Ηταν λατρευτικο το σπηλαιο της Μαρωνειας;

Οι εργασίες που θα γίνουν κατά την ανάδειξή του θα βοηθήσουν να δοθεί περαιτέρω φως στο παρελθόν του σύμφωνα με τον Προϊστάμενο Γραφείου Βορείου Ελλάδος Εφορείας Παλαιοανθρωπολογίας – Σπηλαιολογίας Φώτη Γεωργιάδη

50 χρόνια μετά τις πρώτες ανασκαφικές έρευνες, οι πρώτες κινήσεις για την ανάδειξη του έργου

Τα αποτελέσματα των ανασκαφικών εργασιών που έλαβαν χώρα το 2022 στο Σπήλαιο της Μαρώνειας, από την Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας – Σπηλαιολογίας παρουσιάστηκαν την Πέμπτη 28 Μαρτίου κατά την 36η Επιστημονική Συνάντηση για το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και τη Θράκη που διοργάνωσε το ΑΠΘ.

Πρόκειται για την τελευταία έρευνα που πραγματοποιήθηκε από την υπηρεσία, μέσα από την οποία, και την μελέτη που έχει ήδη δημοπρατηθεί, θα αποφασιστεί σε ποιες αίθουσες θα δημιουργηθεί ο τουριστικός διάδρομος, ώστε να γίνει επισκέψιμο το σπήλαιο, και με ποιο τρόπο.

Την εισήγηση έκανε ο Προϊστάμενος του Γραφείου Βορείου Ελλάδος της Εφορείας Παλαιοανθρωπολογίας – Σπηλαιολογίας Δρ Φώτης Γεωργιάδης, ο οποίος αναφέρθηκε στις διαστάσεις και την ιστορία του σπηλαίου, τις προηγούμενες ανασκαφές που έλαβαν χώρα, σημειώνοντας πως η τελευταία ανασκαφή επιβεβαίωσε τα συμπεράσματα των παλαιότερων ερευνών και εμπλούτισε τη γνώση μας για το σπήλαιο με νέα αρχαιολογικά δεδομένα.

Κατά την διάρκεια της έρευνας πάντως υπήρξαν σημαντικές ενδείξεις υπέρ της υπόθεσης ότι το σπήλαιο υπήρξε ιερό κατά την αρχαϊκή περίοδο, ενώ η συνέχεια της έρευνας κατά τη φάση της υλοποίησης των έργων είναι πιθανό να δώσει μια οριστική απάντηση σε αυτό το ερώτημα αλλά και επιπλέον να προσθέσει δεδομένα στις γνώσεις μας για τη διαμόρφωση του σπηλαίου κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο.

Μια μεγάλη ιστορία κατοίκησης και έρευνας

Το σπήλαιο είναι επίμηκες, με μήκος περίπου 350 μ. και πλάτος από 15 έως 50 μ. Έχει δύο εισόδους, μία κύρια σχεδόν στο μέσο και μία δευτερεύουσα, που παρέχει δυσχερή πρόσβαση, στο ανατολικό του τμήμα. Το συνολικό μήκος των διαδρόμων του είναι γύρω στα 2.000 μ.

Σε άρθρο του 1957 αναφέρεται ότι ο πρώτος που ερεύνησε το σπήλαιο ήταν ο γιατρός Κωνσταντίνος Αυδής το 1896, ενώ έχει επίσης καταγραφεί ότι το 1919 διμοιρία μηχανικού του γαλλικού στρατού, ο οποίος ασκούσε τη διοίκηση της Δυτικής Θράκης κατά το βραχύβιο καθεστώς της Διασυμμαχικής Θράκης προκάλεσε σοβαρές βλάβες στον λιθωματικό διάκοσμο του σπηλαίου, αποσπώντας στοιχεία του.

Αργότερα, το 1934-1935 μια επιχείρηση εμπορικής εκμετάλλευσης της κόπρου των νυχτερίδων του σπηλαίου διάνοιξε νέες ή διεύρυνε υφιστάμενες στενές διόδους στο σπήλαιο, ακόμη και με χρήση δυναμίτιδας, επιφέροντας σημαντικές βλάβες στο ίδιο το μνημείο και στις αρχαιολογικές επιχώσεις του.

Ο καθηγητής αρχαιολογίας Γεώργιος Μπακαλάκης επισκέφτηκε το σπήλαιο το 1938 και επισήμανε την αρχαιολογική σημασία του, με ανασκαφές να διενεργούνται το 1969 και το 1971 από τον Ε. Τσιμπίδη-Πεντάζο (με χρηματοδότηση της Γενικής Δ/νσης Αρχαιοτήτων & Αναστηλώσεων και της Αρχαιολογικής Εταιρείας αντίστοιχα) που απέδωσαν μεγάλη ποσότητα ευρημάτων από την νεολιθική έως την ύστερη βυζαντινή περίοδο, χωρίς όμως να εντοπιστούν αδιατάρακτες επιχώσεις.

Το 1969, λίγο μετά την πρώτη ανασκαφή του Πεντάζου, το σπήλαιο ερευνήθηκε και χαρτογραφήθηκε πλήρως από την Άννα Πετροχείλου, πρόεδρο της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας.

Το 1979 το σπήλαιο της Μαρώνειας κηρύχθηκε ως αρχαιολογικός χώρος, όμως οριοθέτηση της κήρυξης του αρχαιολογικού χώρου έγινε το 2019.

Προσπάθειες για να ξεκινήσει η ανάδειξη από τη δεκαετία του 1980

Από τη δεκαετία του 1980 φορείς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης ενεργούν ώστε να κινηθούν διαδικασίες αξιοποίησης του σπηλαίου, με ανασκαφές από την Εφορεία Σπηλαιολογίας από το 2006 έως το 2010, υπό τη διεύθυνση της αρχαιολόγου Άννας Παντή, για την αρχαιολογική τεκμηρίωση του σπηλαίου, με χρηματοδότηση της Νομαρχίας Ροδόπης. Μετά το 2010, και τη περίοδο της κρίσης, δεν υπήρξε ενδιαφέρον από την ΤΑ, όμως το 2021, μετά από μερικά χρόνια προσπαθειών, συνήφθησαν δύο Προγραμματικές Συμβάσεις Πολιτισμικής Ανάπτυξης μεταξύ του ΥΠ.ΠΟ., της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης και του Δήμου Μαρώνειας-Σαπών, με χρηματοδότηση από την Περιφέρεια.

Η πρώτη είχε ως αντικείμενο την ανασκαφική έρευνα κάποιων αιθουσών του σπηλαίου από την Εφορεία, που ολοκληρώθηκε το 2023, και η δεύτερη την εκπόνηση των σχετικών μελετών που απαιτούνται για την αξιοποίησή του.

Μέσα από την προγραμματική σύμβαση απέκτησαν γνώση της στρωματογραφίας του σπηλαίου στην λεγόμενη ‘αίθουσα του Βωμού’ (την πρώτη κύρια αίθουσα του σπηλαίου) και στον ανατολικό διάδρομο που ενώνει την ‘αίθουσα του βωμού’ με την βορειότερη ‘αίθουσα των γιγάντων’.

Στην ανασκαφή, υπό την διεύθυνση του ιδίου, εργάστηκε ο αρχαιολόγος Θεόδωρος Παπαδημητρίου, με συμμετοχή, εκτός από το εργατοτεχνικό προσωπικό φοιτητών από το Τμήμα Ιστορίας και Εθνολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης και από το Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Επιβεβαίωση των προηγούμενων ερευνών

Η ανασκαφή επιβεβαίωσε τα συμπεράσματα των παλαιότερων ερευνών και εμπλούτισε τη γνώση μας για το σπήλαιο με νέα αρχαιολογικά δεδομένα.

Οι φάσεις χρήσης όπως είχαν αναγνωριστεί από τις έρευνες του 2006-2010 είναι μία φάση εντατικής δραστηριότητας, του τέλους του 12ου – αρχές 13ου αιώνα μ.Χ., όπου διαπιστώθηκε η ισοπέδωση και λιθόστρωση μέρους τουλάχιστον των πρώτων αιθουσών του σπηλαίου, ενώ εντοπίστηκε πολύ μεγάλη ποσότητα οικοδομικών υλικών (φερτοί αργόλιθοι, σιδερένια καρφιά) που μαρτυρούν την εκτεταμένη οικοδομική επέμβαση στο εσωτερικό του σπηλαίου. Επιπλέον, η συνολική εικόνα των ευρημάτων, που περιλαμβάνουν κάθε είδους αντικείμενα καθημερινής χρήσης (εργαλεία, κεραμική, κοσμήματα, νομίσματα), δηλώνει την εγκατάσταση μιας πολυάριθμης ομάδας ανθρώπων στο σπήλαιο, εγκατάσταση η οποία σχετίστηκε με την αναταραχή της περιόδου της Δ΄ σταυροφορίας.

Σύμφωνα με την κεραμική, φαίνεται πως κατά τις πρώτες δεκαετίες του 14ου αι. μ.Χ. έχουμε εκ νέου μαζική χρήση του χώρου. Και αυτή η περίοδος είναι περίοδος αναταραχών: οι λεηλασίες των Καταλανών μισθοφόρων, που στις αρχές του 14ου αι. μ.Χ. λεηλατούσε συστηματικά κι ερήμωσε τη Θράκη, και οι εμφύλιοι πόλεμοι των διεκδικητών του θρόνου (Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου – Ανδρόνικου Γ΄, Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου – Ιωάννη Στ΄ Καντακουζηνού) πίεσαν τους τοπικούς πληθυσμούς και πιθανώς τους ανάγκασαν να αναζητήσουν καταφύγιο στο σπήλαιο.

Κατά τις προηγούμενες ανασκαφικές περιόδους, εντοπίστηκε μια εκτεταμένη χρήση του σπηλαίου κατά την όψιμη αρχαιότητα, από τον 5ο έως τον 7ο αι. μ.Χ.. Μεγάλη ποσότητα εμπορικών αμφορέων του 5ου – 7ου αι μ.Χ., ερυθροβαφής κεραμική terra sigillata (πινάκια, χύτρες), λυχνάρια, οδήγησε στην υπόθεση ότι το σπήλαιο χρησιμοποιήθηκε ως χώρος αποθήκευσης αμφορέων. Η φάση αυτή εντοπίζεται και στην «αίθουσα του βωμού».

Τέλος, εντοπίστηκε μικρή ποσότητα αρχαϊκής κεραμικής και κεραμική της Νεότερης Νεολιθικής σε διαταραγμένες επιχώσεις, ενώ κάποια σποραδικά ευρήματα μεταβυζαντινής περιόδου δηλώνουν επεισόδια ανθρώπινης δραστηριότητας και στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν (πήλινες πίπες καπνίσματος, μικρή ποσότητα μεταβυζαντινής κεραμικής).

Μεγάλες υψομετρικές διαφορές στο Βυζαντινό λιθόστρωτο

Το βυζαντινό λιθόστρωτο, γνωστό από τις παλαιότερες έρευνες, εντοπίστηκε και στην «αίθουσα του βωμού», και παρουσιάζει σημαντικές υψομετρικές διαφορές στις θέσεις του σπηλαίου στις οποίες έχει εντοπιστεί. Ακόμη και υψομετρική διαφορά άνω του ενός μέτρου σε σημεία που απέχουν μεταξύ τους 6 μ.

Έχει ενδιαφέρον, σημείωσε ο κ. Γεωργιάδης, να εξακριβωθεί στη συνέχεια των ερευνών αν αυτές οι σημαντικές υψομετρικές διαφορές υποδηλώνουν κάποια επιπλέον διαμόρφωση στο εσωτερικό του σπηλαίου, π.χ. τη διευθέτηση του δαπέδου του σε άνδηρα. Τα άνδηρα αυτά μπορούμε να τα φανταστούμε στο πλαίσιο των γενικότερων εκτεταμένων διαμορφώσεων που είχαν λάβει χώρα στο σπήλαιο κατά την εντατική του χρήση από σημαντικό αριθμό ανθρώπων τον 13ο και 14ο αιώνα μ.Χ.

Χαρακτηριστικά παραδείγματος χάριν είναι τα λείψανα τοιχοποιΐας που έφραζε μια κόγχη του σπηλαίου, μετατρέποντάς την σε ξεχωριστό, ιδιαίτερο χώρο.

Λατρευτικό Σπήλαιο;

Ένα ερώτημα που έχει απασχολήσει την έρευνα σχετικά με το σπήλαιο της Μαρώνειας είναι το αν υπήρξε ή όχι λατρευτικό σπήλαιο κατά την αρχαϊκή περίοδο.

Και αυτό γιατί έχει εντοπιστεί σποραδική μικρή ποσότητα αρχαϊκής κεραμικής στο σπήλαιο, όχι όμως και κάποιο αρχαϊκό στρώμα, που θα μας προσέφερε περισσότερα δεδομένα.

Η συζήτηση για το αν το σπήλαιο υπήρξε ιερό ή όχι , ξεκινάει από την παρουσία μιας λαξευμένης κόγχης σε κεντρική θέση της πρώτης αίθουσας του σπηλαίου, σημείωσε ο κ. Γεωργιάδης.

Μπαίνοντας στο σπήλαιο, απέναντί σου και σε απόσταση 5 μ. περίπου από την είσοδο, υψώνεται ο όγκος ενός ενιαίου συμπλέγματος σταλαγμιτών.

Στο μέσο της πίσω όψης αυτού του σταλαγμιτικού συμπλέγματος, της όψης δηλαδή που βλέπει προς την πρώτη ευρύχωρη αίθουσα του σπηλαίου, έχει λαξευτεί μια μεγάλη ημικυκλική κόγχη, ενώ λίγες μικρές, αβαθείς κόγχες διαμορφώνονται πάνω και γύρω από αυτήν. Η μεγάλη ημικυκλική κόγχη, έχει πλάτος (άνοιγμα) 0,78 μ., βάθος 0,41 μ. και ύψος 0,55 μ.

Περίπου στο μέσο του δαπέδου της κόγχης έχει λαξευτεί βάθυνση κυκλικής διατομής, διαμέτρου 7,2 εκ. και βάθους 5,5 εκ. Παρόμοιους τόρμους βρίσκουμε λαξευμένους σε λατρευτικά σπήλαια, σε θέσεις που υποδέχονταν κάποιο ανάθημα, με χαρακτηριστικό το παράδειγμα του σπηλαίου του Αρχεδήμου στη Βάρη.

«Έχουμε λοιπόν σε κεντρική θέση, που κυριαρχεί στον χώρο, μια λαξευμένη κόγχη με τόρμο στο δάπεδό της. Αυτή η κατασκευή αποκτά νόημα αν την κατανοήσουμε ως κατασκευή υποδοχής και στερέωσης ενός αντικειμένου με έμβολο, όπως μια στήλη ή ένα αγαλμάτιο, που θα είχαν θέση εκεί μόνο αν το σπήλαιο είχε λατρευτική λειτουργία» ανέφερε ο Προϊστάμενος, και η παρουσία της σε διαφορετική περίπτωση είναι δυσερμήνευτη.

Επισήμανε πάντως πως εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικά προβλήματα για την απόδοση λατρευτικής λειτουργίας στο σπήλαιο κατά την αρχαϊκή περίοδο, παραδείγματος χάριν η απουσία θραυσμάτων ειδωλίων, που θα περιμέναμε να βρούμε σε μια τέτοια περίπτωση.

Από την άλλη, με αυτή την ερμηνεία είναι συμβατή και η παρουσία αρχαϊκής διακοσμημένης κεραμικής, που μάλιστα προέρχεται κυρίως από αγγεία πόσης, ανάμεσά τους και αττικές μικρογραφικές κύλικες, αλλά και από μία αττική λήκυθο. Από την αρχαϊκή περίοδο έχει βρεθεί επίσης κεραμική με ταινιωτή διακόσμηση και σημαντική ποσότητα τεφρόχρωμης κεραμική (κρατήρες, λεκάνες, οινοχόες).

Ωστόσο, παρόλο που το ερώτημα παραμένει ανοιχτό, οι νέες παρατηρήσεις κατά τη γνώμη των επιστημόνων προσθέτουν μια σημαντική ένδειξη υπέρ της υπόθεσης ότι το σπήλαιο υπήρξε ιερό κατά την αρχαϊκή περίοδο.

Η συνέχεια της έρευνας κατά τη φάση της υλοποίησης των έργων είναι πιθανό να δώσει μια οριστική απάντηση σε αυτό το ερώτημα αλλά και επιπλέον να προσθέσει δεδομένα στις γνώσεις μας για τη διαμόρφωση του σπηλαίου κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.