του άρθρου 32 του Συντάγματος. Αυτές προβλέπουν την εκλογή Προέδρου με αυξημένη πλειοψηφία, με προφανή σκοπό να αναδεικνύονται στο ύπατο αξίωμα πρόσωπα που συγκεντρώνουν μια ευρύτερη κοινωνική και πολιτική συναίνεση και όχι με σκοπό την παροχή στην εκάστοτε αντιπολίτευση της δυνατότητας να προκαλεί τη διάλυση της Βουλής, όταν κρίνει ότι τούτο εξυπηρετεί το κομματικό συμφέρον της.

Η προοιωνιζόμενη καταστρατήγηση του άρθρου 32 από την αξιωματική αντιπολίτευση αποτελεί ένα ακόμη βήμα στον εξευτελισμό των συνταγματικών θεσμών, στον οποίο επιδίδονται από καιρό τα κόμματα εξουσίας. Έτσι π.χ. η κυβέρνηση επανειλημμένα απέσυρε τους βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος από τη Βουλή, προκειμένου να μη μετάσχουν στη μυστική ψηφοφορία για τη συγκρότηση προανακριτικής επιτροπής. Καταστρατηγήθηκαν έτσι τα άρθρα 60 και 86 του Συντάγματος, αφού ουσιαστικά ματαιώθηκε όχι μόνο η μυστικότητα, αλλά και η ελεύθερη έκφραση της γνώμης και ψήφου των βουλευτών, όπως και ο θεσμός της ποινικής ευθύνης των υπουργών. Μέσα σε αυτό το νοσηρό κλίμα, η στάση του ΠΑΣΟΚ στο θέμα της επικείμενης προεδρικής εκλογής είναι αναμενόμενη.

Το χειρότερο όλων, πάντως, είναι η αγνόηση του άρθρου 29 του Συντάγματος (εσωκομματική δημοκρατία), αφού η απόφαση του ΠΑΣΟΚ δεν προέρχεται από συλλογικά όργανα του κόμματος, όπως θα ήταν εύλογο, αν ήταν ένα δημοκρατικό ευρωπαϊκό κόμμα, αλλά ελήφθη αποκλειστικά από τον αρχηγό του. Χαρακτηριστικό του κατήφορου του ελληνικού δημόσιου βίου είναι ότι ακόμη και ο ιδρυτής του ίδιου κόμματος είχε εξαγγείλει την εκπληκτική αλλαγή πορείας στην προεδρική εκλογή του Μαρτίου του 1985 σε συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος. Αν και η τελευταία δεν ήταν ουσιαστικά τίποτε περισσότερο από μία σύναξη χειροκροτητών, πάντως η δεύτερη γενιά της παπανδρεϊκής πολιτικής δυναστείας τηρούσε τουλάχιστον κάποια προσχήματα συλλογικής λειτουργίας. Και από την άλλη πλευρά όμως, η απόφαση να προταθεί η υποψηφιότητα του σημερινού Προέδρου της Δημοκρατίας στην πρώτη εκλογή του, το 2005, ελήφθη προσωπικά από τον Πρωθυπουργό- κληρονομικό ηγεμόνα της Νέας Δημοκρατίας – και ανακοινώθηκε αιφνιδιαστικά από τον ίδιο σε τηλεοπτική εμφάνισή του.

Το γενικότερο συμπέρασμα από όλα αυτά είναι ότι η λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος υποβαθμίζεται σε τελετουργία κενή περιεχομένου.

*Ο Κώστας Χ. Χρυσόγονος είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή Θεσσαλονίκης.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.