Το σπηλαιο

[Με αφορμή μιαν αλληγορία]

Στις αρχές του 4ου αι. π.Χ. ο Πλάτων συγγράφει το έργο του «Πολιτεία» ή «Περί δικαίου», στο οποίο εξετάζεται φιλοσοφικά η έννοια της δικαιοσύνης και, ειδικότερα, το πώς θα οριζόταν και θα εφαρμοζόταν η έννοια αυτή στο πλαίσιο μια «ιδανικής πολιτείας», την οποία θα επιχειρήσουν να οικοδομήσουν θεωρητικά τα πρόσωπα που συνδιαλέγονται στον συγκεκριμένο πλατωνικό διάλογο. Στο 7ο βιβλίο του έργου περιλαμβάνεται η περίφημη «Αλληγορία του σπηλαίου», στην οποία ο Σωκράτης παρουσιάζει την άποψή του για την ανθρώπινη φύση όσον αφορά το ζήτημα της παιδείας και της απαιδευσίας. Στην αλληγορική αυτή περιγραφή οι άνθρωποι απεικονίζονται αλυσοδεμένοι από την παιδική τους ηλικία σε μια υπόγεια σπηλιά, καθηλωμένοι με τέτοιο τρόπο ώστε να μην μπορούν ούτε να σηκωθούν από τη θέση τους ούτε να στρέψουν γύρω το κεφάλι τους. Πίσω τους περνάει ένας δρόμος και ακόμη πιο πίσω καίει μια φωτιά. Στην άκρη του δρόμου και παράλληλα προς αυτόν είναι χτισμένο ένα μικρό τείχος, σαν ένα εκτενές παραβάν ενός κουκλοθεάτρου. Στον δρόμο, ανάμεσα στο τείχος και στην φωτιά περνούν κάθε τόσο άνθρωποι που, ενώ οι ίδιοι κρύβονται λόγω του τείχους, έχουν τα χέρια σηκωμένα ώστε να υπερέχουν του τείχους τα αντικείμενα που κουβαλούν. Πρόκειται για αγάλματα και ομοιώματα κάθε λογής πραγμάτων και ζώων. Εν τω μεταξύ, οι δεσμώτες δεν γνωρίζουν τι συμβαίνει, κυριολεκτικά και μεταφορικά, πίσω από την πλάτη τους. Μόνο μπροστά μπορούν να κοιτάξουν και το μόνο που βλέπουν είναι οι σκιές που ρίχνουν τα ομοιώματα πάνω στον τοίχο της σπηλιάς απέναντί τους. Σαν έναν αλλόκοτο κινηματογράφο της σύγχρονης εποχής, μόνο που για τους δεσμώτες θεατές αυτός είναι ο μοναδικός κόσμος που ξέρουν. Αυτή είναι η «αλήθεια» τους: οι σκιές απέναντί τους, ο εαυτός τους και οι διπλανοί τους.  
 
Αν όμως με κάποιον τρόπο λυνόταν ένας από τους δεσμώτες, θα άρχιζε σταδιακά να αντιλαμβάνεται την μέχρι τότε πλάνη και «αφροσύνη» του. Σε πρώτο στάδιο, ωστόσο, καθώς τα μάτια του θα είχαν συνηθίσει στο σκοτάδι, θα τυφλωνόταν από τη λάμψη της φωτιάς και δεν θα μπορούσε να δει καλά τα ομοιώματα, των οποίων τις σκιές έβλεπε μέχρι τότε. Θα θεωρούσε μάλιστα ότι πριν έβλεπε καλύτερα. Οι σκιές ήταν πιο ευδιάκριτες, πιο ευκρινείς από αυτά που τώρα του παρουσίαζαν ως αληθινά, ενώ η λάμψη της φωτιάς θα του προξενούσε πόνο στα μάτια. Το πιο πιθανό να γυρνούσε πάλι το βλέμμα του «προς εκείνα τα οποία μπορεί να βλέπει». Την ίδια αδυναμία στην όραση θα είχε ο δεσμώτης, αν στη συνέχεια κάποιος τον ανάγκαζε να ανηφορίσει τον τραχύ δρόμο που οδηγεί έξω από τη σπηλιά, παρά τον πόνο και την αγανάκτηση που θα ένιωθε για το «μαρτύριο» που του επέβαλλαν. Όσο κι αν τον διαβεβαίωναν ότι τώρα πια βλέπει τα πραγματικά αντικείμενα, ανθρώπους, ζώα, κ.λπ., όχι πια ομοιώματα ή σκιές τους, ο ίδιος δεν θα μπορούσε να δει ούτε ένα πράγμα. Ωστόσο, μετά από κάποιον χρόνο προσαρμογής, θα άρχιζε σταδιακά να διακρίνει πρώτα τις σκιές των πραγμάτων, μετά τα είδωλά τους πάνω στο νερό, κι ύστερα πια τα ίδια τα πράγματα. Τελευταίο απ’ όλα θα διέκρινε τον ήλιο, και θα αντιλαμβανόταν ο πρώην δεσμώτης ότι ο ήλιος είναι που παρέχει τις εποχές και τους χρόνους, που διαφεντεύει όλα τα ορατά κι είναι η αιτία για όσα έβλεπε ο ίδιος και οι άλλοι δεσμώτες. Τώρα πια καλοτυχίζει τον εαυτό του και οικτίρει αυτούς που παραμένουν έγκλειστοι στη σπηλιά και στην πλάνη τους. Θεωρεί μάταιη την αναγνώριση, τη δύναμη, τα βραβεία και τις τιμές που είχαν θεσπίσει οι σύντροφοί του στη σπηλιά για όποιον μπορούσε να διακρίνει καθαρότερα τις σκιές. Κι αν μάλιστα κατέβαινε πάλι πίσω και καθόταν στη θέση που κατείχε πριν φύγει, η όρασή του μες στο απότομο σκοτάδι θα ήταν αδύναμη, πριν να προσαρμοστούν ξανά τα μάτια του. Δεν θα διέκρινε καλά τις σκιές, θα γινόταν περίγελως των γύρω του. Θα έλεγαν όλοι ότι γύρισε με τα μάτια φθαρμένα, κι άρα δεν άξιζε τον κόπο ούτε να δοκιμάσει καν κανείς να ανέβει πάνω. Κι όποιον επιχειρούσε να τους λύσει, θα τον σκότωναν, αν μπορούσαν.
 
Η αλληγορία αυτή του Πλάτωνα αναπαριστά τη βασική του ιδέα για την ύπαρξη δύο κόσμων: ο κόσμος των αισθήσεων κι ο κόσμος των ιδεών. Στον πρώτο, τον οποίο αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας, τα πράγματα είναι «αντίγραφα» φθαρτά κι ατελή, ψευδείς αντανακλάσεις των πραγματικών, άφθαρτων και αιώνιων ιδεών, που συνιστούν τον κόσμο της νόησης. Τον ανώτερο αυτό νοητό κόσμο μόνο με το μυαλό, τη λογική και τη φιλοσοφική παιδεία μπορεί κανείς να τον συλλάβει και να τον θεαθεί. Ο άνθρωπος που το επιτυγχάνει εγκαταλείπει τις απατηλές «δοξασίες» των αισθήσεων, τις «εικασίες», τις «γνώμες» που βασίζονται στην εμπειρία, και μεταβαίνει στη «διάνοια», τη «νόηση» του πραγματικού κόσμου με βάση τη λογική και τον καθαρό νου. Εγκαταλείπει τη φθαρτή και αμφίβολη «φωτιά», τις αισθήσεις ως πηγή της εμπειρικής γνώσης, και οδεύει προς τον «ήλιο», την πλατωνική ιδέα του Αγαθού ως πηγή της αληθινής γνώσης.
           
Η παραπάνω διάκριση του Πλάτωνα ανάμεσα σε δύο σφαίρες ύπαρξης και γνώσης υπήρξε έναυσμα για μια μεγάλη φιλοσοφική συζήτηση που διαρκεί ακόμη και σήμερα, ιδίως στον τομέα της οντολογίας και της επιστημολογίας. Το πόσο επισφαλής ή απατηλή μπορεί να είναι η εμπειρία ως πηγή γνώσης, αν υπάρχει μια ανεξάρτητη από την εμπειρία μας «αντικειμενική» πραγματικότητα, αν ο ανθρώπινος νους μπορεί πράγματι να προσεγγίσει την πραγματικότητα αυτή με λογικές διεργασίες ή την εντάσσει σε κατηγορίες αντίληψης που προϋπάρχουν ήδη στο μυαλό μας, και άρα η ερμηνεία ξεκινά ήδη από το πρώτο βήμα της αντίληψης, είναι μερικά από τα ποικίλα ζητήματα της παραπάνω φιλοσοφικής διερεύνησης. Επίδραση ωστόσο άσκησε και στην κοινωνιολογία και πολιτική θεωρία: κατά πόσο ισχύει η πλατωνική άποψη ότι μόνο ο πραγματικά πεπαιδευμένος, μόνο κάποιος που «βγήκε» από τη σπηλιά κι έχει γνωρίσει την αλήθεια, πρέπει να μας κυβερνά; Σε ποιο βαθμό μπορεί και οφείλει η κοινωνία να αναγκάζει τους πνευματικούς αυτούς ανθρώπους να ασχοληθούν με τα κοινά και την πολιτική, ακόμη και χωρίς τη θέλησή τους; Ποια πρέπει να είναι η κατεύθυνση της παιδείας που οφείλει η κοινωνία να προσφέρει στους μαθητές και ποια η θέση της φιλοσοφίας σε αυτήν;
           
Ο Πλάτων όμως και η αλληγορία του επηρεάζουν ευρύτερα τη διανόηση και την καλλιτεχνική έκφρασή της σε διάφορες εποχές, ακόμη κι αν αυτό δεν γίνεται άμεσα αντιληπτό. Μπορούν λ.χ. να εντοπιστούν παρόμοιες επιδράσεις σε πολλές κινηματογραφικές ταινίες, όπως το «Κουρδιστό Πορτοκάλι» (1971) του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, βασισμένο στο ομώνυμο έργο του Άντονι Μπέρτζες, και το δημοφιλές «Matrix» (1999) των αδελφών Wachowski. Οι πλατωνικές ιδέες όμως διαπερνούν σύγχρονους προβληματισμούς σε κάθε πεδίο. Μήπως η ζωή μας στη σύγχρονη εποχή της «ελευθερίας» και της απεριόριστης πρόσβασης στη γνώση έχει πολλές ομοιότητες με το πλατωνικό σπήλαιο; Mήπως η κοινή γνώμη, που βασίζεται σε παρόμοιες «σκιές», πολιτικές, ιδεολογικές, θρησκευτικές, κ.ά., δεν πρέπει να αποτελεί ρυθμιστικό κριτήριο για αποφάσεις και επιλογές μας;”  Μήπως η γνώση που νομίζει ότι διαθέτει ο σύγχρονος άνθρωπος είναι τελικά «σκιές» κατασκευασμένες από μια διαδικασία «ειδωλοποίησης» και προβολής, που ελέγχουν θεσμοί, φορείς και ΜΜΕ; Μήπως η «αλήθεια» που νομίζουμε ότι διαθέτουμε για τον κόσμο και τους γύρω μας, μέσα από αντανακλάσεις σε οθόνες τηλεόρασης, τάμπλετ και κινητών, σε προφίλ, φωτογραφίες κι αναρτήσεις σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δεν είναι παρά «είδωλα» κι «ομοιώματα»; Κι ο ρόλος της τέχνης; Καλύπτει καθησυχαστικά ή αποκαλύπτει ανησυχητικά την αλήθεια, και μάλιστα σε ώτα μη ακουόντων; Γιατί, το τίμημα, όταν αμφισβητήσει κανείς την κοινή, συμφωνημένη «αλήθεια» και συνήθεια, είναι μεγάλο: χλευασμός, περιθωριοποίηση, αφανισμός, μεταφορικός και κυριολεκτικός. Τελείως ανθρώπινο τελικά να αμφιβάλλουμε, όπως οι δεσμώτες, κατά πόσο «ωφέλιμη» είναι η πορεία προς το φως. Να παραμείνουμε εφησυχάζοντες σε αυτά που «μπορούμε να δούμε», χωρίς να πονάνε τα μάτια μας. Όπως το θέτει ο Καβάφης, ίσως καλύτερα να μην βρούμε «Τα Παράθυρα». «Ίσως το φως θάναι μια νέα τυραννία. Ποιος ξέρει τι καινούρια πράγματα θα δείξει.»   
 
Ύστερ' από αυτά, είπα, δοκίμασε να απεικονίσεις την ανθρώπινη φύση μας ως προς την παιδεία και την απαιδευσία της πλάθοντας με το νου σου μια κατάσταση όπως η ακόλουθη. Φαντάσου δηλαδή ανθρώπους σ' ένα οίκημα υπόγειο, κάτι σαν σπηλιά, που το άνοιγμά της, ελεύθερο στο φως σε μεγάλη απόσταση, θα απλώνεται σε όλο το πλάτος της σπηλιάς, και τους ανθρώπους αυτούς να βρίσκονται μέσα εκεί από παιδιά αλυσοδεμένοι από τα σκέλια και τον αυχένα ώστε να μένουν ακινητοποιημένοι και να κοιτάζουν μόνο προς τα εμπρός χωρίς να μπορούν, έτσι αλυσοδεμένοι καθώς θα είναι, να στρέφουν γύρω το κεφάλι τους [Πλάτων, Πολιτεία 514a – b]
 

Κ. Π. Καβάφης, «Τα Παράθυρα»      

Σ’ αυτές τες σκοτεινές κάμαρες, που περνώ
μέρες βαρυές, επάνω κάτω τριγυρνώ
για  νάβρω τα παράθυρα.— Όταν ανοίξει
ένα παράθυρο θάναι παρηγορία.—
Μα τα παράθυρα δεν βρίσκονται, ή δεν μπορώ
να τάβρω. Και καλλίτερα ίσως να μην τα βρω.
Ίσως το φως θάναι μια νέα τυραννία.
Ποιος ξέρει τι καινούρια πράγματα θα δείξει.

Διαβάστε περισσότερες «Ανα- γνώσεις» από τον Σπύρο Κιοσσέ εδώ

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.