Οταν οι Κοσμιωτες ξεκαλοκαιριαζαν στο Κουρσουμλο

Ο κ. Σαράντης Χατζηχριστοδούλου θυμάται μια άλλη εποχή όταν σχεδόν όλο το χωριό μετακινούταν στην παραλία τις ζεστές ημέρες του Αυγούστου

Μπορεί σήμερα οι αποδράσεις στη θάλασσα ή οι διακοπές να είναι υπόθεση που περιορίζεται σε στενό κύκλο, υπήρχαν όμως εποχές που οι καλοκαιρινές αποδράσεις ήταν υπόθεση όλης της κοινότητας.

Χωριά ολόκληρα ανέβαιναν στα κάρα (τα βαριά οχήματα του οικισμού, που χρησιμοποιούνταν μέχρι και την δεκαετία του ’80), έστηναν τα ξυλοτέξ στις παραλίες και έμεναν εκεί για μέρες, απολαμβάνοντας την δροσιά της παραλίας, και ζώντας όλοι μαζί, κοντά κοντά, σε μια εποχή αθώα και διαφορετική.

Για το Κόσμιο, η παραλία- προορισμός ήταν αυτή της Μολυβωτής, το Κούρσουμλο όπως την ονόμαζαν, όπου το καλοκαίρι ταξίδευαν όλοι, και έμεναν εκεί για αρκετές μέρες.

Λίγοι είναι αυτοί που θυμούνται καλά εκείνα τα χρόνια, μιας και οι περισσότεροι ή έφυγαν ή ήταν πολύ μικροί, για αυτό και εμείς μιλήσαμε με τον κ. Σαράντη Χατζηχριστοδούλου, που σήμερα είναι 85 χρονών, και μας διηγήθηκε μερικές από τις αναμνήσεις εκείνης της εποχής.

«Τα φάγαμε με το κουτάλι εκείνα τα χρόνια» τόνισε ο κ. Σαράντης Χατζηχριστοδούλου, ο οποίος θυμήθηκε πώς τόσο σαν έφηβος, όσο και μεγαλύτερος, ακόμα και αφού είχε αρραβωνιαστεί πήγαινε στο Κούρσουμπλο το καλοκαίρι και έστηναν τα ξυλοτέξ με τέντα μπροστά.

«Όλο το χωριό ήταν κοντά κοντά στα αμάξια, δεν είχε άδειο, το ένα αμάξι έτρωγε με το άλλο μαζί», σημείωσε, ενώ πίσω ήταν τα μαγειρεία, όπου είχαν τοποθετήσει σίδερα, που τα ονόμαζαν πιροσιά, όπου μαγείρευαν οι γυναίκες, τηγάνιζαν και μαγείρευαν. «Είχαμε κότες που τις σφάζαμε και τις μαγειρεύαμε, γελάδια που τα αρμέγαμε, πίναμε το γάλα» ανέφερε. Εκεί πήγαιναν όσοι ήθελαν, αλλά από τις αρχές Αυγούστου μέχρι τις 21 Αυγούστου, ήταν όλοι σε ένα μέρος, πιο κάτω είχε μουσουλμάνους, ενώ πιο πάνω λίγο είχε ένα μαγαζάκι όπου ότι έπιαναν οι ψαράδες τα πήγαιναν και τα έψηναν εκεί, έπιναν και κανένα ούζο, παρόλο που όσοι μετακινούνταν εκεί, έπαιρναν μαζί τους ό,τι χρειαζόταν.

Ταξίδι μαζί με τα ζώα

Ο ίδιος ξεκίνησε από το 1955 να πηγαίνει στο Κούρσουμλο μαζί με την οικογένειά του. Είχαν γελάδια, τα οποία έζευαν, έπαιρναν χόρτο μαζί τους και άλλη τροφή, και πήγαιναν. Εκεί πήγαιναν λοιπόν με τους γονείς του, και άφηναν στο σπίτι, που είχαν το γουρουνάκι και τα κοτόπουλα, την γιαγιά, μαζί με το σκυλί, το οποίο έμενε μαζί.

Στη διαδρομή κάθε μισή με μία ώρα σταματούσαν για να ποτίσουν τα γελάδια. «Για να πας από εδώ στο Κούρσουμλο θέλει δύο ώρες με τα ζώα, και έτσι τα ξεκουράζαμε για να πιούν και νερό» εξήγησε ο κ. Χατζηχριστοδούλου.

«Εκεί στο Κούρσουμλο» συνέχισε, «είχε ένα πηγάδι αστείρευτο, είχε και μια στέρνα, τα ποτίζαμε, και καθόμασταν εμείς, μικροί ήμασταν, στη γέφυρα που είχε, και από τη γέφυρα μέχρι τη θάλασσα, βοσκούσαμε τα γελάδια. Μέχρι το βράδυ καθόμασταν στη γέφυρα, για να μην φύγουν προς το χωριό τα ζώα. Το βράδυ τα δέναμε, τα δίναμε να φάνε, τα αρμέγαμε, ζεσταίναμε το γάλα, μαζευόμασταν όλοι, ανάβαμε φωτιές, τάχα για τα κουνούπια, και περνούσαμε έξω τα βράδια».

«Χρόνια ανέμελα, φτώχεια, αλλά καλή ζωή» τόνισε, «εκείνα τα χρόνια τα χάσαμε, πάνε». Σύμφωνα με τον κ. Χατζηχριστοδούλου, κρίσιμος παράγοντας για να ξεκινήσει η καλοκαιρινή «μετανάστευση» ήταν το πότισμα στα βαμβάκια. Όταν τελείωνε το πότισμα πήγαιναν όλοι και καθόταν στο Κούρσουμλο.

Τα ξυλοτέξ βέβαια, τα πήγαιναν στην παραλία από τον Μάιο, και τα έστηναν για να πιάσουν μέρος, να είναι στην πρώτη σειρά. Είχαν δε ειδικά τελάρα κόντρα πλακέ, με χαρτόνια γύρω γύρω, που χρησιμοποιούνταν σαν τουαλέτα. Έσκαβαν μια τρύπα, τα έβαζαν γύρω γύρω, και όταν γέμιζε, την παράχωναν και πήγαιναν την κατασκευή λίγο παραπέρα.

Μαγείρεμα… χωρίς ψυγεία

Στα μαγειρεία, που ήταν κατασκευασμένα από σίδερα, με φωτιές από κάτω, έβαζαν ένα τηγάνι ή μια κατσαρόλα για να μαγειρέψουν όλα τα φαγητά που ήταν της ημέρας.

Στην περιοχή άλλωστε είχε εμπόρους από τη Μαρώνεια με φρέσκα ψάρια, που πουλούσαν σε όσους παραθέριζαν και πήγαιναν και τα έπαιρναν για να τα μαγειρέψουν.

Πέρα αυτών είχαν και κοτόπουλα, τα οποία είχαν ζωντανά μέχρι να τα χρειαστούν, με τους άντρες να τα παίρνουν λίγο παράμερα, να τα σφάζουν, και στη συνέχεια τα έπαιρναν ο γυναίκες, τα ζεματούσαν τα μαδούσαν και τα έκαναν με τις πατάτες και τα κρεμμύδια. «Δεν είχε δεν τρώω. Αν δεν έτρωγες έμενες νηστικός. Ό,τι φαΐ είχε, έπρεπε να το φας» τόνισε.

Από το Κούρσουμλο στα Φατήριακα

Συνήθως έφευγαν την ημέρα του Πανηγυριού στα Φατήριακα, όπου έζευαν τις αγελάδες, και πήγαιναν στο πανηγύρι, για να επιστρέψουν στο Κόσμιο στα τέλη Αυγούστου. Τότε δε τα βοσκούσαν στα χωράφια, την εποχή που τρυγούσαν τα καλαμπόκια, και έπαιρναν τα ξερά, ή άλλοι είχαν λιβάδια για να τα βοσκούν.

Τότε είχε και νερό, έτρεχε το ποτάμι, έπιναν τα γελάδια καθαρό νερό.

Και ενώ δεν θυμάται ποια ακριβώς χρονιά σταμάτησαν, να πηγαίνουν στο Κούρσουμλο, θυμάται πως ήταν τη δεκαετία του ’60, όταν πλέον είχαν αυτοκίνητα και πηγαινοέρχονταν, ενώ είχαν σχεδόν πουλήσει τα γελάδια, και ξεκίνησαν να πηγαίνουν στους Προσκυνητές. Εκεί βέβαια πλήρωναν για τις εκτάσεις που κάθονταν, 2.000 δραχμές στους κοινοτικούς εισπράκτορες.

Εκεί τοποθετούσαν τα ξυλοτέξ, κάποια από τα οποία έχουν επιβιώσει μέχρι σήμερα, όμως όταν μεγάλωσαν τα παιδιά τους, που δεν ήθελαν να έρχονται γιατί δεν είχε παιδιά της ηλικίας τους, χρησιμοποιούσε το αυτοκίνητό του, ένα βαν, και πήγαιναν εκεί με τη σύζυγό του, έστηναν μπροστά την τέντα από το ξυλοτέξ, είχε το μαγκάλι και ένα πτυσσόμενο τραπέζι.

Έπαιρνε ψάρια από τον Ίμερο, από ένα έμπορο, και τα έψηναν το βράδυ για να φάνε. Πήγαιναν την Παρασκευή, και έφευγαν το βράδυ της Κυριακής. «Καλά ήταν τότε δεν φοβόσουν, ήταν ήσυχα χρόνια, φόβο δεν είχε. Όπου δουλεύαμε, πληρωνόμασταν, μεγάλωσα δύο παιδιά, δεν στερήθηκα τίποτα» έχοντας δουλέψει και στα χωράφια, και στα ζώα, αλλά και ως υπάλληλος.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.